11 Απρ 2009

Βανάκι Φολκσβάγκεν.

Έφτασα λίγα λεπτά πριν από εκείνον.

Στριφογύρισα αναποφάσιστη, να μπω, να μην μπω, να πεταχτώ μήπως πρώτα κάπου αλλού.

Και μπήκα.

Από τους επτά άντρες που κάθονταν (συνοδευόμενοι) στο μπαρ, με κοίταξε μόνο ένας, αλλά κι αυτός αδιάφορα, και μάλλον τυχαία, αυτή που σίγουρα ενοχλήθηκε από την παρουσία μου ήταν η γυναίκα δίπλα του, σαραντάρα, σφιχτά λεπτά χείλια, από αυτές που ενοχλούνται ακόμη κι από ένα μυρμηγκάκι. (Την ακούμπησα τυχαία, κούνησε το χέρι χωρίς να με κοιτάξει, συγκρατημένα και σπασμωδικά ταυτόχρονα -λες και ήταν σαρανταπέντε, λες και μικρή τη χάιδευε πρόστυχα κάποιος που δεν πολυέπρεπε -παράδειγμα ο θείος Αλέκος).

Εκείνος μπήκε στις οχτώ παρά τρία, “έχω κλείσει τραπέζι για τις οχτώ”, τον κάθισαν χωρίς καμμία δουλική υπόκλιση (πράγμα που φάνηκε να τον ενόχλησε).

Άρχισα να τον παρατηρώ, ακουμπισμένη στον τοίχο, τέσσερα τραπέζια πιο πίσω, έτσι ώστε να με κρύβει η πλάτη ενός ξανθού νεαρού (παρθένου υποθέτω, αν κρίνω απ’ τα ανάγωγα σπυράκια του).

Δεν ξέρω πώς μου ήρθε. Δεν είχε ιδέα ότι ήμουν εκεί –πόσο μάλλον ότι έτσι μού’ρθε να τον παρακολουθήσω, αλλά ούτε και που θα του πήγαινε ποτέ το μυαλό: και να με πρόσεχε από μακριά δεν νομίζω να του έκανα εντύπωση, μία μέσα στις πολλές, όπως πάντα... όλες ίδιες είμαστε. (Άσχετα αν εμένα τίποτα δεν μου κόβει τα φτερά.)

Εκείνη ήρθε όμορφη και ακριβής, μόλις τρία λεπτά μετά -και ήταν σαφές: αν και έβγαιναν για πολλοστή φορά οι δυο τους (τα βλέμματά τους είχαν πάψει να διαγωνίζονται σε πρόκληση σπίθας), θέλονταν ακόμη πολύ (της κούνησε την καρέκλα να κάτσει).

Πρώτα έρχεται η σαλάτα, πολύ ωραία, πολύ ωραία, λένε. Σίζαρς. Σιγά την πρωτότυπη. (Άλλα άμα θέλεσαι, όλα ΟΚ, όλα καλά, όλα λα λα.)

Αλλά και το κρασί: εξαιρετικό.

Και η μέρα στο γραφείο (απ’ όσο ακούω από εδώ).

Δέκα λεπτά μπλα.

Μπλα, μπλα, μπλα, μάλιστα.

Μπλα.

Δεκαπέντε.

Αλλά τι ακούω; Ώστε έτσι, λοιπόν; Παντρεμένη αυτή; Ώστε έτσι. (Ήρθε και η βελουτέ στο μεταξύ –αλλά καίει προς το παρόν.)

(Μπλα.)

Κι εκεί που όλα πάνε “ωραία, ωραία”, έχοντας αρχίσει να καταλαβαίνω πολύ καλά αυτό που πιάνουν οι κεραίες μου, δεν τους πιστεύω: ζητούν λογαριασμό, συμβαίνει το πιο αηδιαστικό πράγμα που μπορώ να φανταστώ: μια μύγα προσγειώνεται στη βελουτέ καρότου της, χωρίς να τη δει, τη ρουφάει, γρήγορα το καταλαβαίνει από το κλατς στα δόντια, δεν είναι κατάσταση αυτή, τον λογαριασμό να φύγουν -που σιγά μην πληρώσουν: “συγγνώμη, συμβαίνουν αυτά”. “Το παλτό σας κυρία”, “συμβαίνουν αυτά”.

