Οι περισσότερες συγκρούσεις με τον εαυτό μου είναι σφοδρές.
(Μετωπικές.)
Δεν είναι πως βρίσκομαι διαρκώς σε πόλεμο (με την εμφάνισή μου), αλλά το να είμαι αποδεκτή (άμα τη εμφανίσει) είναι καθημερινά στη λίστα.
(Κραγιόν, ρύζι, γάλα, καμπά.)
Κάπως σαν ν' ανήκω μόνιμα στα βλέμματα των περαστικών.
(Όποιος ανακάλυψε την ανασφάλεια, μπράβο, τον θαυμάζουμε, ήταν μέγας πρωτοπόρος -βλέπε ο πρώτος ανασφαλής.)
Τα βλέμματα των περαστικών είναι που με κάνουν να πιστεύω ότι το μάτι έχει δική του καρδιά.
(Πέτρα.)
Οι οφθαλμίατροι μάλιστα το ξέρουν, αλλά έχουν συνεννοηθεί (όχι μεταξύ τους -με τους καρδιολόγους και τους ψυχιάτρους) να μην το λένε.
Τα βλέμματα των περαστικών αποφασίζουν με ακρίβεια αν έχεις το δικαίωμα να κυκλοφορείς έξω χωρίς να προσβάλεις την αισθητική των δρόμων, προσπαθώντας να αναπαράγουν (ή όχι) το πρώτο βλέμμα "έγκρισης" που έλαβες ποτέ ως παιδί (αν αυτό ήταν γενναιόδωρο την πάτησες, ξεκαβάλα, δεν έχουν πέραση η ξιπασμένοι, αν ήταν μίζερο την πάτησες, ξεπέρασέ το, δεν έχουν πέραση οι κλάψες).
Το να διεκδικείς το σώμα σου πίσω από τα βλέμματα των περαστικών είναι πραγματικά πόλεμος -εμφύλιος προφανώς (κι αν θες να ξέρεις, τα "χαρακώματα" από εκεί βγαίνουν).
Το σώμα μου προσπάθησε να με προειδοποιήσει πολλές φορές (και μάλιστα από την αρχή), πως τα πράγματα θα είναι δύσκολα (στον τομέα αυτοαποδοχής), όταν μου ανακοίνωσε (ο καθρέφτης), ότι θα περιέχομαι πάντα σε δέρμα με σπέσιαλ εφέ (εμπριμέ).
Αρχικά (και ανέκαθεν), αυτό που το καθημερινό μάτι θα μπορούσε να το ονομάσει ευγενικά "φακίδες", για μένα δεν ήταν παρά μια διάσπαρτη αποικία από τρύπες (άλλοτε μικροσκοπικές τρυπίτσες κι άλλοτε φαρδιές και ξεχυλωμένες -ώστε να μπορεί, ανάλογα, να στάζει από μέσα μου ό,τι μικρό ή μεγάλο προσπαθόυσε να συγκρατήσει το δερμάτινο σουρωτηράκι μου, βλ. περηφάνεια, υπομονή, κλπ).
Για όποιον αναρωτιέται, αυτό που φαίνεται τώρα είναι οι τρύπες που επουλώθηκαν. (Η δουλειά ήταν πολλή -και όλη δική μου-, μάλιστα έχω αφήσει δυο τρεις τρύπες εδώ κι εκεί να βγαίνει φως το πρωί, τα βλέμματα των περαστικών άρχισαν από χόμπυ τα εμφράγματα, χειροκρότημα κονσέρβα, Έσσλιν ντουζ πουάν.)
Όχι ότι ΑΥΤΟΣ ο πόλεμος φτάνει ποτέ στο τέλος του για κανέναν -απόδειξη πως πριν λίγες μέρες παραπάτησα άσχημα και έκανα πως δεν συμβαίνει τίποτα.
Το σώμα μου προσπάθησε και πάλι να με προειδοποιήσει να πατάω στη γη με αποφασιστικό βήμα χωρίς να το βάζω στα πόδια από τον εαυτό μου, (χωρίς να κοιτάω αν με κοιτάνε), κι εγώ το παράκουσα.
Απόδειξη, για μια εβδομάδα, έκανα τρομερή προσπάθεια να περπατάω με χάρη στα τακούνια μου χωρίς να κουτσαίνω ή να φαίνεται πόσο πονάω (καθώς διεσχίζοντας δρόμο χτύπησα και τα δυο μου πόδια στην προσπάθεια αποφυγής σύγκρουσης με αυτοκίνητο -που οδηγούσε οδηγός εννιακοσίων ετών), θέλοντας (προφανώς), στο τέλος της εβδομάδας, να είμαι σε θέση να περπατάω κανονικά ώστε να επιβάλω στα (μη συνεργάσιμα αν ήταν στο χέρι τους) πόδια μου να με οδηγήσουν στη δερματολόγο μου (για λόγους βάνιτυ).
Η απόφαση να αφαιρέσω μια μικροσκοπική ελίτσα που είχα στο μέτωπο -κανένα βλέμμα περαστικού δεν την είχε προσέξει (μιλάμε για το τίποτα)-, δεν πάρθηκε απλά γιατί τελευταία μου ζήταγε ν' αργεί τα βράδια (βλ. άρχισε να μεγαλώνει).
(Προφανώς πάρθηκε επειδή, παρά τις επιμέρους νίκες μου, παραμένω -και με το τίποτα- αυστηρή.)
Δεν ήταν άσχημη πάντως. (Θα την ονόμαζα ευθαρσώς έως και μπίουτυμαρκ, άσε που ήταν πάντα εκεί στην ακρούλα της, γλυκούλα, ησυχούλα και σχεδόν κρυμμένη.)
(Θέε μου τι έκανα; Λες να μην έκανα επέμβαση ομορφιάς, αλλά ασχήμιας;)
Τώρα πάει.
(Και όμορφη ξόμορφη ήταν σίγουρα το πρώτο κομμάτι του εαυτού μου με το οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα και οικειοθελώς μπόρεσα και ξεφορτώθηκα -γιατί έτσι μου την κάρφωσε.)
Στη θέση της ελίτσας έχει μείνει κάτι σαν τρυπούλα (που από προχτές επουλώνεται, χωρίς -τι ανακούφιση- να καταβάλω την παραμικρή προσπάθεια).
Δεν ήταν άσχημη ξανατονίζω (η κομπλεξική).
Ο φίλος μου ο Μιχάλης μάλιστα είπε ότι ήταν η αντένα μου. (Το αισθητήριο μου, που από εκεί πήγαζε ο τρόπος μου να αντιλαμβάνομαι, να εκλαμβάνω, και να μετατρέπω σε λέξεις ό,τι βλέπω, πράγμα που προφανώς έχασα πια. Μάλιστα είπε -πολύ ευγενικά και αστεία- ότι μόλις η ελία προσγειωθεί στον κάδο της δερματολόγου, ο κάδος θα αποκτήσει νοημοσύνη και θα ζητήσει μολύβι και χαρτί).
"Μην το κάνεις Έσσλιν."
(Τό'κανα.)
Πλήρωσα 100 ευρώ για να δω μια φορά ένα κομμάτι του εαυτού μου σε κάδο -μετά από δικό μου αίτημα.
Πλήρωσα 100 ευρώ για να δω κάδο να ζητάει μολύβι και χαρτί.
(Τα λεφτά μας πίσω.)
ΥΓ1
Φορ γιορ ίνφο, είμαι αλλεργική στην αναισθησία, η επέμβαση έγινε χωρίς -οπότε, ναι, πόνεσε παρά πολύ.
(Έχει τίμημα να έχεις καθαρό κούτελο.)
Όχι όσο τα χτυπημένα μου πόδια πάντως (όσο ήμουν πράκτικαλυ κουτσή).
Τα πόδια πονάνε πάντα περισσότερο (το τίμημα να προχωράς είναι πάντα βαρύτερο).
(Κανονικά, έτσι που το σκέφτομαι, έπρεπε να είναι σοφή μέχρι και η κουτσή μαρία -δεν ξέρω τι πήγε στραβά).
ΥΓ2
Η φράση "γιατί έτσι μου την κάρφωσε", που περιγράφει το γιατί προχώρησα στην αφαίρεση (της νοημοσύνης μου κατά τον Μιχάλη), περιγράφει απόλυτα και τη διαδικασία της μικροεπέμβασης (κάτι σαν να μου τρυπούσαν το μέτωπο για ένα δίλεπτο μ' ένα καυτο καρφί).
Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι, τώρα που το σκέφτομαι, ότι το να μην έχεις προφανή λόγο (όταν απλά έτσι στην καρφώνει) ενέχει τον κίδυνο τα πόδια σου να μην οδήγησαν ΕΣΕΝΑ στη δερματολόγο σου, αλλά την ελιά σου (η οποία ΑΥΤΗ έκλεισε το ραντεβού, για να σε αφαιρέσει από πίσω της).
ΥΓ3
ΑΟΥΤΣ!
ΥΓ4
Για τα πιο παραπάνω, όποιος πιστεύει ότι οι απόψεις μου ήταν αντιεπιστημονικές (βλέπε "το μάτι έχει δική του καρδιά"), ας μου κάνει μήνυση (ή μύηση σε άλλες θεωρίες).
ΥΓ5
Ή ας σταματήσει να χρησιμοποιεί την έκφραση "εγκάρδιο βλέμμα".
ΥΓ6
Σχετικά με τη λίστα "κραγιόν, ρύζι, γάλα, καμπά", και για όποιον κακεντρεχή δεν διάβασε ανάμεσα στις γραμμές και στις σωματικές μου χαραμάδες, ενημερώνω ότι το ρύζι με φουσκώνει (αλλεργική αντίδραση;) και το αποφεύγω χρόνια, στο γάλα έχω διαπιστωμένη δυσανεξία -οπότε ούτε να το δω, κι από καμπά ακόμη κι αν δεν ήμουν αλλεργική στο αλκοόλ, (που είμαι), δεν είναι της τάξης μου -οποτε ντου δε μαθ τι μένει (και γιατί) και αφήστε με να παίζω.
ΥΓ7
Μιλώντας για αλλεργίες, το να είσαι αλλεργικός στην αναισθησία (παντός τύπου), δεν είναι απαραίτητα όσο κακό ακούγεται (εκτός αν χρειαστεί να εγχειριστείς σοβαρά φαντάζομαι). Μπορείς να φανταστείς να είσαι αλλεργικός στην ευαισθησία; (Αν ναι, πήγαινε τη φαντασία σου για φτιάξιμο -αν δεν έχει λήξει η εγγύηση.)
ΥΓ8
Κατά τα πιο άλλα, φαντάζομαι να συμφωνείς, εκτός από τα βλέμματα των περαστικών, (πολλά περαστικά, με την ευκαιρία), το σώμα μας το διεκδικούν και οι δείκτες των ξένων χεριών (με τη δική τους καρδούλα πέτρα, όταν σηκώνονται να μας δείξουν, στην περίπτωση που έχουμε δέρμα πουά).
Ο "ξένος δάκτυλος" υποθέτω από εκεί βγαίνει.
(Τώρα ξέρετε και από που βγαίνει και το πατενταρισμένο "Kλείσιμο Mατιού" -κόντρα στα "ανοιχτά" μάτια των περαστικών.)
:-)
ΥΓ9
Την επόμενη φορά, αντί για πουά γίνεται να γεννηθώ ριγέ -που όσο να πεις θα ήταν πιο σικ και αλά μοντ;
30 Νοε 2008
20 Νοε 2008
Πεθαίνω για μένα.
Αν υποψιαστώ ότι η χαρά και η θλίψη έχουν το ίδιο ακριβώς αίτιο, θα πεθάνω.
(Ενώ αν δεν το υποψιαστώ θα ζήσω ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.)
Μεταξύ μας, χωρίς (περιέργως) να θέλω να σοκάρω, υποψιάζομαι ότι θα πεθάνω έτσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν υποψιαστώ ή δεν υποψιαστώ, ό,τι κι αν κάνω ή δεν κάνω, και μάλιστα θα πεθάνω το ίδιο ακριβώς (δηλαδή με την ίδια ακριβώς πεθαντότητα) όποια μα όποια κι αν είναι καθημερινά η διάθεση ή οι σκέψεις μου, η υγεία ή το πρόγραμμά μου -είτε είμαι κάθε μέρα αισιόδοξη, είτε είμαι κάθε μέρα του θανατά, είτε έχω κόκκινα έιτε έχω άβαφα τα χείλη μου, (θα πεθάνω ακόμη κι αν την ώρα που είναι να συμβεί φοράω ντιόρ, ή δεν μου μένει χρόνος -γιατί έχω ραντεβού για μανικιούρ).
Πάντως την υποψία την υπογράφω: για μένα, χαρά και θλίψη έχουν το ίδιο ψυχαναλυτικό αίτιο -μοιάζει να επιβεβαιώνονται από το ίδιο ακριβώς δεδομένο: απ' το ότι έχεις επίγνωση (μια και δεν είσαι ελέφαντας ή μυρμήγκι αλλά έχεις ανθρώπινη αντίληψη) ότι δεν είσαι αθάνατος.
(Αν δεν το ξέρεις, πιθανόν εσύ που διαβάζεις ΕΙΣΑΙ ή ελέφαντας ή μυρμήγκι, γεγονός που, αν και στατιστικά ενδιαφέρον, με κάνει επίσης να πεθαίνω -στα γέλια.)
Δεν είναι πολύ διαμπερές και ευήλιο αυτό που γράφω, ευτυχώς όμως δεν χρειάζεται να δώσεις και τόση σημασία -το πιθανότερο δεν σε αφορά (απευθύνεται αποκλειστικά μόνο σε όσους πρόκειται να πεθάνουν.)
Και θα μου πεις εντάξει να πηγάζει από τον φόβο θανάτου η όποια εύκολη, αυτονόητη, μη παράδοξη, και αυτομάτως κατανοήτη θλίψη, αλλά ΚΑΙ η χαρά;
Μην κάνεις ότι δεν το ξέρεις.
Γνωρίζοντας πως όλα τελειώνουν, χωρίς απαραίτητα να το καταλαβαίνεις, νιώθεις την απίστευτη ευφορία της επιβεβαίωσης σαν άνθρωπος, καθώς καταφέρνεις, κάθε μέρα, παρά τη γνώση για τη μοίρα σου, να πηγαίνεις κόντρα σ' αυτήν την πληροφορία, αφού, ανά πάσα στιγμή, επιβάλλεσαι διαρκώς στον θάνατο: με το γέλιο σου, με το κέφι σου να σηκώνεσαι από το κρεβάτι, με την αφοσίωσή σου να εφευρίσκεις φάρμακα, με τη μανία σου να παράγεις αντιρυτιδικές κρέμες, με την τάση σου να κατακτάς άλλους θνητούς, και με τη συνήθειά σου να κατασκευάζεις χριστούς (action figures με ανθρώπινη μορφή, γένια κλπ) που ΟΦΕΙΛΟΥΝ να ανασταίνονται –πατώντας τον θάνατο θανάτω όλη μέρα (κυρίως ώρες καταστημάτων).
Όσον αφορά στην χαρά δηλαδή, με λογάκια απλά, αυτή πηγάζει από το παράδοξο του να έχεις την όρεξη να δίνεις νόημα στη ζωή σου -κάνοντας φίλγκουντ πράγματα (όπως ποδήλατο, κέηκ, και σεξ).
Κάτι μας είπα. Που το παράδοξο να αντλείς χαρά από το ποδήλατο, το κέηκ και το σεξ;
Μα εξήγησα: στο ότι θα μπορούσες κάλλιστα να μην κάνεις τίποτα για να δίνεις νόημα στη ζωή σου, αφοσιωμένος στην προπόνηση πένθους για τον πιο κοντινό σου άνθρωπο (εσένα -τι δεν κατάλαβες;).
Παρεπιμτόντως, δεν πρέπει να διάλεξα τυχαία τις παραπάνω "ασχολίες": για να ζήσεις βασικά χρειάζεσαι απλά αναπαραγωγή και τροφή (σεξ και κέηκ), ενώ το ποδήλατο εκτελεί χρεή μεταφοράς (ως μεταφορικό μέσο που είναι), υπονοώντας όσα σου κάνουν τη ζωή....χμ....τρένο.
Ζεις (μαθαίνω).
Και μάλιστα ζεις ΣΑΝ το ότι θα πεθάνεις να είναι το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ που θα σου συμβεί (στη ζωή σου).
Πας στο κομμμωτήριο, στο γυμναστήριο, στο σουπερμάρκετ, στην Ακρόπολη, στο μπαλέτο, στην όπερα, στο ΙΚΑ, στο Τόκυο, στο περίπτερο. Πολεμάς όλη μέρα το αναπόφευκτο, διαβάζοντας βιβλία, παρασκευάζοντας ή καταναλώνοντας προπαρασκευασμένο πολιτισμό, πηγαίνοντας σχολείο, αγοράζοντας μακ, ακούγοντας φοίβο, πίνοντας σόγια, αποφεύγοντας τα σόγια, αγαπώντας την καλή σου ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, επενδύοντας χρόνια και χρήματα σε γνώσεις και εμπειρίες.
Δεν λέω τίποτα απ'όλα αυτά με ισοπεδωτική, ειρωνική (ή μηδενιστική) διάθεση, σαν να υπονοώ (ή να προτείνω) ότι όλα είναι μάταια -το ΑΚΡΙΒΩΣ αντίθετο: χαίρομαι που η γνώση κι ο φόβος για τον θάνατο μας έχουν κάνει τόσο δραστήριους, τόσο δημιουργικούς, τόσο επιλεκτικούς, και τόσο... χαρούμενους -χαίρομαι που ο έμφυτος και ασυνείδητος σεβασμός για αυτήν τη θλιβερή και μοιραία πληροφορία μάς δίνει χαρά, μας ενεργοποιεί, μας καθιστά πολύ ζωντανότερους από το πόσο ζωντανοί είμαστε.
Αν δεν γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε δυσκολεύομαι να εντοπίσω από που θα αντλούσαμε χαρά για τη ζωή.
(Όποιος πει από το ποδήλατο, το κέηκ και το σεξ, απλά αυθαδιάζει.)
Και δεν λέω πως είναι διαρκώς ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ αυτή η φαινομενικά παράδοξη άντληση χαράς από τη γνώση θανάτου.
