Το παίρνεις από την έκθεση.
Βάζεις πρώτη.
Όμως που ακριβώς μπορεί να σε πάει;
Ένα καινούργιο αμάξι δεν θυμάται τίποτα από σένα -ούτε καν που μένεις, ή που έμενες μικρούλης.
(Κανείς δεν φιλήθηκε ποτέ στο πίσω κάθισμα, κανείς δεν ξέχασε στο πορτμπαγκάζ την ομπρέλα θαλάσσης του ή την άμμο του, κανείς δεν έκλαψε στη θέση τού οδηγού ακούγοντας στο ράδιο το little china girl.)
Ένα καινούργιο αμάξι θα αργήσει ν' αγαπήσει τους προορισμούς σου.
Όταν αυτό θα πηγαίνει, εσύ θα γυρνάς.
Αν του βάλεις όπισθεν, θα πάει απλά όπισθεν (μηχανικά -καμμία ανάμνηση).
Ένα καινούργιο αμάξι έχει αμνησία καινούργιας τεχνολογίας (καταλυτικής).
Αν είχε λαιμό να χώσεις τη μουσούδα σου για παρηγοριά, αυτός θα μυρίζε σαν αμεταχείριστος.
(Πόσο μακριά να σε πάει ένας αμεταχείριστος λαιμός;)
Ένα καινούργιο αμάξι, μέχρι να παλιώσει για τα καλά, στέκει μόνο σαν πόθος, μόνο μέσα στη διαφημισούλα του, μόνο πίσω απ' τη βιτρίνα του.
Σαν έναν καινούργιο άνθρωπο, ξαφνικά.
Γιατί γελάει αυτός ο καινούργιος άνθρωπος με τα αστεία μου;
Τι γυρεύουν τα δάκρυά του στα μάτια του τη μέρα που είμαι λυπημένη;
Με ποιο δικαίωμα, με ποια νεαρή μαγεία, ένας καινούργιος άνθρωπος έρχεται να βγάλει με τα καινούργια του χέρια τα παλιά μου κουνέλια από το παλιό μου καπέλο;
ΥΓ1
Κάθε φορά που χάνεις έναν παλιό άνθρωπο, ακυρώνεσαι, σαν κάποιος να έσκισε μόλις το σελοφάν και να σ' έβγαλε απ' το κουτί σου, κι εσύ να μην θυμάσαι ούτε ένα τραγούδι να πεις.
ΥΓ2
Ο παιδικός τρόπος που μύριζες στα 25 σου ήταν μάλλον η ιδέα σου, αν δεν έχεις κανέναν μάρτυρα για εκείνην την ωραία μυρωδιά -ένας νέος άνθρωπος θα σε μυρίσει μόνο μετά τα 35 σου πια.
ΥΓ3
Αδικία εις βάρος σας.
ΥΓ4
Χρειάζεσαι τουλάχιστον έναν παλιό άνθρωπο, καλής εσοδείας -να θυμάται ότι κάποτε ήσουν αστείος, κάποτε έβγαζες αστράκια από τα χέρια σου, κάποτε έστεκες.
ΥΓ5
Όχι πως δεν παλιώνουν οι καινούργιοι άνθρωποι, αλλά ό,τι παλιώνει με τις λιγότερες μνήμες σου από τότε που οι μνήμες σου είχαν σημασία, (τότε που ήταν νεογέννητες, άβαφτες, αγουροξυπνημένες)... παλιώνει με έναν τρόπο...πώς να τον πω;... καινούργιο.
ΥΓ5
Άντε να πείσεις το καινούργιο ότι έισαι κάτι παλιό.
ΥΓ6
Ένας παλιός άνθρωπος σου έχει κρατήσει παρέα.
ΥΓ7
Αλλά πάνω από όλα σου έχει κρατήσει μοναξιά.
(Αφιερωμένο στον παλίο μου Baastian, που, ακριβώς 2 χρόνια πριν, κάποιος μας απαγόρευσε οριστικά να ξαναγκαλιαστούμε με τον ωραίο μας μοναχικό τρόπο. Το μοναδικό και το μοναχικό μοιάζουν επίτηδες ίσως. Αφιερωμένο και στο πιο παλιό μου αμάξι, που το οδηγεί πια η φίλη μου η Χριστοφόρου, και που στο πορτμπαγκάζ έχει ακόμη λίγη άμμο εποχής Baastian. Κολλάει παντού η άτιμη.)
30 Δεκ 2008
27 Δεκ 2008
Ανώτερη φύση.
Αν έχετε πολύχρωμα βελούδινα φτερά να βγαίνουν από την πλάτη σας, σας ζηλεύω απερίγραπτα.
(Αν δεν έχετε -ή δεν λυπάστε γι'αυτό-, τη θερμή μου συμπαράσταση.)
Όμως σοβαρά. Πείτε μου.
Πώς να μην πεθαίνω από ζήλια στη σκέψη ότι ίσως είστε πεταλούδες -δηλαδή ανώτερα όντα;
(Και πώς να μην πιστεύω ότι τα λεπιδόπτερα ΕΙΝΑΙ ανώτερα όντα -τη στιγμή που είναι η μόνη απτή απόδειξη πώς υπάρχει ζωή μετά θάνατον;)
Αλήθεια λέω.
Τέλη Απριλίου του 1949 ένα μικρό αγόρι που βαριόταν να παίξει μπάλα γύρισε σπίτι θλιμμένο ύστερα από μια αρκετά σημαντική παρατήρηση που έκανε στον όμορφο κήπο του στην κηφισιά.
Οι κάμπιες που σέρνονταν στο γρασίδι!
(Τι απογοήτευση.)
Έβαλε το χεράκι του μπροστά τους κι αυτές τίποτα. (Τυφλές.)
