5 Μαΐ 2009

Κατερίνα Έλλην.

Είμαι πεπεισμένη ότι οι πατούσες μου είναι αρραβωνιασμένες στα κρυφά μ’εκείνο το είδος χώματος που έχει μέσα του μάρμαρο και ρίζες –ρίζες που σκοντάφτουν στην ανάσα μου όταν σκαρφαλώνει η ακρόπολη στο μυαλό μου.

Και Φεβρουάριο να κάνω βόλτα εκεί πάνω, είναι σαν να κουβαλάω στους ώμους μου τζιτζίκια (σαν να μπαινοβγαίνει ο Ιούλιος στις τρυπίτσες τού πουλόβερ μου –με τον ίδιο τρόπο που μπαινοβγαίνει ο έρωτας σε μια κουμπότρυπα).

(Βέβαια έχω χρόνια να φάω ψωμί ζυμωτό και κομμένο στα γόνατα από χέρια γιαγιάς, αλλά άμα κοιτάς την αθήνα ψίχουλο ψίχουλο από ψηλά, είναι σαν να τρυπώνει μια μυρωδιά ψωμιού κάτω από τη φούστα σου –και τίποτα δεν τη λεκιάζει αυτήν τη μυρωδιά: ούτε το βούτυρο, ούτε τα ρόδια, ούτε καν μια καρδιά που χοροπηδάει γυμνή στις τσουκνίδες.)

Νιώθω δυο κόκκινες χαλκομανίες να ζωγραφίζουν την ελλάδα στα μάγουλά μου, εκεί πάνω, από ντροπή ίσως (που χωρίς να κάνω τίποτα μου χαρίζεται στο πιάτο μου τόση γινωμένη ομορφιά και κάποιος μου λέει φάε).

Κάτω από τη φόδρα του στήθους μου κρύβονται οι μπαταρίες που ενεργοποιούν αυτόματα τις λέξεις μου εκεί -οι λέξεις στάζουν από τα μαλλιά μου, από τα μάτια μου, από τα δάχτυλα, από τις ρώγες μου, από οπουδήποτε εκτός από το στόμα μου. (Που το ανοίγω μόνο για να καταπιώ έναν συρμό του μετρό -μπας και δεν γυρίσω σπίτι.)

Στο στομάχι μου μια καρυάτιδα αλέθεται ήδη με μια φέτα καρπούζι, η παναγία περπατάει πλανόδια στην αρεοπαγίτου πουλώντας γρανίτες, σανδάλια, κόκκαλα, και βραχιόλια από κοχύλια.

Απλώνω το χέρι μου, και ξεριζώνω δυο τρία αθηναϊκά νεοκλασικά του γούστου μου. (Τα χώνω στις τσέπες μου, λες και μου ανήκουν. Έτσι. Να τα παίρνω μαζί μου στα μακρινά ταξίδια -να ντεκοράρω τα μακρινά απογεύματα.)

Στο βάθος του ορίζοντα το μάτι μου γραπώνει και χώνει στην τσέπη του δυο πλοία.

Και φυσικά πάντα κοιτάζω κάτω.

Τι παράταιρο που δεν στέκεται ένα δεύτερο σώμα μου κοντά μου να δω την πόλη μου με δυο καρδιές και δυο στόματα. (Πώς να σου φτάσει μόνο ένα σώμα εδώ πάνω, πώς να μοιραστείς το περίσσιο θησείο στα δύο μ'ένα μόνο σώμα;)

Η ώρα περνάει -στο απέναντι πεζοδρόμιο. (Γίνεται αγαλματάκι σε μουσείο.) Η ώρα. (Κυρηγμένη διατηρητέα.) Τώρα, παλιά, και στο μέλλον: η ίδια.

Αν κάτσεις με υπομονή, ο ήλιος κατρακυλάει από το κλαδί του σαν πορτοκάλι.

(Βραδιάζει το θυμάρι και ξημερώνει γιασεμί.)

Δροσούλα.

(Τραβάω τον ουρανό σαν κουβέρτα και τον τυλίγομαι σφιχτό μπλε.)

"Σκέφτεται ή νιώθει παρόμοια κάποιος;"

(Πόσοι εκείνη την ώρα να τρώνε, να κοιμούνται, να τσακώνονται, να χασμουριούνται, να κατουράνε, να διαβάζουν, να γαμάνε, να πεθαίνουν ή να χτενίζονται;)

Δεν κάνει διαφορά.

"Σκέφτεται ή νιώθει παρόμοια κάποιος;" Τι πάει να πει αυτό; Τι ρωτάς; Δεν ξέρεις;

Όλοι, (είτε τρώνε, κοιμούνται, τσακώνονται, χασμουριούνται, κατουράνε, διαβάζουν, γαμάνε, πεθαίνουν ή χτενίζονται) είναι λες και κάνουν την ίδια δουλειά το πρωί -λες και δεν υπάρχουν φαρμακοποιοί, εστιάτορες, τραπεζίτες, πουτάνες, ηλεκτρολόγοι, δικηγόροι, μα μόνο άνθρωποι που ράβουν (πάνω σε κάθε ελληνικό χαλίκι, και λουκούμι, και πρόβατο), όλοι μα όλοι μας, όλοι μας την ίδια δουλειά, συνάδελφοι, άνθρωποι που ράβουν, (όλη η χώρα ένα ραφτάδικο), άνθρωποι που ράβουν χωρίς τύψεις, φασόν, πάνω σε όλα, (στις λέξεις, στα καρπούζια, στον Σωκράτη), ένα ναϋλον ταμπελάκι "μεϊντ ιν τσαϊνα".


...

Δεν υπάρχουν σχόλια: