Στην αρχή δεν κατάλαβα τι ακριβώς συνέβαινε γιατί ενώ ήσουν εσύ έμοιαζες ταυτόχρονα με την Πάτσυ Κένζιτ που δεν έχω ιδέα αν είναι ακόμα με τον Γκάλαχερ, κι εκεί που κοιτιόμασταν έγινες εσύ και παίζαμε σκοινάκι λες και ήσουν κορίτσι, αλλά δεν ήσουν κορίτσι.
Μετά κάπου πηγαίναμε, σε κάτι βαφτίσια μάλλον γιατί μου έλεγες να μην ξεχάσουμε να τους πούμε να τους ζήσει και με κοιτούσες λες και μιλούσαμε για δικό μας παιδί ή λες και πηγαίναμε σε γάμο τελικά.
Φορούσα άσπρα, ένα φόρεμα μακρύ από εδώ μέχρι εκεί, ίσως και πιο μακρύ από τόσο, και μπήκες κάτω απ' τη φούστα μου να δεις αν είμαι καλά, ή αν έχω χαλάσει μου είπες, και όχι μου λες δεν χάλασες αγάπη μου και γέλασες.
Μετά μπήκαμε σε ένα ασανσέρ και η Πάτσυ Κένζιτ ζούσε μόνη, είχε γίνει κορίτσι που πατάει κουμπιά στο ασανσέρ κι εμένα άρχισε να με πονάει το δέρμα μου και τα μαλλιά μου κι εσύ να μου λες ηρέμησε βρε κουτο δεν είναι τίποτα, αλλά εγώ πονούσα κι ας σου είπα ψέματα ότι μου πέρασε.
Η Πάτσυ Κένζιτ ρώτησε σε βαφτίσια πάτε; Ναι είπαμε εμείς. Να ζήσετε μας απάντησε η μαλάκω, λες και πηγαίναμε σε γάμο. Ανοίγει το ασανσέρ και βγαίνουμε σε έναν διάδρομο που θύμιζε εκκλησία και βγαίνει ένας άντρας μασκαράς ντυμένος γιατρός χωρίς να είναι απόκριες πια, κι εγώ του λέω πονάω γιατρέ, τα μαλλιά μου, και δεν προλαβαίνω να πω τα μαλλιά μου και με διορθώνεις: τα μυαλά σου είπες πριν μου λες.
Δεν έχει τίποτα η κοπέλα λέει ο γιατρός. Να σας ζήσει. Άλλος μαλάκας. Μετά εγώ πεινάω και σου λέω να πάμε στον μπουφέ κι ότι πονάει το πιρούνι μου, ειδικά όταν το χώνω στο μάτι μου. Μετά με χτενίζεις με τα δάχτυλα κι εγώ σου λέω ότι ακόμη πονάω κι εσύ φλερτάρεις μια καλεσμένη που με κοιτάει και σου λέει πώς είναι έτσι αυτή και εννοεί εμένα, να φωνάξουμε το γιατρό.
Τον φωνάζουμε με φωνή πολύ δυνατή, τόσο που σπάνε κάτι κρυστάλλινα ποτήρια κι όλοι οι καλεσμένοι με κοιτάνε. Γιατί φοράει νυφικό αυτή, ρωτάει μια γριά, κι εσύ με υπερασπίζεσαι, νόμιζε ότι πάμε σε γάμο, πονάνε τα μαλλιά της.
Έρχεται ο γιατρός μαζί με τη νοσοκόμα που ήταν η κοπέλα που έπαιζε τη Μαρία την άσχημη αλλά στο πιο ξανθό και σου λένε το μυστήριο αρχίζει, ησυχία, μην ενοχλείτε τους αρρώστους.
Τότε εγώ αρχίζω να τρέμω και βάζω τα κλάμματα γιατί πονάω και πέφτω κάτω στα πλακάκια κι εσύ κλαις με τη μία κι εσύ γιατί μ'αγαπάς και με παίρνεις αγκαλιά και μου λες βρε κουτό εγώ είμαι εδώ, μην σε ανησυχεί τίποτα, αλλά εγώ σε βλέπω να κλαις και κάνω ότι είμαι καλά. Να. Δεν έχω τίποτα. Χορεύω. Λύνω τα μαλλιά μου. Τι ωραία που είναι τα μυαλά σου λυμένα μου λες.
Τελικά σε γάμο πάμε, ρίχνουν ρύζια, κι εσύ με ξαναπαίρνεις αγκαλιά και μου λες πάλι μην ανησυχείς βρε κουτό, και τρέχεις τρέχεις στους διαδρόμους με μένα στα χέρια σου, να βρεις σοβαρό γιατρό όχι μαλάκα, να γίνουν καλά τα μπουκλάκια σου μικρό μου μού λες (ναι εμένα λες μικρό σου) και τρέχεις στους διαδρόμους.
Μια γρια μάς κοιτάει και συγκινιέται, όχι συγκινείται, συγκινιέται. "Είναι συγκινητικό να τρέχεις στους διαδρόμους με μια γυναίκα που αγαπάς στα χέρια και να ψάχνεις για βοήθεια", σκέφτεται από μέσα της -και θυμάται το γέρο της να φυσάει τη μύτη του με το μαντήλι της και να μην την πειράζει.
Βρίσκεις έναν γιατρό που μοιάζει σοβαρός και τον παρακαλάς να δει τι έχω με δάκρυα στο στόμα. Αναπνέει του λες. Ζει. Είναι νορμάλ αυτό; Είναι καλά; Δεν είναι τίποτα λέω εγώ, αφήστε, πάμε σε γάμο, να προλάβουμε. Ποιον γάμο κοπέλα μου μού λέει αυτός, εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά, δεν βλέπεις ότι φοράς άσπρα; Ποιον γάμο; Το νυφικό μου είναι του λέω. Ποιο νυφικό κοπελιά ξαναλέει. Σεντόνι είναι -το φέραμε για να σε τυλίξουμε, έτσι κάνουμε -και σε κοιτάει λυπημένος.
Κάναμε ό,τι μπορούσαμε σου λέει.
Ούτε ένα να ζήσετε δεν μας είπ' ο μαλάκας.
ΥΓ
Ούτε ένα.
...
1 σχόλιο:
όνειρο τα περνάς, κι εμείς μαζί.
Δημοσίευση σχολίου