Η λέξη αυτή δεν υπάρχει: είναι τα αρχικά Πι Ταφ Πι.
Γιατί, αρχικά, όσο πιο πολύ δεν υπάρχεις
τόσο πιο πολύ δεν κινδυνεύεις.
Πιταφπί είναι η Πριγκήπισσα Των Πάγων.
Η κουλ. Η ζαμανφού. Η παρατηρήτρια.
Και τέτοια –πες από ανάγκη, πες από επιλογή,
πες από εκκεντρικότητα– ποτέ δεν γεννιέσαι.
Οι καταστάσεις, φίλες μου. Οι καταστάσεις.
Όπως: το να σε χωρίσει ο Καπατάφ
την ώρα που σε αντικρύζει στην εκκλησία.
Για να γνωριστούμε, ονομάζομαι Έσσλιν και είμαι αυτή που θα σερβίρει το πράσινο τσάι και τη ροζ συμπάθεια από εδώ: η ας με πούμε οικοδέσποινα. Η αρχιπιταφπί. Το πλήρες όνομά μου είναι Αικατερίνη Λουίζα Φον Έσσλιν αλλά η χρήση του θα οδηγούσε στο να ονομάσω τη στήλη “άλατος”, ή “ανάλατος” ή ακόμη ακόμη και “μπανάλατος”. Ας μείνουμε στο Έσσλιν.
Το μεγαλύτερο εκ των μειονεκτημάτων μου είναι ότι δεν γεννήθηκα τη δεκαετία του '90 (όταν με ρωτάνε “πόσο είσαι” απαντάω “17”), το μικρότερο ότι κλέβω (με τα κιλά) τα μολυβάκια του ΙΚΕΑ, κι ένα ενδιάμεσο ότι εξακολουθώ και κάνω σαν τα παιχνίδια της ηλικίας μου να αφορούν σε κάτι που τάχα μου εγώ δεν είμαι: “στους μεγάλους”. Δεν ξέρω αν είναι καλό το τρυκ μου, το γνωστό “κάνω ότι δεν μου συμβαίνει”. Αλλά πιάνει. Και είναι, συχνότατα, μια από τις πρώτες ιδέες που μοιράζομαι με όλες τις υποψήφιες πιταφπί –δηλαδή τις γυναίκες “από τεφλόν” που οικολογικό υλικό δεν ξέρω αν είναι αλλά λογικό είναι σίγουρα -καθώς ποια θέλει τη σήμερον ό,τι ακουμπάει να κολλάει;
Μετά από 3 μάστερ, με σημαντικότερο αυτό πάνω στο πώς να αναγνωρίζεις τον Καπατάφ (δηλαδή τον Κύριο Τοξικό –αφού το Μίστερ Μπιγκ ήταν πιασμένο), όλες, μα όλες, μα ΟΛΕΣ οι φίλες μου (και οι δύο) έρχονται σε μένα για συμβουλές.
Πλάκα κάνω: δεν είναι ότι είμαι καμμιά ειδική. Ούτε καμμιά φεμινίστρια τύπου πληγωμένη κυλότα λαϊκής. Τα αγόρια τα λατρεύω. Αλλά, να. Είναι που μετά από τόση παιδεία είναι κρίμα να πιάνεσαι αδιάβαστη, δηλαδή να κολλάς εκεί που δεν σου πρέπει. (Στο μεταξύ, αν αναρωτιέστε ποια είναι τα άλλα 2 μάστερ μου, το ένα είναι πάνω στο πως να φιάχνεις το τέλειο τσιζκέικ, και το άλλο πάνω σε κάτι σόκινγκ.)
