Ίσα που έχω γεννηθεί. (“Κορίτσι” λέει ένας που λίγο βαριέται.)
“Περπάτα!” φωνάζει αυτός με την άσπρη μπλούζα, ο ασπρομάλλης.
“ΠΕΡΠΑΤΑ” ουρλιάζει μια χοντρή μαία με καλσόν φιμέ.
Δυο συνεργοί τους έρχονται και αρπάζουν τρυφερά τα πόδια μου και τα τραβάνε (“με αγάπη” λένε) μέχρι που το ένα ξεκολλάει αλλά δεν τρέχει τίποτα γιατί το ράβουν.
Τελικά στέκομαι. (Κοιτιούνται θριαμβευτικά. Χωρίς αυτούς θα μου έπαιρνε μπορεί και δυο χρόνια να κάνω το πρώτο μου βήμα. Θαύμα.)
“Μίλα” προστάζει τότε ο ασπρομάλλης.
“ΜΙΛΑ” αντηχεί τραγουδιστά η μαία φορώντας τώρα το καλσόν σαν τους ληστές (“θα θέλουν να με κλέψουν” σκέφτομαι).
Οι συνεργοί χώνουν τα χέρια τους στο στόμα μου ψαχουλέυοντας τις φωνητικές μου χορδές να δουν αν είναι σωστά εγκατεστημένο το “α”.
(Είναι.)
Λέω: “αααα”.
(“Το παιδί μίλησε” λέει βαθιά συγκινημένη η μαία με το καλσόν στο κεφάλι -ενώ ο ασπρομάλλης εκστασιασμένος τη φιλάει σταυρωτά ανάμεσα στα πόδια.)
(“Με κλέβουν” φωνάζω εγώ, “μην κάνεις σαν μωρό” μου απαντούν, “βοήθεια” λέω, “ΒΟΗΘΕΙΑ” ξελαρυγγιάζεται η μαία κοροιδευτικά -και ξεκαρδίζεται-, ενώ οι συνεργοί μπήγουν τούφες από μακριά μαλλιά στους πόρους του κεφαλιού μου και επαναλαμβάνουν “μην κάνεις σαν μωρό”.)
Μετά με δένουν με σκοινιά σε μια καρέκλα -ξαπλωμένη με ανοιχτά τα πόδια- κι αρχίζουν και με παραγεμίζουν πακεταρισμένα πράγματα σαν κοτόπουλο. “Γέλα”, “γέλα”, “γέλα αχάριστη” λένε. “Είναι τα δώρα σου”. Αποφεύγω να διαμαρτυρηθώ μη με πούνε πάλι αχάριστη και στεναχωρηθεί κανείς και ψελίζω “ευχαριστώ”, “ευχαριστώ”, “δεν είμαι πολύ χαρισμένη;” -μέχρι που με πιάνει πανικός στη θέα τού τελευταίου πακέτου (που επειδή είναι πολύ ογκώδες το ξεπακετάρουν). Τα χάνω με το θέαμα. Δεν ξέρω τι να κάνω. (“Παναγίτσα μου κάνε”, με συμβουλεύει ψιθυριστά μια βοηθός με ροζ πουκάμισο και μάγουλα -και επειδή δεν ξέρω πως το κάνουν το παναγίτσαμου πιάνει το δεξί μου χέρι και το φέρνει πανωκάτω και περαδώθε.)
“Μην πανικοβάλεσαι δα”. “Θα χωρέσει” μου λέει η μαία στοργικά και μου βάζει κόκκινο κραγιόν για παρηγοριά.
“Μα πώς;” αναρωτιέμαι με τρόμο. “Αυτή είναι μεγαλύτερη από μένα, πώς θα μπει κάτι μεγαλύτερο μέσα σε κάτι μικρότερο;”
Λέει: “Η ζωή κάνει κύκλους, δεν θα μας πεις εσύ τη δουλειά μας”. (Και μου σκάει μια μπάτσα.)
Λέει: “Πάντα μπαίνει κάτι μεγαλύτερο σε κάτι μικρότερο”. “Τι την πέρασες τη ζωή; Χωρίς πόνο;” (Και μου σκάει ένα φιλί.)
Η συνεργοί αρχίζουν και με παραγεμίζουν με μια ενήλικη γυναίκα.
Δεν τολμάω να ρωτήσω ποια είναι, η ζωή κάνει κύκλους, δεν θα τους πω εγώ τη δουλειά τους. (Πρώτα μπαίνουν τα πόδια. Προφανώς τελευταίο πρέπει να μπει το κεφάλι.) Ο ασπρομάλλης πασπατεύει τη μαία και μου λέει: “Κάνε αααα”. Κάνω “ωωωω”. (Αυτή κάνει “αααα” -σ’ αυτήν το έλεγε.)
Δεν την αρθρώνω αλλά σκέφτομαι τον ήχο της λέξης “ξεχύλωσα” και μου κλείνω το ένα μάτι να μη στάξει αλμυρό νερό (και από την προσπάθεια μου μένει τικ).
Στο μεταξύ, ένας πλανώδιος ζωγράφος με ακουμπάει τόπους τόπους με ένα πινελάκι. “Μπίουτυ μαρκς” δικαιολογείται -και μου κλείνει κι αυτός το μάτι (έχει κι αυτός το ίδιο τικ.)
Η διαδικασία μοιάζει να ολοκληρώνεται. Οι συνεργοί συζητάνε, σχεδόν μαλώνουνε, για το πώς θα με ντύσουν.
“Σούπερμαν” λέει ο ένας.
“Μπαλαρίνα” αντιδρά ο άλλος.
“Σούπερμαν”.
“Μπαλαρίνα”.
“ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ”.
“ΜΠΑΛΑΡΙΝΑ”.
Αρπάζω τα δυο κουστούμια μόνη μου και ντύνομαι σούπερμαν-μπαλαρίνα μη μείνει κανείς παραπονεμένος.
(Κάνω το χαζό λάθος όμως, γιατί είμαι ακόμη μωρό, και αντι να συνδυάσω σωστά τις στολές -παράδειγμα να βάλω την τουτού της μπαλαρίνας πάνω από το καλσόν του σούπερμαν και τη μπέρτα κάτω από το κορμάκι- τη μπαλαρίνα τη στουμπώνω μεμιάς από κάτω σαν μεσοφόρι και το σούπερμαν από πάνω. Πλήρης μεταμφίεση.)
“Ηλίθια”, ωρύεται η μαία, “τι πήγες και έκανες;”, οδύρεται -και αρχίζει και σκίζει με τα ίδια της τα χέρια και βγάζει τη στολή της για να μου δείξει ότι στην πραγματικότητα από κάτω είναι και πάλι ντυμένη μαία. “Βλέπεις;”. “Έτσι πάει”, “δεν έπρεπε να διαλέξεις”.
Το ξεκαθαρίζει: “Ή το ένα ή το άλλο έπρεπε, τώρα θα μπερδεύονται οι αθρώποι.”
Δεν προλαβαίνω να αντιδράσω. (Από κάπου έξω ακούγονται κάτι εμψυχωτικές φωνές: “Σπρώξε”. “Κουράγιο”. “Θα τα καταφέρεις”.)
Μαζεύονται όλοι μαζί γύρω μου, ανοίγουν μια μεγάλη καταπακτή και μου ρίχνουν μια ομαδική κλωτσιά. (Απέξω ίσα που προλαβαίνω να δω δυο τρία πράγματα –φως, κάτι τρίχες δεξιά-αριστερά, ένα ζευγάρι διάπλατα πόδια μάλλον γυναικεία, και κάτι ανθρώπους παρόμοιους με τους μέσα αλλά ντυμένους με στολές σε πράσινο να με κοιτάνε.)
“Κορίτσι……..” λέει μια χοντρή μαία έντρομη.
“…ε…εεε…ενήλικο”, προσθέτει και κάνει το παναγίτσα μου.
Τη φράση “και ντυμένο σούπερμαν” δεν θυμάμαι ποιος την ξεστόμισε πρώτος, αλλά όλοι τρίψαν τα χέρια τους από ανακούφιση και πιστεύω από αγάπη.
Έκτοτε είμαι πολύ απασχολημένη όλη μέρα να πετάω στα σύννεφα και να μην πονάω ποτέ και για τίποτα και να κάνω σωστά τη δουλειά μου να σώζω τους πάντες και να φροντίζω να μην τους δείχνω ποτέ από κάτω την κρυμμένη ροζ φούστα τουτού μη τυχόν και στεναχωρεθούν είτε για αυτήν την αναπηρία μου είτε για το τικ στο μάτι.
15 Φεβ 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου