19 Απρ 2009

Ντόλτσε και Καμπάνα.

Παρότι φεμινίστρια δεν ήμουν ποτέ (κι αν έβγαινες στον δρόμο και με φώναζες Γεωργία Σάνδη, δεν θα γυρνούσα με τίποτα το κεφάλι μου), απόψε θα επινοήσω ένα θηλυκό να ανασταίνεται (ένα θηλυκό που, με τη σύμφωνη γνώμη του Σαραντάρη, "ήταν γυναίκα, ήταν όνειρο, ήταν και τα δύο").

...

Ξέρω ελάχιστα πράγματα γι'αυτήν -ίσως της άρεσαν τα μανταρίνια. (Μπορεί και όχι.)

(Θα είχε πλάκα να της άρεσαν τα μανταρίνια -θα μπορούσαμε να τη λέμε Κλημεντίνη.)

...

Της είχε πει θα περάσω να σε πάρω στις πέντε ακριβώς, (είχαν ραντεβού για καισαρική στις πεντέμιση κι ακόμη να φανεί).

Ξαφνικά πέντε και (και ψυχή στην πόρτα), έξι παρά τέταρτο (και τίποτα). Και να απάνταγε στο κινητό του τουλάχιστον... ("Μα του κάκου" -όπως χαριτωμένα θά'λεγε κι η Ξένια Καλογεροπούλου.)

...

Κατέβηκε τις σκάλες προσεκτικά και μόνη, η στρουμπουλή κοιλίτσα της τής έκρυβε τα σέβεντυς σαγιοναράκια της (αυτά με τους μεγάλους ηλίανθους), και περπατούσε αστεία: σαν παπίτσα.

...

(Το αγοράκι θα το ονόμαζαν Αλέξανδρο.)

"Αλέξανδρος", της είπε τη μέρα που τη γνώρισε ο καλός της -παρότι τον λέγαν Νικόλα.

"Χαιρώ πολύ Αλέξανδρε", του απάντησαν τα μεγάλα μάτια της εν χορώ, στάζοντας αμύγδαλα και μέλι στο πεζοδρόμιο (μετατρέπωντας τις πλάκες σε φλωρεντίνες).

"Όχι, όχι...δεν κατάλαβες", τη διόρθωσε.

"Τον γιο μας θα ονομάσουμε έτσι".

(Κι ο δρόμος, Ραβέλ και Μπραμς γωνία, ανάβλυζε μουσική, λες κι ο φυσικός ήχος των πεδοδρομίων είναι ν' αχνίζουν βαλσάκια.)

Ε τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε.

Άνθρωποι ενωμένοι με ψυχική κομψότητα (από αυτούς που όταν ακουμπήσουν ένα καμμένο δέντρο βγάζει γλασαρισμένα ανθάκια πορτοκαλιάς -από αυτά που έβαζε το '80 ο Μικές στις τούρτες γενεθλίων).

...


Έφτασε στο μαιευτήριο στις έξι και είκοσι χωρίς εκείνον, σαν κάτι να λιγόστευε εκείνο το απόγευμα, (δύο ηλίανθοι να ανεβαίνουν τα σκαλιά χωρίς τα γκρι του τα αθλητικά διπλαδίπλα, μια εικόνα παράταιρη -σαν να λιγόστευε η νορμαλότητα).

Είχαν και λίγο κοκκινόχωμα τ'αθλητικά του από κάτω, απ'το προχθεσινό πικνίκ.

(Πήγαιναν συχνά για πικνίκ -στον υμηττό τους. Είχαν φυτέψει και αληθινό άνιθο σε κάτι γλαστράκια στην κουζίνα. Μια μέρα πήγαν στην Ακρόπολη κι αρραβωνιάσανε τα εσώρουχά τους ακριβώς κάτω από την πινακίδα που γράφει "απαγορεύονται οι άσεμνες δρασητριότητες". Είχαν και διθέσιο ποδήλατο.)

...

Όμως που ήταν τώρα; Γιατί αργούσε; Γιατί δεν ήταν εκεί να της κρατάει το φόβο απ' τον λαιμό;

...


("Λυπάμαι πολύ". Μόνο αυτό: "λυπάμαι πολύ" -της είπε μια φωνή στο κινητό της, λίγο πριν μπει ο κύριος Στρατάκης για να προκαλέσει τη διαδικασία του "τοκετού με ραντεβού".)

...

"Δεν θα γεννήσω σήμερα γιατρέ...Θα έρθω αύριο ή μεθαύριο...", ψιθύρισε εκείνη. "Ο Νικόλας. Χτύπησε με τ' αυτοκίνητο. Πάει."

...

Κατέβηκε τις σκάλες σαν να μην υπήρχαν σκάλες. (Κάποιοι είπαν ότι είδαν τα σαγιοναράκια να εκτοξέυονται από το παράθυρο και να καρφώνονται στο παρκέ του σπιτιού τους περιέχοντάς την.)

Ξάπλωσε. (Δεν έστεκε να είναι όρθια, δεν υπήρχε τίποτα όρθιο που να μπορούσε να την κουβαλήσει, κι έφερε το σεντόνι πάνω στο πρόσωπό της, τόσο ώστε να την καλύπτει μέχρι και τη μύτη. Έκλεισε τα μάτια ερμητικά -κι άρχισε από το πρώτο δευετρόλεπτο να τα νιώθει να αλλάζουν αργά-αργά χρώμα, από μελί σε πράσινο).

Πέρασε ένα εικοσιτετράωρο έτσι.

Μετά δύο.

Έξι.

Τριανταπέντε.

Κόντευε δέκα μηνών ακίνητη.

"Θα μείνεις στην κοιλίτσα της μανούλας μέχρι να μεγαλώσεις αρκετά", τα συμφώνησε με το αγοράκι, "έχεις νερό, φαγητό, ζεστασιά -πιες με, φάε με, κρατήσου."

Έφτασε δώδεκα.

"Σπρώξε" -θα της έλεγε ο γιατρός της προ τριμήνου.

(Κι αυτή έσπρωχνε -μα προς τα μέσα της.)

Κι έφτασε δεκαπέντε μηνών.

Είκοσι.

Σαραντατεσσάρων.

(Και λοιπά. )

...

Ιατρικό θαύμα.

...

Χρόνια πολλά κράτησε επί τούτου το νεοΑγέννητο στα μέσα της, εκεί να ψηλώνει, και να απλώνεται, πριν το φέρει ανορθόδοξα στον κόσμο -λες και δεν ήταν σώμα το σώμα της πια, μα κουκούλι.

(Ώσπου ένα πρωί, ο δεύτερος άνθρωπος-περιεχόμενο ψήλωσε πια τόσο πολύ μέσα της, που έγινε ίσος ακριβώς μ' εκείνην, ολοκληρώνοντας την εξάχνωση της σάρκας της σταδιακά, ερχόμενος λίγο-λίγο στην επιφάνεια, γεμίζοντάς την, σαν από πίσω από το δέρμα της, ώς τη στιγμή που άνοιξαν πλέον τα δικά του μάτια στη θέση των δικών της.)

...

Εύχομαι να σας ακούγεται όσο ανθρώπινο σηκώνει η μέρα: το να υπήρχε όντως η δυνατότητα μια γυναίκα να μπορούσε να επιλέξει να εξαχνωθεί, να εξαϋλωθεί -και να αναστηθεί θανάτω θάνατον πατήσασα (και τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα)-, αντικαθιστώντας εαυτόν με το γιο της, κρατώντας τον μέσα της να την κοινωνεί εκ των έσω μέχρι εκείνος ν' ανδρωθεί, προκειμένου να είναι Αυτός ο μόνος ενήλικος άντρας μέσα της πια, μετά τον Αγαπημένο της, αν αυτό για αυτήν σήμαινε λύτρωση.


ΥΓ1
Πολύς κόσμος λέει συχνά ότι "κουβαλάει το δικό του σταυρό". Εγώ πάλι διαπιστώνω ότι ο καθένας μας έχει μπροστά του ανά πάσα στιγμή πεντέξι σταυρούς -μπορεί δέκα, είκοσι.

ΥΓ2
(Επιλογές.)

ΥΓ3
(Ζωή.)

ΥΓ4
Κι όλοι πάμε και διαλέγουμε τον χειρότερο σταυρό απ' όόόόόλη τη γκάμα μπροστά μας -μόνοι μας- χωρίς την παραμικρή πίεση από πουθενά, ποιος ξέρει γιατί, ίσως όντως για λύτρωση, ίσως γιατί πιστεύουμε ότι όσο χειρότερο το πάθος που διαλέξουμε τόσο πιο αμεταχείριστη και αληθώς δοξασμένη η ανάστασή μας, τόσο πιο...αγνή.


ΥΓ5
Θα μου πείτε που κολλάει η αγνότητα; Μα ελάτε τώρα! Παντού. Στην Ανάσταση, στην Αγάπη, στο Πέρασμα από έναν εαυτό σε άλλο.

ΥΓ6
Από την άλλη κατά τον Άλντους Χάξλεϋ είναι η πιο ασυνήθιστη διαστροφή. (Κάπου εδώ θα πεταγόταν κι ο Ανατόλ Φρανς, προσθέτοντας πως "η αγνότητα είναι η πλέον παράδοξη των ερωτικών ανωμαλιών".)

ΥΓ7
Όμως επιμένω: αν μου πείτε ότι γράφω χωρίς ειρμό και με ρωτήσετε γιατί αναφέρω την αγνότητα θα παραξενευτώ.

ΥΓ8
Σύμφωνοι -αγνότητα σωματική δεν υπήρξε πουθενά στα παραπάνω. (Αλλά εσείς μόνο σώματα είδατε παραπάνω; Εγώ ούτ' ένα.)


ΥΓ9
Βέβαια, θα μου πείτε, αφού έχουμε Πάσχα, και όχι Χριστούγεννα, τι ξεκίνησα να μπλέκω την Ανάσταση με γέννες -αγνών έστω προθέσεων;

ΥΓ10
Ίσως επηρεάστηκα απ' την προσδοκώμενη του Χρήστου Γέννα.

ΥΓ11
Πίναμε τσάι προχτές τυχαία στο Ντόλτσε μαζί, λίγο πριν χτυπήσει η Καμπάνα του Αγιουδιονύση -εξού και ο τίτλος του ποστ. Ο άνθρωπος αυτός, (παρακαλώ κρατήστε προς τιμήν του ενός λεπτού κραυγή), έχασε το λίγων μηνών αγοράκι του πριν λίγους μήνες, κάνοντάς μας να αρχίσουμε τα συναισθηματικά μπότοξ -που οι μήνες είναι πάντα λίγοι.

ΥΓ12
Έκτοτε προσδοκεί. Και προσπαθεί να καταλάβει αν υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό που τον βρήκε, κι αν είναι ανίερο να λαχταράει τόσο κολασμένα έναν νεογέννητο παράδεισο.

ΥΓ13
"Όχι δηλαδή πες μου εσύ ρε Έσσλιν, τι πιστεύεις. ΤΙ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ είναι ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ; Να χάνεις ένα παιδί ή να... έχεις μια ανίατη νόσο σαν τη δική σου ;"


ΥΓ14
Καλέ μου. Αν επιμένεις να κάνουμε τον διαγωνσιμό σταυρών και να συγκρίνω "τα δικά μου" με το να χάνεις ένα παιδί, θα σου δώσω και δημόσια την προχτέσινη μου απάντηση (την κράτησα σε τάπερ, να μείνει φρέσκια): Για μένα "τα δικά μου" είναι σαν να κουβαλάω στην μήτρα μου τον εαυτό μου οχτώ χρονών, και να τον περιφέρω μονίμως αγέννητο και χωρίς καμμία πρόθεση να γεννηθεί.

ΥΓ15
Οπότε το δικό σου, ναι, είναι χειρότερο -αυτό ξέχασα να στο διευκρινίσω-, αλλάξαμε κουβέντα. (Η αυτοκατανάλωση δεν γίνεται να είναι χειρότερη: εγώ κατασκευάζω μόνη τον σκελέτο στην ντουλαπά μου, εσένα σου τον φέρανε "δώρο".)

Άρα "κέρδισες".

ΥΓ16
Αν μάλιστα κάναμε συγκριτική διαφήμιση, (με σκηνοθέτη τον Γούντυ), στο προϊοντικό ντέμο το δικό σου θα είχε περισσότερους μαύρους και κόκκινους κόκκους.

ΥΓ17
Το μόνο που έχει πραγματικά σημασία είναι ότι η αμέσως προηγούμενη κουβέντα μας ήταν για γκόμενες και η επόμενη για το πόσο γλειώδης είναι ο σερβιτόρος ο "Πωστονλένε".

ΥΓ18
Ίσως αυτό είναι η ζωή, ό,τι σου σερβίρεται να το τρως, σαχλαμάρα και σοβαρότητα σε ίσες δόσεις. (Κρύο, ζεστό.)

ΥΓ19
Ντόλτσε.

ΥΓ20
Που σημαίνει γλυκό.

ΥΓ21
Και καμπάνα.

ΥΓ22
Που σου έρχεται κατακέφαλα όταν όλα είναι πικρά.


ΥΓ23
(Τώρα βέβαια κάποιοι διαβάζοντας τον τίτλο του ποστ σκέφτηκαν μόνο φιρμάτα παπούτσια ή ρούχα.)

ΥΓ24
Δεν βαριέσαι, και μένα, καμμιά φορά η αναγέννηση μου φέρνει στο νου απλώς ροζουλί ευτραφείς κοπελούδες. Αγνότητα -που λέγαμε και πριν, πριν αρχίσουμε να τρώμε ό,τι μας σερβίρει η ζωή.

ΥΓ25
"Η αγνότητα δεν είναι περισσότερο αρετή απ' ό,τι ο υποσιτισμός".

ΥΓ26
Αυτό το είπε ο Άλεξ Κόμφορτ.

ΥΓ27
(Βέρυ κόμφορταμπλ.)


...


ΚΑΛΟ ΠΑΣΟΒΕΡ. ΕΝΤ ΑΟΥΤ.


...

11 Απρ 2009

Βανάκι Φολκσβάγκεν.

Έφτασα λίγα λεπτά πριν από εκείνον.

Στριφογύρισα αναποφάσιστη, να μπω, να μην μπω, να πεταχτώ μήπως πρώτα κάπου αλλού.

Και μπήκα.

Από τους επτά άντρες που κάθονταν (συνοδευόμενοι) στο μπαρ, με κοίταξε μόνο ένας, αλλά κι αυτός αδιάφορα, και μάλλον τυχαία, αυτή που σίγουρα ενοχλήθηκε από την παρουσία μου ήταν η γυναίκα δίπλα του, σαραντάρα, σφιχτά λεπτά χείλια, από αυτές που ενοχλούνται ακόμη κι από ένα μυρμηγκάκι. (Την ακούμπησα τυχαία, κούνησε το χέρι χωρίς να με κοιτάξει, συγκρατημένα και σπασμωδικά ταυτόχρονα -λες και ήταν σαρανταπέντε, λες και μικρή τη χάιδευε πρόστυχα κάποιος που δεν πολυέπρεπε -παράδειγμα ο θείος Αλέκος).

Εκείνος μπήκε στις οχτώ παρά τρία, “έχω κλείσει τραπέζι για τις οχτώ”, τον κάθισαν χωρίς καμμία δουλική υπόκλιση (πράγμα που φάνηκε να τον ενόχλησε).

Άρχισα να τον παρατηρώ, ακουμπισμένη στον τοίχο, τέσσερα τραπέζια πιο πίσω, έτσι ώστε να με κρύβει η πλάτη ενός ξανθού νεαρού (παρθένου υποθέτω, αν κρίνω απ’ τα ανάγωγα σπυράκια του).

Δεν ξέρω πώς μου ήρθε. Δεν είχε ιδέα ότι ήμουν εκεί –πόσο μάλλον ότι έτσι μού’ρθε να τον παρακολουθήσω, αλλά ούτε και που θα του πήγαινε ποτέ το μυαλό: και να με πρόσεχε από μακριά δεν νομίζω να του έκανα εντύπωση, μία μέσα στις πολλές, όπως πάντα... όλες ίδιες είμαστε. (Άσχετα αν εμένα τίποτα δεν μου κόβει τα φτερά.)

Εκείνη ήρθε όμορφη και ακριβής, μόλις τρία λεπτά μετά -και ήταν σαφές: αν και έβγαιναν για πολλοστή φορά οι δυο τους (τα βλέμματά τους είχαν πάψει να διαγωνίζονται σε πρόκληση σπίθας), θέλονταν ακόμη πολύ (της κούνησε την καρέκλα να κάτσει).

Πρώτα έρχεται η σαλάτα, πολύ ωραία, πολύ ωραία, λένε. Σίζαρς. Σιγά την πρωτότυπη. (Άλλα άμα θέλεσαι, όλα ΟΚ, όλα καλά, όλα λα λα.)

Αλλά και το κρασί: εξαιρετικό.

Και η μέρα στο γραφείο (απ’ όσο ακούω από εδώ).

Δέκα λεπτά μπλα.

Μπλα, μπλα, μπλα, μάλιστα.

Μπλα.

Δεκαπέντε.

Αλλά τι ακούω; Ώστε έτσι, λοιπόν; Παντρεμένη αυτή; Ώστε έτσι. (Ήρθε και η βελουτέ στο μεταξύ –αλλά καίει προς το παρόν.)

(Μπλα.)

Κι εκεί που όλα πάνε “ωραία, ωραία”, έχοντας αρχίσει να καταλαβαίνω πολύ καλά αυτό που πιάνουν οι κεραίες μου, δεν τους πιστεύω: ζητούν λογαριασμό, συμβαίνει το πιο αηδιαστικό πράγμα που μπορώ να φανταστώ: μια μύγα προσγειώνεται στη βελουτέ καρότου της, χωρίς να τη δει, τη ρουφάει, γρήγορα το καταλαβαίνει από το κλατς στα δόντια, δεν είναι κατάσταση αυτή, τον λογαριασμό να φύγουν -που σιγά μην πληρώσουν: “συγγνώμη, συμβαίνουν αυτά”. “Το παλτό σας κυρία”, “συμβαίνουν αυτά”.

Κι αποφασίζω να τους παρακολουθήσω και εκτός.

(Τολμηρό. Αν έχουν αυτοκίνητο εγώ δεν έχω. Θα τους χάσω. Αλλά δεν έχουν.)

Τους ακολουθώ.

(Δεν καταλαβαίνουν τίποτα.)

Κρατιούνται χέρι-χέρι, και προφανώς πάνε κάπου κοντά, σπίτι αυτηνής –διαπιστώνω (μένει κοντά.) Κλείνουν την πόρτα, με μένα απ' έξω, λίγα μέτρα πιο πίσω τους. Τι ωραίο σπίτι. Κλασική οικία μεσοδυτικής αμερικής, ψιλοτάβανο προφανώς, παράθυρα παντού, λευκός φράκτης, σκύλος, ένα ροζ βανάκι φολκσβάγκεν στο βάθος, μια κούνια στο γρασίδι δεμένη σε μια ψηλή καρυδιά -έχει παιδιά προφανώς, και προφανώς λείπουν, τι θράσσος, τι αηδία.)

Πετάγομαι ως το πίσω μερος του σπιτιού, όσο πιο αθόρυβα γίνεται, να επιθεωρήσω την κατάσταση –γενικά, ό,τι συμβαίνει ή δεν συμβαίνει εκεί. Και η τύχη μου είναι μεγάλη: βρίσκω ένα μισάνοιχτο παράθυρο στο πίσω μέρος τού κήπου.

Και μπαίνω.

Ακούω αμέσως ανάσες και βογγητά.

Σεξ.

Κι όχι ληγμένο -ημέρας.

(Μια χαρά. Θα τους τσιμπήσω την ώρα που κυλιούνται ιδρωμένοι πάνω σε κήπο με φρεσκα πράσσα. Δυο χαρές.)

Και ούτε που θα με ακούσουν. (Τρεις.)

Πλησιάζω απαλά απαλά όσο πιο κοντά μπορώ, τα βογγητά καλύπτουν κάθε θόρυβο στο χιλιόμετρο -και τότε κάνω την τολμηρή κίνηση, μέσα στο ημισκόταδο: και πλησιάζω πολύ.

(Ας με ακούσουν.)

Την ακουμπάω.

(Ας με δουν.)

Και τι έγινε; (Εδώ που φταάσαμε.)

Τα βογκητά σταματούν.

Ανάβει το φως ενοχλημένη (η κύρια).

Αυτό ήταν.

Με βλέπει. (Αυτός είναι πλάτη.)

Τα χάνω. Ακουμπάω στον τοίχο του λαμπατέρ.

Αυτή έχει κόκκινα μάγουλα (σαν δεν ντρέπεται).

Τα μάγουλά της με κοιτάνε αποφασιστικά –θριαμβευτικά καλύτερα: μου βγάζουν τη γλώσσα τους.

Ο γυρισμένος πλάτη, λαχανιασμένος. (Ήταν με λάχανα ο πρασσόκηπος τελικά).

Ατάραχος.

(Άντρες.)

“Μήπως έχεις μια μυγοσκωτώστρα” λέει εκείνη εκνευρισμένη, κολλημένη ακόμη με το περιστατικό με τη σούπα.

Δεν έχει –απαντάει ατάραχος ο ατάραχος.

ΥΓ1
Οπότε χωρίς εκείνη να περιμένει και πολύ, αρπάζει τη μανόλο της απ’ το πάτωμα και με λιώνει στον τοίχο με το τακούνι.-

ΥΓ2
Όπως μπορείτε να μαντέψετε, ο αρχικός τίτλος του αφηγήματος (που γράφτηκε τον περασμένο αύγουστο, για ευνόητους -παχείς- λόγους) ήταν "Μύγα μις".

ΥΓ3
Η προσθήκη του ροζ βανακίου φολκσβάγκεν στο βάθος κήπος είναι τρίμπιουτ στην "Κυρία" Βάννα -και είναι ο λόγος που το εν λόγω λογοτεχνικό αριστούργημα δημοσιεύεται σήμερα.

ΥΓ4
Οι μύγες έχουν πολλά μάτια.

ΥΓ5
Δεν θα ξέρουν ποίο να πρωτοκλείσουν.

6 Απρ 2009

Καρλ Σαρξ.

...



Σαρξ εκ σαρκός -σαρξ ει και εις σάρκαν απελεύσει.

Ή κάπως έτσι αν μ' εννοείτε.

Κοινώς, υπάρχει μια σάρκα που με πεθαίνει εκεί έξω.

Τη μέρα που πουλάγανε αυτή τη σάρκα κάθισα σπίτι κι έβλεπα βιντεοκασέτα η ηλίθια. (Μιλάμε παλιά τώρα.)

Στο μεταξύ, μια άλλη μέρα, (Παρασκευή ή Τετάρτη θα είναι), το θεωρώ σχεδόν βέβαιο ότι θα κάτσω να σας κάνω μια μεγάλη λίστα με ό,τι κατηγορία σάρκας αξίζει (να φαγωθεί ή να χρησιμοποιηθεί ώς κατάλυμα), κάτι σαν "γκιντ ρουζ" της σάρκας -ένα ας πόυμε "Who is Who".

(Και θα ονομάσω το ποστ "Χους εις Χουν".)

Ή μπορεί και όχι.

Αλλά σήμερα επιτρέψτε μου να μιλήσω μόνο γι' Αυτήν.

Η σάρκα αυτή είναι ένα κράμα από άλλες χίλιες σάρκες αλεσμένες, έχοντας το ταλέντο όποια άλλη σάρκα δει φως και μπει να την ξεβιδώσει από τη θέση της (να την αφομοιώσει, να την μεταβολίσει -να την είναι στο τέλος τέλος).

Η σάρκα αυτή έχει οπωσδήποτε διαβάσει Χέγκελ. (Και λίγο Επίκουρο μικρή.)

Η σάρκα αυτή έχει αυτοπεποίθηση, αυτό λέω: δεν φοβάται να μοιράζεται εαυτόν με όλους (έχει μονίμως κομμουνισμό, ακόμη και τις κυριακές), και είναι λεία, και καθαρή -και σχεδόν γελάει άμα πας κοντά ν'ακούσεις, κι αν δεν έβλεπα βιντεοκασέτα εκείνη τη μέρα θα την είχα κι εγώ τώρα να τη φοράω που και που, τα βράδια, κι όταν έρχεσαι κοντά της να σου αναπνέει ξέγνοιαστα στ' αυτί -όχι με βιαστική ανάσα και "με μια βαλίτσα στο χέρι".


ΥΓ1
Είμαι βέβαιη ότι και να πουλιόταν ξανά νέα παραλαβή, θα πήγαινα να πάρω -"όχι για μένα, για μια φίλη μου τη θέλω"-, και θα μου λέγανε πάλι καλά που δεν είναι για σας, γιατί το νούμερό σας έχει εξαντληθεί.

ΥΓ2
Όχι, με φαντάζεσαι σε φαρδύτερο δέρμα, να κολυμπάω δυο εκατοστά πίσω από τον εαυτό μου;

ΥΓ3
Και δεν είναι το νούμερό μου που έχει εξαντληθεί...

ΥΓ4
Πάντως αυτό με τις σάρκες γενικά το είχα από μικρή -να ζηλεύω τις ξένες εννοώ.

:-)

ΥΓ5
Η μπάρμπι φερειπείν: είχε πολύ καθαρή επιδερμίδα. (Σαν ψεύτικη ήταν.)

ΥΓ6
Μισούσα τις μπάρμπες. Εγώ, αν είχα την εταιρία, μετά τις μπάρμπι-χορεύτρια, μπάρμπι-ανοιξιάτικη δροσιά και μπάρμπι-δασκάλα, θα έγαζα τη μπάρμπι-λοβοτομή.


(Ή τη μπάρμπι-εμμηνόπαυση.)

ΥΓ7
Ξέχασα το καλύτερο όμως. (Ή υποσυνείδητα το άφησα για το τέλος.)

Η σάρκα. Που λέγαμε.

Άμα πάρει ελάχιστη φόρα κι επιχειρήσει να κάνει ένα μικρό τοσοδά πηδηματάκι, η γη θα οπισθοχωρήσει τουλάχιστον τέσσερα εκατοστά.

ΥΓ8
Τι κρίμα να κάνεις χόπιτιχοπ και να μην αποτραβιέται υπάκουο το έδαφος προς τα πίσω.



...

Παμμέγιστη ανακοίνωση.

Κάποτε είχαμε μια γειτόνισσα που δεν της άρεσε καθόλου ο παρατατικός, κι όταν ήθελε να μιλήσει για επανάληψη στο παρελθόν απλά έκανε την κινέζα (φορούσε και κιμονό όταν έβγαινε να πλύνει το μπαλκόνι).

Μια φορά την είχε δείξει κι η τηλεόραση τυχαία, την ώρα που ψώνιζε στη λαϊκή, αλλά δεν φάνηκε καθόλου το καλσόν της.

Μεταξύ μας εγώ υποπτεύομαι ότι ούτε ο υπερσυντέλικος της άρεσε, αλλά για άλλους λόγους -της θύμιζε τη μέρα που ένας άλλος γείτονας, ο γεωργίου, είχε διαπληκτιστεί με την αποκάτω του (για το αν είναι καλύτερα τα λουκούμια τριαντάφυλο ή τα μαστίχα).

ΥΓ1
Βέβαια, δεν σας έγραψα γι’αυτό.

Ο λόγος είναι ότι στο μπλογκ προστέθηκε ένα έξτρα φίτσουρ.

Μετά τα ποστ υπάρχει επιλογή να μαρκάρετε με τικ το πώς σας φάνηκε το εκάστοτε κείμενο.

ΥΓ2
Οι δημοκρατικές επιλογές κυμαίνονται μεταξύ “κιούτ” και “φωρμιντάμπλ”.

(Αν το βρείτε απαίσιο -και δεν ξέρετε γαλλικά-, απλώς ξαναδιαβάστε το και πατήστε “φωρμιντάμπλ”.)

ΥΓ3
Εμένα ο Παρατατικός πάντα μου άρεσε.

ΥΓ4
Αλλά περισσότερο μου αρέσει ο Συντελεσμένος Μέλλοντας –και που σε λίγο θα με έχετε μόλις διαβάσει.

ΥΓ5
Και όχι, το να θέλει κάποιος, σας προλαβαίνω, να του δίνουν φίντμπακ, δεν συμβαίνει επειδή έχει "καβαλήσει το καλάμι".

ΥΓ6
(Το επίπεδο του ναρκισσισμού έχει περάσει σε επίπεδα τέτοια, που πρέπει να ανακαλυφθεί μια άλλη, νέα, ακόμη πιο εύγλωττη φράση.)

ΥΓ7
Είμαι ανοιχτή σε προτάσεις.



Ταπεινά,

η μπλόγκερ.



:-)