Νιώθω κουρασμένη. Κάθε δέκα χρόνια ανακυκλώνονται όλα τα κύτταρα του σώματός μας. Θέλω να κοιμηθώ. Να θυμηθώ πώς είναι να είσαι μικρή, πώς είναι να έχεις δυο μικρά χεράκια, ένα μικρό χαμόγελο, ένα μικρό πόνο, πώς είναι να είναι μικρή η καρδιά σου, πριν ανακυκλωθεί τόσο, τότε, παλιά, μικρούλα, τότε που δεν νόμιζες ότι ανακάλυπτες τη φωτιά κάθε πέντε λεπτά -την ανακάλυπτες.
ΥΓ1
Ανοίγεις ευγενικά την πόρτα της επιδερμίδας μου και επιβιβάζομαι στον εαυτό μου. Ξέχασα. Έχεις πρώτα βάλει κι από έναν ήλιο σε κάθε μου τσέπη. Λέξεις όπως ευχαριστώ.
ΥΓ2
Ο ήλιος βομβαρδίζει τον ουρανό σε πέντε σημεία, το ράγισμα αποκαλύπτει πως ο ουρανός ήταν σκηνικό, ο ήλιος μια θλιβερή λάμπα. Μια Κυριακή που ξεχύλωσε. Μια καρδιά που χτυπάει, καθώς πέφτει από το ποδηλατάκι της -και γρατζουνάει τα γόνατά της στα χαλίκια. (Παλιά αυτό.)
ΥΓ3
Νέα ρήματα στοιβάζονται γρήγορα δίπλα στο “σε”, σαν σε καρότσα παλιατζή, φορώντας βελούδινα φορέματα. Τα ρήματα λιγοστεύουν, εννοώ εξαντλούνται, τελειώνουν –κι αρχίζουν και στοιβάζονται άλλα μέρη του λόγου, όλα τα μέρη του λόγου. Όλα τα μέρη που με πας. Τελειώνουν τα σε συν ρήμα, τα σε σκέφτομαι, τα σε πεθύμισα -πλημμυρίζουν όμορφα και γλυκά, κι αρχίζουν τα σε πορτοκαλάδα, σε αμέσως, σε ή, σε εγώ, σε βιβλίο, σε τραπέζι. Όλα σε κάνω. Άσχετες λέξεις δίπλα στο σε -να βγάζουν νόημα. Πεταλούδες τέλος. (Παλιά αυτό. Τώρα αυτό.)
ΥΓ4
Προσπαθώ να κρατήσω τα μάτια μου καρφιτσωμένα στις κόγχες τους, αλλά κατρακυλάνε ανάμεσα από τα δάχτυλά μου, όπως τα κρατάω, και τακτοποιούν το ουράνιο τόξο με επιμέλεια, αλλού το μπλε, αλλού το κίτρινο, κάθε χρώμα διπλωμένο στο δικό του συρτάρι –μόνο του. Το πάτωμα ξεκολλάει με δύναμη από το έδαφος και με χτυπάει. (Τώρα αυτό; Παλιά αυτό;)
ΥΓ5
Μαδάς τη μαργαρίτα της επιθυμίας μου, τα φυλλαράκια της είναι πάντα ζυγά. Η φωτογραφία σου ήταν πορτρέτο. Δείχνει μια πλάτη τώρα, σαν να στράφηκε το σώμα μέσα στο χαρτί, σαν να μπορούν να κινηθούν τα scripta -πρώτη φορά φωτογραφία σκίζει κάποιον κομματάκια. (Παλιά αυτό. Τώρα, ούτε αυτό.)
ΥΓ6
Σου έγραψα ένα γράμμα.
Πάει κάπως έτσι:
αααααααααααααααααααα, ββββββββββββββββ, γγγγγγγγγγγγγγγγγγγ, δδδδδδδδδδδδδδδδδδδδδ, εεεεεεεεεεεεεεεεεεε, ζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζ, ηηηηηηηηηηηηηηηηηηηη, θθθθθθθθθθθθθθθθ, ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι, κκκκκκκκκκκκκκκκκκκκκ, λλλλλλλλλλλλλλλλλ, μμμμμμμμμμμμμμμμμ, ννννννννννννννννννννν, ξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξ, οοοοοοοοοοοοοοοοοο, πππππππππππππππππππ, ρρρρρρρρρρρρρρρρρ, σσσσσσσσσσσσσσσσσ, ττττττττττττττττττττττττ, υυυυυυυυυυυυυυυυυ, φφφφφφφφφφφφφφ, χχχχχχχχχχχχχχχχχχχχ, ψψψψψψψψψψψψψ, ωωωωωωωωωωωωωω, σαν να πλημμύρησε και κάποιος να άδειασε με τους κουβάδες όλες τις λέξεις έξω στο πεζοδρόμιο, πολύ φοβάμαι πώς πρέπει να βάλεις τα γράμματα μόνος σου σε μία σειρά, diy, έτσι που όλα να βγάζουν πάλι νόημα, σε παρακαλώ μην τεμπελιάσεις, θα λήξουν όλα τα ωραία, τα χρώματα, τα γράμματα, τα γενέθλια, τα μηλοπιτάκια, η ακρόπολη. (Δεν τεμπέλιασες. Ξύπνησα. Τεμπέλιασες. Παλιά αυτό. Τώρα αυτό. Τεμπέλιασες.)