Αναφέρομαι σε αυτό που καθιστά την χαρά χαρούμενη: στην αυτόματη ικανότητα να θάβουμε τη γνώση τού τέλους μας με όλα τα χαρούμενα που κάνουμε. (Στο θαύμα τού να καταφέρνουμε να αγνοούμε εν γνώση μας αυτό που εν γνώση μας δεν αγνοούμε καθόλου.)
Στο αντίθετο από το συνηθισμένο θέλω να καταλήξω: η ζωή δεν είναι μάταιη επειδή κάποτε τελειώνει, αλλά εντελώς γεμάτη νόημα ΕΞΑΙΤΙΑΣ του τέλους της.
Χωρίς θάνατο δεν θα ψηνόμασταν να κάνουμε και πολλά, (σίγουρα θα ψήναμε πολύ λιγότερα -αν όχι καθόλου- κέηκ), η χαρά θα ήταν γελοία περιττή, δεν θα είχε τίποτα να πολεμήσει ή να εξισοροπήσει (και θα έβγαινε στη σύνταξη).
Καταλήξαμε νομίζω. Οπότε, από τώρα, όσοι θνητοί όλο και πιο συνειδητά χαρούμενοι (και, ναι, με καταλάβατε, δεν λέω ΤΙΠΟΤΑ καινούργιο, απλά το λέω πολυλογώντας και αποφεύγοντας τεχνηέντως μπανάλ προτροπές του τύπου "να ζείτε κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία" ).
Αλλά θα το ρωτήσω.
Γιατί, αν όντως ο άνθρωπος καταφέρνει και αντλεί δύναμη να ζει, να δημιουργεί και συχνά να μεγαλουργεί όχι απλώς ΠΑΡΑ αλλά ΕΞΑΙΤΙΑΣ της γνώσης για το τέλος του, τελικά δεν το παίρνει πάνω του, δεν το χαίρεται με ΟΛΟ του το είναι, με χάρη και ανωτερότητα;
Γιατί είναι τόσο δυστυχισμένος καθημερινά που ζει; -δηλαδή τόσο μα τόσο αχάριστος που δεν έχει πεθάνει ακόμη;
Μα ούτε αυτό είναι καινούργιο.
Παρά τη γνώση του, τη συνειδητοποίησή του, και το ανακουφιστικό κατόρθωμά του να ξεχνιέται που δεν είναι αθάνατος και να ζει ΛΕΣ και είναι, δυστυχώς παραμένει πάντα ανήλικος απέναντι σ΄ αυτή τη γνώση, (για αυτό και πάντα μουτρωμένος σαν να του έχουν κρύψει τη σοκολάτα του στο πάνω ράφι), καθώς παρά την ικανότητα να σηκώνεται από το κρεβάτι κάθε πρωί, αρνείται να αποδεχτεί ότι αυτή του η επίγνωση τον αφορά προσωπικά (και δεν αφορά μόνο τους Άλλους).
Θα μπορούσε να πει: "ωραία λοιπόν, θα πεθάνω, το ξέρω, το αποδέχομαι, και μέχρι να συμβεί θα κάνω τη γνώση δύναμη, θα κάνω τα πάντα για να είμαι ευτυχισμένος και να περνάω καλά, σαν να μην συμβαίνει τίποτα".
Αλλά επιλέγει και λέει : "ωραία λοιπόν, θα πεθάνω, το δέχομαι, αλλά μέχρι να συμβεί θα κάνω πως το ξέχασα, θα κάνω ό,τι μπορώ για να ξεγελάσω τον θάνατο, κι αυτός στο τέλος να δεις θα με ξεχάσει μπακ, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος, δεν είμαι ελέφαντας ή μυρμήγκι, μορφώνομαι, πάω ταξίδια, ζω ζωηρά, ζωικά, ζωτικά και ζωντανά, και αφού ζω θα σας δείξω εγώ τι εστί ζωντανότητα, θα δείτε εσείς τι θα πάθετε και ποιος την έχει πιο μεγάλη, και σιγά μην πεθάνω ΕΓΩ, εγώ είμαι όμορφος, εγώ είμαι έξυπνος, κάνω γιόγκα εγώ, ΕΓΩ είμαι ΕΓΩ, δεν είμαι ο γείτονας -μόνο ο διπλανός στρατιώτης πεθαίνει, εγώ είμαι ο πρωταγωνιστής, κι ο πρωταγωνιστής του εγώ μου δεν πεθαίνει ποτέ".
Όλοι έχουν από έναν.
Και λέγεται ναρκισσιμός. (Έγω έχω τρεις κούτες στο σπίτι -η μια από τόσο παλιά που ίσως έχει λήξει.)
Το συνώνυμο της κατά φαντασίαν αθανασίας.
ΑΥΤΟ είναι που σε τρώει (άνθρωπέ μου).
Ο έρωτάς σου για σένα.
Αυτό που πρωτοένιωσες μικρός όταν σε κοίταζε η μητέρα σου επιβεβαιώνοντάς σου ότι είσαι το μοναδικέστερο πλάσμα στη γη. (Τι; Δεν είσαι;)
Αυτό που έκτοτε σε κάνει να θέλεις να χαράζεις το όνομα σου σε κορμούς δέντρους γράφοντας ότι ήσουν κι εσύ εκεί.
Αυτό που σε κάνει να ονομάζεις το blog σου ΕΣΣΛΙΝ ΕΣΣΛΙΝ, λες και σε λένε Έσσλιν επί δύο (που μεταξύ μας Κατερίνα σε λένε -αλλά όόόόχι, το Έσσλιν είναι καλύτερο γιατί εσύ ΕΙΣΑΙ η Έσσλιν και φυσικά ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ, λες και είσαι μόνη σου, που να σου πω και κάτι; ΜΟΝΗ ΣΟΥ ΕΙΣΑΙ -το μοναδική σε μάρανε.)
Η αγάπη μου για τον εαυτό μου (αρκετά με σένα) ξεκινάει από πολύ παλιά -και είναι πολύ μεγάλη (σαν αφίσα της βόνταφον).
Όμως τελευταία με κατάλαβα καλά, (παραγνωριστήκαμε), και θέλω να χωρίσουμε.
Θέλω να προχωρήσω χωρίς το τέλειο εμένα μου -να με αφήσουμε ήσυχη (κι εγώ και η τελειότητά μου -ήσυχη να ζήσω σαν κάποιος που πριν πεθάνει θα ζήσει βλέποντας πέρα από τη μύτη του).
Πώς είναι να αγαπάς τον θνητό εαυτό σου περισσότερο από την αθάνατη εικόνα σου;
Aν δεν γλυστρήσει ολοκληρωτικά από πάνω μου το ΕΓΩ μου, αν δεν ξεγαντζωθεί από πάνω μου η κομπλεξική σκιά μου (η πάντα πίσω μου -μη τυχόν και με αφήσει μόνη όταν πέφτει πάνω μου το φως), δεν θα το μάθουμε "ποτέ".
(Μπάμερ!)
ΥΓ1
Αν εσύ που διαβάζεις τελικά ΕΙΣΑΙ ελέφαντας ή μυρμήγκι που βρήκες ίντερνετ;
ΥΓ2
Αν είσαι ελέφαντας πάντως, μπράβο, ΕΣΥ την έχεις σίγουρα πιο μεγάλη -αλλά πρόσεξε καλά (στη φαντασία μου σε πατάει και σε λιώνει το μυρμήγκι.)
ΥΓ3
Αν νιώθεις πτώμα μετά από ανάγνωση τέτοιου κειμένου, λυπάμαι που σε πέθανα.
ΥΓ4
Τέλος, για να καταλάβω και τι είπα στην ουσία του κειμένου αρκετά παραπάνω, μια ερώτηση: αν η χαρά μας να επιβαλλόμαστε στον θάνατο εξανεμίζεται από το ναρκισσισμό μας (αντί να ενισχύεται), και -κυρίως- αν δεν καταφέρνει να είναι διαρκώς συνειδητή, μας κάνει κάκο;
ΥΓ5
Α την ασυνείδητη!
:-)
(Ενώ αν δεν το υποψιαστώ θα ζήσω ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.)
Μεταξύ μας, χωρίς (περιέργως) να θέλω να σοκάρω, υποψιάζομαι ότι θα πεθάνω έτσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν υποψιαστώ ή δεν υποψιαστώ, ό,τι κι αν κάνω ή δεν κάνω, και μάλιστα θα πεθάνω το ίδιο ακριβώς (δηλαδή με την ίδια ακριβώς πεθαντότητα) όποια μα όποια κι αν είναι καθημερινά η διάθεση ή οι σκέψεις μου, η υγεία ή το πρόγραμμά μου -είτε είμαι κάθε μέρα αισιόδοξη, είτε είμαι κάθε μέρα του θανατά, είτε έχω κόκκινα έιτε έχω άβαφα τα χείλη μου, (θα πεθάνω ακόμη κι αν την ώρα που είναι να συμβεί φοράω ντιόρ, ή δεν μου μένει χρόνος -γιατί έχω ραντεβού για μανικιούρ).
Πάντως την υποψία την υπογράφω: για μένα, χαρά και θλίψη έχουν το ίδιο ψυχαναλυτικό αίτιο -μοιάζει να επιβεβαιώνονται από το ίδιο ακριβώς δεδομένο: απ' το ότι έχεις επίγνωση (μια και δεν είσαι ελέφαντας ή μυρμήγκι αλλά έχεις ανθρώπινη αντίληψη) ότι δεν είσαι αθάνατος.