Κυκλοφορώ σε μια πόλη όπου όσο πιο γλυκία και νορμάλ και αντικολλητική είσαι, δηλαδή όσο δεν θες να παντρευτείς “στην ηλικία σου”, όλοι μα όλοι σε κοιτάνε με δυσπιστία -γιατί το νορμάλ είναι μάλλον πασέ: σαν να έχεις χτυπήσει τατού στο μέτωπο που γράφει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή “νύφη τελεία κομ”, και να μην το έχεις δει γιατί σου τελείωσε ο καθρέφτης. Μεγαπί! (Μεγάλη Παρανόηση). Το να μη θες να παντρευτείς στην ηλικία σου δεν είναι ψυχασθένεια, ούτε είσαι in denial και δεν το ξέρεις (γιατί όχι: δεν σου τελείωσε ο καθρέφτης). Δεν θέλω να πω ότι το παίζεις πολυάσχολη ή υπερβολικά υδροχόος (ανεξάρτητη), επειδή τάχα μου προηγούνται άλλα, όπως η καριέρα και το πεντικιούρ (ή η καριέρα και το πεντικιούρ).
Θέλω να πω πως πια δεν έχει καθόλου μα καθόλου πλάκα να παντρεύεσαι. Τουλάχιστον όχι όσο νομίζουν οι άντρες πως ανήκεις στην ύπουλη κατηγορία Αλφάλφα (Αγριεμένο Αρπακτικό), ενώ εσύ ανήκεις στην απλή κατηγορία Άλφα- Άλφα (Άγανακτισμένη-Αγανακτισμένη). Και, για ομοιοπαθητική, γίνεσαι το αυτό (Πιταφπί ντε).
Δεν έχει καθόλου μα καθόλου (μα καθόλου) πλάκα να παντρεύεσαι πια όταν οι περισσότεροι νομίζουν με τη μία ότι έχεις κακό σκοπό, ενώ οι σκοποί σου είναι όλοι τους καλά ευχαριστώ (κυρίως ο σκοπός στον άγνωστο στρατιώτη δεξιά που δεν είναι καθόλου μα καθόλου κακός).
Όπως και φυσικά δεν έχει καθόλου μα καθόλου πλάκα να χαλάνε την πιάτσα κάποιες γυναίκες που πιστεύουν πως ο γάμος είναι μόνο “το πριν” και όχι “το μετά” (δηλαδή κρατάει μόνο όσο μια κυριακάτικη δεξίωση), πως δεν είναι τα καθημερινά σιροπιαστά γέλια και ροδαλά δάκρυα μιας ζωής, αλλά τα χάρτινα χαμόγελα της επόμενης Τετάρτης στα περίπτερα (γνωστά και ως χαμόγελα κοσμικής στήλης κοσμικού περιοδικού), πως δεν είναι και η μπαμπακερή νυχτικιά στο κόλπο, αλλά μόνο το ιερό βεραγουάνκ στο ιερό. It may come as a shock to you. Αλλά τον παίρνεις σπίτι μετά το γάμο. Για πάντα.( Όχι μόνο για κορνίζα). Δεν τον φιλάς όπως αμερική, τύπου σινεμά, σκηνοθετημένα και μηχανικά, περιμένοντας πότε θα πάει δουλειά για να αρχίσεις να ξερογλύφεσαι με το χαρτονόμισμα των πεντακοσίων στο κομοδίνο (δίπλα στο σεροπράμ των επίσης πεντακοσίων). Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα για επόμενη στήλη, στη σημερινή φταίνε αποκλειστικά οι άντρες και όχι το ποιός φταίει που φταίνε οι άντρες, και συγκεκριμμένα φταίνε αυτοί που σε κοιτάνε ως κοράκι –ντυμένο στα λευκά (κι άντε μετά εσύ να πείσεις ότι δεν είσαι κοράκι ή άλλο ζώο και τελοσπάντων ότι δεν σου αρέσει να φιλάς τα χαρτονομίσματα στο στόμα, πόσο μάλλον να τα φυλάς στο στρώμα).
Βαριέμαι να παντρευτώ. Που να τρέχεις και για προσκλήσεις κίολας: αυτό το χαρτί το ροζ, όχι το άλλο το κουφετί, αλλά κοίτα κι αυτό το χρυσό. Aν και είδα στον ύπνο μου ότι το κάναμε με τον Αλφαπί (Αγαπημένος Πρώην), ακριβώς όπως λέγαμε: πιωμένοι, λας βέγκας, όμορφη εγώ, στα λευκά, η μαμά μου να μην έχει έρθει, κουμπάρος ποιος άλλος ο Στάνφορντ, κι όταν βγαίνω από τη λίμο τον βλέπω λέει να με κοιτάζει συνομωτικά, να πετάει τη μαύρη την τουλίπα κάτω, να το βάζει στα πόδια, κι ο Έλβις να κοιτάει σα χάχας. Ο ιδανικός μου γάμος. Ο απραγματοποιήτος. Ο όπως τον είχαμε συμφωνήσει. Όνειρο που δεν ξέρεις αν τυχαίνει ή πετυχαίνει, αν το σκηνοθετείς ή το ξορκίζεις, αν έγινες Πιταφπί επειδή το είδες, ή αν το είδες επειδή ήσουν Πιταφπί από τα πριν: μια αηδία (όλα, εκτός ίσως από τα γοβάκια –που ήταν λουμπουτέν).
Όχι αηδία για μένα φυσικά, γιατί το δικό μου ήταν όνειρο. Αλλά για την παραλίγο Γυναίκα Καπατάφου, αυτή για την οποία γράφεται το παρόν (και για κάποιους το μέλλον), που και για αυτήν ήταν όνειρο, αλλά για αυτήν “ζωής”: πραγματικό.
Αυτήν παράτησε ο μίστερ. Κάτι σαν Βανδή με τον Φοίβο οι δυο τους, 10 χρόνια μαζί, κι αυτός να πα να το κάμει κρυφά με τη Βίσση. Ντροπής. Ήταν όμορφη νύφη, απλή. Η απλότητα πάντα σχετική βέβαια (απλή σαν μαρσμέλοου αν είσαι νιουγιόρκερ, σαν κανταϊφάκι αν είσαι από την Πόλη).
Δεν την άφησε στα σκαλιά του Αϊ Σιχτίρ επειδή είχε κάτι άλλο καλύτερο να κάνει –ή κάποια άλλη που του το έκανε καλύτερα. Την άφησε γιατί όταν την είδε με το νύφικό ένιωσε το κάτι το μεγάλο, το ωραίο, το αληθινό. Ένα μεγάλο, ανεξήγητο κενό τελεία κομ.
Δεν ξαναμίλησαν ούτε καν για να εξηγηθούν –δεν ξαναμίλησαν ούτε καν για να ξαναμιλήσουν. (Όσο για μένα, την πήγα –με τον Εξώπλατο Ασλάνη όπως λέγαμε το νυφικό της– στα συγκρουόμενα, και περάσαμε χάλια, αλλά τουλάχιστον πήγαμε κάπου, ενώ αν δεν πηγαίναμε κάπου, δεν θα πηγαίναμε πουθενά).
Συμπέρασμα: ο πρώτος λόγος, στον μακρύ κατάλογο των λόγων που σε κάνουν Πριγκίπισσα Των Πάγων είναι “ο γάμος σήμερα”. Αν θες να παντρευτείς σε βλέπουν ως αρπακτικό, αν δεν θες να παντρευτείς σε βλέπουν ως χειρότερο αρπακτικό (που κρύβεται). Χίλιες φορές από τεφλόν. Δεν σε κάνει σκληρή, αδιάφορη, χωρίς συναισθήματα. Καμμία ορίτζιναλ του κλάμπ δεν είναι κυριολεκτικά παγερή ή με “κρυφή ατζέντα”: κοιμόμαστε με κουβερτούλα (ροζ) τα βράδια, με διαμαντένια τιάρα, έτοιμες να κάνουμε αγκαλιές, αλλά όχι απαραίτητα να συμπεθεριάσουμε. Δεν θέλουμε να μας ράψουν πάνω μας μακρύτερα γεννητικά όργανα και να τα περιφέρουμε σαν δικά μας, ούτε να κάψουμε τα λαπέρλα μας, ούτε να σας τα φάμε (τα όσα καταλάβατε), ούτε να σας κλείσουμε την τηλεόραση όταν παίζει μπάλα, ούτε να γίνουμε η μαμά σας (χωρίς το μουστάκι), ούτε να ρουφήξουμε μέχρι και την τελευταία σταγόνα σπέρματός σας με την ηλεκτρική μας χούβερ (λέγεται μήτρα). Η “κρυφή ατζέντα” είναι στο χαριτωμένο το ξερό σας. Αλλά εσείς εκεί, αγαπητοί Καπατάφ του κόσμου. Το χαβά σας. Τοξικοί. Give us a break, maaaan!