ΥΓ9Στον δρόμο προς το σπίτι ήθελα τόσο να σε δω που ρώτησα μια περαστική κυρία αν ήσουν εσύ. Μου είπε πως όχι, πως ήταν απλά μια περαστική κυρία. Θέλω τόσο πολύ να σε έχω δει, να σε έχω μόλις δει, να ήσουν ο περιπτεράς, η αδέσποτη γάτα. Δεν ήσουν. Άρχισα να κλαίω τον Σεπτέμβριο του 2011 και σταμάτησα το 2010. Άργησες μήνες να μην έρθεις ποτέ.
ΥΓ10
Εφευρέθηκε σήμερα μια καινούργια λέξη ωστόσο -και οι υπεύθυνοι δεν ξέρουν πως να τη διαχειριστούν, είναι μεγάλη και οριστική, σαν βαριά υγεία, είναι η λέξη αναπόφευκτο -η μόνη που γλύτωσε από τους κουβάδες.
ΥΓ11
Νόμιζα πως ήξερα πώς είναι, κόμπαζα, έλεγα ξέρω, εγώ; ξέρω, εγώ δεν ξέρω; ξέρω. Εγώ. Ξέρω. Επακριβώς. Και τελικά είναι αλλιώς. Ώστε έτσι είναι τελικά. “Θα είναι γρήγορο, θα είναι βιαστικό, θα είναι σαρωτικό, θα έχει διαφορά.” Το κορόιδευα όπου το άκουγα. Αλλά ήθελα να ξέρω. Ήθελα να ξέρω, γύρευα να ξέρω, και τώρα ξέρω πως είναι, ξέρω πως είναι, ξέρω πως, είναι, να μην το κατασκευάζεις αλλά να είναι, αυτό να κατασκευάζει εσένα, δεν θέλω να ξέρω, δεν θέλω να ξέρω πως είναι, πάρτε τη γνώση, αυτή τη γνώση, τη συνεχή γνώση, τη διαπίστωση, ότι, τελικά, έτσι, είναι, ότι καλά έκανες και δεν δεσμεύτηκες με υποχρεώσεις των ανθρώπων μέχρι σήμερα, τη συνεχή σκέψη να θέλεις ο άλλος να είναι η περαστική κυρία, ο υπάλληλος στην κοζμοτέ, ο ταμίας στην άλφαμπανκ, ο ταχυδρόμος, ο οδηγός του μετρό, όποιος διασταυρώνει μαζί σου το βλέμμα του, δεν θέλω να ξέρω πως είναι.
ΥΓ12
Τι είναι γκρεμός;
ΥΓ13
(Ο γκρεμός είναι φυσική ανάγκη. Αλλιώς δεν θα είχε γκρεμούς.)
ΥΓ14
Μπροστά στον γκρεμό, όταν φτάσεις στο αδιέξοδό του, σπρώχνεις με ορμή όσα τον δημιουργούν -γιατί αυτή είναι η χρήση του. Το να κάθεσαι μπροστά στον γκρεμό και να τον χαϊδεύεις, να τον παρηγορείς, να υποθηκεύεις το σπίτι σου, να ρίχνεις σχοινιά για να τον ανελκύσεις προς τα πάνω, το να προσπαθείς να τον σώσεις, να τραβήξεις πίσω τον γκρεμό, πόσος χαμένος χρόνος.
ΥΓ15Όμως αυτό, αυτό που με πλήγωσε πιο πολύ από όλα, είναι που δεν με κάλεσες ποτέ στο σπίτι σου, που δεν άξιζα να δω που ξυπνάς, που δεν είδα τα πιάτα, τα παράθυρα, τη σκόνη σου, τα σεντόνια σου, τα ποτηράκια που πίνεις νερό.