23 Απρ 2010

Μια μέρα στο μετρό.

Είναι σαν να μην παίρνω τα βιβλία τους μαζί μου στο βαγόνι, αλλά τους ίδιους.

(Ξέρω γω την Σύλβια Πλάθ ας πούμε, ντυμένη με μπεζ φόρεμα με κουμπάκια.)

Σαν να ανοίγουν οι πόρτες για να μπω κι αυτή να είναι ήδη μέσα με το μπεζ της -να κάνει πατ πατ στη διπλανή της θέση και να λέει εδώ κάτσε, δίπλα μου.

Εγώ τότε κάθομαι και αρχίζω και της χαϊδεύω τα μαλλιά (κι αυτή τα δικά μου), ψαχουλεύω με τα δάχτυλα το στόμα της (κι αυτή τα αφτιά μου). Μου χαμογελάει. Υπάρχουν μέρες που με χαστουκίζει. (Δεν την ρωτάω ποτέ γιατί.)

Υπάρχουν μέρες που κάθομαι δίπλα της σιωπηλή. Είναι οι μέρες που αυτή μου μιλάει ασταμάτητα και με κοιτάει επίμονα σε όλη τη διαδρομή, αλλά που εγώ δεν γυρίζω ποτέ να την κοιτάξω για να μη δει ότι το πρόσωπό μου είναι πράσινο -άγουρο και γεμάτο ζήλεια.

Αυτές είναι οι μέρες που της δίνω πιο πολύ σημασία από ποτέ, γιατί αυτές τις μέρες σημαίνει ότι κάθε λέξη της έχει καταφέρει κι έχει ξεβιδώσει το κεφάλι μου από τη θέση του -και στη θέση του έχει βιδώσει ένα μπλέντερ. Το μπλέντερ δουλεύει στη γρήγορη ταχύτητα, τεμαχίζει και πολτοποιεί λέξεις, σκέψεις και εικόνες -και σκουντάει τα δικά μου μολύβια, όχι τα ξένα πια, να ξυπνάνε, να κλαίνε σιωπηλά πάνω από τα χαρτιά (κι όπως στάζουν να σπέρνουν γράμματα με τα τσουβάλια).

Συγγραφείς και ποιητές υπήρχαν από πριν γεννηθείς και αυτό σε εξοργίζει. Κάποιοι λίγοι ζουν ακόμη και κάποιοι όχι πια -αυτούς μάλιστα τους ζηλεύεις περισσότερο απ' όλους γιατί έχουν ήσυχο το κεφάλι τους.

Από αυτούς κάποιοι έχουν βάλει τις λέξεις για ύπνο τόσο μα τόσο όμορφα, τόσο όμορφα και σωστά, που εμείς οι πιο νέοι -που θέλουμε κι εμείς να γράψουμε αν μάθουμε να γράφουμε ποτέ- δεν μπορούμε να το χωνέψουμε. Ξυπνάμε κάθιδροι που κάποιοι ποιητές μπορεί και να μας περιμένουν στο βαγόνι ακόμη ζωντανοί. Κάθιδροι -και με το άγριο καθήκον να ξυπνάμε τις ξένες λέξεις από τα κρεββατάκια τους, να τους αλλάζουμε πλευρό, μπας και τις καταφέρουμε να πουν κάτι παλιό με νέα φωνή, να πουν ένα νέο παλιό νέο.

ΥΓ1
Είναι πολύ δύσκολο να διαβάσω κάτι ωραίο και να μην ταραχτώ. Νιώθω ότι πρέπει να απαντήσω. Σαν το κείμενο αντί να μου διηγείται κάτι να με ρωτάει τι θα γίνει παρακάτω. (Γιατί δεν καθιστούν παράνομους όσους γράφουν, σύγχρονους και παλιούς -γιατί δεν τους καταργούν να ησυχάσουμε; Κι εσένα μαζί.)

ΥΓ2
Μικρότερη παράταγα βιβλία στη μέση γιατί πίστευα ότι μόλις φτάσω φερειπείν κάπου στη μέση, στη σελίδα 167 ας πούμε, το κέιμενο θα σταματάει: οι σελίδες θα είναι κενές κι εγώ θα κληθώ να τις γεμίσω, να συνεχίσω παρακάτω την ιστορία δίνοντας ένα δικό μου παλίμψηστο τέλος -που για κάποιον άλλον (αντίστοιχα) θα αποτελέσει αφετηρία.

