20 Νοε 2008

Πεθαίνω για μένα.

Αν υποψιαστώ ότι η χαρά και η θλίψη έχουν το ίδιο ακριβώς αίτιο, θα πεθάνω.

(Ενώ αν δεν το υποψιαστώ θα ζήσω ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.)

Μεταξύ μας, χωρίς (περιέργως) να θέλω να σοκάρω, υποψιάζομαι ότι θα πεθάνω έτσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν υποψιαστώ ή δεν υποψιαστώ, ό,τι κι αν κάνω ή δεν κάνω, και μάλιστα θα πεθάνω το ίδιο ακριβώς (δηλαδή με την ίδια ακριβώς πεθαντότητα) όποια μα όποια κι αν είναι καθημερινά η διάθεση ή οι σκέψεις μου, η υγεία ή το πρόγραμμά μου -είτε είμαι κάθε μέρα αισιόδοξη, είτε είμαι κάθε μέρα του θανατά, είτε έχω κόκκινα έιτε έχω άβαφα τα χείλη μου, (θα πεθάνω ακόμη κι αν την ώρα που είναι να συμβεί φοράω ντιόρ, ή δεν μου μένει χρόνος -γιατί έχω ραντεβού για μανικιούρ).

Πάντως την υποψία την υπογράφω: για μένα, χαρά και θλίψη έχουν το ίδιο ψυχαναλυτικό αίτιο -μοιάζει να επιβεβαιώνονται από το ίδιο ακριβώς δεδομένο: απ' το ότι έχεις επίγνωση (μια και δεν είσαι ελέφαντας ή μυρμήγκι αλλά έχεις ανθρώπινη αντίληψη) ότι δεν είσαι αθάνατος.

(Αν δεν το ξέρεις, πιθανόν εσύ που διαβάζεις ΕΙΣΑΙ ή ελέφαντας ή μυρμήγκι, γεγονός που, αν και στατιστικά ενδιαφέρον, με κάνει επίσης να πεθαίνω -στα γέλια.)

Δεν είναι πολύ διαμπερές και ευήλιο αυτό που γράφω, ευτυχώς όμως δεν χρειάζεται να δώσεις και τόση σημασία -το πιθανότερο δεν σε αφορά (απευθύνεται αποκλειστικά μόνο σε όσους πρόκειται να πεθάνουν.)

Και θα μου πεις εντάξει να πηγάζει από τον φόβο θανάτου η όποια εύκολη, αυτονόητη, μη παράδοξη, και αυτομάτως κατανοήτη θλίψη, αλλά ΚΑΙ η χαρά;

Μην κάνεις ότι δεν το ξέρεις.

Γνωρίζοντας πως όλα τελειώνουν, χωρίς απαραίτητα να το καταλαβαίνεις, νιώθεις την απίστευτη ευφορία της επιβεβαίωσης σαν άνθρωπος, καθώς καταφέρνεις, κάθε μέρα, παρά τη γνώση για τη μοίρα σου, να πηγαίνεις κόντρα σ' αυτήν την πληροφορία, αφού, ανά πάσα στιγμή, επιβάλλεσαι διαρκώς στον θάνατο: με το γέλιο σου, με το κέφι σου να σηκώνεσαι από το κρεβάτι, με την αφοσίωσή σου να εφευρίσκεις φάρμακα, με τη μανία σου να παράγεις αντιρυτιδικές κρέμες, με την τάση σου να κατακτάς άλλους θνητούς, και με τη συνήθειά σου να κατασκευάζεις χριστούς (action figures με ανθρώπινη μορφή, γένια κλπ) που ΟΦΕΙΛΟΥΝ να ανασταίνονται –πατώντας τον θάνατο θανάτω όλη μέρα (κυρίως ώρες καταστημάτων).

Όσον αφορά στην χαρά δηλαδή, με λογάκια απλά, αυτή πηγάζει από το παράδοξο του να έχεις την όρεξη να δίνεις νόημα στη ζωή σου -κάνοντας φίλγκουντ πράγματα (όπως ποδήλατο, κέηκ, και σεξ).

Κάτι μας είπα. Που το παράδοξο να αντλείς χαρά από το ποδήλατο, το κέηκ και το σεξ;

Μα εξήγησα: στο ότι θα μπορούσες κάλλιστα να μην κάνεις τίποτα για να δίνεις νόημα στη ζωή σου, αφοσιωμένος στην προπόνηση πένθους για τον πιο κοντινό σου άνθρωπο (εσένα -τι δεν κατάλαβες;).

Παρεπιμτόντως, δεν πρέπει να διάλεξα τυχαία τις παραπάνω "ασχολίες": για να ζήσεις βασικά χρειάζεσαι απλά αναπαραγωγή και τροφή (σεξ και κέηκ), ενώ το ποδήλατο εκτελεί χρεή μεταφοράς (ως μεταφορικό μέσο που είναι), υπονοώντας όσα σου κάνουν τη ζωή....χμ....τρένο.

Ζεις (μαθαίνω).

Και μάλιστα ζεις ΣΑΝ το ότι θα πεθάνεις να είναι το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ που θα σου συμβεί (στη ζωή σου).

Πας στο κομμμωτήριο, στο γυμναστήριο, στο σουπερμάρκετ, στην Ακρόπολη, στο μπαλέτο, στην όπερα, στο ΙΚΑ, στο Τόκυο, στο περίπτερο. Πολεμάς όλη μέρα το αναπόφευκτο, διαβάζοντας βιβλία, παρασκευάζοντας ή καταναλώνοντας προπαρασκευασμένο πολιτισμό, πηγαίνοντας σχολείο, αγοράζοντας μακ, ακούγοντας φοίβο, πίνοντας σόγια, αποφεύγοντας τα σόγια, αγαπώντας την καλή σου ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, επενδύοντας χρόνια και χρήματα σε γνώσεις και εμπειρίες.

Δεν λέω τίποτα απ'όλα αυτά με ισοπεδωτική, ειρωνική (ή μηδενιστική) διάθεση, σαν να υπονοώ (ή να προτείνω) ότι όλα είναι μάταια -το ΑΚΡΙΒΩΣ αντίθετο: χαίρομαι που η γνώση κι ο φόβος για τον θάνατο μας έχουν κάνει τόσο δραστήριους, τόσο δημιουργικούς, τόσο επιλεκτικούς, και τόσο... χαρούμενους -χαίρομαι που ο έμφυτος και ασυνείδητος σεβασμός για αυτήν τη θλιβερή και μοιραία πληροφορία μάς δίνει χαρά, μας ενεργοποιεί, μας καθιστά πολύ ζωντανότερους από το πόσο ζωντανοί είμαστε.

Αν δεν γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε δυσκολεύομαι να εντοπίσω από που θα αντλούσαμε χαρά για τη ζωή.

(Όποιος πει από το ποδήλατο, το κέηκ και το σεξ, απλά αυθαδιάζει.)

Και δεν λέω πως είναι διαρκώς ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ αυτή η φαινομενικά παράδοξη άντληση χαράς από τη γνώση θανάτου.

Αναφέρομαι σε αυτό που καθιστά την χαρά χαρούμενη: στην αυτόματη ικανότητα να θάβουμε τη γνώση τού τέλους μας με όλα τα χαρούμενα που κάνουμε. (Στο θαύμα τού να καταφέρνουμε να αγνοούμε εν γνώση μας αυτό που εν γνώση μας δεν αγνοούμε καθόλου.)

Στο αντίθετο από το συνηθισμένο θέλω να καταλήξω: η ζωή δεν είναι μάταιη επειδή κάποτε τελειώνει, αλλά εντελώς γεμάτη νόημα ΕΞΑΙΤΙΑΣ του τέλους της.

Χωρίς θάνατο δεν θα ψηνόμασταν να κάνουμε και πολλά, (σίγουρα θα ψήναμε πολύ λιγότερα -αν όχι καθόλου- κέηκ), η χαρά θα ήταν γελοία περιττή, δεν θα είχε τίποτα να πολεμήσει ή να εξισοροπήσει (και θα έβγαινε στη σύνταξη).


Καταλήξαμε νομίζω. Οπότε, από τώρα, όσοι θνητοί όλο και πιο συνειδητά χαρούμενοι (και, ναι, με καταλάβατε, δεν λέω ΤΙΠΟΤΑ καινούργιο, απλά το λέω πολυλογώντας και αποφεύγοντας τεχνηέντως μπανάλ προτροπές του τύπου "να ζείτε κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία" ).

Αλλά θα το ρωτήσω.

Γιατί, αν όντως ο άνθρωπος καταφέρνει και αντλεί δύναμη να ζει, να δημιουργεί και συχνά να μεγαλουργεί όχι απλώς ΠΑΡΑ αλλά ΕΞΑΙΤΙΑΣ της γνώσης για το τέλος του, τελικά δεν το παίρνει πάνω του, δεν το χαίρεται με ΟΛΟ του το είναι, με χάρη και ανωτερότητα;

Γιατί είναι τόσο δυστυχισμένος καθημερινά που ζει; -δηλαδή τόσο μα τόσο αχάριστος που δεν έχει πεθάνει ακόμη;

Μα ούτε αυτό είναι καινούργιο.

Παρά τη γνώση του, τη συνειδητοποίησή του, και το ανακουφιστικό κατόρθωμά του να ξεχνιέται που δεν είναι αθάνατος και να ζει ΛΕΣ και είναι, δυστυχώς παραμένει πάντα ανήλικος απέναντι σ΄ αυτή τη γνώση, (για αυτό και πάντα μουτρωμένος σαν να του έχουν κρύψει τη σοκολάτα του στο πάνω ράφι), καθώς παρά την ικανότητα να σηκώνεται από το κρεβάτι κάθε πρωί, αρνείται να αποδεχτεί ότι αυτή του η επίγνωση τον αφορά προσωπικά (και δεν αφορά μόνο τους Άλλους).

Θα μπορούσε να πει: "ωραία λοιπόν, θα πεθάνω, το ξέρω, το αποδέχομαι, και μέχρι να συμβεί θα κάνω τη γνώση δύναμη, θα κάνω τα πάντα για να είμαι ευτυχισμένος και να περνάω καλά, σαν να μην συμβαίνει τίποτα".

Αλλά επιλέγει και λέει : "ωραία λοιπόν, θα πεθάνω, το δέχομαι, αλλά μέχρι να συμβεί θα κάνω πως το ξέχασα, θα κάνω ό,τι μπορώ για να ξεγελάσω τον θάνατο, κι αυτός στο τέλος να δεις θα με ξεχάσει μπακ, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος, δεν είμαι ελέφαντας ή μυρμήγκι, μορφώνομαι, πάω ταξίδια, ζω ζωηρά, ζωικά, ζωτικά και ζωντανά, και αφού ζω θα σας δείξω εγώ τι εστί ζωντανότητα, θα δείτε εσείς τι θα πάθετε και ποιος την έχει πιο μεγάλη, και σιγά μην πεθάνω ΕΓΩ, εγώ είμαι όμορφος, εγώ είμαι έξυπνος, κάνω γιόγκα εγώ, ΕΓΩ είμαι ΕΓΩ, δεν είμαι ο γείτονας -μόνο ο διπλανός στρατιώτης πεθαίνει, εγώ είμαι ο πρωταγωνιστής, κι ο πρωταγωνιστής του εγώ μου δεν πεθαίνει ποτέ".

Όλοι έχουν από έναν.

Και λέγεται ναρκισσιμός. (Έγω έχω τρεις κούτες στο σπίτι -η μια από τόσο παλιά που ίσως έχει λήξει.)

Το συνώνυμο της κατά φαντασίαν αθανασίας.

ΑΥΤΟ είναι που σε τρώει (άνθρωπέ μου).

Ο έρωτάς σου για σένα.

Αυτό που πρωτοένιωσες μικρός όταν σε κοίταζε η μητέρα σου επιβεβαιώνοντάς σου ότι είσαι το μοναδικέστερο πλάσμα στη γη. (Τι; Δεν είσαι;)

Αυτό που έκτοτε σε κάνει να θέλεις να χαράζεις το όνομα σου σε κορμούς δέντρους γράφοντας ότι ήσουν κι εσύ εκεί.

Αυτό που σε κάνει να ονομάζεις το blog σου ΕΣΣΛΙΝ ΕΣΣΛΙΝ, λες και σε λένε Έσσλιν επί δύο (που μεταξύ μας Κατερίνα σε λένε -αλλά όόόόχι, το Έσσλιν είναι καλύτερο γιατί εσύ ΕΙΣΑΙ η Έσσλιν και φυσικά ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ, λες και είσαι μόνη σου, που να σου πω και κάτι; ΜΟΝΗ ΣΟΥ ΕΙΣΑΙ -το μοναδική σε μάρανε.)

Η αγάπη μου για τον εαυτό μου (αρκετά με σένα) ξεκινάει από πολύ παλιά -και είναι πολύ μεγάλη (σαν αφίσα της βόνταφον).

Όμως τελευταία με κατάλαβα καλά, (παραγνωριστήκαμε), και θέλω να χωρίσουμε.

Θέλω να προχωρήσω χωρίς το τέλειο εμένα μου -να με αφήσουμε ήσυχη (κι εγώ και η τελειότητά μου -ήσυχη να ζήσω σαν κάποιος που πριν πεθάνει θα ζήσει βλέποντας πέρα από τη μύτη του).

Πώς είναι να αγαπάς τον θνητό εαυτό σου περισσότερο από την αθάνατη εικόνα σου;

Aν δεν γλυστρήσει ολοκληρωτικά από πάνω μου το ΕΓΩ μου, αν δεν ξεγαντζωθεί από πάνω μου η κομπλεξική σκιά μου (η πάντα πίσω μου -μη τυχόν και με αφήσει μόνη όταν πέφτει πάνω μου το φως), δεν θα το μάθουμε "ποτέ".

(Μπάμερ!)

ΥΓ1
Αν εσύ που διαβάζεις τελικά ΕΙΣΑΙ ελέφαντας ή μυρμήγκι που βρήκες ίντερνετ;

ΥΓ2
Αν είσαι ελέφαντας πάντως, μπράβο, ΕΣΥ την έχεις σίγουρα πιο μεγάλη -αλλά πρόσεξε καλά (στη φαντασία μου σε πατάει και σε λιώνει το μυρμήγκι.)

ΥΓ3
Αν νιώθεις πτώμα μετά από ανάγνωση τέτοιου κειμένου, λυπάμαι που σε πέθανα.

ΥΓ4
Τέλος, για να καταλάβω και τι είπα στην ουσία του κειμένου αρκετά παραπάνω, μια ερώτηση: αν η χαρά μας να επιβαλλόμαστε στον θάνατο εξανεμίζεται από το ναρκισσισμό μας (αντί να ενισχύεται), και -κυρίως- αν δεν καταφέρνει να είναι διαρκώς συνειδητή, μας κάνει κάκο;

ΥΓ5
Α την ασυνείδητη!

:-)

2 σχόλια:

GiorgosPap είπε...

Μπορεί η λαχτάρα να ζήσουμε να μας οδηγεί να ψήνουμε κέικ αλλά θα μέναμε απλώς εκεί. Μόνο ο ναρκισσισμός τα τελειοποιεί και τα κάνει Έσσλιν τσίζ-κέικ.

Nikos Mitilineos είπε...

..."Κοιτάζομαι στον καθρέφτη μου. Κοιτάζομαι επίμονα. Αυτό επιβεβαιώνει ότι η πεινά δεν είναι παρά η πρόφαση.

Όταν ¨κοιτάζομαι επίμονα¨, το κάνω προσπαθώντας να βγω από τον εαυτό μου και να υποδυθώ τον Κόσμο, τους Άλλους.

Αν μου αρέσω, θα τους αρέσω.

Αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα πριν από κάθε επικαλούμενη "κοινωνική έξοδο". Ποτέ πριν από μια εξόρμηση πεινάς και μόνο."...

..."Πάνω που είχα πείσει τον εαυτό μου πως θα ήταν μάταιο να αποφασίσουμε, τα βλέμματα τους μου αφαίρεσαν την αόρατη αοριστία μου και μου υπενθύμισαν τη μορφή μου.

Τη φαντάστηκα όπως την είχα "επίμονα" αφουγκραστεί μπροστά στον καθρέφτη μου πριν από μερικές ώρες.

Να γιατί μια τέτοια μάτια είναι απαραίτητη πριν από κάθε έξοδο. Μας βοήθα να προσδιορίσουμε τη μορφή μας στο χώρο. Να νιώσουμε υπαρκτοί, άρα "πιθανώς" ποθητοί"...