Κι αποφασίζω να τους παρακολουθήσω και εκτός.

(Τολμηρό. Αν έχουν αυτοκίνητο εγώ δεν έχω. Θα τους χάσω. Αλλά δεν έχουν.)

Τους ακολουθώ.

(Δεν καταλαβαίνουν τίποτα.)

Κρατιούνται χέρι-χέρι, και προφανώς πάνε κάπου κοντά, σπίτι αυτηνής –διαπιστώνω (μένει κοντά.) Κλείνουν την πόρτα, με μένα απ' έξω, λίγα μέτρα πιο πίσω τους. Τι ωραίο σπίτι. Κλασική οικία μεσοδυτικής αμερικής, ψιλοτάβανο προφανώς, παράθυρα παντού, λευκός φράκτης, σκύλος, ένα ροζ βανάκι φολκσβάγκεν στο βάθος, μια κούνια στο γρασίδι δεμένη σε μια ψηλή καρυδιά -έχει παιδιά προφανώς, και προφανώς λείπουν, τι θράσσος, τι αηδία.)

Πετάγομαι ως το πίσω μερος του σπιτιού, όσο πιο αθόρυβα γίνεται, να επιθεωρήσω την κατάσταση –γενικά, ό,τι συμβαίνει ή δεν συμβαίνει εκεί. Και η τύχη μου είναι μεγάλη: βρίσκω ένα μισάνοιχτο παράθυρο στο πίσω μέρος τού κήπου.

Και μπαίνω.

Ακούω αμέσως ανάσες και βογγητά.

Σεξ.

Κι όχι ληγμένο -ημέρας.

(Μια χαρά. Θα τους τσιμπήσω την ώρα που κυλιούνται ιδρωμένοι πάνω σε κήπο με φρεσκα πράσσα. Δυο χαρές.)

Και ούτε που θα με ακούσουν. (Τρεις.)

Πλησιάζω απαλά απαλά όσο πιο κοντά μπορώ, τα βογγητά καλύπτουν κάθε θόρυβο στο χιλιόμετρο -και τότε κάνω την τολμηρή κίνηση, μέσα στο ημισκόταδο: και πλησιάζω πολύ.

(Ας με ακούσουν.)

Την ακουμπάω.

(Ας με δουν.)

Και τι έγινε; (Εδώ που φταάσαμε.)

Τα βογκητά σταματούν.

Ανάβει το φως ενοχλημένη (η κύρια).

Αυτό ήταν.

Με βλέπει. (Αυτός είναι πλάτη.)

Τα χάνω. Ακουμπάω στον τοίχο του λαμπατέρ.

Αυτή έχει κόκκινα μάγουλα (σαν δεν ντρέπεται).

Τα μάγουλά της με κοιτάνε αποφασιστικά –θριαμβευτικά καλύτερα: μου βγάζουν τη γλώσσα τους.

Ο γυρισμένος πλάτη, λαχανιασμένος. (Ήταν με λάχανα ο πρασσόκηπος τελικά).

Ατάραχος.

(Άντρες.)

“Μήπως έχεις μια μυγοσκωτώστρα” λέει εκείνη εκνευρισμένη, κολλημένη ακόμη με το περιστατικό με τη σούπα.

Δεν έχει –απαντάει ατάραχος ο ατάραχος.

ΥΓ1
Οπότε χωρίς εκείνη να περιμένει και πολύ, αρπάζει τη μανόλο της απ’ το πάτωμα και με λιώνει στον τοίχο με το τακούνι.-

ΥΓ2
Όπως μπορείτε να μαντέψετε, ο αρχικός τίτλος του αφηγήματος (που γράφτηκε τον περασμένο αύγουστο, για ευνόητους -παχείς- λόγους) ήταν "Μύγα μις".

ΥΓ3
Η προσθήκη του ροζ βανακίου φολκσβάγκεν στο βάθος κήπος είναι τρίμπιουτ στην "Κυρία" Βάννα -και είναι ο λόγος που το εν λόγω λογοτεχνικό αριστούργημα δημοσιεύεται σήμερα.

ΥΓ4
Οι μύγες έχουν πολλά μάτια.

ΥΓ5
Δεν θα ξέρουν ποίο να πρωτοκλείσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: