9 Ιαν 2010

Μπλουτούθ.

Είπε ο διδάσκαλος της βουδδικής αίρεσης Ζεν στον μαθητή που έψαχνε τη Μεγάλη Αλήθεια:

"Το βλέπεις ότι στο χέρι μου δεν κρατάω τσάπα;"

"Το βλέπω."

"Μ'αυτήν να σκάβεις."

Διάλογος από τον οποίο, κατά συνοπτική αναλογία, οδηγούμαι σε μια σειρά από Μεγάλες Αλήθειες:

Τα κλειδιά που μόλις δεν ακούστηκαν στην πόρτα είναι τα δικά σου που αποφάσισες να μην έρθεις.

Οι στάλες νερού που δεν έπεσαν στο πάτωμα του σαλονιού είναι από την ομπρέλα σου μόλις δεν μπήκες.

Το σώμα που ένιωσα ότι δεν με αγκάλιασε στον ύπνο μου στη μέση της νύχτας είναι η άδεια πυτζάμα σου.

Η απουσία έχει ήχο.


Η απουσία στάζει.


Η απουσία είναι τόσο παρούσα που βγάζει χνώτο.


ΥΓ1
Τι άβολα που είναι όλα αυτά τα χούγια των σινγκλς: ο φρέσκος πόθος για μπαγιάτικα σωματικά υγρά... το συναίσθημα του να μπορείς να απευθύνεις υπαρκτά αισθήματα σε ανύπαρκτους ώς ώρας ανθρώπους... η αυτοστιγμεί ικανότητα να θηλάσεις μια καινούργια αγάπη που δεν έχει καν συλληφθεί.


ΥΓ2
Το σίγουρο είναι ένα -μια και μιλάμε για βουδισμό: η νιρβάνα τού να μη θέλεις πια να μπεις σε άλλο σώμα (αλλά και να μη χρειάζεται πια, έχοντας εκπληρώσει την πνευματική σου θητεία), προβλέπω να αργεί (και όταν έρθει να μη φέρει καν ένα κουτί με πάστες).

ΥΓ3
Η γνώση ότι ακόμη και μια αόρατη τσάπα σού αρκεί για να σκάψεις σε έχει πια δυναμώσει φυσικά (και μεταφυσικά).

ΥΓ4
Αλλά τι να τον κάνεις τον λάκο αν δεν είναι να σκοντάψεις μέσα του χεράκι-χεράκι με κάποιον;


ΥΓ5
Εσύ άραγε μπορείς να καταλάβεις ότι αυτή η κατακόκκινη ζέστη, που δεν νιώθεις όσο δεν με σφίγγεις, είμαι εγώ που δεν είμαι κοντά σου; (Μπορείς με άλλα λόγια να καταλάβεις ότι αν θέλεις να δεις τα χέρια σου απελευθερωμένα πρέπει να τα αφήσεις να ζήσουν και να πεθάνουν μέσα μου;)

ΥΓ6
Θέλεις να είμαστε οι μόνοι που για να επικοινωνούμε αόρατα θα εγκαταστήσουμε μπλουτούθ κάτω από τη φόδρα του στήθους μας (δίνοντας βόλιουμ στο βουδδικό "δεν υπάρχει τίποτε, όλα υπάρχουν");

ΥΓ7
Από τη μεριά μου, μάθε το: θέλω.

ΥΓ8
Το όνομά σου.

ΥΓ9
Να καρφωθεί σταυροπόδι στο κεφάλι μου.
(Τι να καρφωθεί δηλαδή απλώς; Να φυτρώσει.)

ΥΓ10
Η μύτη σου.

ΥΓ11
Να ετοιμάσει τις βαλίτσες της και να έρθει επίσκεψη στα μαλλιά μου.

ΥΓ12
Τα γένια σου.

ΥΓ13
Να φυτρώσουν στις άκρες των δαχτύλων μου.

ΥΓ14
Το αίμα μου.

ΥΓ15
Να αισθανθεί και πάλι σαν φρέσκο νερό σε βάζο με παιώνιες.

ΥΓ16
Ρε παιδάκι μου το καταλαβαίνεις ή να στο πω ακόμη πιο "ψαγμένα";

ΥΓ17
Θέλω το στήθος μου να λιώσει πάνω σου σαν τσένταρ!

(Όλα τα άλλα είναι φιλοσοφίες.)


;-Ρ

Έρως ανίκανε τάχα.

Ε ναι, εντάξει, δεν γράφω πια.

Και τι κάνω για αυτό εκτός από το να ακούω παράπονα;

Το κουβαλάω σχεδόν σε όλες τις βόλτες.