ΥΓ3
Πρόκειται για αφόρητη σκέψη. Σαν τη στιγμή που σου χαρίζεται ένα προϋπάρχον κείμενο ταυτόχρονα να διαδρά μαζί σου, να ρουφάει με το στόμα του, σαν ηλεκτρική σκούπα, όλες τις δικές σου λέξεις που χοροπηδάνε χρωματιστές κάτω από το μέτωπό σου, ψάχνοντας για οξυγόνο. Δεν αντέχεται.

ΥΓ4
Όταν έχεις μπροστά σου μια λευκή σελίδα τρέμεις στην ιδέα μήπως γράψεις κάτι που έχει ήδη γραφτεί πριν από σένα, ταυτόχρονα ξέρεις ότι δεν μπορείς να το αποφύγεις, γιατί ξέρεις ότι η γραφή είναι αυτό -μια σκυτάλη: ό,τι δίνεις παίρνεις κι ό,τι παίρνεις δίνεις.

ΥΓ5
Μπροστά στη λευκή σελίδα χρησιμοποιείς κι εσύ με τη σειρά σου την ηλεκτρική σου σκούπα και ρουφάς τη λευκότητά της σαν χαλί (κι από κάτω έχει σκόνη, πολύ σκόνη κάτω από το χαλί, ψίχουλα από γράμματα που κάποιος τα έχει σπάσει στη μέση σαν ψωμί, εκεί -για να τα βρεις εσύ και να τα ζυμώσεις εκ νέου).

ΥΓ6
Με ανακουφίζει να διαβάζω βιβλία που ζηλεύω στο μετρό γιατί το μετρό είναι κάτω από τη γη, εκεί που συνήθως θάβουμε παρά ζούμε.

ΥΓ7
Εκεί, πνίγω τα βιβλία με τα ίδια μου τα χέρια -και με πνίγουν κι αυτά ανενόχλητα, κάτω από τη γη είμαστε: οι πνιγμένοι εκεί δεν παραπονιούνται, γλεντάνε, περιμένοντας.

ΥΓ8
Μέσα στην τσάντα μου έχω πάντα και εφεδρικό βιβλίο, αν τυχόν τσακωθώ με αυτό που διαβάζω (αν μου βγάλει τα μάτια το πρώτο να μου τα ξαναφορέσει το εφεδρικό).

ΥΓ9
Επίσης, στην τσάντα μου έχω: μερικές δικές μου σημειώσεις γραμμένες πάντα σε μόλσκιν με μολυβάκι κλεμμένο από το ΙΚΕΑ, κόκκινα κραγιόν σε τουλάχιστον τρεις αποχρώσεις, στάνταρντ κάποιο διήγημά μου, ένα χαρτάκι που το έχω ψεκάσει με το άρωμά σου μια μέρα που μπήκα στον χόντο (δεν μυρίζει πια, αλλά η σκέψη ότι κάποτε μύριζε βοηθάει), το αϊποντ για να ακούω λεϊντι γκάγκα και να ισορροπώ (όταν διαβάζω για αμαρτίες και κρίνους), ένα μπουκαλάκι τζο μαλόουν γκρεϊπφρουτ, καμμιά ξεχασμένη απόδειξη από το βασιλόπουλο, ένα δικό σου κείμενο τυπωμένο να το διαβάζω και να προσποιούμαι ότι μου το απευθύνεις, και βέβαια τσίχλες κανέλα. Ό,τι έχουν όλοι έχω.

ΥΓ10
Βέβαια, τις προάλλες, πριν κανέναν μήνα, πηγαίνοντας προς το μετρό, είχα μια "παραίσθηση" που ίσως και να μη συνηθίζεται σε όλους όσους έχουν τσίχλες κανέλα.

ΥΓ11
Ανέβαιναν οι άνθρωποι στις κυλιόμενες σκάλες κι έτσι που τους έβλεπα, κουμπωμένους, ήταν σαν να είχαν κάτω από τις μασχάλες τους πολύ σφιχτά φυλακισμένες κάτι μεγάλες πινακίδες με γραμμένο κι από ένα "σ'αγαπώ" πάνω τους. (Νααα κάτι πινακίδες, σαν ταμπέλες πολυκαταστήματος -που όλο τις σφίγγανε, τις σφίγγανε, τις σφίγγανε, μην τυχόν και αναγκαστούν να μοιραστούν την πινακίδα τους με κάποιον έξω από τον εαυτό τους.)