Προσπάθησε να τις κάνει να αντιδράσουν στη φωνή του, τίποτα. (Κουφές.)
Οι κάμπιες.
Πλάσματα με αποκλειστικά 3 αισθήσεις: αφή, για να αισθάνονται τον άνεμο και την επαφή με τους βλαστούς, όσφρηση και γεύση, για να οδηγούνται στην τροφή τους -τα κραμβοειδή. (Γιαμ!)
Οι κάμπιες, από το στόμα τους ώς την έδρα τους, δεν είναι παρά ένα έντερο σε κίνηση -μια ανεγκέφαλη αποθήκη επεξεργασμένων τροφών που πάει βόλτες στα λιβάδια.
(Τραλαρί, τραλαρό.)
Πόσο το στεναχώρησε το μικρό αγόρι η σκέψη να υπάρχουν τόσο κατώτερα πλάσματα, σκέτα έντερα χωρίς σώμα γύρω-γύρω, με περιορισμένες αισθήσεις, καταδικασμένα να μην δουν ποτέ ουρανό, λουλούδια, καραμέλες, (ή το προσωπάκι της μικρής του φιλενάδας).
(Χωρίς την καθησυχαστική φωνή του μπαμπά του, αμφιβάλλω αν θα κοιμόταν το βράδυ.)
"Μη στεναχωριέσαι βρε χαζό. Η φύση ξέρει. Στεναχωριόμουν εγώ που ήσουν στην κοιλιά της μαμάς σου και δεν έβλεπες ακόμα; Μην τις λυπάσαι αυτές. Θα δουν. Θα γίνουν πεταλούδες."
Παρντόν;
Να μην τις λυπόταν; Να μην είχε το δικαίωμα να κρίνει τη φύση;
(Πριτς!)
Τις επόμενες μέρες, μετά το σχολείο, κατέβαινε καθημερινά να παρατηρεί τις κάμπιες στον κήπο.
Ώσπου έφτασε πρωί Κυριακής. (Και παρά την αργία που θα του έδινε τον χρόνο να τις παρατηρήσει με ευλάβεια, ακολούθησε -με ευλάβεια- τους γονείς του στην εκκλησία για την καθιερωμένη λειτουργία.)
Δεν ήμουν εκεί.
Αλλά ξέρω από αυτά.
(Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Στάθηκε στη μέση του ναού, κι έστρεψε το βλέμμα προς τον μπογιατισμένο θεό στο θόλο -θέλοντας να "ρωτήσει" αν θα είναι πολύ κακό παιδί αν το σκάσει και πάει στον κήπο.)
Δεν ήμουν εκεί.
Αλλά σαν να την ακούω και τώρα -μια εκκωφαντική φωνή να του ψιθυρίζει ενθαρρυντικά:
"Άντε παιδί μου στη λειτουργία τη δική σου, όπου θα με δεις ζωντανό, κι όχι μπογιατισμένο".
(Πήγε μαθαίνω.)
Οι κάμπιες είχαν ξεκινήσει το οδοιπορικό τους, προς τη μεγάλη καρυδιά του κήπου. Σε μια υποτυπώδη γραμμή έφτασαν γρήγορα στη βάση της καρυδιάς με τον λείο φλοιό, κι άρχισαν να αναρριχώνται στη βορειοανατολική πλευρά του κορμού της. Σε ύψος περίπου δυο μέτρων σταμάτησαν -και άφησαν, από το πίσω μέρος του σώματός τους, μια κολλώδη σταγόνα. Όταν αυτή στέγνωσε, το πίσω μέρος τους είχε προσκολληθεί στον κορμό "οριστικά". Συρρίκνωσαν τότε το σώμα τους, στερεωμένες στη βάση τους μόνο, κι άφησαν (από το "στόμα" αυτή τη φορά) μια δέυτερη σταγόνα κόλλας -σταθεροποιώντας το πλέον συρρικνωμένο, σαν μπαλίτσα σχεδόν σώμα τους, στον κορμό.
Μέσα σε μισή μόλις ώρα, το σώμα τους πάχυνε και κόντυνε.
Εγκάρσιες διαστολές και αντίστοιχες επιμήκεις συστολές σταθερού όγκου.
(Τέτοιους υπολογισμούς, ούτε μαθηματικοί.)
Το αγόρι πήγε για φαϊ και μελέτη. (Ίσως Κοκκινιστό και Αριθμητική.)
"Είναι ζωντανές", σκέφτηκε ("θα γίνουν πεταλούδες", αναφώνησε, όταν επέστρεψε στις "κάμπιες" του αργά το απόγευμα και τις πείραξε με το δαχτυλάκι του -να σιγουρευτεί ότι δεν είχαν ψοφήσει, κι αυτές, ολοζώντανες, κουνήθηκαν).
Γύρισε σπίτι μιλώντας στο μπαμπά του για τις κάμπιες που είχαν γίνει κάπως "σαν ζωντανές ελιές" κολλημένες σε κορμό.
"Χρυσαλίδες", τον διόρθωσε ο μπαμπάς του. ("Στά'λεγα", πρόσθεσε.)
Τι απογοήτευση -όταν μιαδυό μέρες μετά, ύστερα από στενή παρακολούθηση στα νέα όντα (μην τυχόν και γίνουν πεταλούδες εν τη απουσία του και το χάσει) το αγόρι αντίκρυσε τις χρυσαλίδες αποξηραμένες, χωρίς το παραμικρό ίχνος ζωής πάνω τους.
Γύρισε σπίτι θλιμμένο.
Του πήρε δυο μέρες να συνέλθει.
"Να πάω πάλι;" (σκέφτηκε).
"Ή να μην πάω;"
"Δεν βαριέσαι; Θα πάω."
(Πήγε μαθαίνω.)
Πήγε, και τις βρήκε πάλι όπως λίγες μέρες νωρίτερα. (Φρέσκες, αζάρωτες, γυαλιστερές, όπως τις είχε αφήσει, λες και τις δύο ενδιάμεσες μέρες -που πέθαναν- τις είχε απλά ονειρευτεί).
Μην σας κουράσω.
Μέσω δύο διαδικασιών που ονομάζονται ιστόλυση και ιστοσύνθεση (με ενδιάμεση επιστημονικώς "ανεξήγητη" πλήρη παύση κάθε κίνησης των κυττάρων και απουσία κάθε ίχνους ζωής), οι χρυσαλίδες πεθαίνουν και ανασταίνονται σ'ένα ανώτερο ον.
Την 3η Μαϊου του 1949, ώρα 7η πρωινή, το μικρό αγόρι είδε επιτέλους τη λήξη της δεκαήμερης θείας λειτουργίας του, και τον μπογιατισμένο θεό στο θόλο να του κοινωνεί τα μυστικά του παγκόσμιου ρυθμού, με τρελλό (είμαι σίγουρη) κλείσιμο ματιού.
Οι πεταλούδες είναι ανώτερες από εμάς. (Έχουν δέκα αισθήσεις.) Μην σας μπερδέψω με το ποιες είναι. (Άσε που θα ζηλέψει το μακ μου αν περιγράψω τον υπολογιστή που έχουν μέσα τους.)
Ανώτερα όντα.
(Προϊόντα ενός παλιού, σχεδόν ντροπιαστικού εαυτού, που αρχικά μοιάζει πως δεν έρχεται στον κόσμο παρά μόνο για να συλλέξει πληροφορίες από το περιβάλλον, να μασουλήσει κραμβοειδή, και να πεθάνει.)
Σπουδαία τα λάχανα θα μου πείτε -και θα πέσετε μέσα (αν και μιλούσαμε για κραμβοειδή -τα σταυρανθή άλλη μέρα).
Μα ειλικρινά. Eσάς δεν σας πειράζει καθόλου;
Χρόνια οι κάμπιες πεθαίνουν και ανασταίνονται προσπαθώντας να μας δώσουν το απόλυτο μάθημα ακριβώς κάτω από τη μύτη μας (που εκείνη τη στιγμή είναι πολύ απασχολημένη να μυρίσει το καινούργιο άρωμα του χοντοσέντερ).
Κι εμείς... αρκούμαστε να παρακολουθούμε το χάος να παίζει μποξ με το νόημα.
(Τις πεταλούδες να μεταμορφώνονται σε κάμπιες.)
Για την ιστορία, την ιστορία της αρχής την έζησε, ως αγοράκι, (και μου τη διηγήθηκε προχθές με δικά του λόγια), ο Μάριος Έσσλιν -ο οποίος και με βάφτισε. (Λογικά θα έπρεπε να μου έχει μεταγγιστεί η ανάγκη όταν μεγαλώσω να γίνω πεταλούδα. Προσπαθώ. Προσπαθώ και δεν τα καταφέρνω με τίποτα.)
:-)
(Αν δεν έχετε -ή δεν λυπάστε γι'αυτό-, τη θερμή μου συμπαράσταση.)
Όμως σοβαρά. Πείτε μου.
Πώς να μην πεθαίνω από ζήλια στη σκέψη ότι ίσως είστε πεταλούδες -δηλαδή ανώτερα όντα;
(Και πώς να μην πιστεύω ότι τα λεπιδόπτερα ΕΙΝΑΙ ανώτερα όντα -τη στιγμή που είναι η μόνη απτή απόδειξη πώς υπάρχει ζωή μετά θάνατον;)
Αλήθεια λέω.
Τέλη Απριλίου του 1949 ένα μικρό αγόρι που βαριόταν να παίξει μπάλα γύρισε σπίτι θλιμμένο ύστερα από μια αρκετά σημαντική παρατήρηση που έκανε στον όμορφο κήπο του στην κηφισιά.
Οι κάμπιες που σέρνονταν στο γρασίδι!
(Τι απογοήτευση.)
Έβαλε το χεράκι του μπροστά τους κι αυτές τίποτα. (Τυφλές.)
Προσπάθησε να τις κάνει να αντιδράσουν στη φωνή του, τίποτα. (Κουφές.)
Οι κάμπιες.
Πλάσματα με αποκλειστικά 3 αισθήσεις: αφή, για να αισθάνονται τον άνεμο και την επαφή με τους βλαστούς, όσφρηση και γεύση, για να οδηγούνται στην τροφή τους -τα κραμβοειδή. (Γιαμ!)
Οι κάμπιες, από το στόμα τους ώς την έδρα τους, δεν είναι παρά ένα έντερο σε κίνηση -μια ανεγκέφαλη αποθήκη επεξεργασμένων τροφών που πάει βόλτες στα λιβάδια.
(Τραλαρί, τραλαρό.)
Πόσο το στεναχώρησε το μικρό αγόρι η σκέψη να υπάρχουν τόσο κατώτερα πλάσματα, σκέτα έντερα χωρίς σώμα γύρω-γύρω, με περιορισμένες αισθήσεις, καταδικασμένα να μην δουν ποτέ ουρανό, λουλούδια, καραμέλες, (ή το προσωπάκι της μικρής του φιλενάδας).
(Χωρίς την καθησυχαστική φωνή του μπαμπά του, αμφιβάλλω αν θα κοιμόταν το βράδυ.)
"Μη στεναχωριέσαι βρε χαζό. Η φύση ξέρει. Στεναχωριόμουν εγώ που ήσουν στην κοιλιά της μαμάς σου και δεν έβλεπες ακόμα; Μην τις λυπάσαι αυτές. Θα δουν. Θα γίνουν πεταλούδες."
Παρντόν;
Να μην τις λυπόταν; Να μην είχε το δικαίωμα να κρίνει τη φύση;
(Πριτς!)
Τις επόμενες μέρες, μετά το σχολείο, κατέβαινε καθημερινά να παρατηρεί τις κάμπιες στον κήπο.
Ώσπου έφτασε πρωί Κυριακής. (Και παρά την αργία που θα του έδινε τον χρόνο να τις παρατηρήσει με ευλάβεια, ακολούθησε -με ευλάβεια- τους γονείς του στην εκκλησία για την καθιερωμένη λειτουργία.)
Δεν ήμουν εκεί.
Αλλά ξέρω από αυτά.
(Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Στάθηκε στη μέση του ναού, κι έστρεψε το βλέμμα προς τον μπογιατισμένο θεό στο θόλο -θέλοντας να "ρωτήσει" αν θα είναι πολύ κακό παιδί αν το σκάσει και πάει στον κήπο.)
Δεν ήμουν εκεί.
Αλλά σαν να την ακούω και τώρα -μια εκκωφαντική φωνή να του ψιθυρίζει ενθαρρυντικά:
"Άντε παιδί μου στη λειτουργία τη δική σου, όπου θα με δεις ζωντανό, κι όχι μπογιατισμένο".
(Πήγε μαθαίνω.)
Οι κάμπιες είχαν ξεκινήσει το οδοιπορικό τους, προς τη μεγάλη καρυδιά του κήπου. Σε μια υποτυπώδη γραμμή έφτασαν γρήγορα στη βάση της καρυδιάς με τον λείο φλοιό, κι άρχισαν να αναρριχώνται στη βορειοανατολική πλευρά του κορμού της. Σε ύψος περίπου δυο μέτρων σταμάτησαν -και άφησαν, από το πίσω μέρος του σώματός τους, μια κολλώδη σταγόνα. Όταν αυτή στέγνωσε, το πίσω μέρος τους είχε προσκολληθεί στον κορμό "οριστικά". Συρρίκνωσαν τότε το σώμα τους, στερεωμένες στη βάση τους μόνο, κι άφησαν (από το "στόμα" αυτή τη φορά) μια δέυτερη σταγόνα κόλλας -σταθεροποιώντας το πλέον συρρικνωμένο, σαν μπαλίτσα σχεδόν σώμα τους, στον κορμό.
Μέσα σε μισή μόλις ώρα, το σώμα τους πάχυνε και κόντυνε.
Εγκάρσιες διαστολές και αντίστοιχες επιμήκεις συστολές σταθερού όγκου.
(Τέτοιους υπολογισμούς, ούτε μαθηματικοί.)
Το αγόρι πήγε για φαϊ και μελέτη. (Ίσως Κοκκινιστό και Αριθμητική.)
"Είναι ζωντανές", σκέφτηκε ("θα γίνουν πεταλούδες", αναφώνησε, όταν επέστρεψε στις "κάμπιες" του αργά το απόγευμα και τις πείραξε με το δαχτυλάκι του -να σιγουρευτεί ότι δεν είχαν ψοφήσει, κι αυτές, ολοζώντανες, κουνήθηκαν).
Γύρισε σπίτι μιλώντας στο μπαμπά του για τις κάμπιες που είχαν γίνει κάπως "σαν ζωντανές ελιές" κολλημένες σε κορμό.
"Χρυσαλίδες", τον διόρθωσε ο μπαμπάς του. ("Στά'λεγα", πρόσθεσε.)
Τι απογοήτευση -όταν μιαδυό μέρες μετά, ύστερα από στενή παρακολούθηση στα νέα όντα (μην τυχόν και γίνουν πεταλούδες εν τη απουσία του και το χάσει) το αγόρι αντίκρυσε τις χρυσαλίδες αποξηραμένες, χωρίς το παραμικρό ίχνος ζωής πάνω τους.
Γύρισε σπίτι θλιμμένο.
Του πήρε δυο μέρες να συνέλθει.
"Να πάω πάλι;" (σκέφτηκε).
"Ή να μην πάω;"
"Δεν βαριέσαι; Θα πάω."
(Πήγε μαθαίνω.)
Πήγε, και τις βρήκε πάλι όπως λίγες μέρες νωρίτερα. (Φρέσκες, αζάρωτες, γυαλιστερές, όπως τις είχε αφήσει, λες και τις δύο ενδιάμεσες μέρες -που πέθαναν- τις είχε απλά ονειρευτεί).
Μην σας κουράσω.
Μέσω δύο διαδικασιών που ονομάζονται ιστόλυση και ιστοσύνθεση (με ενδιάμεση επιστημονικώς "ανεξήγητη" πλήρη παύση κάθε κίνησης των κυττάρων και απουσία κάθε ίχνους ζωής), οι χρυσαλίδες πεθαίνουν και ανασταίνονται σ'ένα ανώτερο ον.
Την 3η Μαϊου του 1949, ώρα 7η πρωινή, το μικρό αγόρι είδε επιτέλους τη λήξη της δεκαήμερης θείας λειτουργίας του, και τον μπογιατισμένο θεό στο θόλο να του κοινωνεί τα μυστικά του παγκόσμιου ρυθμού, με τρελλό (είμαι σίγουρη) κλείσιμο ματιού.
Οι πεταλούδες είναι ανώτερες από εμάς. (Έχουν δέκα αισθήσεις.) Μην σας μπερδέψω με το ποιες είναι. (Άσε που θα ζηλέψει το μακ μου αν περιγράψω τον υπολογιστή που έχουν μέσα τους.)
Ανώτερα όντα.
(Προϊόντα ενός παλιού, σχεδόν ντροπιαστικού εαυτού, που αρχικά μοιάζει πως δεν έρχεται στον κόσμο παρά μόνο για να συλλέξει πληροφορίες από το περιβάλλον, να μασουλήσει κραμβοειδή, και να πεθάνει.)
Σπουδαία τα λάχανα θα μου πείτε -και θα πέσετε μέσα (αν και μιλούσαμε για κραμβοειδή -τα σταυρανθή άλλη μέρα).
Μα ειλικρινά. Eσάς δεν σας πειράζει καθόλου;
Χρόνια οι κάμπιες πεθαίνουν και ανασταίνονται προσπαθώντας να μας δώσουν το απόλυτο μάθημα ακριβώς κάτω από τη μύτη μας (που εκείνη τη στιγμή είναι πολύ απασχολημένη να μυρίσει το καινούργιο άρωμα του χοντοσέντερ).
Κι εμείς... αρκούμαστε να παρακολουθούμε το χάος να παίζει μποξ με το νόημα.
(Τις πεταλούδες να μεταμορφώνονται σε κάμπιες.)
Για την ιστορία, την ιστορία της αρχής την έζησε, ως αγοράκι, (και μου τη διηγήθηκε προχθές με δικά του λόγια), ο Μάριος Έσσλιν -ο οποίος και με βάφτισε. (Λογικά θα έπρεπε να μου έχει μεταγγιστεί η ανάγκη όταν μεγαλώσω να γίνω πεταλούδα. Προσπαθώ. Προσπαθώ και δεν τα καταφέρνω με τίποτα.)
:-)
20 Δεκ 2008
Γράμμα στον Άγριο Βασίλη.
Πάντα τέτοιος ήσουν.
Φιλικός, άγιος κατά δήλωση, κι εγώ ν'αξίζω όλα σου τα δώρα, γεννημένη βολικούλα -και άχου πόσο καλή (με καρδιά με σοσόνια και μαργαριταρένιο κολιεδάκι).
Φέτος κομμένες οι υποκρισίες (και κομμένες σε μεγάλα κομμμάτια, γιατί βαριέμαι την ηλεκτρική).
Εσένα από άγιο σε θέλω άγριο, κι εμένα από κοριτσάκι με τα σπίρτα κοριτσάκι με τα σκήπτρα.
(Παρεπιμπτόντως, μη ρωτήσεις που να τα βάλεις τα ελαφάκια σου -δεν βάζω ποτέ δημόσια τη λέξη κώλος στο στόμα μου.)
Στην προσπάθειά μου να συντάξω τη λίστα με το τι να μου πάρεις φέτος, κατέληξα ότι καταρχήν λέω να μου "πάρεις" κι όχι να μου "φέρεις", όχι επειδή ξέρω πως ό,τι φέρνεις προφανώς από κάπου το παίρνεις, αλλά επειδή κυριολεκτώ.
Κάνε την άγρια ανατροπή σου.
(Κι αντί να μου φέρεις, πάρε μου.)
Πάρε μου την επιθυμία.
Πάρε μου τη σκέψη.
Πάρε μου τη φαντασία.
Πάρε μου τον ενθουσιασμό.
(Κι όπως θα έρχεσαι πάρε μου και μια εφημερίδα.)
ΥΓ1
Μην μου πάρεις ελλατώματα. (Τα χρειάζομαι.)
ΥΓ2
Όταν μαζεύονται πολλά ωραία (κι έχουμε περίσσεμα) μπορεί να μπερδευτούμε (και να αρχίσουμε να τα μοιραζόμαστε απερίσκεπτα) -ενώ με τα ελλατώματα δεν κάνεις ποτέ λάθος. (Γιατί αν κάνεις σου συγχωρείται.)
ΥΓ3
Είναι μάταιο να μοιράζεσαι ορατά προτερήματα με το αόρατο σώμα σου.
ΥΓ4
Αν δεν παίρνεις από λόγια και επιμένεις να μου φέρεις κάτι, μην πιεστείς, το έχω και σε ανάποδο: φέρε μου κάτι συμβολικό, απλό και φτηνό (παράδειγμα μοναξιά -αν δεν το' πιασες ακόμη). Δεν θα σε παρεξηγήσω. ("Η σκέψη μετράει.") Μη τυχόν όμως πάρεις απ' την πολύ φτηνή (και σπάσει με την πρώτη και δεν την χαρώ). Και καλύτερα το εκπαιδευτικό εντίσιον.
ΥΓ5
Μην παρασυρθείς πως δεν μου αρέσουν τα χριστούγεννα.
(Εϊναι τόσο στερεοτυπικά αντιδραστικό το να μη σου αρέσουν τα χριστούγεννα που το εναλλακτικό είναι να σου αρέσουν. Όχι ότι εμένα μου αρέσουν επειδή απλώς θέλω να είμαι εναλλακτική. Μου αρέσουν επειδή είναι μια εμπορική γιορτή που σου πιάνει αυτόν που δεν βάζω ποτέ δημόσια στο στόμα μου και που κάνει τα πάντα να λειτουργούν με αυτόματο πιλότο χαράς.)
Σοβαρά τώρα -το εννοώ ότι μου αρέσουν.
(Η σκέψη ότι καθημερινές μέρες έχουμε καθημερινά, δηλαδή 365 φορές το χρόνο για Χ και βάλε χρόνια, ενώ, συνολικά, έχουμε κατά μέσο όρο μόλις 90 χριστούγεννα ανά κεφαλή, με κάνει να μην τα αντιπαθώ.)
ΥΓ6
Απλώς είχες δεν είχες μας τα χάλασες φέτος. (Πώς να μην είμαι ανάποδη;)
Κι εντάξει. Αν θέλεις τα προσωπικά να τα παραβλέψω (πάρε ό,τι είναι να πάρεις και κλείσαμε.)
Αλλά τα άλλα δυσκολεύομαι να τα ξεχάσω.
Υποθέτω όταν είδες το ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο να καίγεται, συμβολικό, στο εξίσου συμβολικό μας Σύνταγμα, δεν μπορεί, θα το σκέφτηκες κι εσύ το "Ζήτω" (που καήκαμε).
Κάψαμε ό,τι όμορφο, κι ό,τι αληθινό, που δεν μας περίσεψε και πολύ κέφι. Και, κυρίως, καίγοντας ό,τι όμορφο κι ό,τι αληθινό, δεν μας έμεινε παρά να καίμε μέχρι και τα ψεύτικα...
(Νόμος του συντάγματος.)
ΥΓ7
Ας είναι.
Κατά βάθος χαίρομαι που υπάρχουν ψεύτικα δέντρα να καίγονται αληθινά.
ΥΓ8
Μακάρι να υπήρχαν και ψεύτικα παιδιά να σκοτώνονται αληθινά.
(Ή αληθινά παιδιά να σκοτώνονται ψεύτικα.)
ΥΓ9
Κλείνοντας, για να ξαναγυρίσουμε τον προβολέα πάνω μου, δεν θέλω να σε σοκάρω, αλλά σε τελική ανάλυση ποτέ δεν με ένοιαζε αν υπήρχε αηβασίλης του μπεγκίν γουίθ (μου αρκούσε να τον παριστάνει ο μπαμπάς).
ΥΓ10
Προφανώς μ΄ ενδιέφερε περισσότερο το ερώτημα αν υπάρχει μπαμπάς.
(Ευτυχώς συμφιλιώθηκα γρήγορα με την ιδέα: όταν έχεις δυο "μπα" μέσα σου, τα πράγματα είναι εξ ορισμού δύσκολα.)
ΥΓ11
Και, μετά από το πιο άσχετο (με το γενικότερο περιεχόμενο) υστερόγραφο έβερ, αλλά και για να κλείσω όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα, μια ερώτηση: το "Σάντα Κλόοζ", γιατί δεν το κάνεις για φέτος "Σάντα Κλόουζουρ" να με καλύψεις;
(Μεταξύ μας, έστι σπάνια που σε βλέπουμε, και το "Σάντα Χιόνια" θα σου ταίριαζε.)
ΥΓ12
"Εορταστικό" κλείσιμο ματιού -και, αν φέτος (από τις πολλές αναποδιές) είστε στραβοί και ανάποδοι σαν κι εμένα και δεν θέλετε να στολίσετε μπάλες σε δέντρο, στολίστε δέντρα στη μπάλα.
(Μετάφραση, φυτέψτε 2-3 δεντράκια στη γη).
:-)
Τζίνγκλμπελς.
Φιλικός, άγιος κατά δήλωση, κι εγώ ν'αξίζω όλα σου τα δώρα, γεννημένη βολικούλα -και άχου πόσο καλή (με καρδιά με σοσόνια και μαργαριταρένιο κολιεδάκι).
Φέτος κομμένες οι υποκρισίες (και κομμένες σε μεγάλα κομμμάτια, γιατί βαριέμαι την ηλεκτρική).
Εσένα από άγιο σε θέλω άγριο, κι εμένα από κοριτσάκι με τα σπίρτα κοριτσάκι με τα σκήπτρα.
(Παρεπιμπτόντως, μη ρωτήσεις που να τα βάλεις τα ελαφάκια σου -δεν βάζω ποτέ δημόσια τη λέξη κώλος στο στόμα μου.)
Στην προσπάθειά μου να συντάξω τη λίστα με το τι να μου πάρεις φέτος, κατέληξα ότι καταρχήν λέω να μου "πάρεις" κι όχι να μου "φέρεις", όχι επειδή ξέρω πως ό,τι φέρνεις προφανώς από κάπου το παίρνεις, αλλά επειδή κυριολεκτώ.
Κάνε την άγρια ανατροπή σου.
(Κι αντί να μου φέρεις, πάρε μου.)
Πάρε μου την επιθυμία.
Πάρε μου τη σκέψη.
Πάρε μου τη φαντασία.
Πάρε μου τον ενθουσιασμό.
(Κι όπως θα έρχεσαι πάρε μου και μια εφημερίδα.)
ΥΓ1
Μην μου πάρεις ελλατώματα. (Τα χρειάζομαι.)
ΥΓ2
Όταν μαζεύονται πολλά ωραία (κι έχουμε περίσσεμα) μπορεί να μπερδευτούμε (και να αρχίσουμε να τα μοιραζόμαστε απερίσκεπτα) -ενώ με τα ελλατώματα δεν κάνεις ποτέ λάθος. (Γιατί αν κάνεις σου συγχωρείται.)
ΥΓ3
Είναι μάταιο να μοιράζεσαι ορατά προτερήματα με το αόρατο σώμα σου.
ΥΓ4
Αν δεν παίρνεις από λόγια και επιμένεις να μου φέρεις κάτι, μην πιεστείς, το έχω και σε ανάποδο: φέρε μου κάτι συμβολικό, απλό και φτηνό (παράδειγμα μοναξιά -αν δεν το' πιασες ακόμη). Δεν θα σε παρεξηγήσω. ("Η σκέψη μετράει.") Μη τυχόν όμως πάρεις απ' την πολύ φτηνή (και σπάσει με την πρώτη και δεν την χαρώ). Και καλύτερα το εκπαιδευτικό εντίσιον.
ΥΓ5
Μην παρασυρθείς πως δεν μου αρέσουν τα χριστούγεννα.
(Εϊναι τόσο στερεοτυπικά αντιδραστικό το να μη σου αρέσουν τα χριστούγεννα που το εναλλακτικό είναι να σου αρέσουν. Όχι ότι εμένα μου αρέσουν επειδή απλώς θέλω να είμαι εναλλακτική. Μου αρέσουν επειδή είναι μια εμπορική γιορτή που σου πιάνει αυτόν που δεν βάζω ποτέ δημόσια στο στόμα μου και που κάνει τα πάντα να λειτουργούν με αυτόματο πιλότο χαράς.)
Σοβαρά τώρα -το εννοώ ότι μου αρέσουν.
(Η σκέψη ότι καθημερινές μέρες έχουμε καθημερινά, δηλαδή 365 φορές το χρόνο για Χ και βάλε χρόνια, ενώ, συνολικά, έχουμε κατά μέσο όρο μόλις 90 χριστούγεννα ανά κεφαλή, με κάνει να μην τα αντιπαθώ.)
ΥΓ6
Απλώς είχες δεν είχες μας τα χάλασες φέτος. (Πώς να μην είμαι ανάποδη;)
Κι εντάξει. Αν θέλεις τα προσωπικά να τα παραβλέψω (πάρε ό,τι είναι να πάρεις και κλείσαμε.)
Αλλά τα άλλα δυσκολεύομαι να τα ξεχάσω.
Υποθέτω όταν είδες το ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο να καίγεται, συμβολικό, στο εξίσου συμβολικό μας Σύνταγμα, δεν μπορεί, θα το σκέφτηκες κι εσύ το "Ζήτω" (που καήκαμε).
Κάψαμε ό,τι όμορφο, κι ό,τι αληθινό, που δεν μας περίσεψε και πολύ κέφι. Και, κυρίως, καίγοντας ό,τι όμορφο κι ό,τι αληθινό, δεν μας έμεινε παρά να καίμε μέχρι και τα ψεύτικα...
(Νόμος του συντάγματος.)
ΥΓ7
Ας είναι.
Κατά βάθος χαίρομαι που υπάρχουν ψεύτικα δέντρα να καίγονται αληθινά.
ΥΓ8
Μακάρι να υπήρχαν και ψεύτικα παιδιά να σκοτώνονται αληθινά.
(Ή αληθινά παιδιά να σκοτώνονται ψεύτικα.)
ΥΓ9
Κλείνοντας, για να ξαναγυρίσουμε τον προβολέα πάνω μου, δεν θέλω να σε σοκάρω, αλλά σε τελική ανάλυση ποτέ δεν με ένοιαζε αν υπήρχε αηβασίλης του μπεγκίν γουίθ (μου αρκούσε να τον παριστάνει ο μπαμπάς).
ΥΓ10
Προφανώς μ΄ ενδιέφερε περισσότερο το ερώτημα αν υπάρχει μπαμπάς.
(Ευτυχώς συμφιλιώθηκα γρήγορα με την ιδέα: όταν έχεις δυο "μπα" μέσα σου, τα πράγματα είναι εξ ορισμού δύσκολα.)
ΥΓ11
Και, μετά από το πιο άσχετο (με το γενικότερο περιεχόμενο) υστερόγραφο έβερ, αλλά και για να κλείσω όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα, μια ερώτηση: το "Σάντα Κλόοζ", γιατί δεν το κάνεις για φέτος "Σάντα Κλόουζουρ" να με καλύψεις;
(Μεταξύ μας, έστι σπάνια που σε βλέπουμε, και το "Σάντα Χιόνια" θα σου ταίριαζε.)
ΥΓ12
"Εορταστικό" κλείσιμο ματιού -και, αν φέτος (από τις πολλές αναποδιές) είστε στραβοί και ανάποδοι σαν κι εμένα και δεν θέλετε να στολίσετε μπάλες σε δέντρο, στολίστε δέντρα στη μπάλα.
(Μετάφραση, φυτέψτε 2-3 δεντράκια στη γη).
:-)
Τζίνγκλμπελς.
2 Δεκ 2008
Μικροαστική Καταστροφή.
Δεν καταλαβαίνω.
Πώς βρέθηκε αυτό το γκρι πεζοδρόμιο φορεμένο σαν σφιχτό κολιέ γύρω από το λαιμό μου;
Πώς βρέθηκε η αγουροξυπνημένη ασχήμια της μικρογειτονιάς μου κολλημένη πάνω μου σαν φτηνό τατού τσιχλόφουσκας;
Και, κυρίως, πώς βρέθηκε αυτή η μυρωδιά συνοικιακής σουπερμαρκετίλας στα μαλλιά μου;
Όπως και να βρέθηκαν, η ανάγκη να ξεφλουδίσει από πάνω μου πάλι η μικρή Αθηνούλα (με τα μικροαστικά δρομάκια και το αόρατο ψωροποτάμι της), χτύπησε την πόρτα μου νωρίτερα απ'ό,τι περίμενα (και δεν έφερε ούτε μια πάστα.)
"Πάμε!"
"Πάάάάμε!"
"ΠΑΜΕ!"
Εδώ και 3 μέρες, οι βαλίτσες μου ξελαρυγγιάζονται απ'τα πατάρια, να πετάξουμε λέει πάλι, μακριά. (Κυρίως ξελαρυγγιάζεται η μικρή μου, που, ως πιτσιρίκα, είναι και η πιο πεταχτούλα.)
Το σίγουρο είναι ένα.
Δεν έχω σε κανέναν να πάω κι από κανέναν να φύγω.
ΥΓ1
Τα ταξίδια θα πέσουν στα λεξοτανίλ.
