27 Μαΐ 2009

Λούνα Ντάρκ.

Τα πρώτα λεπτά υποθέτω ότι με πας στο λουναπάρκ και σου λέω όλο ευθεία και στο τρίτο στενό δεξιά κι έχω μια τεράστια χαρά, παιδική χαρά, δηλαδή χαρά με τραμπάλες και τσουλήθρες, και τρέχουμε τόσο πολύ (που παραλίγο να πατήσουμε μια λευκή γάτα που τελικά είναι πάπια σαν αυτές που φέρνουν οι αποκλειστικές).

Στρίψε εδώ σου λέω -και παρκάρουμε σε μια αλάνα που είν' όλη γεμάτη αυτοκίνητα στη σειρά, όλα ίδια κι απαράλλακτα με το δικό μας: άσπρα, μ' έναν κόκκινο σταυρό στο καπώ.

Στην είσοδο έχει λαμπιόνια μόνο μπλε κι εγώ σε σκουντάω καχύποπτα και σου λέω κάτι δεν πάει καλά, μπλε λαμπιόνια δεν υπάρχουν τέτοια εποχή, βγαίνουν σεπτέμβριο.

Μας υποδέχεται μια μεγαλοκοπέλα που μοιάζει με δικηγόρο που ήθελε να γίνει νηπιαγωγός, και μας ρωτάει με παιδική φωνούλα: για τη θεραπεία είστε; γιατί αν είστε για τη θεραπεία, πρέπει να πάρετε το αυτοκίνητο και να πάτε στην κάτω βόλτα -κι εμείς γυρνάμε στο αμάξι μας και δεν το βρίσκουμε, γιατί είναι όλα ίδια καρμπόν άσπρα, αλλά χωρίς κόκκινο σταυρό στο καπώ, γιατί πέσαμε θύματα κλοπής οι καϋμένοι, κι εσύ μου λες θα σε πάω με τα πόδια (και κάνουμε κατακόρυφο και περπατάμε με τα χέρια).

Φτάνουμε στην κάτω βόλτα και βλέπουμε ένα μικρό κοριτσάκι που έχει το κεφάλι της μεγαλοκοπέλας να μας ανακοινώνει με σοβαρή αντρική φωνή ότι είναι ο θεράπων κι εμείς απαντάμε χεστήκαμε κι ανεβαίνουμε επιδεικτικά στο καρουσέλ (κι αυτός-αυτή μας λέει τρελλούς, που πάμε γυρεύοντας, γιατί το καρουσέλ θα με πειράξει: είμαι αλλεργική στις στροφές).

Δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε μια στροφή, κι έρχεται ένας γιατρός μεταμφιεσμένος σε κλόουν και με τραβάει από το αλογάκι -κι εσύ γίνεσαι κρεβάτι και με ξαπλώνουν πάνω σου.

Χειροτερέψατε μου λέει γελώντας: το αίμα σας πάσχει πλέον από μια σπάνια μορφή καλπάζουσας επιθετικής φρουταιμίας στο τελευταίο στάδιο, να, εδώ, δείτε το και μόνοι σας, και μου τρυπάει το δάχτυλο με μια βελόνα και τρέχει πορτοκαλάδα ποτάμι.

Πανικοβάλομαι.

Δηλαδή μου λέτε ότι θα έχω αντί για αίμα πορτοκαλάδα και όχι βυσσινάδα; ωρύομαι εκνευρισμένη, κι εσύ ξαναγίνεσαι εσύ αλλά ξανθός κι εγώ σου λέω άμα είναι να είσαι ξανθός να φύγουμε οριστικά απ' τη γη, και με ρωτάς κι άμα φύγουμε τι θα πίνουμε; το αίμα σου; και γελάμε και φεύγουμε (ενώ το κοριτσάκι-μεγαλοκοπέλα γαυγίζει σαν τσιουάουα).

Σύντομα αρρωσταίνω βαριά σε όλο μου το σώμα.

Το συκώτι μου μετατρέπεται σε κέηκ-πορτοκάλι.

Τα μαλλιά μου γίνονται ροζ μαλλί της γριάς.

Το δέρμα μου γεμίζει τσόκολατ τσιπς.

(Αναπνέω και αχνίζει ζάχαρη.)

Με κοιτάζεις βαριά στεναχωρημένος.

Μη στεναχωριέσαι βρε κουτό σου λέω τώρα εγώ, ίσως υπάρχει ελπίδα, και για σένα: ίσως είναι κολλητικό.

Δεν υπάρχουν κακές αρρώστιες σου λεω. Εμείς τις κατασκευάζουμε.

(Κόβω ένα κομμάτι πάστα από το στήθος μου και με μοιραζόμαστε. Ίσως είναι κολλητικό, λέμε γεμάτοι ελπίδα, καθώς με τρέχεις με αγωνία στο λουναπάρκ για τη θεραπεία.)

Πρέπει να παίρνει πέντε πακέτα εμενέμς των πεντακοσίων για τουλάχιστον ένα μήνα, σου λέει ο θεράπων βλοσυρός, και μάλιστα από τα βαριά: με το φουντούκι στο κέντρο.

Έχει παρενέργειες ρωτάω εγώ σοβαρή;

Δυστυχώς ναι λέει -και κατεβάζει το κεφάλι.

Η καρδιά σας, λέει χαμηλόφωνα.

Θα μετατραπεί σ' ένα τεράστιο λουκούμι τριαντάφυλλο.

...

Βρέχει ανθάκια αμυγδαλιάς.


ΥΓ1
Μου κλείνεις το μάτι.

ΥΓ2
Πράγμα σαφώς κολλητικό.