(Αν δεν το ξέρεις, πιθανόν εσύ που διαβάζεις ΕΙΣΑΙ ή ελέφαντας ή μυρμήγκι, γεγονός που, αν και στατιστικά ενδιαφέρον, με κάνει επίσης να πεθαίνω -στα γέλια.)
Δεν είναι πολύ διαμπερές και ευήλιο αυτό που γράφω, ευτυχώς όμως δεν χρειάζεται να δώσεις και τόση σημασία -το πιθανότερο δεν σε αφορά (απευθύνεται αποκλειστικά μόνο σε όσους πρόκειται να πεθάνουν.)
Και θα μου πεις εντάξει να πηγάζει από τον φόβο θανάτου η όποια εύκολη, αυτονόητη, μη παράδοξη, και αυτομάτως κατανοήτη θλίψη, αλλά ΚΑΙ η χαρά;
Μην κάνεις ότι δεν το ξέρεις.
Γνωρίζοντας πως όλα τελειώνουν, χωρίς απαραίτητα να το καταλαβαίνεις, νιώθεις την απίστευτη ευφορία της επιβεβαίωσης σαν άνθρωπος, καθώς καταφέρνεις, κάθε μέρα, παρά τη γνώση για τη μοίρα σου, να πηγαίνεις κόντρα σ' αυτήν την πληροφορία, αφού, ανά πάσα στιγμή, επιβάλλεσαι διαρκώς στον θάνατο: με το γέλιο σου, με το κέφι σου να σηκώνεσαι από το κρεβάτι, με την αφοσίωσή σου να εφευρίσκεις φάρμακα, με τη μανία σου να παράγεις αντιρυτιδικές κρέμες, με την τάση σου να κατακτάς άλλους θνητούς, και με τη συνήθειά σου να κατασκευάζεις χριστούς (action figures με ανθρώπινη μορφή, γένια κλπ) που ΟΦΕΙΛΟΥΝ να ανασταίνονται –πατώντας τον θάνατο θανάτω όλη μέρα (κυρίως ώρες καταστημάτων).
Όσον αφορά στην χαρά δηλαδή, με λογάκια απλά, αυτή πηγάζει από το παράδοξο του να έχεις την όρεξη να δίνεις νόημα στη ζωή σου -κάνοντας φίλγκουντ πράγματα (όπως ποδήλατο, κέηκ, και σεξ).
Κάτι μας είπα. Που το παράδοξο να αντλείς χαρά από το ποδήλατο, το κέηκ και το σεξ;
Μα εξήγησα: στο ότι θα μπορούσες κάλλιστα να μην κάνεις τίποτα για να δίνεις νόημα στη ζωή σου, αφοσιωμένος στην προπόνηση πένθους για τον πιο κοντινό σου άνθρωπο (εσένα -τι δεν κατάλαβες;).
Παρεπιμτόντως, δεν πρέπει να διάλεξα τυχαία τις παραπάνω "ασχολίες": για να ζήσεις βασικά χρειάζεσαι απλά αναπαραγωγή και τροφή (σεξ και κέηκ), ενώ το ποδήλατο εκτελεί χρεή μεταφοράς (ως μεταφορικό μέσο που είναι), υπονοώντας όσα σου κάνουν τη ζωή....χμ....τρένο.
Ζεις (μαθαίνω).
Και μάλιστα ζεις ΣΑΝ το ότι θα πεθάνεις να είναι το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ που θα σου συμβεί (στη ζωή σου).
Πας στο κομμμωτήριο, στο γυμναστήριο, στο σουπερμάρκετ, στην Ακρόπολη, στο μπαλέτο, στην όπερα, στο ΙΚΑ, στο Τόκυο, στο περίπτερο. Πολεμάς όλη μέρα το αναπόφευκτο, διαβάζοντας βιβλία, παρασκευάζοντας ή καταναλώνοντας προπαρασκευασμένο πολιτισμό, πηγαίνοντας σχολείο, αγοράζοντας μακ, ακούγοντας φοίβο, πίνοντας σόγια, αποφεύγοντας τα σόγια, αγαπώντας την καλή σου ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, επενδύοντας χρόνια και χρήματα σε γνώσεις και εμπειρίες.
Δεν λέω τίποτα απ'όλα αυτά με ισοπεδωτική, ειρωνική (ή μηδενιστική) διάθεση, σαν να υπονοώ (ή να προτείνω) ότι όλα είναι μάταια -το ΑΚΡΙΒΩΣ αντίθετο: χαίρομαι που η γνώση κι ο φόβος για τον θάνατο μας έχουν κάνει τόσο δραστήριους, τόσο δημιουργικούς, τόσο επιλεκτικούς, και τόσο... χαρούμενους -χαίρομαι που ο έμφυτος και ασυνείδητος σεβασμός για αυτήν τη θλιβερή και μοιραία πληροφορία μάς δίνει χαρά, μας ενεργοποιεί, μας καθιστά πολύ ζωντανότερους από το πόσο ζωντανοί είμαστε.
Αν δεν γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε δυσκολεύομαι να εντοπίσω από που θα αντλούσαμε χαρά για τη ζωή.
(Όποιος πει από το ποδήλατο, το κέηκ και το σεξ, απλά αυθαδιάζει.)
Και δεν λέω πως είναι διαρκώς ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ αυτή η φαινομενικά παράδοξη άντληση χαράς από τη γνώση θανάτου.
Αναφέρομαι σε αυτό που καθιστά την χαρά χαρούμενη: στην αυτόματη ικανότητα να θάβουμε τη γνώση τού τέλους μας με όλα τα χαρούμενα που κάνουμε. (Στο θαύμα τού να καταφέρνουμε να αγνοούμε εν γνώση μας αυτό που εν γνώση μας δεν αγνοούμε καθόλου.)
Στο αντίθετο από το συνηθισμένο θέλω να καταλήξω: η ζωή δεν είναι μάταιη επειδή κάποτε τελειώνει, αλλά εντελώς γεμάτη νόημα ΕΞΑΙΤΙΑΣ του τέλους της.
Χωρίς θάνατο δεν θα ψηνόμασταν να κάνουμε και πολλά, (σίγουρα θα ψήναμε πολύ λιγότερα -αν όχι καθόλου- κέηκ), η χαρά θα ήταν γελοία περιττή, δεν θα είχε τίποτα να πολεμήσει ή να εξισοροπήσει (και θα έβγαινε στη σύνταξη).
Καταλήξαμε νομίζω. Οπότε, από τώρα, όσοι θνητοί όλο και πιο συνειδητά χαρούμενοι (και, ναι, με καταλάβατε, δεν λέω ΤΙΠΟΤΑ καινούργιο, απλά το λέω πολυλογώντας και αποφεύγοντας τεχνηέντως μπανάλ προτροπές του τύπου "να ζείτε κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία" ).
Αλλά θα το ρωτήσω.
Γιατί, αν όντως ο άνθρωπος καταφέρνει και αντλεί δύναμη να ζει, να δημιουργεί και συχνά να μεγαλουργεί όχι απλώς ΠΑΡΑ αλλά ΕΞΑΙΤΙΑΣ της γνώσης για το τέλος του, τελικά δεν το παίρνει πάνω του, δεν το χαίρεται με ΟΛΟ του το είναι, με χάρη και ανωτερότητα;
Γιατί είναι τόσο δυστυχισμένος καθημερινά που ζει; -δηλαδή τόσο μα τόσο αχάριστος που δεν έχει πεθάνει ακόμη;
Μα ούτε αυτό είναι καινούργιο.
Παρά τη γνώση του, τη συνειδητοποίησή του, και το ανακουφιστικό κατόρθωμά του να ξεχνιέται που δεν είναι αθάνατος και να ζει ΛΕΣ και είναι, δυστυχώς παραμένει πάντα ανήλικος απέναντι σ΄ αυτή τη γνώση, (για αυτό και πάντα μουτρωμένος σαν να του έχουν κρύψει τη σοκολάτα του στο πάνω ράφι), καθώς παρά την ικανότητα να σηκώνεται από το κρεβάτι κάθε πρωί, αρνείται να αποδεχτεί ότι αυτή του η επίγνωση τον αφορά προσωπικά (και δεν αφορά μόνο τους Άλλους).
Θα μπορούσε να πει: "ωραία λοιπόν, θα πεθάνω, το ξέρω, το αποδέχομαι, και μέχρι να συμβεί θα κάνω τη γνώση δύναμη, θα κάνω τα πάντα για να είμαι ευτυχισμένος και να περνάω καλά, σαν να μην συμβαίνει τίποτα".
Αλλά επιλέγει και λέει : "ωραία λοιπόν, θα πεθάνω, το δέχομαι, αλλά μέχρι να συμβεί θα κάνω πως το ξέχασα, θα κάνω ό,τι μπορώ για να ξεγελάσω τον θάνατο, κι αυτός στο τέλος να δεις θα με ξεχάσει μπακ, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος, δεν είμαι ελέφαντας ή μυρμήγκι, μορφώνομαι, πάω ταξίδια, ζω ζωηρά, ζωικά, ζωτικά και ζωντανά, και αφού ζω θα σας δείξω εγώ τι εστί ζωντανότητα, θα δείτε εσείς τι θα πάθετε και ποιος την έχει πιο μεγάλη, και σιγά μην πεθάνω ΕΓΩ, εγώ είμαι όμορφος, εγώ είμαι έξυπνος, κάνω γιόγκα εγώ, ΕΓΩ είμαι ΕΓΩ, δεν είμαι ο γείτονας -μόνο ο διπλανός στρατιώτης πεθαίνει, εγώ είμαι ο πρωταγωνιστής, κι ο πρωταγωνιστής του εγώ μου δεν πεθαίνει ποτέ".