ΥΓ2
Όμως αλήθεια τώρα, αν δεν χρειαστεί να με κοιτάξω σύντομα έτσι όπως είμαι στην φωτογραφία του διαβατηρίου μου, θα κρατήσω την αναπνοή μου ως το 80.
ΥΓ3
(Μπορώ ώς το 50).
ΥΓ4
Υπάρχει κάποιος να με περιμένει κάπου;
ΥΓ5
Μπα.
(Μπου.)
ΥΓ6
Κατάλαβες. (Αυτός που με περιμένει με περιμένει σε μια χώρα όπου φυτρώνουν μπαμπού.)
ΥΓ7
Ζηλέυω τον φίλο μου τον Κώστα υποπτεύομαι. Παράτησε την Ελβετία του για να κάνει τρίμηνο σαμπάτικαλ γύρο του κόσμου, αφήνοντας στην ντουλάπα του όλα τα κόρπορετ κοστούμια του (να γηροκομούν τις γραβάτες του). Ζενιάλ.
ΥΓ8
Πάντως, καλού κακού, κάντε το μπιντέ σας, γλυκές μου βαλιτσούλες, γιατί γιορτές πλησιάζουν, θα φύγουμε, δεν μπορεί, έχω μάλιστα έτοιμη τη λίστα με το τι θα φορτώσω στα καλογυμνασμένα σας μπρατσάκια.
ΥΓ9
Φωτογραφική μηχανή, όχι, δεν θα πάρω: αν εξαιρέσεις τις νεοϋρκέζες μου δεν έχω φωτό μου από ταξίδια -γιατί οι πόζες τύπου "εδώ εγώ χεράκι-χεράκι με τον πύργο του άιφελ" με θλίβουν (τρέχα γύρευε γιατί).
ΥΓ10
Θα πάρω όμως σίγουρα μια καλή γόμα μαζί μου. (Και θα βάλω στην τσέπη του παλτό μου και μερικές τελείες, ίσως και κανά δυο κόμματα.)
ΥΓ11
Θαυμαστικά θα βρω εκεί.
(Τα εγχώρια δεν είναι εποχής.)
:-)
Πώς βρέθηκε αυτό το γκρι πεζοδρόμιο φορεμένο σαν σφιχτό κολιέ γύρω από το λαιμό μου;
Πώς βρέθηκε η αγουροξυπνημένη ασχήμια της μικρογειτονιάς μου κολλημένη πάνω μου σαν φτηνό τατού τσιχλόφουσκας;
Και, κυρίως, πώς βρέθηκε αυτή η μυρωδιά συνοικιακής σουπερμαρκετίλας στα μαλλιά μου;
Όπως και να βρέθηκαν, η ανάγκη να ξεφλουδίσει από πάνω μου πάλι η μικρή Αθηνούλα (με τα μικροαστικά δρομάκια και το αόρατο ψωροποτάμι της), χτύπησε την πόρτα μου νωρίτερα απ'ό,τι περίμενα (και δεν έφερε ούτε μια πάστα.)
"Πάμε!"
"Πάάάάμε!"
"ΠΑΜΕ!"
Εδώ και 3 μέρες, οι βαλίτσες μου ξελαρυγγιάζονται απ'τα πατάρια, να πετάξουμε λέει πάλι, μακριά. (Κυρίως ξελαρυγγιάζεται η μικρή μου, που, ως πιτσιρίκα, είναι και η πιο πεταχτούλα.)
Το σίγουρο είναι ένα.
Δεν έχω σε κανέναν να πάω κι από κανέναν να φύγω.
ΥΓ1
Τα ταξίδια θα πέσουν στα λεξοτανίλ.
ΥΓ2
Όμως αλήθεια τώρα, αν δεν χρειαστεί να με κοιτάξω σύντομα έτσι όπως είμαι στην φωτογραφία του διαβατηρίου μου, θα κρατήσω την αναπνοή μου ως το 80.
ΥΓ3
(Μπορώ ώς το 50).
ΥΓ4
Υπάρχει κάποιος να με περιμένει κάπου;
ΥΓ5
Μπα.
(Μπου.)
ΥΓ6
Κατάλαβες. (Αυτός που με περιμένει με περιμένει σε μια χώρα όπου φυτρώνουν μπαμπού.)
ΥΓ7
Ζηλέυω τον φίλο μου τον Κώστα υποπτεύομαι. Παράτησε την Ελβετία του για να κάνει τρίμηνο σαμπάτικαλ γύρο του κόσμου, αφήνοντας στην ντουλάπα του όλα τα κόρπορετ κοστούμια του (να γηροκομούν τις γραβάτες του). Ζενιάλ.
ΥΓ8
Πάντως, καλού κακού, κάντε το μπιντέ σας, γλυκές μου βαλιτσούλες, γιατί γιορτές πλησιάζουν, θα φύγουμε, δεν μπορεί, έχω μάλιστα έτοιμη τη λίστα με το τι θα φορτώσω στα καλογυμνασμένα σας μπρατσάκια.
ΥΓ9
Φωτογραφική μηχανή, όχι, δεν θα πάρω: αν εξαιρέσεις τις νεοϋρκέζες μου δεν έχω φωτό μου από ταξίδια -γιατί οι πόζες τύπου "εδώ εγώ χεράκι-χεράκι με τον πύργο του άιφελ" με θλίβουν (τρέχα γύρευε γιατί).
ΥΓ10
Θα πάρω όμως σίγουρα μια καλή γόμα μαζί μου. (Και θα βάλω στην τσέπη του παλτό μου και μερικές τελείες, ίσως και κανά δυο κόμματα.)
ΥΓ11
Θαυμαστικά θα βρω εκεί.
(Τα εγχώρια δεν είναι εποχής.)
:-)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)