Το πέος σου εννοώ.

Καρφιτσωμένο στο πέτο του μυαλού μου, στη θέση που κάποιοι καρφιτσώνουν ένα ροζ τριαντάφυλο.

Γι’αυτό αναβάλλω να γράψω.

Προσπαθώ να ξεχάσω το γεγονός ότι το περίγραμμά σου περιφέρεται σκέτο -το γεγονός ότι ο απών ήχος της φωνής σου έχει κουλουριαστεί στα λαιμό μου σαν μετεξεταστεό κασκόλ (ανίκανο και πάλι φέτος να με ζεστάνει).

Το έχετε προσέξει, έτσι;

Το ίδιο και η σιωπή μου, γονατιστή από τον Αύγουστο μπροστά μου, ικέτισσα να πάω τα πληγωμένα της γόνατα για φοξτρότ.

(Μα που να τις βρω τις λέξεις να κάνω φιγούρα χωρίς εσένα;)

Κι εσείς να επιμένετε από πάνω οι αναγνώστες, με τα μάτια τα σφουγγάρια:

“Γιατί δεν γράφεις;”

Μα τι σκατά ρωτάτε;

ΕΓΩ να γράψω;

Η γραφή να ΜΕ γίνει.

Κάνω ό,τι μπορώ για έμπνευση πάντως ☺

Μασάω επιμελώς γράμματα (που έχουν αφήσει μεταξύ τους τα χέρια), καταπίνω παρατημένα άλφα, ληγμένες δασείες, εφήμερα ωμέγα, ταχόμα, ταϊμς, νιουρόμαν, ξεστριμώχνω λέξεις μέχρι και με το οδοντόνημα, και το μέσα μου, όλο, από το κεφάλι ώς τα πόδια μου ένα τεράστιο στομάχι, τίγκα ξεχαρβαλωμένα πεζά.

(Έννοιες ξεχύνονται μέχρι κι από τα αυτιά μου στο πάτωμα, κι όμως οι σελίδες μένουν κενές ούτε λόγος φυσικά να σκύψω στα τέσσερα ώστε οι λευκές άγραφες κόλλες να αναλάβουν το σφουγγάρισμα –και να ποτίσουν μελάνι.)

Πολύ φασαρία για το τίποτα αυτή η σιωπή.

Τσιλάξ.

Οι λέξεις θα ξανάρθουν –αυτό είναι το θέμα μας; Οι λέξεις λέξεις είναι.

Οι λέξεις δεν στάζουν μέσα σου παιδιά (μάταιο αν τρομάξατε με τη λέξη πέος πρώτη-πρώτη και τρέξατε για πρεντίκτορ).

Οι λέξεις δεν είναι άνθρωποι να σε φιλούν στο στόμα.

Και για να γράψεις θες τέσσερα χέρια αν με πιάνετε.



ΥΓ1
Υπομονή. Και υπόσχεση. Θα προσπαθήσω να θυμηθώ πάλι πώς γράφεται κάτι ωραίο, απλώς μεταξύ μας δεν βλέπω ν' αλλάζει κάτι.

ΥΓ2
Όσο τα ποτιστήρια μάτια σου θεριεύουν ξένες ρίζες… όσο αδυνατώ να φτάσω να ξεσκονίσω τη λέξη έρωτας που αιωρείται μισό μέτρο πάνω από το κεφάλι μου… νιώθω βαριά.

ΥΓ3
Λες και στις τσέπες μου κάποιος έχωσε ένα βουνό.

ΥΓ4
Θα μου πεις δικαιολογίες. Που θυμάσαι τι είναι ο έρωτας που έχεις και το θράσσος να σου λείπει και να θεωρείς ότι η στέρησή του είναι ένα τεράστιο πινελάκι μπλάνκο;

ΥΓ5
Θυμάμαι ελάχιστα όντως για αυτόν. Πάνε χρόνια.

ΥΓ6
(Το πρώτο του φίλι ξηλώνεται σιγά-σιγά μαζί με το στόμα μου, καθώς ζευγάρια χέρια τραβάνε κατά βούληση το μικρό ξέφτι που τρεμοπαίζει, εδώ στην ακρούλα, στα χείλη μου.)

ΥΓ7
Τη μυρωδιά του όμως, επιτρέψτε μου, τη θυμάμαι μια χαρά για να την ποθώ.

ΥΓ8
Πώς διάολο να την ξεχάσεις όταν χώνει τις κάνες τις στα ρουθούνια σου και σε πυροβολεί κατευθείαν στο μυαλό;