Βαριέμαι να παντρευτώ. Όταν το κάνω, θα είναι μια μέρα πριν την Συντέλεια (θα μας ενημερώσουν μια μέρα πριν, έτσι;) –γιατί τότε θα το ξέρω στα σίγουρα: θα κρατήσει till death do us part. Φορέβαααααααα.
Και δυο πληροφορίες με αξάν ντοκυμαντέρ.
Η πρώτη (η άχρηστη) είναι πως η λέξη τζιζ βγαίνει από το υπό και το ανδρεύομαι. Τίθεμαι υπό του ανδρός. Υποανδρεύομαι. Η γυναίκα υποανδρεύεται μόνο (ή τελοσπάντων όποιος θέλει να τεθεί υπό κάποιου ανδρός). Ο άνδρας (ο που δεν θέλει να τεθεί υπό κάποιου ανδρός) νυμφεύεται. Να ζήσουν.
Η δεύτερη (η χρήσιμη) είναι ένα πονηρό μυστικό: χωρίς τον Καπατάφ η Πιταφπί θα περνούσε τόσο (μα τόσο) βαρετά. Δεν θα είχε τρόπο να βελτιώνεται και η κατάσταση θα ήταν απλά Μεγαμί (Μεγάλη Μάπα). Οπότε εντάξει: you don’t reeeeeally HAVE to give us a break, man. Just a maaaaaan.
Κλείσιμο ματιού, και υπόκλιση μαρκησίας.
Έσσλιν.-
Γιατί, αρχικά, όσο πιο πολύ δεν υπάρχεις
τόσο πιο πολύ δεν κινδυνεύεις.
Πιταφπί είναι η Πριγκήπισσα Των Πάγων.
Η κουλ. Η ζαμανφού. Η παρατηρήτρια.
Και τέτοια –πες από ανάγκη, πες από επιλογή,
πες από εκκεντρικότητα– ποτέ δεν γεννιέσαι.
Οι καταστάσεις, φίλες μου. Οι καταστάσεις.
Όπως: το να σε χωρίσει ο Καπατάφ
την ώρα που σε αντικρύζει στην εκκλησία.
Για να γνωριστούμε, ονομάζομαι Έσσλιν και είμαι αυτή που θα σερβίρει το πράσινο τσάι και τη ροζ συμπάθεια από εδώ: η ας με πούμε οικοδέσποινα. Η αρχιπιταφπί. Το πλήρες όνομά μου είναι Αικατερίνη Λουίζα Φον Έσσλιν αλλά η χρήση του θα οδηγούσε στο να ονομάσω τη στήλη “άλατος”, ή “ανάλατος” ή ακόμη ακόμη και “μπανάλατος”. Ας μείνουμε στο Έσσλιν.
Το μεγαλύτερο εκ των μειονεκτημάτων μου είναι ότι δεν γεννήθηκα τη δεκαετία του '90 (όταν με ρωτάνε “πόσο είσαι” απαντάω “17”), το μικρότερο ότι κλέβω (με τα κιλά) τα μολυβάκια του ΙΚΕΑ, κι ένα ενδιάμεσο ότι εξακολουθώ και κάνω σαν τα παιχνίδια της ηλικίας μου να αφορούν σε κάτι που τάχα μου εγώ δεν είμαι: “στους μεγάλους”. Δεν ξέρω αν είναι καλό το τρυκ μου, το γνωστό “κάνω ότι δεν μου συμβαίνει”. Αλλά πιάνει. Και είναι, συχνότατα, μια από τις πρώτες ιδέες που μοιράζομαι με όλες τις υποψήφιες πιταφπί –δηλαδή τις γυναίκες “από τεφλόν” που οικολογικό υλικό δεν ξέρω αν είναι αλλά λογικό είναι σίγουρα -καθώς ποια θέλει τη σήμερον ό,τι ακουμπάει να κολλάει;
Μετά από 3 μάστερ, με σημαντικότερο αυτό πάνω στο πώς να αναγνωρίζεις τον Καπατάφ (δηλαδή τον Κύριο Τοξικό –αφού το Μίστερ Μπιγκ ήταν πιασμένο), όλες, μα όλες, μα ΟΛΕΣ οι φίλες μου (και οι δύο) έρχονται σε μένα για συμβουλές.