ΥΓ12
Ήθελα να αρπάξω τις πινακίδες τους και να τους τις κοπανίσω στο κεφάλι. (Αμάν πια. Πονάει ναι -αλλά αγαπήστε, γιατί κάτω από τη γη δεν θα συμβεί, δεν είναι πρόβα το πάνω από τη γη.)

ΥΓ13
Μετα κατέβηκα τις σκάλες, βρήκα την Πλαθ και το φορεματάκι της στο βαγόνι, κι άρχισα να την κοπανάω αυτήν, με το εφεδρικό βιβλίο της ημέρας, να βγάζω το άχτι μου, να την κοπανάω που "υπάρχει", κι αυτή και όλοι τους, και που διψάω, και που με κάνουν να θέλω να μοιράζομαι την ταμπέλα μου κάτω από τη μασχάλη μου (και ίσα που να νοιάζονται οι περαστικοί), και να ποθώ όσα πια κανείς δεν ποθεί, και που όλα είναι γραμμένα (ή γράφονται από άλλους) και που δεν μ αφήνουν όλοι τους ήσυχη να κατεβαίνω στο μετρό, κάτω από τη γη, χωρίς βιβλία.


ΥΓ14
Μέρες μέρες μου έρχεται να ανοίξω από μια τρύπα στην κάθε μου παλάμη να στάξουν τα γράμματα να αποστραγγιστούν να ησυχάσουμε από αυτό το ποτήρι.



.

18 Απρ 2010

Μέσα στο δάσος περιπατώ όταν ο λύκος είν' εδώ.

Λίγο να κάνω πως δεν βλέπω και τα Επείγοντα τυλίγονται στο λαιμό μου σαν κασκόλ από μπετόν.

Η πόρτα τού υπνοδωματίου μου αποκτά νούμερο (το 602 μου ανακοινώνουν τυπικά) και σε λίγο θα γίνει Εισαγωγή.

(Άνθρωποι με λευκές στολές θα στριμώξουν τον εαυτό μου σε σωληνάκια, εξετάζοντας το κατά πόσο θα με κάνουν να νιώσω λίαν καλώς με τα πτυχία τους.)

Στη διαδρομή, ξαπλωμένη στο φορείο -και διαγώνια από το 602, το μάτι μου πιάνει μια κλειστή πόρτα με αναρτημένο ένα πινακάκι που γράφει Βοηθητικό Οφφίς, κι ακριβώς από κάτω Απαγορεύεται η Είσοδος. ("Μα αν απαγορεύεται να μπαίνεις στο οφφίς πώς θα σε βοηθήσει;" σκέφτομαι.)

Αν δεν ξέρεις το οφφίς, κάτι σαν προθάλαμο φαντάσου το, σα μικρό βοηθητικό χωλάκι, που σε οδηγεί σε κάποιον άλλον χώρο -ή που χρησιμεύει για ν' αποθηκεύει η Ζαμπέτα τις σκούπες (αν ζεις το '50).

Παρεπιμπτόντως δεν έμαθα πότε τι υπήρχε πίσω από την πόρτα τού οφφίς (ή αν η παρήχηση με τον όφι ήταν σημασίας.)

Το προσπερνάμε -και φτάνουμε στο Δωμάτιο 602, το οποίο δεν έχει κανένα πινακάκι με τη λέξη Βοηθητικό, και η Είσοδος Επιτρέπεται ελεύθερα. ("Μα αν επιτρέπεται να μπαίνεις σε δωμάτιο που δεν γράφει βοηθητικό πώς θα με βοηθήσει;", σκέφτομαι.)

Η περίπτωση στο δωμάτιο 602 να βρίσκονται αποθηκευμένες σκούπες είναι μάλλον απίθανη, παρότι θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να σφουγγαρίσει το σώμα μου η Δέσποινα Στυλιανοπούλου (στο ρόλο της Ζαμπέτας).

Ξαπλώνω. (Η κουρτίνα είναι γαλάζια και εκνευρίζομαι. Στον τοίχο έχει μια μεταξοτυπία του Μιρό!;)

Σχεδόν αμέσως έρχεται από πάνω μου ένας συμπαθητικός γιατρός που μου ανακοινώνει την εκτίμηση της κατάστασης μετά τις πρώτες εξετάσεις. Όση ώρα μιλάει εγώ είμαι βέβαιη ότι κάνει ακόμη το αγροτικό του. (Άλλη εξήγηση για την καρδιά περιβόλι δεν έχω.)

Καταβάλω προσπάθεια να μην ακούσω λέξη από όσα μου λέει -από φόβο μην ακούσω όσα φοβάμαι.

Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι από στιγμή σε στιγμή θα μου ανακοινώσει ότι καμμία τιμή σε όλες εκείνες τις αμέτρητες σελίδες εξετάσεων δεν είναι εντός των φυσιολογικών ορίων.

Πως όλες ανεξαιρέτως οι τιμές αντί να είναι σε νούμερα είναι σε γράμματα που σχηματίζουν το όνομά σου.

ΥΓ1
Φοβάμαι πως το άκουσα καθαρά, η ακτινογραφία θώρακος έδειξε τη φωτογραφία σου.

ΥΓ2
Το δεύτερο απόγευμα, αρκετά εξαντλημένη πια, σε είδα με τα μάτια μου να κολυμπάς στον ορό μου, να γίνεσαι σταγόνα σταγόνα ο εαυτός μου, όλα τα υγρά, τα μέταλλα, οι ηλεκτρολύτες -οι καταλύτες μου ας τους πούμε.

ΥΓ3
Λογικό που βγήκα με τόση αναιμία.

ΥΓ4
(Με αραιώνεις.)

ΥΓ5
Προς το τέλος την νοσηλείας, σκέφτηκα ότι μια μετάγγιση θα μου έκανε καλό και ζητήσα ορό με μελάνι -εννοείται ρέζους θετικό. (Υπήρχε, ναι. Αν κοιτάξεις καλά στα δεξιά του αριστερού μου καρπού θα δεις ξεκάθαρα τη μελανιά ενθύμιο.)

ΥΓ6
Γυρνώντας σπίτι με νέο μελάνι ήμουν πια βέβαιη ότι δεν θα ξαναγράψω τίποτα για σένα. Πως όλα τα γράμματα που κολυμπάνε σκόρπια στα δάχτυλά μου (πριν στάξουν πάνω στο πληκτρολόγιο) δεν θα ξαναστηθούν ποτέ στη σειρά για χάρη σου.

ΥΓ7
Η θεραπεία απέτυχε.

ΥΓ8
Φρόντισα πάντως να ζητήσω να πάρω μαζί μου κάτι μικρές φαρμακευτικές αμπουλίτσες με λέξεις σε αέρια μορφή (με άρωμα νερατζιάς νομίζω είπαν). Αυτές λέει μεγάλη ιατρική ανακάλυψη, τις σπας πάνω από ένα χαρτί κι αυτό εμποτίζεται από μόνο του, έτσι, χωρίς κόπο, χωρίς καμμιά δεύτερη ή πρώτη δική σου σκέψη, με λέξεις απαλές, αόρατες, ακίνδυνες, έτοιμες να τα λένε όλα με άρωμα νερατζιάς.

Λένε μερικοί επιστήμονες πως υπάρχουν μόνο δύο συναισθήματα -ο φόβος και η αγάπη. Ίσως γι' αυτό φοβάμαι που σε αγαπώ. Ίσως γι' αυτό δεν ανοίγω τα χέρια μου να δεις πόσες αγκαλιές γράμματα σου έχω φυλαγμένα. (Από φόβο μην πέσουν στο πάτωμα τα "αα" της αγάπης μου -και ο θόρυβος ξυπνήσει τον λύκο.)

9 Απρ 2010

Επιστημονική ανάλυσις του αδιεξόδου των ανθρωπίνων σχέσεων σήμερον.

...


Μια ωραία μέρα η μπάρμπι ραπουνζέλ κι ο κεν βγαίνουν μια βόλτα χεράκι-χεράκι για να υποδηλώσουν ότι έχουν επιτέλους αρραβωνιασθεί κάτω από τη μέση και ότι στο εγγύς μέλλον θα ενυμφευόνταστον. Εκεί που περπατούν, λέει η μπάρμπι τι ωραία που είναι εδώ, κοίτα τι όμορφες οι παπίτσες στη λίμνη κεν. Ο κεν την πετάει με ορμή κάτω -ποιες παπίτσες μωρή για γκεϋ με πέρασες; εγώ είμαι άντρακλας- κι εκεί που είναι έτοιμος να της ολοκληρώσει έναν κουκλίστικο προγαμιαίο πήδο πίσω από μία βάτο καθόλου αγία, ανακαλύπτει ότι η γνωστή παιχνιδοποιία δεν τον έχει προικίσει με αντρικόν μόριον.

Από τότε η ιστορία επαναλαμβάνεται κύριοι, οι γυναίκες έχουν κουρδιστεί βλακωδώς να ευνουχίζουν τους άντρες, οι άντρες επιμένουν βλακωδώς να το καταλαβαίνουν τελευταίοι κι εμείς οι σχεδόν πουριτανοί, οι πονεμένοι ρομαντικοί (γελάτε και ταράζομαι) περιμένουμε το "η αγάπη κερδίζει πάντα στο τέλος". Είμαι αισιόδοξη. (Μη γελάτε δυνατά μόνο να παρακαλέσω. Ευχαριστώ.)

ΥΓ1
Ένας κόκκορας κυνηγάει μια κότα με ανήθικους σκοπούς. Κι εκείνη σκέφτεται: «Αν σταματήσω να τρέχω, θα με πει πόρνη. Αν συνεχίσω να τρέχω, θα χάσω το σεξ. Το βρήκα. Θα σκοντάψω.»

ΥΓ2
Και μετά αναρωτιόμαστε για το ποιος φταίει για το πτηνό σεξ.

ΥΓ3
Δεν υπάρχει πιο αθώο πλάσμα από τον άντρα, κύριοι.

ΥΓ4
(Αν είστε φεμινίστρια φτιάξτε μου μια μηλόπιτα και αχνίστε τη με ποντικοφάρμακο.)

Χίλια ευχαριστώ και πάλι.


ΥΓ5
Σήμερα το μεσημέρι προς το τέλος του τρίτου διαλείμματος ένα ξανθό αγόρι από το βήτα δύο που φορούσε μπλε φούτερ ναϊκ και πράσινα ολστάρ έγραψε πάνω στη μπασκέτα του σχολείου με παχύ ανεξίτηλο μαρκαδόρο το όνομα Messi κι από κάτω με μικρότερα γράμματα το όνομα Τζοάννα. Κι εσύ πού το ξέρεις; Δεν το ξέρω. Απλώς γράφω ένα θίσις με θέμα "δεν χρειάζεται και πολλή φαντασία τελικά".





...

5 Απρ 2010

Ανακεφαλαίωση.

Έχω μια φλόγα
που πυκνώνει
κάθε φορά που περνάς επίσκεψη
από το στόμα μου

Έχω την εικόνα σου
Καθώς κρεμάς τις κόκκινες κούρτινες σου
στο σαλονάκι του στήθους μου
“μη μας δουν οι απέναντι”
και μετά περνάς απέναντι από μέσα μου

Έχω μια φλόγα
Που πασχίζει
να εξατμίσει τον ιδρώτα
που φυτρώνει στις παλάμες μου
–να μην τον δεις και προδοθώ

Έχω ένα μυαλό
στ' αριστερά χαλασμένο,
σαν το δικό σου

(Μια μελαγχολία
Που δουλεύει ρολόι)

Μια σκέψη πως κουράζω τους ανθρώπους

Έχω τις λέξεις σου
για λεξικό

Έχω τις λέξεις σου
για να στολίζω τα μάτια μου

Έχω έναν φόβο
που τον κρατάω νηστικό
κι αυτός με τρώει στα κρυφά:

(Έναν φόβο
πως ούτε θα έρθεις
ούτε θα φύγεις)

Έχω μια υποψία
πως δεν πέρασες ποτέ από κάτω
να δεις αν έχω φως
ή να μου σπάσεις με νεράτζια τα τζάμια

Έχω μια ανησυχία
Πως θα μείνουμε για πάντα
Μόνοι
Μαζί

Μια ανησυχία
πως σύντομα θα ξηλωθείς τόσο
που θα ξυπνήσω το πρωί
θα κοιταχτώ στον καθρέφτη
κι αντί για εσένα θα δω εμένα.-


ΥΓ
Νομίζεις πως φοβάσαι το σκοτάδι μόνο στο υπνοδωμάτιο, το βράδυ, όταν κλείνεις το φως και τα μάτια σου βλέπουν κάτι κόκκινα κυκλάκια και σκεπάζεσαι να φύγουν. (Πως φοβάσαι μην ίσως κάτι είναι εκεί, αόρατο, που σε κοιτάει σε απόσταση αναπνοής ενώ εσύ δεν μπορείς να το δεις.) Αλλά δεν είναι το σκοτάδι. Στον ήλιο μπορείς να το δεις καθαρά -και είναι χίλιες φορές πιο φοβιστικό (να βλέπεις με βεβαιότητα ότι δεν σε κοιτάει κανείς).