Όλοι έχουν από έναν.
Και λέγεται ναρκισσιμός. (Έγω έχω τρεις κούτες στο σπίτι -η μια από τόσο παλιά που ίσως έχει λήξει.)
Το συνώνυμο της κατά φαντασίαν αθανασίας.
ΑΥΤΟ είναι που σε τρώει (άνθρωπέ μου).
Ο έρωτάς σου για σένα.
Αυτό που πρωτοένιωσες μικρός όταν σε κοίταζε η μητέρα σου επιβεβαιώνοντάς σου ότι είσαι το μοναδικέστερο πλάσμα στη γη. (Τι; Δεν είσαι;)
Αυτό που έκτοτε σε κάνει να θέλεις να χαράζεις το όνομα σου σε κορμούς δέντρους γράφοντας ότι ήσουν κι εσύ εκεί.
Αυτό που σε κάνει να ονομάζεις το blog σου ΕΣΣΛΙΝ ΕΣΣΛΙΝ, λες και σε λένε Έσσλιν επί δύο (που μεταξύ μας Κατερίνα σε λένε -αλλά όόόόχι, το Έσσλιν είναι καλύτερο γιατί εσύ ΕΙΣΑΙ η Έσσλιν και φυσικά ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ, λες και είσαι μόνη σου, που να σου πω και κάτι; ΜΟΝΗ ΣΟΥ ΕΙΣΑΙ -το μοναδική σε μάρανε.)
Η αγάπη μου για τον εαυτό μου (αρκετά με σένα) ξεκινάει από πολύ παλιά -και είναι πολύ μεγάλη (σαν αφίσα της βόνταφον).
Όμως τελευταία με κατάλαβα καλά, (παραγνωριστήκαμε), και θέλω να χωρίσουμε.
Θέλω να προχωρήσω χωρίς το τέλειο εμένα μου -να με αφήσουμε ήσυχη (κι εγώ και η τελειότητά μου -ήσυχη να ζήσω σαν κάποιος που πριν πεθάνει θα ζήσει βλέποντας πέρα από τη μύτη του).
Πώς είναι να αγαπάς τον θνητό εαυτό σου περισσότερο από την αθάνατη εικόνα σου;
Aν δεν γλυστρήσει ολοκληρωτικά από πάνω μου το ΕΓΩ μου, αν δεν ξεγαντζωθεί από πάνω μου η κομπλεξική σκιά μου (η πάντα πίσω μου -μη τυχόν και με αφήσει μόνη όταν πέφτει πάνω μου το φως), δεν θα το μάθουμε "ποτέ".
(Μπάμερ!)
ΥΓ1
Αν εσύ που διαβάζεις τελικά ΕΙΣΑΙ ελέφαντας ή μυρμήγκι που βρήκες ίντερνετ;
ΥΓ2
Αν είσαι ελέφαντας πάντως, μπράβο, ΕΣΥ την έχεις σίγουρα πιο μεγάλη -αλλά πρόσεξε καλά (στη φαντασία μου σε πατάει και σε λιώνει το μυρμήγκι.)
ΥΓ3
Αν νιώθεις πτώμα μετά από ανάγνωση τέτοιου κειμένου, λυπάμαι που σε πέθανα.
ΥΓ4
Τέλος, για να καταλάβω και τι είπα στην ουσία του κειμένου αρκετά παραπάνω, μια ερώτηση: αν η χαρά μας να επιβαλλόμαστε στον θάνατο εξανεμίζεται από το ναρκισσισμό μας (αντί να ενισχύεται), και -κυρίως- αν δεν καταφέρνει να είναι διαρκώς συνειδητή, μας κάνει κάκο;
ΥΓ5
Α την ασυνείδητη!
:-)
10 Νοε 2008
Ανελεύθερος χρόνος.
"Λυπάμαι."
"Δεν έχω χρόνο να γράψω σήμερα" -θα έγραφα, αν πάλι δεν έγραφα σήμερα.
(Και θα ήταν ψέμα.)
Ώς άεργη γραφέας, έχω τόσο χρόνο κάθε μου σήμερα, που, αν δεν φαγωθεί όλος μέσα σε μια μέρα, μπορώ να τον βάλω σε τάπερ (περάστε αύριο ή μεθαύριο να τον φάμε μαζί).
Και ξέρετε, σε τι κατέληξα, ύστερα από ΑΚΡΙΒΩΣ δύο χρόνια (σαν σήμερα παραιτήθηκα) ελεύθερου χρόνου;
Την απάτη.
Ο χρόνος ούτε περνάει, ούτε κυλάει. Ούτε τρέχει, ούτε χάνεται.
Ο χρόνος χωράει -δεν είναι παρά χώρος (με σωστότερη του δευτερολέπτου μονάδα μέτρησης το κυβικό εκατοστό).
"Δεν έχω χρόνο για σένα" σημαίνει απλά "δεν σε χωράει η ζωή μου, γιατί προτιμώ να χωρέσω κάτι άλλο ή κάποιον άλλον σε αυτήν -που, παρά τις υποχρεώσεις μου, χωράει."
Γιατί με αυτόν που σου αρέσει συμβαίνει το εξής:
Αν σου αρέσει, σου αρέσει ακόμη κι αν σκαλίζει τη μύτη του.
(Αν δεν σου αρέσει, δεν σου αρέσει ακόμη κι αν σου φέρνει λουλούδια.)
Αν σου πουν ξανά "λυπάμαι, δεν έχω χρόνο να σε δω", εσύ να ακούς μπιτουήν δε λάινς τη φράση "λυπάμαι, έχω πάρα πολύ χρόνο να σε δω -αλλά προτιμώ να δω κάποιον που σκαλίζει τη μύτη του".
Χρόνο έχω (σε όλους τους χρόνους) πάντα -έχω, είχα, θα έχω, και αν ΗΘΕΛΑ να έχω θα... είχα έχει.
Το βλέπω καθαρά τώρα, που έχω, όχι επειδή τώρα έχω, αλλά επειδή καταλαβαίνω αναδρομικά το πώς φερόμουν όταν δήθεν δεν είχα: o χρόνος ορίζεται πάντα από την επιθυμία (αν δεν θέλετε να τον μετράμε με κυβικά εκατοστά, όπως πρότεινα, ως χώρο, ας τον μετράμε με κομμένες ανάσες -ως λαχτάρα).
Δεν υπάρχει μη ελεύθερος χρόνος -κατασκευάζεται (προφανώς σε ένα εργοστάσιο που παλιά έφτιαχνε καραμέλες).
Κατασκευάζεται ως η απόλυτη δικαιολογία-καραμέλα από τους μη ελέυθερους ανθρώπους που για κάποιον γουάτ δε φακ λόγο επιλέγουν -συχνά- να ζουν μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο, μικρό σαν ασανσέρ -επιλέγοντας μικρή (στενόχωρη) ζωή, με συνεχή ενοχλητικά πάνω-κάτω (και ξένα χέρια να πατάνε τα κουμπιά).
Όταν δεν έχω ελεύθερο χρόνο λέω ψέματα στον εαυτό μου (ότι μου αρέσει να ζω σε ασανσέρ).
Η δικαιολογία φούστα-μπλούζα "είμαι κουρασμένος" δε, βρίσκω να είναι ανόητη, αν έχει να κάνει με σωματική κούραση, γιατί δεν μου έχει συμβεί ποτε να μην ξεκουραστώ με 8 ώρες ύπνου -η σωματική κούραση ως δια μαγείας βγαίνει νοκάουτ από την ψυχική ξεκούραση (που έχει κάτι μπράτσα να).
Η αλήθεια είναι, αν έχει να κάνει με ψυχική κούραση, κανείς ύπνος (ειδικά ο και καλά του δικαίου) δεν σε ξεκουράζει, όση ώρα κι αν "διαρκέσει" -η πιο καλή απόδειξη ότι ο χρόνος είναι χώρος, μια και αν διακοσμήσεις το χώρο σου σωστά (με ένα ωραίο λαμπατέρ, μια ωραία συρταριέρα κι έναν πραγματικά ωραίο άνθρωπο), τότε έχεις χρόνο πάντα (για τον ωραίο άνθρωπο): χωράτε μια χαρά στο σύμπαν (και στα όποια γειτονικά σύμπαντα) και, το ακόμη πιο ωραίο, χωράτε μια χαρά και στο ασανσέρ ακόμη (μοιάζει ευρύχωρο σαν γήπεδο, και η πορεία από το υπόγειο στον πέμπτο δεν πα να διαρκεί 80 μέρες).
Όταν δεν έχω χρόνο βασικά δεν έχω χώρο. Το δωμάτιό μου είναι μονόκλινο, το κρεββάτι μου έχει τις διαστάσεις του κρεββατιού της μπάρμπι, η καρδιά μου μικρή (σαν καρδιά πλεϊμομπίλ) -τώρα που το σκέφτομαι, όταν δεν έχω χρόνο παίζω σαν παιδί -και μάλιστα μόνη μου. Παίζω με τον εαυτό μου.
(Όχι σεξουαλικά ρε πρόστυχοι.)
Τώρα. Ύστερα από όλο αυτό το συνειρμό, αν θα βρω το κουράγιο να μην ξαναπώ ποτέ "δεν έχω χρόνο", τι να πω;
(Ο χρόνος θα δείξει.)
Αλλά είμαι βέβαιη. Όταν δεν έχουμε χρόνο για κάποιον, δεν θέλουμε να τον κρατήσουμε.
Ή μάλλον θέλουμε.
Σε απόσταση.
ΥΓ1
Δεν ξέρω τι είναι ο χρόνος, μια ιδέα πέταξα, ούτε ξέρω ποιος τον επινόησε. Πιθανότατα κάποιος σνομπάκιας τεμπέλης και εκκεντρικός ελβετός που αντί να γίνει κάτι απλό και λαϊκό, (φερειπείν αρτοποιός), για να βγάζει το ψωμί του, εφήυρε το ρολόι.
Μην ανησυχείς πάντως. Παρότι οι περισσότερες σκέψεις μου για τα πράγματα προκύπτουν ανορθόδοξα, δεν πρόκειται να σου πω -παράδειγμα- ότι αν φοράς ρολόι είσαι ρατσιστής (επειδή σνομπάρεις το επάγγελμα τού αρτοποιού).
Αντίθετα, θα σου πω ότι αν φοράς ρολόι μάλλον συμφωνείς μαζί μου: ο χρόνος είναι στο χέρι σου.
YΓ2
Μιλώντας για χρόνο, μην παραλείψω να πω ότι, απ΄ όλους τους χρόνους, ο πιο "αυτό που βλέπεις είναι" είναι μόνο ένας.
Ο Ενεστώτας.
Λίγο ξεχασιάρης, (μην τον ρωτήσεις τι έφαγε χτες), λίγο έφηβος, (ζει μόνο για το σήμερα), λίγο απαισιόδοξος (το αύριο είναι μακριά) -αλλά πάντως ό,τι σου λέει το λέει στα ίσα.
Να τον προτιμάτε. (Είναι ευρύχωρος.)
ΥΓ3
Ο συντελεσμένος μέλλοντας είναι ο πιο παρθένος (σε ζώδιο), κρατάει πάντα ξεσκονόπανο (τα θέλει όλα εν τάξει), θέλει να ξέρει ότι πάντα μα πάντα κάτι θα ΕΧΕΙ γίνει, κάτι θα έχει τακτοποιηθεί και ολοκληρωθεί (με επιτυχία ή όχι δεν έχει σημασία) -πρέπει να είναι μάλλον γυναίκα (και προφανώς σε εμμηνόπαυση).
(Να τον προτιμάτε αν θέλετε τον χώρο σας ξεσκονισμένο.)
ΥΓ4
Ενώ μετά, (μεταξύ άλλων προφανώς), έρχεται και ο πλέον αντιπαθητικός όλων.
Ο Αόριστος.
Ο χρόνος τού κατά δήλωση τετελεσμένου (και αόριστου) κάποτε: του κάποτε που κάτι, κάπως, και -προφανώς- κάποτε, έγινε (και κατά τη γνώμη ΤΟΥ τελείωσε), ο χρόνος που πεισματικά (σε ένα ανελέητο τρίο με την Τελεία και την Πάυλα) επιμένει να ΝΟΜΙΖΕΙ ότι όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα που μου έχουν συμβεί, συνέβησαν αποκλειστικά στο αγύριστο παρελθόν.
(Γεννήθηκα. Περπάτησα. Μίλησα. Ζωγράφισα. Τραγούδησα. Έγραψα. Γέλασα. Σπούδασα. Δούλεψα. Ερωτεύτηκα.)
Μίστερ Αόριστε.
Άκου.
Θεωρώ τους παρελθοντικούς χρόνους, στους οποίους ανήκεις... πώς να το πω;
Ξεπερασμένους.
Είσαι ο χρόνος που με ευκολία θα παρακαλούσα σεμνά και ευγενικά να πας να συνουσιαστείς -και μετά να μας αδειάσεις τη γωνιά, αφήνοντάς με να χρησιμοποιώ όλα ανεξαιρέτως τα ρήματα σε όποιον χρόνο θέλω, ξανά και ξανά. Όταν αδειάσεις μάλιστα τη γωνιά, αν θες κάντο επ'αορίστου χρόνου, να μου τη γεμίσει κάποιος διακοσμητικά συμπαθέστερος επιτέλους, λόγου χάρη ο αναβλητικός μεν αλλά υποσχόμενος Μέλλοντας (με μια ωραιότατη κομόντα).
ΥΓ5
Μην χρησιμοποιείτε συχνά αόριστους χρόνους που έχουν περάσει.
ΥΓ6
Αν θέλετε να δίνετε χώρο συχνά σε κάτι που έχει περάσει, δεν έχω τι να πω.
ΥΓ7
Περαστικά σας;
:-)
"Δεν έχω χρόνο να γράψω σήμερα" -θα έγραφα, αν πάλι δεν έγραφα σήμερα.
(Και θα ήταν ψέμα.)
Ώς άεργη γραφέας, έχω τόσο χρόνο κάθε μου σήμερα, που, αν δεν φαγωθεί όλος μέσα σε μια μέρα, μπορώ να τον βάλω σε τάπερ (περάστε αύριο ή μεθαύριο να τον φάμε μαζί).
Και ξέρετε, σε τι κατέληξα, ύστερα από ΑΚΡΙΒΩΣ δύο χρόνια (σαν σήμερα παραιτήθηκα) ελεύθερου χρόνου;
Την απάτη.
Ο χρόνος ούτε περνάει, ούτε κυλάει. Ούτε τρέχει, ούτε χάνεται.
Ο χρόνος χωράει -δεν είναι παρά χώρος (με σωστότερη του δευτερολέπτου μονάδα μέτρησης το κυβικό εκατοστό).
"Δεν έχω χρόνο για σένα" σημαίνει απλά "δεν σε χωράει η ζωή μου, γιατί προτιμώ να χωρέσω κάτι άλλο ή κάποιον άλλον σε αυτήν -που, παρά τις υποχρεώσεις μου, χωράει."
Γιατί με αυτόν που σου αρέσει συμβαίνει το εξής:
Αν σου αρέσει, σου αρέσει ακόμη κι αν σκαλίζει τη μύτη του.
(Αν δεν σου αρέσει, δεν σου αρέσει ακόμη κι αν σου φέρνει λουλούδια.)
Αν σου πουν ξανά "λυπάμαι, δεν έχω χρόνο να σε δω", εσύ να ακούς μπιτουήν δε λάινς τη φράση "λυπάμαι, έχω πάρα πολύ χρόνο να σε δω -αλλά προτιμώ να δω κάποιον που σκαλίζει τη μύτη του".
Χρόνο έχω (σε όλους τους χρόνους) πάντα -έχω, είχα, θα έχω, και αν ΗΘΕΛΑ να έχω θα... είχα έχει.
Το βλέπω καθαρά τώρα, που έχω, όχι επειδή τώρα έχω, αλλά επειδή καταλαβαίνω αναδρομικά το πώς φερόμουν όταν δήθεν δεν είχα: o χρόνος ορίζεται πάντα από την επιθυμία (αν δεν θέλετε να τον μετράμε με κυβικά εκατοστά, όπως πρότεινα, ως χώρο, ας τον μετράμε με κομμένες ανάσες -ως λαχτάρα).
Δεν υπάρχει μη ελεύθερος χρόνος -κατασκευάζεται (προφανώς σε ένα εργοστάσιο που παλιά έφτιαχνε καραμέλες).
Κατασκευάζεται ως η απόλυτη δικαιολογία-καραμέλα από τους μη ελέυθερους ανθρώπους που για κάποιον γουάτ δε φακ λόγο επιλέγουν -συχνά- να ζουν μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο, μικρό σαν ασανσέρ -επιλέγοντας μικρή (στενόχωρη) ζωή, με συνεχή ενοχλητικά πάνω-κάτω (και ξένα χέρια να πατάνε τα κουμπιά).
Όταν δεν έχω ελεύθερο χρόνο λέω ψέματα στον εαυτό μου (ότι μου αρέσει να ζω σε ασανσέρ).
Η δικαιολογία φούστα-μπλούζα "είμαι κουρασμένος" δε, βρίσκω να είναι ανόητη, αν έχει να κάνει με σωματική κούραση, γιατί δεν μου έχει συμβεί ποτε να μην ξεκουραστώ με 8 ώρες ύπνου -η σωματική κούραση ως δια μαγείας βγαίνει νοκάουτ από την ψυχική ξεκούραση (που έχει κάτι μπράτσα να).
Η αλήθεια είναι, αν έχει να κάνει με ψυχική κούραση, κανείς ύπνος (ειδικά ο και καλά του δικαίου) δεν σε ξεκουράζει, όση ώρα κι αν "διαρκέσει" -η πιο καλή απόδειξη ότι ο χρόνος είναι χώρος, μια και αν διακοσμήσεις το χώρο σου σωστά (με ένα ωραίο λαμπατέρ, μια ωραία συρταριέρα κι έναν πραγματικά ωραίο άνθρωπο), τότε έχεις χρόνο πάντα (για τον ωραίο άνθρωπο): χωράτε μια χαρά στο σύμπαν (και στα όποια γειτονικά σύμπαντα) και, το ακόμη πιο ωραίο, χωράτε μια χαρά και στο ασανσέρ ακόμη (μοιάζει ευρύχωρο σαν γήπεδο, και η πορεία από το υπόγειο στον πέμπτο δεν πα να διαρκεί 80 μέρες).