Πλάκα κάνω: δεν είναι ότι είμαι καμμιά ειδική. Ούτε καμμιά φεμινίστρια τύπου πληγωμένη κυλότα λαϊκής. Τα αγόρια τα λατρεύω. Αλλά, να. Είναι που μετά από τόση παιδεία είναι κρίμα να πιάνεσαι αδιάβαστη, δηλαδή να κολλάς εκεί που δεν σου πρέπει. (Στο μεταξύ, αν αναρωτιέστε ποια είναι τα άλλα 2 μάστερ μου, το ένα είναι πάνω στο πως να φιάχνεις το τέλειο τσιζκέικ, και το άλλο πάνω σε κάτι σόκινγκ.)
Κυκλοφορώ σε μια πόλη όπου όσο πιο γλυκία και νορμάλ και αντικολλητική είσαι, δηλαδή όσο δεν θες να παντρευτείς “στην ηλικία σου”, όλοι μα όλοι σε κοιτάνε με δυσπιστία -γιατί το νορμάλ είναι μάλλον πασέ: σαν να έχεις χτυπήσει τατού στο μέτωπο που γράφει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή “νύφη τελεία κομ”, και να μην το έχεις δει γιατί σου τελείωσε ο καθρέφτης. Μεγαπί! (Μεγάλη Παρανόηση). Το να μη θες να παντρευτείς στην ηλικία σου δεν είναι ψυχασθένεια, ούτε είσαι in denial και δεν το ξέρεις (γιατί όχι: δεν σου τελείωσε ο καθρέφτης). Δεν θέλω να πω ότι το παίζεις πολυάσχολη ή υπερβολικά υδροχόος (ανεξάρτητη), επειδή τάχα μου προηγούνται άλλα, όπως η καριέρα και το πεντικιούρ (ή η καριέρα και το πεντικιούρ).
Θέλω να πω πως πια δεν έχει καθόλου μα καθόλου πλάκα να παντρεύεσαι. Τουλάχιστον όχι όσο νομίζουν οι άντρες πως ανήκεις στην ύπουλη κατηγορία Αλφάλφα (Αγριεμένο Αρπακτικό), ενώ εσύ ανήκεις στην απλή κατηγορία Άλφα- Άλφα (Άγανακτισμένη-Αγανακτισμένη). Και, για ομοιοπαθητική, γίνεσαι το αυτό (Πιταφπί ντε).
Δεν έχει καθόλου μα καθόλου (μα καθόλου) πλάκα να παντρεύεσαι πια όταν οι περισσότεροι νομίζουν με τη μία ότι έχεις κακό σκοπό, ενώ οι σκοποί σου είναι όλοι τους καλά ευχαριστώ (κυρίως ο σκοπός στον άγνωστο στρατιώτη δεξιά που δεν είναι καθόλου μα καθόλου κακός).