:-)

5 Μαΐ 2009

Κατερίνα Έλλην.

Είμαι πεπεισμένη ότι οι πατούσες μου είναι αρραβωνιασμένες στα κρυφά μ’εκείνο το είδος χώματος που έχει μέσα του μάρμαρο και ρίζες –ρίζες που σκοντάφτουν στην ανάσα μου όταν σκαρφαλώνει η ακρόπολη στο μυαλό μου.

Και Φεβρουάριο να κάνω βόλτα εκεί πάνω, είναι σαν να κουβαλάω στους ώμους μου τζιτζίκια (σαν να μπαινοβγαίνει ο Ιούλιος στις τρυπίτσες τού πουλόβερ μου –με τον ίδιο τρόπο που μπαινοβγαίνει ο έρωτας σε μια κουμπότρυπα).

(Βέβαια έχω χρόνια να φάω ψωμί ζυμωτό και κομμένο στα γόνατα από χέρια γιαγιάς, αλλά άμα κοιτάς την αθήνα ψίχουλο ψίχουλο από ψηλά, είναι σαν να τρυπώνει μια μυρωδιά ψωμιού κάτω από τη φούστα σου –και τίποτα δεν τη λεκιάζει αυτήν τη μυρωδιά: ούτε το βούτυρο, ούτε τα ρόδια, ούτε καν μια καρδιά που χοροπηδάει γυμνή στις τσουκνίδες.)

Νιώθω δυο κόκκινες χαλκομανίες να ζωγραφίζουν την ελλάδα στα μάγουλά μου, εκεί πάνω, από ντροπή ίσως (που χωρίς να κάνω τίποτα μου χαρίζεται στο πιάτο μου τόση γινωμένη ομορφιά και κάποιος μου λέει φάε).

Κάτω από τη φόδρα του στήθους μου κρύβονται οι μπαταρίες που ενεργοποιούν αυτόματα τις λέξεις μου εκεί -οι λέξεις στάζουν από τα μαλλιά μου, από τα μάτια μου, από τα δάχτυλα, από τις ρώγες μου, από οπουδήποτε εκτός από το στόμα μου. (Που το ανοίγω μόνο για να καταπιώ έναν συρμό του μετρό -μπας και δεν γυρίσω σπίτι.)

Στο στομάχι μου μια καρυάτιδα αλέθεται ήδη με μια φέτα καρπούζι, η παναγία περπατάει πλανόδια στην αρεοπαγίτου πουλώντας γρανίτες, σανδάλια, κόκκαλα, και βραχιόλια από κοχύλια.

Απλώνω το χέρι μου, και ξεριζώνω δυο τρία αθηναϊκά νεοκλασικά του γούστου μου. (Τα χώνω στις τσέπες μου, λες και μου ανήκουν. Έτσι. Να τα παίρνω μαζί μου στα μακρινά ταξίδια -να ντεκοράρω τα μακρινά απογεύματα.)

Στο βάθος του ορίζοντα το μάτι μου γραπώνει και χώνει στην τσέπη του δυο πλοία.

Και φυσικά πάντα κοιτάζω κάτω.

Τι παράταιρο που δεν στέκεται ένα δεύτερο σώμα μου κοντά μου να δω την πόλη μου με δυο καρδιές και δυο στόματα. (Πώς να σου φτάσει μόνο ένα σώμα εδώ πάνω, πώς να μοιραστείς το περίσσιο θησείο στα δύο μ'ένα μόνο σώμα;)

Η ώρα περνάει -στο απέναντι πεζοδρόμιο. (Γίνεται αγαλματάκι σε μουσείο.) Η ώρα. (Κυρηγμένη διατηρητέα.) Τώρα, παλιά, και στο μέλλον: η ίδια.

Αν κάτσεις με υπομονή, ο ήλιος κατρακυλάει από το κλαδί του σαν πορτοκάλι.

(Βραδιάζει το θυμάρι και ξημερώνει γιασεμί.)

Δροσούλα.

(Τραβάω τον ουρανό σαν κουβέρτα και τον τυλίγομαι σφιχτό μπλε.)

"Σκέφτεται ή νιώθει παρόμοια κάποιος;"

(Πόσοι εκείνη την ώρα να τρώνε, να κοιμούνται, να τσακώνονται, να χασμουριούνται, να κατουράνε, να διαβάζουν, να γαμάνε, να πεθαίνουν ή να χτενίζονται;)

Δεν κάνει διαφορά.

"Σκέφτεται ή νιώθει παρόμοια κάποιος;" Τι πάει να πει αυτό; Τι ρωτάς; Δεν ξέρεις;

Όλοι, (είτε τρώνε, κοιμούνται, τσακώνονται, χασμουριούνται, κατουράνε, διαβάζουν, γαμάνε, πεθαίνουν ή χτενίζονται) είναι λες και κάνουν την ίδια δουλειά το πρωί -λες και δεν υπάρχουν φαρμακοποιοί, εστιάτορες, τραπεζίτες, πουτάνες, ηλεκτρολόγοι, δικηγόροι, μα μόνο άνθρωποι που ράβουν (πάνω σε κάθε ελληνικό χαλίκι, και λουκούμι, και πρόβατο), όλοι μα όλοι μας, όλοι μας την ίδια δουλειά, συνάδελφοι, άνθρωποι που ράβουν, (όλη η χώρα ένα ραφτάδικο), άνθρωποι που ράβουν χωρίς τύψεις, φασόν, πάνω σε όλα, (στις λέξεις, στα καρπούζια, στον Σωκράτη), ένα ναϋλον ταμπελάκι "μεϊντ ιν τσαϊνα".


...