Όταν δεν έχω χρόνο βασικά δεν έχω χώρο. Το δωμάτιό μου είναι μονόκλινο, το κρεββάτι μου έχει τις διαστάσεις του κρεββατιού της μπάρμπι, η καρδιά μου μικρή (σαν καρδιά πλεϊμομπίλ) -τώρα που το σκέφτομαι, όταν δεν έχω χρόνο παίζω σαν παιδί -και μάλιστα μόνη μου. Παίζω με τον εαυτό μου.
(Όχι σεξουαλικά ρε πρόστυχοι.)
Τώρα. Ύστερα από όλο αυτό το συνειρμό, αν θα βρω το κουράγιο να μην ξαναπώ ποτέ "δεν έχω χρόνο", τι να πω;
(Ο χρόνος θα δείξει.)
Αλλά είμαι βέβαιη. Όταν δεν έχουμε χρόνο για κάποιον, δεν θέλουμε να τον κρατήσουμε.
Ή μάλλον θέλουμε.
Σε απόσταση.
ΥΓ1
Δεν ξέρω τι είναι ο χρόνος, μια ιδέα πέταξα, ούτε ξέρω ποιος τον επινόησε. Πιθανότατα κάποιος σνομπάκιας τεμπέλης και εκκεντρικός ελβετός που αντί να γίνει κάτι απλό και λαϊκό, (φερειπείν αρτοποιός), για να βγάζει το ψωμί του, εφήυρε το ρολόι.
Μην ανησυχείς πάντως. Παρότι οι περισσότερες σκέψεις μου για τα πράγματα προκύπτουν ανορθόδοξα, δεν πρόκειται να σου πω -παράδειγμα- ότι αν φοράς ρολόι είσαι ρατσιστής (επειδή σνομπάρεις το επάγγελμα τού αρτοποιού).
Αντίθετα, θα σου πω ότι αν φοράς ρολόι μάλλον συμφωνείς μαζί μου: ο χρόνος είναι στο χέρι σου.
YΓ2
Μιλώντας για χρόνο, μην παραλείψω να πω ότι, απ΄ όλους τους χρόνους, ο πιο "αυτό που βλέπεις είναι" είναι μόνο ένας.
Ο Ενεστώτας.
Λίγο ξεχασιάρης, (μην τον ρωτήσεις τι έφαγε χτες), λίγο έφηβος, (ζει μόνο για το σήμερα), λίγο απαισιόδοξος (το αύριο είναι μακριά) -αλλά πάντως ό,τι σου λέει το λέει στα ίσα.
Να τον προτιμάτε. (Είναι ευρύχωρος.)
ΥΓ3
Ο συντελεσμένος μέλλοντας είναι ο πιο παρθένος (σε ζώδιο), κρατάει πάντα ξεσκονόπανο (τα θέλει όλα εν τάξει), θέλει να ξέρει ότι πάντα μα πάντα κάτι θα ΕΧΕΙ γίνει, κάτι θα έχει τακτοποιηθεί και ολοκληρωθεί (με επιτυχία ή όχι δεν έχει σημασία) -πρέπει να είναι μάλλον γυναίκα (και προφανώς σε εμμηνόπαυση).
(Να τον προτιμάτε αν θέλετε τον χώρο σας ξεσκονισμένο.)
ΥΓ4
Ενώ μετά, (μεταξύ άλλων προφανώς), έρχεται και ο πλέον αντιπαθητικός όλων.
Ο Αόριστος.
Ο χρόνος τού κατά δήλωση τετελεσμένου (και αόριστου) κάποτε: του κάποτε που κάτι, κάπως, και -προφανώς- κάποτε, έγινε (και κατά τη γνώμη ΤΟΥ τελείωσε), ο χρόνος που πεισματικά (σε ένα ανελέητο τρίο με την Τελεία και την Πάυλα) επιμένει να ΝΟΜΙΖΕΙ ότι όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα που μου έχουν συμβεί, συνέβησαν αποκλειστικά στο αγύριστο παρελθόν.
(Γεννήθηκα. Περπάτησα. Μίλησα. Ζωγράφισα. Τραγούδησα. Έγραψα. Γέλασα. Σπούδασα. Δούλεψα. Ερωτεύτηκα.)
Μίστερ Αόριστε.
Άκου.
Θεωρώ τους παρελθοντικούς χρόνους, στους οποίους ανήκεις... πώς να το πω;
Ξεπερασμένους.
Είσαι ο χρόνος που με ευκολία θα παρακαλούσα σεμνά και ευγενικά να πας να συνουσιαστείς -και μετά να μας αδειάσεις τη γωνιά, αφήνοντάς με να χρησιμοποιώ όλα ανεξαιρέτως τα ρήματα σε όποιον χρόνο θέλω, ξανά και ξανά. Όταν αδειάσεις μάλιστα τη γωνιά, αν θες κάντο επ'αορίστου χρόνου, να μου τη γεμίσει κάποιος διακοσμητικά συμπαθέστερος επιτέλους, λόγου χάρη ο αναβλητικός μεν αλλά υποσχόμενος Μέλλοντας (με μια ωραιότατη κομόντα).
ΥΓ5
Μην χρησιμοποιείτε συχνά αόριστους χρόνους που έχουν περάσει.
ΥΓ6
Αν θέλετε να δίνετε χώρο συχνά σε κάτι που έχει περάσει, δεν έχω τι να πω.
ΥΓ7
Περαστικά σας;
:-)
4 Νοε 2008
Συναισθηματικό μπότοξ.
Υπάρχει ένα τόσο κακομούτσουνο δευτερόλεπτο που δεν θα το καλούσες με τίποτα επίσκεψη στο σπίτι σου.
Αδιαφορεί προαποφασισμένο.
(Και έρχεται.)
Ακάλεστο ξεακάλεστο και κατά κανόνα τις πιο απρόσμενες ώρες, περνάει (παρέα με την κακόγουστη όρεξή του), κατρακυλάει απ' το καντράν τού φθηνού του seiko, ανοίγει το θλιβερά φαρδύ στόμα του και καταπίνει όσο χρόνο τού καπνίσει (παράδειγμα είκοσι μέρες, τριανταπέντε χρόνια, ή ολόκληρους τρεις μήνες).
Δηλαδή ολόκληρους ανθρώπους.
Πώς φέρεσαι εσύ, τότε, σε ένα τόσο απάνθρωπο δευτερόλεπτο;
Τρέχεις να το προλάβεις υποθέτω.
Το πιάνεις απ' το λαιμό, κλωτσάς από εκδίκηση το ξεχυλωμένο παμφάγο στομάχι του, (να μάθει αυτό), -μα τι νόημα έχει; Μόλις πέρασε. Πάει. Χώνεψέ το.
Αυτά τα δευτερόλεπτα ένα δευτερόλεπτο πριν έρθουν δεν είχαν έρθει, και μόλις έχουν περάσει έχουν μόλις περάσει -γι' αυτό και μόλις έρχονται (και κυρίως μόλις περνάνε) ξενοικιάζεται η λογική.
Το να εξαφανιστεί μια ολόκληρη ηλικία μέσα σε ένα δευτερόλεπτο (γιατί έτσι μοιάζει όταν φεύγει κάποιος μέσα σ'ένα τσαφ -σαν να καταργούνται ξαφνικά κάποιες ηλικίες) είναι μια πληροφορία τόσο ακραία και τόσο παράταιρη που δεν ξέρεις σε ποιο ράφι της λογικής να την ακουμπήσεις, όταν στην πασάρουν.
"Τι εννοείτε δεν υπάρχει πια; "
"Μα αφού υπήρχε."
"Δεν το χωράει το μυαλό μου" σκέφτεσαι.
(Τι παράλογα ανάποδο ο μεγαλύτερος πια χώρος να μη χωράει λιγότερα, κι εκεί που πριν χωρούσε άνετα 15 ανθρώπους ξαφνικά να καλείται να χωρέσει 14 -κι όμως να αδυνατεί).
Τι κακόγουστα ανάποδο η απουσία να πιάνει μεγαλύτερο χώρο στο μυαλό απ' την παρουσία.
ΥΓ1
Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει ποτέ πιο τραγική είδηση από τον ατυχή θάνατο ενός μωρού λίγων μηνών.
ΥΓ2
Νιώθω πως είναι πραγματικά θηριώδης ντροπή να προσπαθείς να κάνεις εικόνα τα πρόσωπα των τραγικών γονιών -πώς άλλωστε να συμπαρασταθείς σε δυο αόρατους, ποια στενόχωρη σκέψη σου να προσποιηθεί ότι χωράει το ογκώδες, το αυθεντικό, το πηχτό τίποτα;
Η λύπη που αυτόματα νιώθεις είναι σπασμωδική (ρίχνει κλωτσιές εδώ κι εκεί), και γελοία: δεν έχεις το δικαίωμα να λυπηθείς, (ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ για να λυπάσαι ρε γελοίε ζωντανέ ενήλικε;), δεν έχεις το δικαίωμα να στερήσεις ούτε ένα δευτερόλεπτο θλίψης από τους ανθρώπους που τα ζουν όλα ανάποδα, φέρνοντας τον κόσμο στο μωρό για τόσο λίγο.
(Υποθέτω, πως μια στιγμή σαν κι αυτή, μια στιγμή που δεν καταργείται απλώς η ηλικία του μωρού αλλά και ολόκληρη η παιδική ηλικία του γονιού, δεν έχεις δικαίωμα να πενθήσεις, εσύ, ο ξένος, ξένα πράγματα -θα ήταν κλοπή.)
ΥΓ3
Ενώ το πιο γελοίο και απαίσιο από όλα είναι πως θα περίμενες αλλιώς να είναι τα πράγματα -αλλιώς στα μάθανε τα μαθηματικά τόσα χρόνια για τις αναλογιές, μικρό το μωρό, μικρό το κακό, μικρούλα η ζωή, μικρούλης ο θάνατος.
(Μικρούλης είσαι και φαίνεσαι.)
ΥΓ4
Μη έχοντας παιδί, νιώθω εκ των πραγμάτων στο περιθώριο της χαράς.
Μη έχοντας παιδί που έφυγε από τη ζωή νιώθω στο πιο βλάσφημο επίκεντρό της.
Πώς να συμπαρασταθώ, πώς να παραστήσω την ψέυτικη μαμά, όπως όταν ήμουν μικρή; Δεν μπορώ -σαν να μίκρυνα κι άλλο. (Πόσο περισσότερο μάλιστα με μικραίνουν -σκέφτομαι- όλες οι λέξεις που τόσο ναρκισσιστικά στήνω πλάι πλάι η άσχετη.)
ΥΓ5
Όταν είναι κάτι πολύ όμορφο δεν τολμάμε να πιστέψουμε ότι είναι αληθινό -μην σπάσει.
("Τι όμορφο", λέμε. "Σαν ψέυτικο." )
Τι να πεις για το πηχτό άσχημο όταν πάνε ανάποδα τα πράγματα;
(Κάτι ανάποδο υποθέτω.)
"Τι άσχημο."
"Σαν αληθινό."
ΥΓ6
Όταν ήμουν μικρή νόμιζα ότι η πλαστική έβγαινε από το πλαστικό -όχι με την έννοια τού "πλάθω", αλλά με την χοντροκομμένη έννοια τού παίρνω ένα πλαστικό βυζί και το κοτσάρω σταυροβελονιά στη θέση τού αληθινού -κι αυτό γίνεται "σαν αληθινό".
ΥΓ7
Λίγο βυζί εδώ, λίγη λεύκανση πιο πάνω, λίγο λίφτινγκ πιο κει -μέχρι και τη φύση μπορείς να διορθώσεις τεχνητά.
Γιατί όχι το συναίσθημα;
ΥΓ8
(Σαν αληθινό θα ήταν.)
ΥΓ9
Τελικά μια χαρά νιώθω.
Μια χαρά πολυέστερ, κοκκαλωμένη -σαν να γύρισε μόλις από συνεδρεία μπότοξ.
Αδιαφορεί προαποφασισμένο.
(Και έρχεται.)
Ακάλεστο ξεακάλεστο και κατά κανόνα τις πιο απρόσμενες ώρες, περνάει (παρέα με την κακόγουστη όρεξή του), κατρακυλάει απ' το καντράν τού φθηνού του seiko, ανοίγει το θλιβερά φαρδύ στόμα του και καταπίνει όσο χρόνο τού καπνίσει (παράδειγμα είκοσι μέρες, τριανταπέντε χρόνια, ή ολόκληρους τρεις μήνες).
Δηλαδή ολόκληρους ανθρώπους.
Πώς φέρεσαι εσύ, τότε, σε ένα τόσο απάνθρωπο δευτερόλεπτο;
Τρέχεις να το προλάβεις υποθέτω.
Το πιάνεις απ' το λαιμό, κλωτσάς από εκδίκηση το ξεχυλωμένο παμφάγο στομάχι του, (να μάθει αυτό), -μα τι νόημα έχει; Μόλις πέρασε. Πάει. Χώνεψέ το.
Αυτά τα δευτερόλεπτα ένα δευτερόλεπτο πριν έρθουν δεν είχαν έρθει, και μόλις έχουν περάσει έχουν μόλις περάσει -γι' αυτό και μόλις έρχονται (και κυρίως μόλις περνάνε) ξενοικιάζεται η λογική.
Το να εξαφανιστεί μια ολόκληρη ηλικία μέσα σε ένα δευτερόλεπτο (γιατί έτσι μοιάζει όταν φεύγει κάποιος μέσα σ'ένα τσαφ -σαν να καταργούνται ξαφνικά κάποιες ηλικίες) είναι μια πληροφορία τόσο ακραία και τόσο παράταιρη που δεν ξέρεις σε ποιο ράφι της λογικής να την ακουμπήσεις, όταν στην πασάρουν.
"Τι εννοείτε δεν υπάρχει πια; "
"Μα αφού υπήρχε."
"Δεν το χωράει το μυαλό μου" σκέφτεσαι.
(Τι παράλογα ανάποδο ο μεγαλύτερος πια χώρος να μη χωράει λιγότερα, κι εκεί που πριν χωρούσε άνετα 15 ανθρώπους ξαφνικά να καλείται να χωρέσει 14 -κι όμως να αδυνατεί).
Τι κακόγουστα ανάποδο η απουσία να πιάνει μεγαλύτερο χώρο στο μυαλό απ' την παρουσία.
ΥΓ1
Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει ποτέ πιο τραγική είδηση από τον ατυχή θάνατο ενός μωρού λίγων μηνών.
ΥΓ2
Νιώθω πως είναι πραγματικά θηριώδης ντροπή να προσπαθείς να κάνεις εικόνα τα πρόσωπα των τραγικών γονιών -πώς άλλωστε να συμπαρασταθείς σε δυο αόρατους, ποια στενόχωρη σκέψη σου να προσποιηθεί ότι χωράει το ογκώδες, το αυθεντικό, το πηχτό τίποτα;
Η λύπη που αυτόματα νιώθεις είναι σπασμωδική (ρίχνει κλωτσιές εδώ κι εκεί), και γελοία: δεν έχεις το δικαίωμα να λυπηθείς, (ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ για να λυπάσαι ρε γελοίε ζωντανέ ενήλικε;), δεν έχεις το δικαίωμα να στερήσεις ούτε ένα δευτερόλεπτο θλίψης από τους ανθρώπους που τα ζουν όλα ανάποδα, φέρνοντας τον κόσμο στο μωρό για τόσο λίγο.
(Υποθέτω, πως μια στιγμή σαν κι αυτή, μια στιγμή που δεν καταργείται απλώς η ηλικία του μωρού αλλά και ολόκληρη η παιδική ηλικία του γονιού, δεν έχεις δικαίωμα να πενθήσεις, εσύ, ο ξένος, ξένα πράγματα -θα ήταν κλοπή.)
ΥΓ3
Ενώ το πιο γελοίο και απαίσιο από όλα είναι πως θα περίμενες αλλιώς να είναι τα πράγματα -αλλιώς στα μάθανε τα μαθηματικά τόσα χρόνια για τις αναλογιές, μικρό το μωρό, μικρό το κακό, μικρούλα η ζωή, μικρούλης ο θάνατος.
(Μικρούλης είσαι και φαίνεσαι.)
ΥΓ4
Μη έχοντας παιδί, νιώθω εκ των πραγμάτων στο περιθώριο της χαράς.
Μη έχοντας παιδί που έφυγε από τη ζωή νιώθω στο πιο βλάσφημο επίκεντρό της.
Πώς να συμπαρασταθώ, πώς να παραστήσω την ψέυτικη μαμά, όπως όταν ήμουν μικρή; Δεν μπορώ -σαν να μίκρυνα κι άλλο. (Πόσο περισσότερο μάλιστα με μικραίνουν -σκέφτομαι- όλες οι λέξεις που τόσο ναρκισσιστικά στήνω πλάι πλάι η άσχετη.)
ΥΓ5
Όταν είναι κάτι πολύ όμορφο δεν τολμάμε να πιστέψουμε ότι είναι αληθινό -μην σπάσει.
("Τι όμορφο", λέμε. "Σαν ψέυτικο." )
Τι να πεις για το πηχτό άσχημο όταν πάνε ανάποδα τα πράγματα;
(Κάτι ανάποδο υποθέτω.)
"Τι άσχημο."
"Σαν αληθινό."
ΥΓ6
Όταν ήμουν μικρή νόμιζα ότι η πλαστική έβγαινε από το πλαστικό -όχι με την έννοια τού "πλάθω", αλλά με την χοντροκομμένη έννοια τού παίρνω ένα πλαστικό βυζί και το κοτσάρω σταυροβελονιά στη θέση τού αληθινού -κι αυτό γίνεται "σαν αληθινό".
ΥΓ7
Λίγο βυζί εδώ, λίγη λεύκανση πιο πάνω, λίγο λίφτινγκ πιο κει -μέχρι και τη φύση μπορείς να διορθώσεις τεχνητά.
Γιατί όχι το συναίσθημα;
ΥΓ8
(Σαν αληθινό θα ήταν.)
ΥΓ9
Τελικά μια χαρά νιώθω.
Μια χαρά πολυέστερ, κοκκαλωμένη -σαν να γύρισε μόλις από συνεδρεία μπότοξ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)