Όπως και φυσικά δεν έχει καθόλου μα καθόλου πλάκα να χαλάνε την πιάτσα κάποιες γυναίκες που πιστεύουν πως ο γάμος είναι μόνο “το πριν” και όχι “το μετά” (δηλαδή κρατάει μόνο όσο μια κυριακάτικη δεξίωση), πως δεν είναι τα καθημερινά σιροπιαστά γέλια και ροδαλά δάκρυα μιας ζωής, αλλά τα χάρτινα χαμόγελα της επόμενης Τετάρτης στα περίπτερα (γνωστά και ως χαμόγελα κοσμικής στήλης κοσμικού περιοδικού), πως δεν είναι και η μπαμπακερή νυχτικιά στο κόλπο, αλλά μόνο το ιερό βεραγουάνκ στο ιερό. It may come as a shock to you. Αλλά τον παίρνεις σπίτι μετά το γάμο. Για πάντα.( Όχι μόνο για κορνίζα). Δεν τον φιλάς όπως αμερική, τύπου σινεμά, σκηνοθετημένα και μηχανικά, περιμένοντας πότε θα πάει δουλειά για να αρχίσεις να ξερογλύφεσαι με το χαρτονόμισμα των πεντακοσίων στο κομοδίνο (δίπλα στο σεροπράμ των επίσης πεντακοσίων). Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα για επόμενη στήλη, στη σημερινή φταίνε αποκλειστικά οι άντρες και όχι το ποιός φταίει που φταίνε οι άντρες, και συγκεκριμμένα φταίνε αυτοί που σε κοιτάνε ως κοράκι –ντυμένο στα λευκά (κι άντε μετά εσύ να πείσεις ότι δεν είσαι κοράκι ή άλλο ζώο και τελοσπάντων ότι δεν σου αρέσει να φιλάς τα χαρτονομίσματα στο στόμα, πόσο μάλλον να τα φυλάς στο στρώμα).
Βαριέμαι να παντρευτώ. Που να τρέχεις και για προσκλήσεις κίολας: αυτό το χαρτί το ροζ, όχι το άλλο το κουφετί, αλλά κοίτα κι αυτό το χρυσό. Aν και είδα στον ύπνο μου ότι το κάναμε με τον Αλφαπί (Αγαπημένος Πρώην), ακριβώς όπως λέγαμε: πιωμένοι, λας βέγκας, όμορφη εγώ, στα λευκά, η μαμά μου να μην έχει έρθει, κουμπάρος ποιος άλλος ο Στάνφορντ, κι όταν βγαίνω από τη λίμο τον βλέπω λέει να με κοιτάζει συνομωτικά, να πετάει τη μαύρη την τουλίπα κάτω, να το βάζει στα πόδια, κι ο Έλβις να κοιτάει σα χάχας. Ο ιδανικός μου γάμος. Ο απραγματοποιήτος. Ο όπως τον είχαμε συμφωνήσει. Όνειρο που δεν ξέρεις αν τυχαίνει ή πετυχαίνει, αν το σκηνοθετείς ή το ξορκίζεις, αν έγινες Πιταφπί επειδή το είδες, ή αν το είδες επειδή ήσουν Πιταφπί από τα πριν: μια αηδία (όλα, εκτός ίσως από τα γοβάκια –που ήταν λουμπουτέν).
Όχι αηδία για μένα φυσικά, γιατί το δικό μου ήταν όνειρο. Αλλά για την παραλίγο Γυναίκα Καπατάφου, αυτή για την οποία γράφεται το παρόν (και για κάποιους το μέλλον), που και για αυτήν ήταν όνειρο, αλλά για αυτήν “ζωής”: πραγματικό.
Αυτήν παράτησε ο μίστερ. Κάτι σαν Βανδή με τον Φοίβο οι δυο τους, 10 χρόνια μαζί, κι αυτός να πα να το κάμει κρυφά με τη Βίσση. Ντροπής. Ήταν όμορφη νύφη, απλή. Η απλότητα πάντα σχετική βέβαια (απλή σαν μαρσμέλοου αν είσαι νιουγιόρκερ, σαν κανταϊφάκι αν είσαι από την Πόλη).
Δεν την άφησε στα σκαλιά του Αϊ Σιχτίρ επειδή είχε κάτι άλλο καλύτερο να κάνει –ή κάποια άλλη που του το έκανε καλύτερα. Την άφησε γιατί όταν την είδε με το νύφικό ένιωσε το κάτι το μεγάλο, το ωραίο, το αληθινό. Ένα μεγάλο, ανεξήγητο κενό τελεία κομ.
Δεν ξαναμίλησαν ούτε καν για να εξηγηθούν –δεν ξαναμίλησαν ούτε καν για να ξαναμιλήσουν. (Όσο για μένα, την πήγα –με τον Εξώπλατο Ασλάνη όπως λέγαμε το νυφικό της– στα συγκρουόμενα, και περάσαμε χάλια, αλλά τουλάχιστον πήγαμε κάπου, ενώ αν δεν πηγαίναμε κάπου, δεν θα πηγαίναμε πουθενά).
Συμπέρασμα: ο πρώτος λόγος, στον μακρύ κατάλογο των λόγων που σε κάνουν Πριγκίπισσα Των Πάγων είναι “ο γάμος σήμερα”. Αν θες να παντρευτείς σε βλέπουν ως αρπακτικό, αν δεν θες να παντρευτείς σε βλέπουν ως χειρότερο αρπακτικό (που κρύβεται). Χίλιες φορές από τεφλόν. Δεν σε κάνει σκληρή, αδιάφορη, χωρίς συναισθήματα. Καμμία ορίτζιναλ του κλάμπ δεν είναι κυριολεκτικά παγερή ή με “κρυφή ατζέντα”: κοιμόμαστε με κουβερτούλα (ροζ) τα βράδια, με διαμαντένια τιάρα, έτοιμες να κάνουμε αγκαλιές, αλλά όχι απαραίτητα να συμπεθεριάσουμε. Δεν θέλουμε να μας ράψουν πάνω μας μακρύτερα γεννητικά όργανα και να τα περιφέρουμε σαν δικά μας, ούτε να κάψουμε τα λαπέρλα μας, ούτε να σας τα φάμε (τα όσα καταλάβατε), ούτε να σας κλείσουμε την τηλεόραση όταν παίζει μπάλα, ούτε να γίνουμε η μαμά σας (χωρίς το μουστάκι), ούτε να ρουφήξουμε μέχρι και την τελευταία σταγόνα σπέρματός σας με την ηλεκτρική μας χούβερ (λέγεται μήτρα). Η “κρυφή ατζέντα” είναι στο χαριτωμένο το ξερό σας. Αλλά εσείς εκεί, αγαπητοί Καπατάφ του κόσμου. Το χαβά σας. Τοξικοί. Give us a break, maaaan!
Βαριέμαι να παντρευτώ. Όταν το κάνω, θα είναι μια μέρα πριν την Συντέλεια (θα μας ενημερώσουν μια μέρα πριν, έτσι;) –γιατί τότε θα το ξέρω στα σίγουρα: θα κρατήσει till death do us part. Φορέβαααααααα.
Και δυο πληροφορίες με αξάν ντοκυμαντέρ.
Η πρώτη (η άχρηστη) είναι πως η λέξη τζιζ βγαίνει από το υπό και το ανδρεύομαι. Τίθεμαι υπό του ανδρός. Υποανδρεύομαι. Η γυναίκα υποανδρεύεται μόνο (ή τελοσπάντων όποιος θέλει να τεθεί υπό κάποιου ανδρός). Ο άνδρας (ο που δεν θέλει να τεθεί υπό κάποιου ανδρός) νυμφεύεται. Να ζήσουν.
Η δεύτερη (η χρήσιμη) είναι ένα πονηρό μυστικό: χωρίς τον Καπατάφ η Πιταφπί θα περνούσε τόσο (μα τόσο) βαρετά. Δεν θα είχε τρόπο να βελτιώνεται και η κατάσταση θα ήταν απλά Μεγαμί (Μεγάλη Μάπα). Οπότε εντάξει: you don’t reeeeeally HAVE to give us a break, man. Just a maaaaaan.
Κλείσιμο ματιού, και υπόκλιση μαρκησίας.
Έσσλιν.-
2 σχόλια:
eisai apolausi
τελικά, κάτω από τον καναπέ, το βρήκα το μυαλό μου. κοιτα τι του 'ρθε και πήγε και κρύφτηκε. το ξεσκόνισα βέβαια. και δεν το ξανάφησα να τρέχει έτσι αδέσποτο μεσ' το σπίτι. γιατί, ένας θεός ξέρει, που αλλού μπορεί να κατέληγε. και δεν είμαστε τώρα να βάζουμε και αγγελίες για ευρέσεις. ένας χαμός γινόταν εκεί κάτω. ομως, το ομολογώ, αυτό το γυναικείο φύλο, πολύ συναρπαστικό στο φινάλε του. υπόκλισις και χειροφίλημα!
Δημοσίευση σχολίου