Το παίρνεις από την έκθεση.
Βάζεις πρώτη.
Όμως που ακριβώς μπορεί να σε πάει;
Ένα καινούργιο αμάξι δεν θυμάται τίποτα από σένα -ούτε καν που μένεις, ή που έμενες μικρούλης.
(Κανείς δεν φιλήθηκε ποτέ στο πίσω κάθισμα, κανείς δεν ξέχασε στο πορτμπαγκάζ την ομπρέλα θαλάσσης του ή την άμμο του, κανείς δεν έκλαψε στη θέση τού οδηγού ακούγοντας στο ράδιο το little china girl.)
Ένα καινούργιο αμάξι θα αργήσει ν' αγαπήσει τους προορισμούς σου.
Όταν αυτό θα πηγαίνει, εσύ θα γυρνάς.
Αν του βάλεις όπισθεν, θα πάει απλά όπισθεν (μηχανικά -καμμία ανάμνηση).
Ένα καινούργιο αμάξι έχει αμνησία καινούργιας τεχνολογίας (καταλυτικής).
Αν είχε λαιμό να χώσεις τη μουσούδα σου για παρηγοριά, αυτός θα μυρίζε σαν αμεταχείριστος.
(Πόσο μακριά να σε πάει ένας αμεταχείριστος λαιμός;)
Ένα καινούργιο αμάξι, μέχρι να παλιώσει για τα καλά, στέκει μόνο σαν πόθος, μόνο μέσα στη διαφημισούλα του, μόνο πίσω απ' τη βιτρίνα του.
Σαν έναν καινούργιο άνθρωπο, ξαφνικά.
Γιατί γελάει αυτός ο καινούργιος άνθρωπος με τα αστεία μου;
Τι γυρεύουν τα δάκρυά του στα μάτια του τη μέρα που είμαι λυπημένη;
Με ποιο δικαίωμα, με ποια νεαρή μαγεία, ένας καινούργιος άνθρωπος έρχεται να βγάλει με τα καινούργια του χέρια τα παλιά μου κουνέλια από το παλιό μου καπέλο;
ΥΓ1
Κάθε φορά που χάνεις έναν παλιό άνθρωπο, ακυρώνεσαι, σαν κάποιος να έσκισε μόλις το σελοφάν και να σ' έβγαλε απ' το κουτί σου, κι εσύ να μην θυμάσαι ούτε ένα τραγούδι να πεις.
ΥΓ2
Ο παιδικός τρόπος που μύριζες στα 25 σου ήταν μάλλον η ιδέα σου, αν δεν έχεις κανέναν μάρτυρα για εκείνην την ωραία μυρωδιά -ένας νέος άνθρωπος θα σε μυρίσει μόνο μετά τα 35 σου πια.
ΥΓ3
Αδικία εις βάρος σας.
ΥΓ4
Χρειάζεσαι τουλάχιστον έναν παλιό άνθρωπο, καλής εσοδείας -να θυμάται ότι κάποτε ήσουν αστείος, κάποτε έβγαζες αστράκια από τα χέρια σου, κάποτε έστεκες.
ΥΓ5
Όχι πως δεν παλιώνουν οι καινούργιοι άνθρωποι, αλλά ό,τι παλιώνει με τις λιγότερες μνήμες σου από τότε που οι μνήμες σου είχαν σημασία, (τότε που ήταν νεογέννητες, άβαφτες, αγουροξυπνημένες)... παλιώνει με έναν τρόπο...πώς να τον πω;... καινούργιο.
ΥΓ5
Άντε να πείσεις το καινούργιο ότι έισαι κάτι παλιό.
ΥΓ6
Ένας παλιός άνθρωπος σου έχει κρατήσει παρέα.
ΥΓ7
Αλλά πάνω από όλα σου έχει κρατήσει μοναξιά.
(Αφιερωμένο στον παλίο μου Baastian, που, ακριβώς 2 χρόνια πριν, κάποιος μας απαγόρευσε οριστικά να ξαναγκαλιαστούμε με τον ωραίο μας μοναχικό τρόπο. Το μοναδικό και το μοναχικό μοιάζουν επίτηδες ίσως. Αφιερωμένο και στο πιο παλιό μου αμάξι, που το οδηγεί πια η φίλη μου η Χριστοφόρου, και που στο πορτμπαγκάζ έχει ακόμη λίγη άμμο εποχής Baastian. Κολλάει παντού η άτιμη.)
30 Δεκ 2008
27 Δεκ 2008
Ανώτερη φύση.
Αν έχετε πολύχρωμα βελούδινα φτερά να βγαίνουν από την πλάτη σας, σας ζηλεύω απερίγραπτα.
(Αν δεν έχετε -ή δεν λυπάστε γι'αυτό-, τη θερμή μου συμπαράσταση.)
Όμως σοβαρά. Πείτε μου.
Πώς να μην πεθαίνω από ζήλια στη σκέψη ότι ίσως είστε πεταλούδες -δηλαδή ανώτερα όντα;
(Και πώς να μην πιστεύω ότι τα λεπιδόπτερα ΕΙΝΑΙ ανώτερα όντα -τη στιγμή που είναι η μόνη απτή απόδειξη πώς υπάρχει ζωή μετά θάνατον;)
Αλήθεια λέω.
Τέλη Απριλίου του 1949 ένα μικρό αγόρι που βαριόταν να παίξει μπάλα γύρισε σπίτι θλιμμένο ύστερα από μια αρκετά σημαντική παρατήρηση που έκανε στον όμορφο κήπο του στην κηφισιά.
Οι κάμπιες που σέρνονταν στο γρασίδι!
(Τι απογοήτευση.)
Έβαλε το χεράκι του μπροστά τους κι αυτές τίποτα. (Τυφλές.)
Προσπάθησε να τις κάνει να αντιδράσουν στη φωνή του, τίποτα. (Κουφές.)
Οι κάμπιες.
Πλάσματα με αποκλειστικά 3 αισθήσεις: αφή, για να αισθάνονται τον άνεμο και την επαφή με τους βλαστούς, όσφρηση και γεύση, για να οδηγούνται στην τροφή τους -τα κραμβοειδή. (Γιαμ!)
Οι κάμπιες, από το στόμα τους ώς την έδρα τους, δεν είναι παρά ένα έντερο σε κίνηση -μια ανεγκέφαλη αποθήκη επεξεργασμένων τροφών που πάει βόλτες στα λιβάδια.
(Τραλαρί, τραλαρό.)
Πόσο το στεναχώρησε το μικρό αγόρι η σκέψη να υπάρχουν τόσο κατώτερα πλάσματα, σκέτα έντερα χωρίς σώμα γύρω-γύρω, με περιορισμένες αισθήσεις, καταδικασμένα να μην δουν ποτέ ουρανό, λουλούδια, καραμέλες, (ή το προσωπάκι της μικρής του φιλενάδας).
(Χωρίς την καθησυχαστική φωνή του μπαμπά του, αμφιβάλλω αν θα κοιμόταν το βράδυ.)
"Μη στεναχωριέσαι βρε χαζό. Η φύση ξέρει. Στεναχωριόμουν εγώ που ήσουν στην κοιλιά της μαμάς σου και δεν έβλεπες ακόμα; Μην τις λυπάσαι αυτές. Θα δουν. Θα γίνουν πεταλούδες."
Παρντόν;
Να μην τις λυπόταν; Να μην είχε το δικαίωμα να κρίνει τη φύση;
(Πριτς!)
Τις επόμενες μέρες, μετά το σχολείο, κατέβαινε καθημερινά να παρατηρεί τις κάμπιες στον κήπο.
Ώσπου έφτασε πρωί Κυριακής. (Και παρά την αργία που θα του έδινε τον χρόνο να τις παρατηρήσει με ευλάβεια, ακολούθησε -με ευλάβεια- τους γονείς του στην εκκλησία για την καθιερωμένη λειτουργία.)
Δεν ήμουν εκεί.
Αλλά ξέρω από αυτά.
(Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Στάθηκε στη μέση του ναού, κι έστρεψε το βλέμμα προς τον μπογιατισμένο θεό στο θόλο -θέλοντας να "ρωτήσει" αν θα είναι πολύ κακό παιδί αν το σκάσει και πάει στον κήπο.)
Δεν ήμουν εκεί.
Αλλά σαν να την ακούω και τώρα -μια εκκωφαντική φωνή να του ψιθυρίζει ενθαρρυντικά:
"Άντε παιδί μου στη λειτουργία τη δική σου, όπου θα με δεις ζωντανό, κι όχι μπογιατισμένο".
(Πήγε μαθαίνω.)
Οι κάμπιες είχαν ξεκινήσει το οδοιπορικό τους, προς τη μεγάλη καρυδιά του κήπου. Σε μια υποτυπώδη γραμμή έφτασαν γρήγορα στη βάση της καρυδιάς με τον λείο φλοιό, κι άρχισαν να αναρριχώνται στη βορειοανατολική πλευρά του κορμού της. Σε ύψος περίπου δυο μέτρων σταμάτησαν -και άφησαν, από το πίσω μέρος του σώματός τους, μια κολλώδη σταγόνα. Όταν αυτή στέγνωσε, το πίσω μέρος τους είχε προσκολληθεί στον κορμό "οριστικά". Συρρίκνωσαν τότε το σώμα τους, στερεωμένες στη βάση τους μόνο, κι άφησαν (από το "στόμα" αυτή τη φορά) μια δέυτερη σταγόνα κόλλας -σταθεροποιώντας το πλέον συρρικνωμένο, σαν μπαλίτσα σχεδόν σώμα τους, στον κορμό.
Μέσα σε μισή μόλις ώρα, το σώμα τους πάχυνε και κόντυνε.
Εγκάρσιες διαστολές και αντίστοιχες επιμήκεις συστολές σταθερού όγκου.
(Τέτοιους υπολογισμούς, ούτε μαθηματικοί.)
Το αγόρι πήγε για φαϊ και μελέτη. (Ίσως Κοκκινιστό και Αριθμητική.)
"Είναι ζωντανές", σκέφτηκε ("θα γίνουν πεταλούδες", αναφώνησε, όταν επέστρεψε στις "κάμπιες" του αργά το απόγευμα και τις πείραξε με το δαχτυλάκι του -να σιγουρευτεί ότι δεν είχαν ψοφήσει, κι αυτές, ολοζώντανες, κουνήθηκαν).
Γύρισε σπίτι μιλώντας στο μπαμπά του για τις κάμπιες που είχαν γίνει κάπως "σαν ζωντανές ελιές" κολλημένες σε κορμό.
"Χρυσαλίδες", τον διόρθωσε ο μπαμπάς του. ("Στά'λεγα", πρόσθεσε.)
Τι απογοήτευση -όταν μιαδυό μέρες μετά, ύστερα από στενή παρακολούθηση στα νέα όντα (μην τυχόν και γίνουν πεταλούδες εν τη απουσία του και το χάσει) το αγόρι αντίκρυσε τις χρυσαλίδες αποξηραμένες, χωρίς το παραμικρό ίχνος ζωής πάνω τους.
Γύρισε σπίτι θλιμμένο.
Του πήρε δυο μέρες να συνέλθει.
"Να πάω πάλι;" (σκέφτηκε).
"Ή να μην πάω;"
"Δεν βαριέσαι; Θα πάω."
(Πήγε μαθαίνω.)
Πήγε, και τις βρήκε πάλι όπως λίγες μέρες νωρίτερα. (Φρέσκες, αζάρωτες, γυαλιστερές, όπως τις είχε αφήσει, λες και τις δύο ενδιάμεσες μέρες -που πέθαναν- τις είχε απλά ονειρευτεί).
Μην σας κουράσω.
Μέσω δύο διαδικασιών που ονομάζονται ιστόλυση και ιστοσύνθεση (με ενδιάμεση επιστημονικώς "ανεξήγητη" πλήρη παύση κάθε κίνησης των κυττάρων και απουσία κάθε ίχνους ζωής), οι χρυσαλίδες πεθαίνουν και ανασταίνονται σ'ένα ανώτερο ον.
Την 3η Μαϊου του 1949, ώρα 7η πρωινή, το μικρό αγόρι είδε επιτέλους τη λήξη της δεκαήμερης θείας λειτουργίας του, και τον μπογιατισμένο θεό στο θόλο να του κοινωνεί τα μυστικά του παγκόσμιου ρυθμού, με τρελλό (είμαι σίγουρη) κλείσιμο ματιού.
Οι πεταλούδες είναι ανώτερες από εμάς. (Έχουν δέκα αισθήσεις.) Μην σας μπερδέψω με το ποιες είναι. (Άσε που θα ζηλέψει το μακ μου αν περιγράψω τον υπολογιστή που έχουν μέσα τους.)
Ανώτερα όντα.
(Προϊόντα ενός παλιού, σχεδόν ντροπιαστικού εαυτού, που αρχικά μοιάζει πως δεν έρχεται στον κόσμο παρά μόνο για να συλλέξει πληροφορίες από το περιβάλλον, να μασουλήσει κραμβοειδή, και να πεθάνει.)
Σπουδαία τα λάχανα θα μου πείτε -και θα πέσετε μέσα (αν και μιλούσαμε για κραμβοειδή -τα σταυρανθή άλλη μέρα).
Μα ειλικρινά. Eσάς δεν σας πειράζει καθόλου;
Χρόνια οι κάμπιες πεθαίνουν και ανασταίνονται προσπαθώντας να μας δώσουν το απόλυτο μάθημα ακριβώς κάτω από τη μύτη μας (που εκείνη τη στιγμή είναι πολύ απασχολημένη να μυρίσει το καινούργιο άρωμα του χοντοσέντερ).
Κι εμείς... αρκούμαστε να παρακολουθούμε το χάος να παίζει μποξ με το νόημα.
(Τις πεταλούδες να μεταμορφώνονται σε κάμπιες.)
Για την ιστορία, την ιστορία της αρχής την έζησε, ως αγοράκι, (και μου τη διηγήθηκε προχθές με δικά του λόγια), ο Μάριος Έσσλιν -ο οποίος και με βάφτισε. (Λογικά θα έπρεπε να μου έχει μεταγγιστεί η ανάγκη όταν μεγαλώσω να γίνω πεταλούδα. Προσπαθώ. Προσπαθώ και δεν τα καταφέρνω με τίποτα.)
:-)
(Αν δεν έχετε -ή δεν λυπάστε γι'αυτό-, τη θερμή μου συμπαράσταση.)
Όμως σοβαρά. Πείτε μου.
Πώς να μην πεθαίνω από ζήλια στη σκέψη ότι ίσως είστε πεταλούδες -δηλαδή ανώτερα όντα;
(Και πώς να μην πιστεύω ότι τα λεπιδόπτερα ΕΙΝΑΙ ανώτερα όντα -τη στιγμή που είναι η μόνη απτή απόδειξη πώς υπάρχει ζωή μετά θάνατον;)
Αλήθεια λέω.
Τέλη Απριλίου του 1949 ένα μικρό αγόρι που βαριόταν να παίξει μπάλα γύρισε σπίτι θλιμμένο ύστερα από μια αρκετά σημαντική παρατήρηση που έκανε στον όμορφο κήπο του στην κηφισιά.
Οι κάμπιες που σέρνονταν στο γρασίδι!
(Τι απογοήτευση.)
Έβαλε το χεράκι του μπροστά τους κι αυτές τίποτα. (Τυφλές.)
Προσπάθησε να τις κάνει να αντιδράσουν στη φωνή του, τίποτα. (Κουφές.)
Οι κάμπιες.
Πλάσματα με αποκλειστικά 3 αισθήσεις: αφή, για να αισθάνονται τον άνεμο και την επαφή με τους βλαστούς, όσφρηση και γεύση, για να οδηγούνται στην τροφή τους -τα κραμβοειδή. (Γιαμ!)
Οι κάμπιες, από το στόμα τους ώς την έδρα τους, δεν είναι παρά ένα έντερο σε κίνηση -μια ανεγκέφαλη αποθήκη επεξεργασμένων τροφών που πάει βόλτες στα λιβάδια.
(Τραλαρί, τραλαρό.)
Πόσο το στεναχώρησε το μικρό αγόρι η σκέψη να υπάρχουν τόσο κατώτερα πλάσματα, σκέτα έντερα χωρίς σώμα γύρω-γύρω, με περιορισμένες αισθήσεις, καταδικασμένα να μην δουν ποτέ ουρανό, λουλούδια, καραμέλες, (ή το προσωπάκι της μικρής του φιλενάδας).
(Χωρίς την καθησυχαστική φωνή του μπαμπά του, αμφιβάλλω αν θα κοιμόταν το βράδυ.)
"Μη στεναχωριέσαι βρε χαζό. Η φύση ξέρει. Στεναχωριόμουν εγώ που ήσουν στην κοιλιά της μαμάς σου και δεν έβλεπες ακόμα; Μην τις λυπάσαι αυτές. Θα δουν. Θα γίνουν πεταλούδες."
Παρντόν;
Να μην τις λυπόταν; Να μην είχε το δικαίωμα να κρίνει τη φύση;
(Πριτς!)
Τις επόμενες μέρες, μετά το σχολείο, κατέβαινε καθημερινά να παρατηρεί τις κάμπιες στον κήπο.
Ώσπου έφτασε πρωί Κυριακής. (Και παρά την αργία που θα του έδινε τον χρόνο να τις παρατηρήσει με ευλάβεια, ακολούθησε -με ευλάβεια- τους γονείς του στην εκκλησία για την καθιερωμένη λειτουργία.)
Δεν ήμουν εκεί.
Αλλά ξέρω από αυτά.
(Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Στάθηκε στη μέση του ναού, κι έστρεψε το βλέμμα προς τον μπογιατισμένο θεό στο θόλο -θέλοντας να "ρωτήσει" αν θα είναι πολύ κακό παιδί αν το σκάσει και πάει στον κήπο.)
Δεν ήμουν εκεί.
Αλλά σαν να την ακούω και τώρα -μια εκκωφαντική φωνή να του ψιθυρίζει ενθαρρυντικά:
"Άντε παιδί μου στη λειτουργία τη δική σου, όπου θα με δεις ζωντανό, κι όχι μπογιατισμένο".
(Πήγε μαθαίνω.)
Οι κάμπιες είχαν ξεκινήσει το οδοιπορικό τους, προς τη μεγάλη καρυδιά του κήπου. Σε μια υποτυπώδη γραμμή έφτασαν γρήγορα στη βάση της καρυδιάς με τον λείο φλοιό, κι άρχισαν να αναρριχώνται στη βορειοανατολική πλευρά του κορμού της. Σε ύψος περίπου δυο μέτρων σταμάτησαν -και άφησαν, από το πίσω μέρος του σώματός τους, μια κολλώδη σταγόνα. Όταν αυτή στέγνωσε, το πίσω μέρος τους είχε προσκολληθεί στον κορμό "οριστικά". Συρρίκνωσαν τότε το σώμα τους, στερεωμένες στη βάση τους μόνο, κι άφησαν (από το "στόμα" αυτή τη φορά) μια δέυτερη σταγόνα κόλλας -σταθεροποιώντας το πλέον συρρικνωμένο, σαν μπαλίτσα σχεδόν σώμα τους, στον κορμό.
Μέσα σε μισή μόλις ώρα, το σώμα τους πάχυνε και κόντυνε.
Εγκάρσιες διαστολές και αντίστοιχες επιμήκεις συστολές σταθερού όγκου.
(Τέτοιους υπολογισμούς, ούτε μαθηματικοί.)
Το αγόρι πήγε για φαϊ και μελέτη. (Ίσως Κοκκινιστό και Αριθμητική.)
"Είναι ζωντανές", σκέφτηκε ("θα γίνουν πεταλούδες", αναφώνησε, όταν επέστρεψε στις "κάμπιες" του αργά το απόγευμα και τις πείραξε με το δαχτυλάκι του -να σιγουρευτεί ότι δεν είχαν ψοφήσει, κι αυτές, ολοζώντανες, κουνήθηκαν).
Γύρισε σπίτι μιλώντας στο μπαμπά του για τις κάμπιες που είχαν γίνει κάπως "σαν ζωντανές ελιές" κολλημένες σε κορμό.
"Χρυσαλίδες", τον διόρθωσε ο μπαμπάς του. ("Στά'λεγα", πρόσθεσε.)
Τι απογοήτευση -όταν μιαδυό μέρες μετά, ύστερα από στενή παρακολούθηση στα νέα όντα (μην τυχόν και γίνουν πεταλούδες εν τη απουσία του και το χάσει) το αγόρι αντίκρυσε τις χρυσαλίδες αποξηραμένες, χωρίς το παραμικρό ίχνος ζωής πάνω τους.
Γύρισε σπίτι θλιμμένο.
Του πήρε δυο μέρες να συνέλθει.
"Να πάω πάλι;" (σκέφτηκε).
"Ή να μην πάω;"
"Δεν βαριέσαι; Θα πάω."
(Πήγε μαθαίνω.)
Πήγε, και τις βρήκε πάλι όπως λίγες μέρες νωρίτερα. (Φρέσκες, αζάρωτες, γυαλιστερές, όπως τις είχε αφήσει, λες και τις δύο ενδιάμεσες μέρες -που πέθαναν- τις είχε απλά ονειρευτεί).
Μην σας κουράσω.
Μέσω δύο διαδικασιών που ονομάζονται ιστόλυση και ιστοσύνθεση (με ενδιάμεση επιστημονικώς "ανεξήγητη" πλήρη παύση κάθε κίνησης των κυττάρων και απουσία κάθε ίχνους ζωής), οι χρυσαλίδες πεθαίνουν και ανασταίνονται σ'ένα ανώτερο ον.
Την 3η Μαϊου του 1949, ώρα 7η πρωινή, το μικρό αγόρι είδε επιτέλους τη λήξη της δεκαήμερης θείας λειτουργίας του, και τον μπογιατισμένο θεό στο θόλο να του κοινωνεί τα μυστικά του παγκόσμιου ρυθμού, με τρελλό (είμαι σίγουρη) κλείσιμο ματιού.
Οι πεταλούδες είναι ανώτερες από εμάς. (Έχουν δέκα αισθήσεις.) Μην σας μπερδέψω με το ποιες είναι. (Άσε που θα ζηλέψει το μακ μου αν περιγράψω τον υπολογιστή που έχουν μέσα τους.)
Ανώτερα όντα.
(Προϊόντα ενός παλιού, σχεδόν ντροπιαστικού εαυτού, που αρχικά μοιάζει πως δεν έρχεται στον κόσμο παρά μόνο για να συλλέξει πληροφορίες από το περιβάλλον, να μασουλήσει κραμβοειδή, και να πεθάνει.)
Σπουδαία τα λάχανα θα μου πείτε -και θα πέσετε μέσα (αν και μιλούσαμε για κραμβοειδή -τα σταυρανθή άλλη μέρα).
Μα ειλικρινά. Eσάς δεν σας πειράζει καθόλου;
Χρόνια οι κάμπιες πεθαίνουν και ανασταίνονται προσπαθώντας να μας δώσουν το απόλυτο μάθημα ακριβώς κάτω από τη μύτη μας (που εκείνη τη στιγμή είναι πολύ απασχολημένη να μυρίσει το καινούργιο άρωμα του χοντοσέντερ).
Κι εμείς... αρκούμαστε να παρακολουθούμε το χάος να παίζει μποξ με το νόημα.
(Τις πεταλούδες να μεταμορφώνονται σε κάμπιες.)
Για την ιστορία, την ιστορία της αρχής την έζησε, ως αγοράκι, (και μου τη διηγήθηκε προχθές με δικά του λόγια), ο Μάριος Έσσλιν -ο οποίος και με βάφτισε. (Λογικά θα έπρεπε να μου έχει μεταγγιστεί η ανάγκη όταν μεγαλώσω να γίνω πεταλούδα. Προσπαθώ. Προσπαθώ και δεν τα καταφέρνω με τίποτα.)
:-)
20 Δεκ 2008
Γράμμα στον Άγριο Βασίλη.
Πάντα τέτοιος ήσουν.
Φιλικός, άγιος κατά δήλωση, κι εγώ ν'αξίζω όλα σου τα δώρα, γεννημένη βολικούλα -και άχου πόσο καλή (με καρδιά με σοσόνια και μαργαριταρένιο κολιεδάκι).
Φέτος κομμένες οι υποκρισίες (και κομμένες σε μεγάλα κομμμάτια, γιατί βαριέμαι την ηλεκτρική).
Εσένα από άγιο σε θέλω άγριο, κι εμένα από κοριτσάκι με τα σπίρτα κοριτσάκι με τα σκήπτρα.
(Παρεπιμπτόντως, μη ρωτήσεις που να τα βάλεις τα ελαφάκια σου -δεν βάζω ποτέ δημόσια τη λέξη κώλος στο στόμα μου.)
Στην προσπάθειά μου να συντάξω τη λίστα με το τι να μου πάρεις φέτος, κατέληξα ότι καταρχήν λέω να μου "πάρεις" κι όχι να μου "φέρεις", όχι επειδή ξέρω πως ό,τι φέρνεις προφανώς από κάπου το παίρνεις, αλλά επειδή κυριολεκτώ.
Κάνε την άγρια ανατροπή σου.
(Κι αντί να μου φέρεις, πάρε μου.)
Πάρε μου την επιθυμία.
Πάρε μου τη σκέψη.
Πάρε μου τη φαντασία.
Πάρε μου τον ενθουσιασμό.
(Κι όπως θα έρχεσαι πάρε μου και μια εφημερίδα.)
ΥΓ1
Μην μου πάρεις ελλατώματα. (Τα χρειάζομαι.)
ΥΓ2
Όταν μαζεύονται πολλά ωραία (κι έχουμε περίσσεμα) μπορεί να μπερδευτούμε (και να αρχίσουμε να τα μοιραζόμαστε απερίσκεπτα) -ενώ με τα ελλατώματα δεν κάνεις ποτέ λάθος. (Γιατί αν κάνεις σου συγχωρείται.)
ΥΓ3
Είναι μάταιο να μοιράζεσαι ορατά προτερήματα με το αόρατο σώμα σου.
ΥΓ4
Αν δεν παίρνεις από λόγια και επιμένεις να μου φέρεις κάτι, μην πιεστείς, το έχω και σε ανάποδο: φέρε μου κάτι συμβολικό, απλό και φτηνό (παράδειγμα μοναξιά -αν δεν το' πιασες ακόμη). Δεν θα σε παρεξηγήσω. ("Η σκέψη μετράει.") Μη τυχόν όμως πάρεις απ' την πολύ φτηνή (και σπάσει με την πρώτη και δεν την χαρώ). Και καλύτερα το εκπαιδευτικό εντίσιον.
ΥΓ5
Μην παρασυρθείς πως δεν μου αρέσουν τα χριστούγεννα.
(Εϊναι τόσο στερεοτυπικά αντιδραστικό το να μη σου αρέσουν τα χριστούγεννα που το εναλλακτικό είναι να σου αρέσουν. Όχι ότι εμένα μου αρέσουν επειδή απλώς θέλω να είμαι εναλλακτική. Μου αρέσουν επειδή είναι μια εμπορική γιορτή που σου πιάνει αυτόν που δεν βάζω ποτέ δημόσια στο στόμα μου και που κάνει τα πάντα να λειτουργούν με αυτόματο πιλότο χαράς.)
Σοβαρά τώρα -το εννοώ ότι μου αρέσουν.
(Η σκέψη ότι καθημερινές μέρες έχουμε καθημερινά, δηλαδή 365 φορές το χρόνο για Χ και βάλε χρόνια, ενώ, συνολικά, έχουμε κατά μέσο όρο μόλις 90 χριστούγεννα ανά κεφαλή, με κάνει να μην τα αντιπαθώ.)
ΥΓ6
Απλώς είχες δεν είχες μας τα χάλασες φέτος. (Πώς να μην είμαι ανάποδη;)
Κι εντάξει. Αν θέλεις τα προσωπικά να τα παραβλέψω (πάρε ό,τι είναι να πάρεις και κλείσαμε.)
Αλλά τα άλλα δυσκολεύομαι να τα ξεχάσω.
Υποθέτω όταν είδες το ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο να καίγεται, συμβολικό, στο εξίσου συμβολικό μας Σύνταγμα, δεν μπορεί, θα το σκέφτηκες κι εσύ το "Ζήτω" (που καήκαμε).
Κάψαμε ό,τι όμορφο, κι ό,τι αληθινό, που δεν μας περίσεψε και πολύ κέφι. Και, κυρίως, καίγοντας ό,τι όμορφο κι ό,τι αληθινό, δεν μας έμεινε παρά να καίμε μέχρι και τα ψεύτικα...
(Νόμος του συντάγματος.)
ΥΓ7
Ας είναι.
Κατά βάθος χαίρομαι που υπάρχουν ψεύτικα δέντρα να καίγονται αληθινά.
ΥΓ8
Μακάρι να υπήρχαν και ψεύτικα παιδιά να σκοτώνονται αληθινά.
(Ή αληθινά παιδιά να σκοτώνονται ψεύτικα.)
ΥΓ9
Κλείνοντας, για να ξαναγυρίσουμε τον προβολέα πάνω μου, δεν θέλω να σε σοκάρω, αλλά σε τελική ανάλυση ποτέ δεν με ένοιαζε αν υπήρχε αηβασίλης του μπεγκίν γουίθ (μου αρκούσε να τον παριστάνει ο μπαμπάς).
ΥΓ10
Προφανώς μ΄ ενδιέφερε περισσότερο το ερώτημα αν υπάρχει μπαμπάς.
(Ευτυχώς συμφιλιώθηκα γρήγορα με την ιδέα: όταν έχεις δυο "μπα" μέσα σου, τα πράγματα είναι εξ ορισμού δύσκολα.)
ΥΓ11
Και, μετά από το πιο άσχετο (με το γενικότερο περιεχόμενο) υστερόγραφο έβερ, αλλά και για να κλείσω όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα, μια ερώτηση: το "Σάντα Κλόοζ", γιατί δεν το κάνεις για φέτος "Σάντα Κλόουζουρ" να με καλύψεις;
(Μεταξύ μας, έστι σπάνια που σε βλέπουμε, και το "Σάντα Χιόνια" θα σου ταίριαζε.)
ΥΓ12
"Εορταστικό" κλείσιμο ματιού -και, αν φέτος (από τις πολλές αναποδιές) είστε στραβοί και ανάποδοι σαν κι εμένα και δεν θέλετε να στολίσετε μπάλες σε δέντρο, στολίστε δέντρα στη μπάλα.
(Μετάφραση, φυτέψτε 2-3 δεντράκια στη γη).
:-)
Τζίνγκλμπελς.
Φιλικός, άγιος κατά δήλωση, κι εγώ ν'αξίζω όλα σου τα δώρα, γεννημένη βολικούλα -και άχου πόσο καλή (με καρδιά με σοσόνια και μαργαριταρένιο κολιεδάκι).
Φέτος κομμένες οι υποκρισίες (και κομμένες σε μεγάλα κομμμάτια, γιατί βαριέμαι την ηλεκτρική).
Εσένα από άγιο σε θέλω άγριο, κι εμένα από κοριτσάκι με τα σπίρτα κοριτσάκι με τα σκήπτρα.
(Παρεπιμπτόντως, μη ρωτήσεις που να τα βάλεις τα ελαφάκια σου -δεν βάζω ποτέ δημόσια τη λέξη κώλος στο στόμα μου.)
Στην προσπάθειά μου να συντάξω τη λίστα με το τι να μου πάρεις φέτος, κατέληξα ότι καταρχήν λέω να μου "πάρεις" κι όχι να μου "φέρεις", όχι επειδή ξέρω πως ό,τι φέρνεις προφανώς από κάπου το παίρνεις, αλλά επειδή κυριολεκτώ.
Κάνε την άγρια ανατροπή σου.
(Κι αντί να μου φέρεις, πάρε μου.)
Πάρε μου την επιθυμία.
Πάρε μου τη σκέψη.
Πάρε μου τη φαντασία.
Πάρε μου τον ενθουσιασμό.
(Κι όπως θα έρχεσαι πάρε μου και μια εφημερίδα.)
ΥΓ1
Μην μου πάρεις ελλατώματα. (Τα χρειάζομαι.)
ΥΓ2
Όταν μαζεύονται πολλά ωραία (κι έχουμε περίσσεμα) μπορεί να μπερδευτούμε (και να αρχίσουμε να τα μοιραζόμαστε απερίσκεπτα) -ενώ με τα ελλατώματα δεν κάνεις ποτέ λάθος. (Γιατί αν κάνεις σου συγχωρείται.)
ΥΓ3
Είναι μάταιο να μοιράζεσαι ορατά προτερήματα με το αόρατο σώμα σου.
ΥΓ4
Αν δεν παίρνεις από λόγια και επιμένεις να μου φέρεις κάτι, μην πιεστείς, το έχω και σε ανάποδο: φέρε μου κάτι συμβολικό, απλό και φτηνό (παράδειγμα μοναξιά -αν δεν το' πιασες ακόμη). Δεν θα σε παρεξηγήσω. ("Η σκέψη μετράει.") Μη τυχόν όμως πάρεις απ' την πολύ φτηνή (και σπάσει με την πρώτη και δεν την χαρώ). Και καλύτερα το εκπαιδευτικό εντίσιον.
ΥΓ5
Μην παρασυρθείς πως δεν μου αρέσουν τα χριστούγεννα.
(Εϊναι τόσο στερεοτυπικά αντιδραστικό το να μη σου αρέσουν τα χριστούγεννα που το εναλλακτικό είναι να σου αρέσουν. Όχι ότι εμένα μου αρέσουν επειδή απλώς θέλω να είμαι εναλλακτική. Μου αρέσουν επειδή είναι μια εμπορική γιορτή που σου πιάνει αυτόν που δεν βάζω ποτέ δημόσια στο στόμα μου και που κάνει τα πάντα να λειτουργούν με αυτόματο πιλότο χαράς.)
Σοβαρά τώρα -το εννοώ ότι μου αρέσουν.
(Η σκέψη ότι καθημερινές μέρες έχουμε καθημερινά, δηλαδή 365 φορές το χρόνο για Χ και βάλε χρόνια, ενώ, συνολικά, έχουμε κατά μέσο όρο μόλις 90 χριστούγεννα ανά κεφαλή, με κάνει να μην τα αντιπαθώ.)
ΥΓ6
Απλώς είχες δεν είχες μας τα χάλασες φέτος. (Πώς να μην είμαι ανάποδη;)
Κι εντάξει. Αν θέλεις τα προσωπικά να τα παραβλέψω (πάρε ό,τι είναι να πάρεις και κλείσαμε.)
Αλλά τα άλλα δυσκολεύομαι να τα ξεχάσω.
Υποθέτω όταν είδες το ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο να καίγεται, συμβολικό, στο εξίσου συμβολικό μας Σύνταγμα, δεν μπορεί, θα το σκέφτηκες κι εσύ το "Ζήτω" (που καήκαμε).
Κάψαμε ό,τι όμορφο, κι ό,τι αληθινό, που δεν μας περίσεψε και πολύ κέφι. Και, κυρίως, καίγοντας ό,τι όμορφο κι ό,τι αληθινό, δεν μας έμεινε παρά να καίμε μέχρι και τα ψεύτικα...
(Νόμος του συντάγματος.)
ΥΓ7
Ας είναι.
Κατά βάθος χαίρομαι που υπάρχουν ψεύτικα δέντρα να καίγονται αληθινά.
ΥΓ8
Μακάρι να υπήρχαν και ψεύτικα παιδιά να σκοτώνονται αληθινά.
(Ή αληθινά παιδιά να σκοτώνονται ψεύτικα.)
ΥΓ9
Κλείνοντας, για να ξαναγυρίσουμε τον προβολέα πάνω μου, δεν θέλω να σε σοκάρω, αλλά σε τελική ανάλυση ποτέ δεν με ένοιαζε αν υπήρχε αηβασίλης του μπεγκίν γουίθ (μου αρκούσε να τον παριστάνει ο μπαμπάς).
ΥΓ10
Προφανώς μ΄ ενδιέφερε περισσότερο το ερώτημα αν υπάρχει μπαμπάς.
(Ευτυχώς συμφιλιώθηκα γρήγορα με την ιδέα: όταν έχεις δυο "μπα" μέσα σου, τα πράγματα είναι εξ ορισμού δύσκολα.)
ΥΓ11
Και, μετά από το πιο άσχετο (με το γενικότερο περιεχόμενο) υστερόγραφο έβερ, αλλά και για να κλείσω όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα, μια ερώτηση: το "Σάντα Κλόοζ", γιατί δεν το κάνεις για φέτος "Σάντα Κλόουζουρ" να με καλύψεις;
(Μεταξύ μας, έστι σπάνια που σε βλέπουμε, και το "Σάντα Χιόνια" θα σου ταίριαζε.)
ΥΓ12
"Εορταστικό" κλείσιμο ματιού -και, αν φέτος (από τις πολλές αναποδιές) είστε στραβοί και ανάποδοι σαν κι εμένα και δεν θέλετε να στολίσετε μπάλες σε δέντρο, στολίστε δέντρα στη μπάλα.
(Μετάφραση, φυτέψτε 2-3 δεντράκια στη γη).
:-)
Τζίνγκλμπελς.
2 Δεκ 2008
Μικροαστική Καταστροφή.
Δεν καταλαβαίνω.
Πώς βρέθηκε αυτό το γκρι πεζοδρόμιο φορεμένο σαν σφιχτό κολιέ γύρω από το λαιμό μου;
Πώς βρέθηκε η αγουροξυπνημένη ασχήμια της μικρογειτονιάς μου κολλημένη πάνω μου σαν φτηνό τατού τσιχλόφουσκας;
Και, κυρίως, πώς βρέθηκε αυτή η μυρωδιά συνοικιακής σουπερμαρκετίλας στα μαλλιά μου;
Όπως και να βρέθηκαν, η ανάγκη να ξεφλουδίσει από πάνω μου πάλι η μικρή Αθηνούλα (με τα μικροαστικά δρομάκια και το αόρατο ψωροποτάμι της), χτύπησε την πόρτα μου νωρίτερα απ'ό,τι περίμενα (και δεν έφερε ούτε μια πάστα.)
"Πάμε!"
"Πάάάάμε!"
"ΠΑΜΕ!"
Εδώ και 3 μέρες, οι βαλίτσες μου ξελαρυγγιάζονται απ'τα πατάρια, να πετάξουμε λέει πάλι, μακριά. (Κυρίως ξελαρυγγιάζεται η μικρή μου, που, ως πιτσιρίκα, είναι και η πιο πεταχτούλα.)
Το σίγουρο είναι ένα.
Δεν έχω σε κανέναν να πάω κι από κανέναν να φύγω.
ΥΓ1
Τα ταξίδια θα πέσουν στα λεξοτανίλ.
ΥΓ2
Όμως αλήθεια τώρα, αν δεν χρειαστεί να με κοιτάξω σύντομα έτσι όπως είμαι στην φωτογραφία του διαβατηρίου μου, θα κρατήσω την αναπνοή μου ως το 80.
ΥΓ3
(Μπορώ ώς το 50).
ΥΓ4
Υπάρχει κάποιος να με περιμένει κάπου;
ΥΓ5
Μπα.
(Μπου.)
ΥΓ6
Κατάλαβες. (Αυτός που με περιμένει με περιμένει σε μια χώρα όπου φυτρώνουν μπαμπού.)
ΥΓ7
Ζηλέυω τον φίλο μου τον Κώστα υποπτεύομαι. Παράτησε την Ελβετία του για να κάνει τρίμηνο σαμπάτικαλ γύρο του κόσμου, αφήνοντας στην ντουλάπα του όλα τα κόρπορετ κοστούμια του (να γηροκομούν τις γραβάτες του). Ζενιάλ.
ΥΓ8
Πάντως, καλού κακού, κάντε το μπιντέ σας, γλυκές μου βαλιτσούλες, γιατί γιορτές πλησιάζουν, θα φύγουμε, δεν μπορεί, έχω μάλιστα έτοιμη τη λίστα με το τι θα φορτώσω στα καλογυμνασμένα σας μπρατσάκια.
ΥΓ9
Φωτογραφική μηχανή, όχι, δεν θα πάρω: αν εξαιρέσεις τις νεοϋρκέζες μου δεν έχω φωτό μου από ταξίδια -γιατί οι πόζες τύπου "εδώ εγώ χεράκι-χεράκι με τον πύργο του άιφελ" με θλίβουν (τρέχα γύρευε γιατί).
ΥΓ10
Θα πάρω όμως σίγουρα μια καλή γόμα μαζί μου. (Και θα βάλω στην τσέπη του παλτό μου και μερικές τελείες, ίσως και κανά δυο κόμματα.)
ΥΓ11
Θαυμαστικά θα βρω εκεί.
(Τα εγχώρια δεν είναι εποχής.)
:-)
Πώς βρέθηκε αυτό το γκρι πεζοδρόμιο φορεμένο σαν σφιχτό κολιέ γύρω από το λαιμό μου;
Πώς βρέθηκε η αγουροξυπνημένη ασχήμια της μικρογειτονιάς μου κολλημένη πάνω μου σαν φτηνό τατού τσιχλόφουσκας;
Και, κυρίως, πώς βρέθηκε αυτή η μυρωδιά συνοικιακής σουπερμαρκετίλας στα μαλλιά μου;
Όπως και να βρέθηκαν, η ανάγκη να ξεφλουδίσει από πάνω μου πάλι η μικρή Αθηνούλα (με τα μικροαστικά δρομάκια και το αόρατο ψωροποτάμι της), χτύπησε την πόρτα μου νωρίτερα απ'ό,τι περίμενα (και δεν έφερε ούτε μια πάστα.)
"Πάμε!"
"Πάάάάμε!"
"ΠΑΜΕ!"
Εδώ και 3 μέρες, οι βαλίτσες μου ξελαρυγγιάζονται απ'τα πατάρια, να πετάξουμε λέει πάλι, μακριά. (Κυρίως ξελαρυγγιάζεται η μικρή μου, που, ως πιτσιρίκα, είναι και η πιο πεταχτούλα.)
Το σίγουρο είναι ένα.
Δεν έχω σε κανέναν να πάω κι από κανέναν να φύγω.
ΥΓ1
Τα ταξίδια θα πέσουν στα λεξοτανίλ.
ΥΓ2
Όμως αλήθεια τώρα, αν δεν χρειαστεί να με κοιτάξω σύντομα έτσι όπως είμαι στην φωτογραφία του διαβατηρίου μου, θα κρατήσω την αναπνοή μου ως το 80.
ΥΓ3
(Μπορώ ώς το 50).
ΥΓ4
Υπάρχει κάποιος να με περιμένει κάπου;
ΥΓ5
Μπα.
(Μπου.)
ΥΓ6
Κατάλαβες. (Αυτός που με περιμένει με περιμένει σε μια χώρα όπου φυτρώνουν μπαμπού.)
ΥΓ7
Ζηλέυω τον φίλο μου τον Κώστα υποπτεύομαι. Παράτησε την Ελβετία του για να κάνει τρίμηνο σαμπάτικαλ γύρο του κόσμου, αφήνοντας στην ντουλάπα του όλα τα κόρπορετ κοστούμια του (να γηροκομούν τις γραβάτες του). Ζενιάλ.
ΥΓ8
Πάντως, καλού κακού, κάντε το μπιντέ σας, γλυκές μου βαλιτσούλες, γιατί γιορτές πλησιάζουν, θα φύγουμε, δεν μπορεί, έχω μάλιστα έτοιμη τη λίστα με το τι θα φορτώσω στα καλογυμνασμένα σας μπρατσάκια.
ΥΓ9
Φωτογραφική μηχανή, όχι, δεν θα πάρω: αν εξαιρέσεις τις νεοϋρκέζες μου δεν έχω φωτό μου από ταξίδια -γιατί οι πόζες τύπου "εδώ εγώ χεράκι-χεράκι με τον πύργο του άιφελ" με θλίβουν (τρέχα γύρευε γιατί).
ΥΓ10
Θα πάρω όμως σίγουρα μια καλή γόμα μαζί μου. (Και θα βάλω στην τσέπη του παλτό μου και μερικές τελείες, ίσως και κανά δυο κόμματα.)
ΥΓ11
Θαυμαστικά θα βρω εκεί.
(Τα εγχώρια δεν είναι εποχής.)
:-)
30 Νοε 2008
Νέα από το μέτωπο.
Οι περισσότερες συγκρούσεις με τον εαυτό μου είναι σφοδρές.
(Μετωπικές.)
Δεν είναι πως βρίσκομαι διαρκώς σε πόλεμο (με την εμφάνισή μου), αλλά το να είμαι αποδεκτή (άμα τη εμφανίσει) είναι καθημερινά στη λίστα.
(Κραγιόν, ρύζι, γάλα, καμπά.)
Κάπως σαν ν' ανήκω μόνιμα στα βλέμματα των περαστικών.
(Όποιος ανακάλυψε την ανασφάλεια, μπράβο, τον θαυμάζουμε, ήταν μέγας πρωτοπόρος -βλέπε ο πρώτος ανασφαλής.)
Τα βλέμματα των περαστικών είναι που με κάνουν να πιστεύω ότι το μάτι έχει δική του καρδιά.
(Πέτρα.)
Οι οφθαλμίατροι μάλιστα το ξέρουν, αλλά έχουν συνεννοηθεί (όχι μεταξύ τους -με τους καρδιολόγους και τους ψυχιάτρους) να μην το λένε.
Τα βλέμματα των περαστικών αποφασίζουν με ακρίβεια αν έχεις το δικαίωμα να κυκλοφορείς έξω χωρίς να προσβάλεις την αισθητική των δρόμων, προσπαθώντας να αναπαράγουν (ή όχι) το πρώτο βλέμμα "έγκρισης" που έλαβες ποτέ ως παιδί (αν αυτό ήταν γενναιόδωρο την πάτησες, ξεκαβάλα, δεν έχουν πέραση η ξιπασμένοι, αν ήταν μίζερο την πάτησες, ξεπέρασέ το, δεν έχουν πέραση οι κλάψες).
Το να διεκδικείς το σώμα σου πίσω από τα βλέμματα των περαστικών είναι πραγματικά πόλεμος -εμφύλιος προφανώς (κι αν θες να ξέρεις, τα "χαρακώματα" από εκεί βγαίνουν).
Το σώμα μου προσπάθησε να με προειδοποιήσει πολλές φορές (και μάλιστα από την αρχή), πως τα πράγματα θα είναι δύσκολα (στον τομέα αυτοαποδοχής), όταν μου ανακοίνωσε (ο καθρέφτης), ότι θα περιέχομαι πάντα σε δέρμα με σπέσιαλ εφέ (εμπριμέ).
Αρχικά (και ανέκαθεν), αυτό που το καθημερινό μάτι θα μπορούσε να το ονομάσει ευγενικά "φακίδες", για μένα δεν ήταν παρά μια διάσπαρτη αποικία από τρύπες (άλλοτε μικροσκοπικές τρυπίτσες κι άλλοτε φαρδιές και ξεχυλωμένες -ώστε να μπορεί, ανάλογα, να στάζει από μέσα μου ό,τι μικρό ή μεγάλο προσπαθόυσε να συγκρατήσει το δερμάτινο σουρωτηράκι μου, βλ. περηφάνεια, υπομονή, κλπ).
Για όποιον αναρωτιέται, αυτό που φαίνεται τώρα είναι οι τρύπες που επουλώθηκαν. (Η δουλειά ήταν πολλή -και όλη δική μου-, μάλιστα έχω αφήσει δυο τρεις τρύπες εδώ κι εκεί να βγαίνει φως το πρωί, τα βλέμματα των περαστικών άρχισαν από χόμπυ τα εμφράγματα, χειροκρότημα κονσέρβα, Έσσλιν ντουζ πουάν.)
Όχι ότι ΑΥΤΟΣ ο πόλεμος φτάνει ποτέ στο τέλος του για κανέναν -απόδειξη πως πριν λίγες μέρες παραπάτησα άσχημα και έκανα πως δεν συμβαίνει τίποτα.
Το σώμα μου προσπάθησε και πάλι να με προειδοποιήσει να πατάω στη γη με αποφασιστικό βήμα χωρίς να το βάζω στα πόδια από τον εαυτό μου, (χωρίς να κοιτάω αν με κοιτάνε), κι εγώ το παράκουσα.
Απόδειξη, για μια εβδομάδα, έκανα τρομερή προσπάθεια να περπατάω με χάρη στα τακούνια μου χωρίς να κουτσαίνω ή να φαίνεται πόσο πονάω (καθώς διεσχίζοντας δρόμο χτύπησα και τα δυο μου πόδια στην προσπάθεια αποφυγής σύγκρουσης με αυτοκίνητο -που οδηγούσε οδηγός εννιακοσίων ετών), θέλοντας (προφανώς), στο τέλος της εβδομάδας, να είμαι σε θέση να περπατάω κανονικά ώστε να επιβάλω στα (μη συνεργάσιμα αν ήταν στο χέρι τους) πόδια μου να με οδηγήσουν στη δερματολόγο μου (για λόγους βάνιτυ).
Η απόφαση να αφαιρέσω μια μικροσκοπική ελίτσα που είχα στο μέτωπο -κανένα βλέμμα περαστικού δεν την είχε προσέξει (μιλάμε για το τίποτα)-, δεν πάρθηκε απλά γιατί τελευταία μου ζήταγε ν' αργεί τα βράδια (βλ. άρχισε να μεγαλώνει).
(Προφανώς πάρθηκε επειδή, παρά τις επιμέρους νίκες μου, παραμένω -και με το τίποτα- αυστηρή.)
Δεν ήταν άσχημη πάντως. (Θα την ονόμαζα ευθαρσώς έως και μπίουτυμαρκ, άσε που ήταν πάντα εκεί στην ακρούλα της, γλυκούλα, ησυχούλα και σχεδόν κρυμμένη.)
(Θέε μου τι έκανα; Λες να μην έκανα επέμβαση ομορφιάς, αλλά ασχήμιας;)
Τώρα πάει.
(Και όμορφη ξόμορφη ήταν σίγουρα το πρώτο κομμάτι του εαυτού μου με το οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα και οικειοθελώς μπόρεσα και ξεφορτώθηκα -γιατί έτσι μου την κάρφωσε.)
Στη θέση της ελίτσας έχει μείνει κάτι σαν τρυπούλα (που από προχτές επουλώνεται, χωρίς -τι ανακούφιση- να καταβάλω την παραμικρή προσπάθεια).
Δεν ήταν άσχημη ξανατονίζω (η κομπλεξική).
Ο φίλος μου ο Μιχάλης μάλιστα είπε ότι ήταν η αντένα μου. (Το αισθητήριο μου, που από εκεί πήγαζε ο τρόπος μου να αντιλαμβάνομαι, να εκλαμβάνω, και να μετατρέπω σε λέξεις ό,τι βλέπω, πράγμα που προφανώς έχασα πια. Μάλιστα είπε -πολύ ευγενικά και αστεία- ότι μόλις η ελία προσγειωθεί στον κάδο της δερματολόγου, ο κάδος θα αποκτήσει νοημοσύνη και θα ζητήσει μολύβι και χαρτί).
"Μην το κάνεις Έσσλιν."
(Τό'κανα.)
Πλήρωσα 100 ευρώ για να δω μια φορά ένα κομμάτι του εαυτού μου σε κάδο -μετά από δικό μου αίτημα.
Πλήρωσα 100 ευρώ για να δω κάδο να ζητάει μολύβι και χαρτί.
(Τα λεφτά μας πίσω.)
ΥΓ1
Φορ γιορ ίνφο, είμαι αλλεργική στην αναισθησία, η επέμβαση έγινε χωρίς -οπότε, ναι, πόνεσε παρά πολύ.
(Έχει τίμημα να έχεις καθαρό κούτελο.)
Όχι όσο τα χτυπημένα μου πόδια πάντως (όσο ήμουν πράκτικαλυ κουτσή).
Τα πόδια πονάνε πάντα περισσότερο (το τίμημα να προχωράς είναι πάντα βαρύτερο).
(Κανονικά, έτσι που το σκέφτομαι, έπρεπε να είναι σοφή μέχρι και η κουτσή μαρία -δεν ξέρω τι πήγε στραβά).
ΥΓ2
Η φράση "γιατί έτσι μου την κάρφωσε", που περιγράφει το γιατί προχώρησα στην αφαίρεση (της νοημοσύνης μου κατά τον Μιχάλη), περιγράφει απόλυτα και τη διαδικασία της μικροεπέμβασης (κάτι σαν να μου τρυπούσαν το μέτωπο για ένα δίλεπτο μ' ένα καυτο καρφί).
Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι, τώρα που το σκέφτομαι, ότι το να μην έχεις προφανή λόγο (όταν απλά έτσι στην καρφώνει) ενέχει τον κίδυνο τα πόδια σου να μην οδήγησαν ΕΣΕΝΑ στη δερματολόγο σου, αλλά την ελιά σου (η οποία ΑΥΤΗ έκλεισε το ραντεβού, για να σε αφαιρέσει από πίσω της).
ΥΓ3
ΑΟΥΤΣ!
ΥΓ4
Για τα πιο παραπάνω, όποιος πιστεύει ότι οι απόψεις μου ήταν αντιεπιστημονικές (βλέπε "το μάτι έχει δική του καρδιά"), ας μου κάνει μήνυση (ή μύηση σε άλλες θεωρίες).
ΥΓ5
Ή ας σταματήσει να χρησιμοποιεί την έκφραση "εγκάρδιο βλέμμα".
ΥΓ6
Σχετικά με τη λίστα "κραγιόν, ρύζι, γάλα, καμπά", και για όποιον κακεντρεχή δεν διάβασε ανάμεσα στις γραμμές και στις σωματικές μου χαραμάδες, ενημερώνω ότι το ρύζι με φουσκώνει (αλλεργική αντίδραση;) και το αποφεύγω χρόνια, στο γάλα έχω διαπιστωμένη δυσανεξία -οπότε ούτε να το δω, κι από καμπά ακόμη κι αν δεν ήμουν αλλεργική στο αλκοόλ, (που είμαι), δεν είναι της τάξης μου -οποτε ντου δε μαθ τι μένει (και γιατί) και αφήστε με να παίζω.
ΥΓ7
Μιλώντας για αλλεργίες, το να είσαι αλλεργικός στην αναισθησία (παντός τύπου), δεν είναι απαραίτητα όσο κακό ακούγεται (εκτός αν χρειαστεί να εγχειριστείς σοβαρά φαντάζομαι). Μπορείς να φανταστείς να είσαι αλλεργικός στην ευαισθησία; (Αν ναι, πήγαινε τη φαντασία σου για φτιάξιμο -αν δεν έχει λήξει η εγγύηση.)
ΥΓ8
Κατά τα πιο άλλα, φαντάζομαι να συμφωνείς, εκτός από τα βλέμματα των περαστικών, (πολλά περαστικά, με την ευκαιρία), το σώμα μας το διεκδικούν και οι δείκτες των ξένων χεριών (με τη δική τους καρδούλα πέτρα, όταν σηκώνονται να μας δείξουν, στην περίπτωση που έχουμε δέρμα πουά).
Ο "ξένος δάκτυλος" υποθέτω από εκεί βγαίνει.
(Τώρα ξέρετε και από που βγαίνει και το πατενταρισμένο "Kλείσιμο Mατιού" -κόντρα στα "ανοιχτά" μάτια των περαστικών.)
:-)
ΥΓ9
Την επόμενη φορά, αντί για πουά γίνεται να γεννηθώ ριγέ -που όσο να πεις θα ήταν πιο σικ και αλά μοντ;
(Μετωπικές.)
Δεν είναι πως βρίσκομαι διαρκώς σε πόλεμο (με την εμφάνισή μου), αλλά το να είμαι αποδεκτή (άμα τη εμφανίσει) είναι καθημερινά στη λίστα.
(Κραγιόν, ρύζι, γάλα, καμπά.)
Κάπως σαν ν' ανήκω μόνιμα στα βλέμματα των περαστικών.
(Όποιος ανακάλυψε την ανασφάλεια, μπράβο, τον θαυμάζουμε, ήταν μέγας πρωτοπόρος -βλέπε ο πρώτος ανασφαλής.)
Τα βλέμματα των περαστικών είναι που με κάνουν να πιστεύω ότι το μάτι έχει δική του καρδιά.
(Πέτρα.)
Οι οφθαλμίατροι μάλιστα το ξέρουν, αλλά έχουν συνεννοηθεί (όχι μεταξύ τους -με τους καρδιολόγους και τους ψυχιάτρους) να μην το λένε.
Τα βλέμματα των περαστικών αποφασίζουν με ακρίβεια αν έχεις το δικαίωμα να κυκλοφορείς έξω χωρίς να προσβάλεις την αισθητική των δρόμων, προσπαθώντας να αναπαράγουν (ή όχι) το πρώτο βλέμμα "έγκρισης" που έλαβες ποτέ ως παιδί (αν αυτό ήταν γενναιόδωρο την πάτησες, ξεκαβάλα, δεν έχουν πέραση η ξιπασμένοι, αν ήταν μίζερο την πάτησες, ξεπέρασέ το, δεν έχουν πέραση οι κλάψες).
Το να διεκδικείς το σώμα σου πίσω από τα βλέμματα των περαστικών είναι πραγματικά πόλεμος -εμφύλιος προφανώς (κι αν θες να ξέρεις, τα "χαρακώματα" από εκεί βγαίνουν).
Το σώμα μου προσπάθησε να με προειδοποιήσει πολλές φορές (και μάλιστα από την αρχή), πως τα πράγματα θα είναι δύσκολα (στον τομέα αυτοαποδοχής), όταν μου ανακοίνωσε (ο καθρέφτης), ότι θα περιέχομαι πάντα σε δέρμα με σπέσιαλ εφέ (εμπριμέ).
Αρχικά (και ανέκαθεν), αυτό που το καθημερινό μάτι θα μπορούσε να το ονομάσει ευγενικά "φακίδες", για μένα δεν ήταν παρά μια διάσπαρτη αποικία από τρύπες (άλλοτε μικροσκοπικές τρυπίτσες κι άλλοτε φαρδιές και ξεχυλωμένες -ώστε να μπορεί, ανάλογα, να στάζει από μέσα μου ό,τι μικρό ή μεγάλο προσπαθόυσε να συγκρατήσει το δερμάτινο σουρωτηράκι μου, βλ. περηφάνεια, υπομονή, κλπ).
Για όποιον αναρωτιέται, αυτό που φαίνεται τώρα είναι οι τρύπες που επουλώθηκαν. (Η δουλειά ήταν πολλή -και όλη δική μου-, μάλιστα έχω αφήσει δυο τρεις τρύπες εδώ κι εκεί να βγαίνει φως το πρωί, τα βλέμματα των περαστικών άρχισαν από χόμπυ τα εμφράγματα, χειροκρότημα κονσέρβα, Έσσλιν ντουζ πουάν.)
Όχι ότι ΑΥΤΟΣ ο πόλεμος φτάνει ποτέ στο τέλος του για κανέναν -απόδειξη πως πριν λίγες μέρες παραπάτησα άσχημα και έκανα πως δεν συμβαίνει τίποτα.
Το σώμα μου προσπάθησε και πάλι να με προειδοποιήσει να πατάω στη γη με αποφασιστικό βήμα χωρίς να το βάζω στα πόδια από τον εαυτό μου, (χωρίς να κοιτάω αν με κοιτάνε), κι εγώ το παράκουσα.
Απόδειξη, για μια εβδομάδα, έκανα τρομερή προσπάθεια να περπατάω με χάρη στα τακούνια μου χωρίς να κουτσαίνω ή να φαίνεται πόσο πονάω (καθώς διεσχίζοντας δρόμο χτύπησα και τα δυο μου πόδια στην προσπάθεια αποφυγής σύγκρουσης με αυτοκίνητο -που οδηγούσε οδηγός εννιακοσίων ετών), θέλοντας (προφανώς), στο τέλος της εβδομάδας, να είμαι σε θέση να περπατάω κανονικά ώστε να επιβάλω στα (μη συνεργάσιμα αν ήταν στο χέρι τους) πόδια μου να με οδηγήσουν στη δερματολόγο μου (για λόγους βάνιτυ).
Η απόφαση να αφαιρέσω μια μικροσκοπική ελίτσα που είχα στο μέτωπο -κανένα βλέμμα περαστικού δεν την είχε προσέξει (μιλάμε για το τίποτα)-, δεν πάρθηκε απλά γιατί τελευταία μου ζήταγε ν' αργεί τα βράδια (βλ. άρχισε να μεγαλώνει).
(Προφανώς πάρθηκε επειδή, παρά τις επιμέρους νίκες μου, παραμένω -και με το τίποτα- αυστηρή.)
Δεν ήταν άσχημη πάντως. (Θα την ονόμαζα ευθαρσώς έως και μπίουτυμαρκ, άσε που ήταν πάντα εκεί στην ακρούλα της, γλυκούλα, ησυχούλα και σχεδόν κρυμμένη.)
(Θέε μου τι έκανα; Λες να μην έκανα επέμβαση ομορφιάς, αλλά ασχήμιας;)
Τώρα πάει.
(Και όμορφη ξόμορφη ήταν σίγουρα το πρώτο κομμάτι του εαυτού μου με το οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα και οικειοθελώς μπόρεσα και ξεφορτώθηκα -γιατί έτσι μου την κάρφωσε.)
Στη θέση της ελίτσας έχει μείνει κάτι σαν τρυπούλα (που από προχτές επουλώνεται, χωρίς -τι ανακούφιση- να καταβάλω την παραμικρή προσπάθεια).
Δεν ήταν άσχημη ξανατονίζω (η κομπλεξική).
Ο φίλος μου ο Μιχάλης μάλιστα είπε ότι ήταν η αντένα μου. (Το αισθητήριο μου, που από εκεί πήγαζε ο τρόπος μου να αντιλαμβάνομαι, να εκλαμβάνω, και να μετατρέπω σε λέξεις ό,τι βλέπω, πράγμα που προφανώς έχασα πια. Μάλιστα είπε -πολύ ευγενικά και αστεία- ότι μόλις η ελία προσγειωθεί στον κάδο της δερματολόγου, ο κάδος θα αποκτήσει νοημοσύνη και θα ζητήσει μολύβι και χαρτί).
"Μην το κάνεις Έσσλιν."
(Τό'κανα.)
Πλήρωσα 100 ευρώ για να δω μια φορά ένα κομμάτι του εαυτού μου σε κάδο -μετά από δικό μου αίτημα.
Πλήρωσα 100 ευρώ για να δω κάδο να ζητάει μολύβι και χαρτί.
(Τα λεφτά μας πίσω.)
ΥΓ1
Φορ γιορ ίνφο, είμαι αλλεργική στην αναισθησία, η επέμβαση έγινε χωρίς -οπότε, ναι, πόνεσε παρά πολύ.
(Έχει τίμημα να έχεις καθαρό κούτελο.)
Όχι όσο τα χτυπημένα μου πόδια πάντως (όσο ήμουν πράκτικαλυ κουτσή).
Τα πόδια πονάνε πάντα περισσότερο (το τίμημα να προχωράς είναι πάντα βαρύτερο).
(Κανονικά, έτσι που το σκέφτομαι, έπρεπε να είναι σοφή μέχρι και η κουτσή μαρία -δεν ξέρω τι πήγε στραβά).
ΥΓ2
Η φράση "γιατί έτσι μου την κάρφωσε", που περιγράφει το γιατί προχώρησα στην αφαίρεση (της νοημοσύνης μου κατά τον Μιχάλη), περιγράφει απόλυτα και τη διαδικασία της μικροεπέμβασης (κάτι σαν να μου τρυπούσαν το μέτωπο για ένα δίλεπτο μ' ένα καυτο καρφί).
Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι, τώρα που το σκέφτομαι, ότι το να μην έχεις προφανή λόγο (όταν απλά έτσι στην καρφώνει) ενέχει τον κίδυνο τα πόδια σου να μην οδήγησαν ΕΣΕΝΑ στη δερματολόγο σου, αλλά την ελιά σου (η οποία ΑΥΤΗ έκλεισε το ραντεβού, για να σε αφαιρέσει από πίσω της).
ΥΓ3
ΑΟΥΤΣ!
ΥΓ4
Για τα πιο παραπάνω, όποιος πιστεύει ότι οι απόψεις μου ήταν αντιεπιστημονικές (βλέπε "το μάτι έχει δική του καρδιά"), ας μου κάνει μήνυση (ή μύηση σε άλλες θεωρίες).
ΥΓ5
Ή ας σταματήσει να χρησιμοποιεί την έκφραση "εγκάρδιο βλέμμα".
ΥΓ6
Σχετικά με τη λίστα "κραγιόν, ρύζι, γάλα, καμπά", και για όποιον κακεντρεχή δεν διάβασε ανάμεσα στις γραμμές και στις σωματικές μου χαραμάδες, ενημερώνω ότι το ρύζι με φουσκώνει (αλλεργική αντίδραση;) και το αποφεύγω χρόνια, στο γάλα έχω διαπιστωμένη δυσανεξία -οπότε ούτε να το δω, κι από καμπά ακόμη κι αν δεν ήμουν αλλεργική στο αλκοόλ, (που είμαι), δεν είναι της τάξης μου -οποτε ντου δε μαθ τι μένει (και γιατί) και αφήστε με να παίζω.
ΥΓ7
Μιλώντας για αλλεργίες, το να είσαι αλλεργικός στην αναισθησία (παντός τύπου), δεν είναι απαραίτητα όσο κακό ακούγεται (εκτός αν χρειαστεί να εγχειριστείς σοβαρά φαντάζομαι). Μπορείς να φανταστείς να είσαι αλλεργικός στην ευαισθησία; (Αν ναι, πήγαινε τη φαντασία σου για φτιάξιμο -αν δεν έχει λήξει η εγγύηση.)
ΥΓ8
Κατά τα πιο άλλα, φαντάζομαι να συμφωνείς, εκτός από τα βλέμματα των περαστικών, (πολλά περαστικά, με την ευκαιρία), το σώμα μας το διεκδικούν και οι δείκτες των ξένων χεριών (με τη δική τους καρδούλα πέτρα, όταν σηκώνονται να μας δείξουν, στην περίπτωση που έχουμε δέρμα πουά).
Ο "ξένος δάκτυλος" υποθέτω από εκεί βγαίνει.
(Τώρα ξέρετε και από που βγαίνει και το πατενταρισμένο "Kλείσιμο Mατιού" -κόντρα στα "ανοιχτά" μάτια των περαστικών.)
:-)
ΥΓ9
Την επόμενη φορά, αντί για πουά γίνεται να γεννηθώ ριγέ -που όσο να πεις θα ήταν πιο σικ και αλά μοντ;
20 Νοε 2008
Πεθαίνω για μένα.
Αν υποψιαστώ ότι η χαρά και η θλίψη έχουν το ίδιο ακριβώς αίτιο, θα πεθάνω.
(Ενώ αν δεν το υποψιαστώ θα ζήσω ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.)
Μεταξύ μας, χωρίς (περιέργως) να θέλω να σοκάρω, υποψιάζομαι ότι θα πεθάνω έτσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν υποψιαστώ ή δεν υποψιαστώ, ό,τι κι αν κάνω ή δεν κάνω, και μάλιστα θα πεθάνω το ίδιο ακριβώς (δηλαδή με την ίδια ακριβώς πεθαντότητα) όποια μα όποια κι αν είναι καθημερινά η διάθεση ή οι σκέψεις μου, η υγεία ή το πρόγραμμά μου -είτε είμαι κάθε μέρα αισιόδοξη, είτε είμαι κάθε μέρα του θανατά, είτε έχω κόκκινα έιτε έχω άβαφα τα χείλη μου, (θα πεθάνω ακόμη κι αν την ώρα που είναι να συμβεί φοράω ντιόρ, ή δεν μου μένει χρόνος -γιατί έχω ραντεβού για μανικιούρ).
Πάντως την υποψία την υπογράφω: για μένα, χαρά και θλίψη έχουν το ίδιο ψυχαναλυτικό αίτιο -μοιάζει να επιβεβαιώνονται από το ίδιο ακριβώς δεδομένο: απ' το ότι έχεις επίγνωση (μια και δεν είσαι ελέφαντας ή μυρμήγκι αλλά έχεις ανθρώπινη αντίληψη) ότι δεν είσαι αθάνατος.
(Αν δεν το ξέρεις, πιθανόν εσύ που διαβάζεις ΕΙΣΑΙ ή ελέφαντας ή μυρμήγκι, γεγονός που, αν και στατιστικά ενδιαφέρον, με κάνει επίσης να πεθαίνω -στα γέλια.)
Δεν είναι πολύ διαμπερές και ευήλιο αυτό που γράφω, ευτυχώς όμως δεν χρειάζεται να δώσεις και τόση σημασία -το πιθανότερο δεν σε αφορά (απευθύνεται αποκλειστικά μόνο σε όσους πρόκειται να πεθάνουν.)
Και θα μου πεις εντάξει να πηγάζει από τον φόβο θανάτου η όποια εύκολη, αυτονόητη, μη παράδοξη, και αυτομάτως κατανοήτη θλίψη, αλλά ΚΑΙ η χαρά;
Μην κάνεις ότι δεν το ξέρεις.
Γνωρίζοντας πως όλα τελειώνουν, χωρίς απαραίτητα να το καταλαβαίνεις, νιώθεις την απίστευτη ευφορία της επιβεβαίωσης σαν άνθρωπος, καθώς καταφέρνεις, κάθε μέρα, παρά τη γνώση για τη μοίρα σου, να πηγαίνεις κόντρα σ' αυτήν την πληροφορία, αφού, ανά πάσα στιγμή, επιβάλλεσαι διαρκώς στον θάνατο: με το γέλιο σου, με το κέφι σου να σηκώνεσαι από το κρεβάτι, με την αφοσίωσή σου να εφευρίσκεις φάρμακα, με τη μανία σου να παράγεις αντιρυτιδικές κρέμες, με την τάση σου να κατακτάς άλλους θνητούς, και με τη συνήθειά σου να κατασκευάζεις χριστούς (action figures με ανθρώπινη μορφή, γένια κλπ) που ΟΦΕΙΛΟΥΝ να ανασταίνονται –πατώντας τον θάνατο θανάτω όλη μέρα (κυρίως ώρες καταστημάτων).
Όσον αφορά στην χαρά δηλαδή, με λογάκια απλά, αυτή πηγάζει από το παράδοξο του να έχεις την όρεξη να δίνεις νόημα στη ζωή σου -κάνοντας φίλγκουντ πράγματα (όπως ποδήλατο, κέηκ, και σεξ).
Κάτι μας είπα. Που το παράδοξο να αντλείς χαρά από το ποδήλατο, το κέηκ και το σεξ;
Μα εξήγησα: στο ότι θα μπορούσες κάλλιστα να μην κάνεις τίποτα για να δίνεις νόημα στη ζωή σου, αφοσιωμένος στην προπόνηση πένθους για τον πιο κοντινό σου άνθρωπο (εσένα -τι δεν κατάλαβες;).
Παρεπιμτόντως, δεν πρέπει να διάλεξα τυχαία τις παραπάνω "ασχολίες": για να ζήσεις βασικά χρειάζεσαι απλά αναπαραγωγή και τροφή (σεξ και κέηκ), ενώ το ποδήλατο εκτελεί χρεή μεταφοράς (ως μεταφορικό μέσο που είναι), υπονοώντας όσα σου κάνουν τη ζωή....χμ....τρένο.
Ζεις (μαθαίνω).
Και μάλιστα ζεις ΣΑΝ το ότι θα πεθάνεις να είναι το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ που θα σου συμβεί (στη ζωή σου).
Πας στο κομμμωτήριο, στο γυμναστήριο, στο σουπερμάρκετ, στην Ακρόπολη, στο μπαλέτο, στην όπερα, στο ΙΚΑ, στο Τόκυο, στο περίπτερο. Πολεμάς όλη μέρα το αναπόφευκτο, διαβάζοντας βιβλία, παρασκευάζοντας ή καταναλώνοντας προπαρασκευασμένο πολιτισμό, πηγαίνοντας σχολείο, αγοράζοντας μακ, ακούγοντας φοίβο, πίνοντας σόγια, αποφεύγοντας τα σόγια, αγαπώντας την καλή σου ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, επενδύοντας χρόνια και χρήματα σε γνώσεις και εμπειρίες.
Δεν λέω τίποτα απ'όλα αυτά με ισοπεδωτική, ειρωνική (ή μηδενιστική) διάθεση, σαν να υπονοώ (ή να προτείνω) ότι όλα είναι μάταια -το ΑΚΡΙΒΩΣ αντίθετο: χαίρομαι που η γνώση κι ο φόβος για τον θάνατο μας έχουν κάνει τόσο δραστήριους, τόσο δημιουργικούς, τόσο επιλεκτικούς, και τόσο... χαρούμενους -χαίρομαι που ο έμφυτος και ασυνείδητος σεβασμός για αυτήν τη θλιβερή και μοιραία πληροφορία μάς δίνει χαρά, μας ενεργοποιεί, μας καθιστά πολύ ζωντανότερους από το πόσο ζωντανοί είμαστε.
Αν δεν γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε δυσκολεύομαι να εντοπίσω από που θα αντλούσαμε χαρά για τη ζωή.
(Όποιος πει από το ποδήλατο, το κέηκ και το σεξ, απλά αυθαδιάζει.)
Και δεν λέω πως είναι διαρκώς ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ αυτή η φαινομενικά παράδοξη άντληση χαράς από τη γνώση θανάτου.
Αναφέρομαι σε αυτό που καθιστά την χαρά χαρούμενη: στην αυτόματη ικανότητα να θάβουμε τη γνώση τού τέλους μας με όλα τα χαρούμενα που κάνουμε. (Στο θαύμα τού να καταφέρνουμε να αγνοούμε εν γνώση μας αυτό που εν γνώση μας δεν αγνοούμε καθόλου.)
Στο αντίθετο από το συνηθισμένο θέλω να καταλήξω: η ζωή δεν είναι μάταιη επειδή κάποτε τελειώνει, αλλά εντελώς γεμάτη νόημα ΕΞΑΙΤΙΑΣ του τέλους της.
Χωρίς θάνατο δεν θα ψηνόμασταν να κάνουμε και πολλά, (σίγουρα θα ψήναμε πολύ λιγότερα -αν όχι καθόλου- κέηκ), η χαρά θα ήταν γελοία περιττή, δεν θα είχε τίποτα να πολεμήσει ή να εξισοροπήσει (και θα έβγαινε στη σύνταξη).
Καταλήξαμε νομίζω. Οπότε, από τώρα, όσοι θνητοί όλο και πιο συνειδητά χαρούμενοι (και, ναι, με καταλάβατε, δεν λέω ΤΙΠΟΤΑ καινούργιο, απλά το λέω πολυλογώντας και αποφεύγοντας τεχνηέντως μπανάλ προτροπές του τύπου "να ζείτε κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία" ).
Αλλά θα το ρωτήσω.
Γιατί, αν όντως ο άνθρωπος καταφέρνει και αντλεί δύναμη να ζει, να δημιουργεί και συχνά να μεγαλουργεί όχι απλώς ΠΑΡΑ αλλά ΕΞΑΙΤΙΑΣ της γνώσης για το τέλος του, τελικά δεν το παίρνει πάνω του, δεν το χαίρεται με ΟΛΟ του το είναι, με χάρη και ανωτερότητα;
Γιατί είναι τόσο δυστυχισμένος καθημερινά που ζει; -δηλαδή τόσο μα τόσο αχάριστος που δεν έχει πεθάνει ακόμη;
Μα ούτε αυτό είναι καινούργιο.
Παρά τη γνώση του, τη συνειδητοποίησή του, και το ανακουφιστικό κατόρθωμά του να ξεχνιέται που δεν είναι αθάνατος και να ζει ΛΕΣ και είναι, δυστυχώς παραμένει πάντα ανήλικος απέναντι σ΄ αυτή τη γνώση, (για αυτό και πάντα μουτρωμένος σαν να του έχουν κρύψει τη σοκολάτα του στο πάνω ράφι), καθώς παρά την ικανότητα να σηκώνεται από το κρεβάτι κάθε πρωί, αρνείται να αποδεχτεί ότι αυτή του η επίγνωση τον αφορά προσωπικά (και δεν αφορά μόνο τους Άλλους).
Θα μπορούσε να πει: "ωραία λοιπόν, θα πεθάνω, το ξέρω, το αποδέχομαι, και μέχρι να συμβεί θα κάνω τη γνώση δύναμη, θα κάνω τα πάντα για να είμαι ευτυχισμένος και να περνάω καλά, σαν να μην συμβαίνει τίποτα".
Αλλά επιλέγει και λέει : "ωραία λοιπόν, θα πεθάνω, το δέχομαι, αλλά μέχρι να συμβεί θα κάνω πως το ξέχασα, θα κάνω ό,τι μπορώ για να ξεγελάσω τον θάνατο, κι αυτός στο τέλος να δεις θα με ξεχάσει μπακ, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος, δεν είμαι ελέφαντας ή μυρμήγκι, μορφώνομαι, πάω ταξίδια, ζω ζωηρά, ζωικά, ζωτικά και ζωντανά, και αφού ζω θα σας δείξω εγώ τι εστί ζωντανότητα, θα δείτε εσείς τι θα πάθετε και ποιος την έχει πιο μεγάλη, και σιγά μην πεθάνω ΕΓΩ, εγώ είμαι όμορφος, εγώ είμαι έξυπνος, κάνω γιόγκα εγώ, ΕΓΩ είμαι ΕΓΩ, δεν είμαι ο γείτονας -μόνο ο διπλανός στρατιώτης πεθαίνει, εγώ είμαι ο πρωταγωνιστής, κι ο πρωταγωνιστής του εγώ μου δεν πεθαίνει ποτέ".
Όλοι έχουν από έναν.
Και λέγεται ναρκισσιμός. (Έγω έχω τρεις κούτες στο σπίτι -η μια από τόσο παλιά που ίσως έχει λήξει.)
Το συνώνυμο της κατά φαντασίαν αθανασίας.
ΑΥΤΟ είναι που σε τρώει (άνθρωπέ μου).
Ο έρωτάς σου για σένα.
Αυτό που πρωτοένιωσες μικρός όταν σε κοίταζε η μητέρα σου επιβεβαιώνοντάς σου ότι είσαι το μοναδικέστερο πλάσμα στη γη. (Τι; Δεν είσαι;)
Αυτό που έκτοτε σε κάνει να θέλεις να χαράζεις το όνομα σου σε κορμούς δέντρους γράφοντας ότι ήσουν κι εσύ εκεί.
Αυτό που σε κάνει να ονομάζεις το blog σου ΕΣΣΛΙΝ ΕΣΣΛΙΝ, λες και σε λένε Έσσλιν επί δύο (που μεταξύ μας Κατερίνα σε λένε -αλλά όόόόχι, το Έσσλιν είναι καλύτερο γιατί εσύ ΕΙΣΑΙ η Έσσλιν και φυσικά ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ, λες και είσαι μόνη σου, που να σου πω και κάτι; ΜΟΝΗ ΣΟΥ ΕΙΣΑΙ -το μοναδική σε μάρανε.)
Η αγάπη μου για τον εαυτό μου (αρκετά με σένα) ξεκινάει από πολύ παλιά -και είναι πολύ μεγάλη (σαν αφίσα της βόνταφον).
Όμως τελευταία με κατάλαβα καλά, (παραγνωριστήκαμε), και θέλω να χωρίσουμε.
Θέλω να προχωρήσω χωρίς το τέλειο εμένα μου -να με αφήσουμε ήσυχη (κι εγώ και η τελειότητά μου -ήσυχη να ζήσω σαν κάποιος που πριν πεθάνει θα ζήσει βλέποντας πέρα από τη μύτη του).
Πώς είναι να αγαπάς τον θνητό εαυτό σου περισσότερο από την αθάνατη εικόνα σου;
Aν δεν γλυστρήσει ολοκληρωτικά από πάνω μου το ΕΓΩ μου, αν δεν ξεγαντζωθεί από πάνω μου η κομπλεξική σκιά μου (η πάντα πίσω μου -μη τυχόν και με αφήσει μόνη όταν πέφτει πάνω μου το φως), δεν θα το μάθουμε "ποτέ".
(Μπάμερ!)
ΥΓ1
Αν εσύ που διαβάζεις τελικά ΕΙΣΑΙ ελέφαντας ή μυρμήγκι που βρήκες ίντερνετ;
ΥΓ2
Αν είσαι ελέφαντας πάντως, μπράβο, ΕΣΥ την έχεις σίγουρα πιο μεγάλη -αλλά πρόσεξε καλά (στη φαντασία μου σε πατάει και σε λιώνει το μυρμήγκι.)
ΥΓ3
Αν νιώθεις πτώμα μετά από ανάγνωση τέτοιου κειμένου, λυπάμαι που σε πέθανα.
ΥΓ4
Τέλος, για να καταλάβω και τι είπα στην ουσία του κειμένου αρκετά παραπάνω, μια ερώτηση: αν η χαρά μας να επιβαλλόμαστε στον θάνατο εξανεμίζεται από το ναρκισσισμό μας (αντί να ενισχύεται), και -κυρίως- αν δεν καταφέρνει να είναι διαρκώς συνειδητή, μας κάνει κάκο;
ΥΓ5
Α την ασυνείδητη!
:-)
(Ενώ αν δεν το υποψιαστώ θα ζήσω ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.)
Μεταξύ μας, χωρίς (περιέργως) να θέλω να σοκάρω, υποψιάζομαι ότι θα πεθάνω έτσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν υποψιαστώ ή δεν υποψιαστώ, ό,τι κι αν κάνω ή δεν κάνω, και μάλιστα θα πεθάνω το ίδιο ακριβώς (δηλαδή με την ίδια ακριβώς πεθαντότητα) όποια μα όποια κι αν είναι καθημερινά η διάθεση ή οι σκέψεις μου, η υγεία ή το πρόγραμμά μου -είτε είμαι κάθε μέρα αισιόδοξη, είτε είμαι κάθε μέρα του θανατά, είτε έχω κόκκινα έιτε έχω άβαφα τα χείλη μου, (θα πεθάνω ακόμη κι αν την ώρα που είναι να συμβεί φοράω ντιόρ, ή δεν μου μένει χρόνος -γιατί έχω ραντεβού για μανικιούρ).
Πάντως την υποψία την υπογράφω: για μένα, χαρά και θλίψη έχουν το ίδιο ψυχαναλυτικό αίτιο -μοιάζει να επιβεβαιώνονται από το ίδιο ακριβώς δεδομένο: απ' το ότι έχεις επίγνωση (μια και δεν είσαι ελέφαντας ή μυρμήγκι αλλά έχεις ανθρώπινη αντίληψη) ότι δεν είσαι αθάνατος.
(Αν δεν το ξέρεις, πιθανόν εσύ που διαβάζεις ΕΙΣΑΙ ή ελέφαντας ή μυρμήγκι, γεγονός που, αν και στατιστικά ενδιαφέρον, με κάνει επίσης να πεθαίνω -στα γέλια.)
Δεν είναι πολύ διαμπερές και ευήλιο αυτό που γράφω, ευτυχώς όμως δεν χρειάζεται να δώσεις και τόση σημασία -το πιθανότερο δεν σε αφορά (απευθύνεται αποκλειστικά μόνο σε όσους πρόκειται να πεθάνουν.)
Και θα μου πεις εντάξει να πηγάζει από τον φόβο θανάτου η όποια εύκολη, αυτονόητη, μη παράδοξη, και αυτομάτως κατανοήτη θλίψη, αλλά ΚΑΙ η χαρά;
Μην κάνεις ότι δεν το ξέρεις.
Γνωρίζοντας πως όλα τελειώνουν, χωρίς απαραίτητα να το καταλαβαίνεις, νιώθεις την απίστευτη ευφορία της επιβεβαίωσης σαν άνθρωπος, καθώς καταφέρνεις, κάθε μέρα, παρά τη γνώση για τη μοίρα σου, να πηγαίνεις κόντρα σ' αυτήν την πληροφορία, αφού, ανά πάσα στιγμή, επιβάλλεσαι διαρκώς στον θάνατο: με το γέλιο σου, με το κέφι σου να σηκώνεσαι από το κρεβάτι, με την αφοσίωσή σου να εφευρίσκεις φάρμακα, με τη μανία σου να παράγεις αντιρυτιδικές κρέμες, με την τάση σου να κατακτάς άλλους θνητούς, και με τη συνήθειά σου να κατασκευάζεις χριστούς (action figures με ανθρώπινη μορφή, γένια κλπ) που ΟΦΕΙΛΟΥΝ να ανασταίνονται –πατώντας τον θάνατο θανάτω όλη μέρα (κυρίως ώρες καταστημάτων).
Όσον αφορά στην χαρά δηλαδή, με λογάκια απλά, αυτή πηγάζει από το παράδοξο του να έχεις την όρεξη να δίνεις νόημα στη ζωή σου -κάνοντας φίλγκουντ πράγματα (όπως ποδήλατο, κέηκ, και σεξ).
Κάτι μας είπα. Που το παράδοξο να αντλείς χαρά από το ποδήλατο, το κέηκ και το σεξ;
Μα εξήγησα: στο ότι θα μπορούσες κάλλιστα να μην κάνεις τίποτα για να δίνεις νόημα στη ζωή σου, αφοσιωμένος στην προπόνηση πένθους για τον πιο κοντινό σου άνθρωπο (εσένα -τι δεν κατάλαβες;).
Παρεπιμτόντως, δεν πρέπει να διάλεξα τυχαία τις παραπάνω "ασχολίες": για να ζήσεις βασικά χρειάζεσαι απλά αναπαραγωγή και τροφή (σεξ και κέηκ), ενώ το ποδήλατο εκτελεί χρεή μεταφοράς (ως μεταφορικό μέσο που είναι), υπονοώντας όσα σου κάνουν τη ζωή....χμ....τρένο.
Ζεις (μαθαίνω).
Και μάλιστα ζεις ΣΑΝ το ότι θα πεθάνεις να είναι το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ που θα σου συμβεί (στη ζωή σου).
Πας στο κομμμωτήριο, στο γυμναστήριο, στο σουπερμάρκετ, στην Ακρόπολη, στο μπαλέτο, στην όπερα, στο ΙΚΑ, στο Τόκυο, στο περίπτερο. Πολεμάς όλη μέρα το αναπόφευκτο, διαβάζοντας βιβλία, παρασκευάζοντας ή καταναλώνοντας προπαρασκευασμένο πολιτισμό, πηγαίνοντας σχολείο, αγοράζοντας μακ, ακούγοντας φοίβο, πίνοντας σόγια, αποφεύγοντας τα σόγια, αγαπώντας την καλή σου ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, επενδύοντας χρόνια και χρήματα σε γνώσεις και εμπειρίες.
Δεν λέω τίποτα απ'όλα αυτά με ισοπεδωτική, ειρωνική (ή μηδενιστική) διάθεση, σαν να υπονοώ (ή να προτείνω) ότι όλα είναι μάταια -το ΑΚΡΙΒΩΣ αντίθετο: χαίρομαι που η γνώση κι ο φόβος για τον θάνατο μας έχουν κάνει τόσο δραστήριους, τόσο δημιουργικούς, τόσο επιλεκτικούς, και τόσο... χαρούμενους -χαίρομαι που ο έμφυτος και ασυνείδητος σεβασμός για αυτήν τη θλιβερή και μοιραία πληροφορία μάς δίνει χαρά, μας ενεργοποιεί, μας καθιστά πολύ ζωντανότερους από το πόσο ζωντανοί είμαστε.
Αν δεν γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε δυσκολεύομαι να εντοπίσω από που θα αντλούσαμε χαρά για τη ζωή.
(Όποιος πει από το ποδήλατο, το κέηκ και το σεξ, απλά αυθαδιάζει.)
Και δεν λέω πως είναι διαρκώς ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ αυτή η φαινομενικά παράδοξη άντληση χαράς από τη γνώση θανάτου.
Αναφέρομαι σε αυτό που καθιστά την χαρά χαρούμενη: στην αυτόματη ικανότητα να θάβουμε τη γνώση τού τέλους μας με όλα τα χαρούμενα που κάνουμε. (Στο θαύμα τού να καταφέρνουμε να αγνοούμε εν γνώση μας αυτό που εν γνώση μας δεν αγνοούμε καθόλου.)
Στο αντίθετο από το συνηθισμένο θέλω να καταλήξω: η ζωή δεν είναι μάταιη επειδή κάποτε τελειώνει, αλλά εντελώς γεμάτη νόημα ΕΞΑΙΤΙΑΣ του τέλους της.
Χωρίς θάνατο δεν θα ψηνόμασταν να κάνουμε και πολλά, (σίγουρα θα ψήναμε πολύ λιγότερα -αν όχι καθόλου- κέηκ), η χαρά θα ήταν γελοία περιττή, δεν θα είχε τίποτα να πολεμήσει ή να εξισοροπήσει (και θα έβγαινε στη σύνταξη).
Καταλήξαμε νομίζω. Οπότε, από τώρα, όσοι θνητοί όλο και πιο συνειδητά χαρούμενοι (και, ναι, με καταλάβατε, δεν λέω ΤΙΠΟΤΑ καινούργιο, απλά το λέω πολυλογώντας και αποφεύγοντας τεχνηέντως μπανάλ προτροπές του τύπου "να ζείτε κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία" ).
Αλλά θα το ρωτήσω.
Γιατί, αν όντως ο άνθρωπος καταφέρνει και αντλεί δύναμη να ζει, να δημιουργεί και συχνά να μεγαλουργεί όχι απλώς ΠΑΡΑ αλλά ΕΞΑΙΤΙΑΣ της γνώσης για το τέλος του, τελικά δεν το παίρνει πάνω του, δεν το χαίρεται με ΟΛΟ του το είναι, με χάρη και ανωτερότητα;
Γιατί είναι τόσο δυστυχισμένος καθημερινά που ζει; -δηλαδή τόσο μα τόσο αχάριστος που δεν έχει πεθάνει ακόμη;
Μα ούτε αυτό είναι καινούργιο.
Παρά τη γνώση του, τη συνειδητοποίησή του, και το ανακουφιστικό κατόρθωμά του να ξεχνιέται που δεν είναι αθάνατος και να ζει ΛΕΣ και είναι, δυστυχώς παραμένει πάντα ανήλικος απέναντι σ΄ αυτή τη γνώση, (για αυτό και πάντα μουτρωμένος σαν να του έχουν κρύψει τη σοκολάτα του στο πάνω ράφι), καθώς παρά την ικανότητα να σηκώνεται από το κρεβάτι κάθε πρωί, αρνείται να αποδεχτεί ότι αυτή του η επίγνωση τον αφορά προσωπικά (και δεν αφορά μόνο τους Άλλους).
Θα μπορούσε να πει: "ωραία λοιπόν, θα πεθάνω, το ξέρω, το αποδέχομαι, και μέχρι να συμβεί θα κάνω τη γνώση δύναμη, θα κάνω τα πάντα για να είμαι ευτυχισμένος και να περνάω καλά, σαν να μην συμβαίνει τίποτα".
Αλλά επιλέγει και λέει : "ωραία λοιπόν, θα πεθάνω, το δέχομαι, αλλά μέχρι να συμβεί θα κάνω πως το ξέχασα, θα κάνω ό,τι μπορώ για να ξεγελάσω τον θάνατο, κι αυτός στο τέλος να δεις θα με ξεχάσει μπακ, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος, δεν είμαι ελέφαντας ή μυρμήγκι, μορφώνομαι, πάω ταξίδια, ζω ζωηρά, ζωικά, ζωτικά και ζωντανά, και αφού ζω θα σας δείξω εγώ τι εστί ζωντανότητα, θα δείτε εσείς τι θα πάθετε και ποιος την έχει πιο μεγάλη, και σιγά μην πεθάνω ΕΓΩ, εγώ είμαι όμορφος, εγώ είμαι έξυπνος, κάνω γιόγκα εγώ, ΕΓΩ είμαι ΕΓΩ, δεν είμαι ο γείτονας -μόνο ο διπλανός στρατιώτης πεθαίνει, εγώ είμαι ο πρωταγωνιστής, κι ο πρωταγωνιστής του εγώ μου δεν πεθαίνει ποτέ".
Όλοι έχουν από έναν.
Και λέγεται ναρκισσιμός. (Έγω έχω τρεις κούτες στο σπίτι -η μια από τόσο παλιά που ίσως έχει λήξει.)
Το συνώνυμο της κατά φαντασίαν αθανασίας.
ΑΥΤΟ είναι που σε τρώει (άνθρωπέ μου).
Ο έρωτάς σου για σένα.
Αυτό που πρωτοένιωσες μικρός όταν σε κοίταζε η μητέρα σου επιβεβαιώνοντάς σου ότι είσαι το μοναδικέστερο πλάσμα στη γη. (Τι; Δεν είσαι;)
Αυτό που έκτοτε σε κάνει να θέλεις να χαράζεις το όνομα σου σε κορμούς δέντρους γράφοντας ότι ήσουν κι εσύ εκεί.
Αυτό που σε κάνει να ονομάζεις το blog σου ΕΣΣΛΙΝ ΕΣΣΛΙΝ, λες και σε λένε Έσσλιν επί δύο (που μεταξύ μας Κατερίνα σε λένε -αλλά όόόόχι, το Έσσλιν είναι καλύτερο γιατί εσύ ΕΙΣΑΙ η Έσσλιν και φυσικά ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ, λες και είσαι μόνη σου, που να σου πω και κάτι; ΜΟΝΗ ΣΟΥ ΕΙΣΑΙ -το μοναδική σε μάρανε.)
Η αγάπη μου για τον εαυτό μου (αρκετά με σένα) ξεκινάει από πολύ παλιά -και είναι πολύ μεγάλη (σαν αφίσα της βόνταφον).
Όμως τελευταία με κατάλαβα καλά, (παραγνωριστήκαμε), και θέλω να χωρίσουμε.
Θέλω να προχωρήσω χωρίς το τέλειο εμένα μου -να με αφήσουμε ήσυχη (κι εγώ και η τελειότητά μου -ήσυχη να ζήσω σαν κάποιος που πριν πεθάνει θα ζήσει βλέποντας πέρα από τη μύτη του).
Πώς είναι να αγαπάς τον θνητό εαυτό σου περισσότερο από την αθάνατη εικόνα σου;
Aν δεν γλυστρήσει ολοκληρωτικά από πάνω μου το ΕΓΩ μου, αν δεν ξεγαντζωθεί από πάνω μου η κομπλεξική σκιά μου (η πάντα πίσω μου -μη τυχόν και με αφήσει μόνη όταν πέφτει πάνω μου το φως), δεν θα το μάθουμε "ποτέ".
(Μπάμερ!)
ΥΓ1
Αν εσύ που διαβάζεις τελικά ΕΙΣΑΙ ελέφαντας ή μυρμήγκι που βρήκες ίντερνετ;
ΥΓ2
Αν είσαι ελέφαντας πάντως, μπράβο, ΕΣΥ την έχεις σίγουρα πιο μεγάλη -αλλά πρόσεξε καλά (στη φαντασία μου σε πατάει και σε λιώνει το μυρμήγκι.)
ΥΓ3
Αν νιώθεις πτώμα μετά από ανάγνωση τέτοιου κειμένου, λυπάμαι που σε πέθανα.
ΥΓ4
Τέλος, για να καταλάβω και τι είπα στην ουσία του κειμένου αρκετά παραπάνω, μια ερώτηση: αν η χαρά μας να επιβαλλόμαστε στον θάνατο εξανεμίζεται από το ναρκισσισμό μας (αντί να ενισχύεται), και -κυρίως- αν δεν καταφέρνει να είναι διαρκώς συνειδητή, μας κάνει κάκο;
ΥΓ5
Α την ασυνείδητη!
:-)
10 Νοε 2008
Ανελεύθερος χρόνος.
"Λυπάμαι."
"Δεν έχω χρόνο να γράψω σήμερα" -θα έγραφα, αν πάλι δεν έγραφα σήμερα.
(Και θα ήταν ψέμα.)
Ώς άεργη γραφέας, έχω τόσο χρόνο κάθε μου σήμερα, που, αν δεν φαγωθεί όλος μέσα σε μια μέρα, μπορώ να τον βάλω σε τάπερ (περάστε αύριο ή μεθαύριο να τον φάμε μαζί).
Και ξέρετε, σε τι κατέληξα, ύστερα από ΑΚΡΙΒΩΣ δύο χρόνια (σαν σήμερα παραιτήθηκα) ελεύθερου χρόνου;
Την απάτη.
Ο χρόνος ούτε περνάει, ούτε κυλάει. Ούτε τρέχει, ούτε χάνεται.
Ο χρόνος χωράει -δεν είναι παρά χώρος (με σωστότερη του δευτερολέπτου μονάδα μέτρησης το κυβικό εκατοστό).
"Δεν έχω χρόνο για σένα" σημαίνει απλά "δεν σε χωράει η ζωή μου, γιατί προτιμώ να χωρέσω κάτι άλλο ή κάποιον άλλον σε αυτήν -που, παρά τις υποχρεώσεις μου, χωράει."
Γιατί με αυτόν που σου αρέσει συμβαίνει το εξής:
Αν σου αρέσει, σου αρέσει ακόμη κι αν σκαλίζει τη μύτη του.
(Αν δεν σου αρέσει, δεν σου αρέσει ακόμη κι αν σου φέρνει λουλούδια.)
Αν σου πουν ξανά "λυπάμαι, δεν έχω χρόνο να σε δω", εσύ να ακούς μπιτουήν δε λάινς τη φράση "λυπάμαι, έχω πάρα πολύ χρόνο να σε δω -αλλά προτιμώ να δω κάποιον που σκαλίζει τη μύτη του".
Χρόνο έχω (σε όλους τους χρόνους) πάντα -έχω, είχα, θα έχω, και αν ΗΘΕΛΑ να έχω θα... είχα έχει.
Το βλέπω καθαρά τώρα, που έχω, όχι επειδή τώρα έχω, αλλά επειδή καταλαβαίνω αναδρομικά το πώς φερόμουν όταν δήθεν δεν είχα: o χρόνος ορίζεται πάντα από την επιθυμία (αν δεν θέλετε να τον μετράμε με κυβικά εκατοστά, όπως πρότεινα, ως χώρο, ας τον μετράμε με κομμένες ανάσες -ως λαχτάρα).
Δεν υπάρχει μη ελεύθερος χρόνος -κατασκευάζεται (προφανώς σε ένα εργοστάσιο που παλιά έφτιαχνε καραμέλες).
Κατασκευάζεται ως η απόλυτη δικαιολογία-καραμέλα από τους μη ελέυθερους ανθρώπους που για κάποιον γουάτ δε φακ λόγο επιλέγουν -συχνά- να ζουν μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο, μικρό σαν ασανσέρ -επιλέγοντας μικρή (στενόχωρη) ζωή, με συνεχή ενοχλητικά πάνω-κάτω (και ξένα χέρια να πατάνε τα κουμπιά).
Όταν δεν έχω ελεύθερο χρόνο λέω ψέματα στον εαυτό μου (ότι μου αρέσει να ζω σε ασανσέρ).
Η δικαιολογία φούστα-μπλούζα "είμαι κουρασμένος" δε, βρίσκω να είναι ανόητη, αν έχει να κάνει με σωματική κούραση, γιατί δεν μου έχει συμβεί ποτε να μην ξεκουραστώ με 8 ώρες ύπνου -η σωματική κούραση ως δια μαγείας βγαίνει νοκάουτ από την ψυχική ξεκούραση (που έχει κάτι μπράτσα να).
Η αλήθεια είναι, αν έχει να κάνει με ψυχική κούραση, κανείς ύπνος (ειδικά ο και καλά του δικαίου) δεν σε ξεκουράζει, όση ώρα κι αν "διαρκέσει" -η πιο καλή απόδειξη ότι ο χρόνος είναι χώρος, μια και αν διακοσμήσεις το χώρο σου σωστά (με ένα ωραίο λαμπατέρ, μια ωραία συρταριέρα κι έναν πραγματικά ωραίο άνθρωπο), τότε έχεις χρόνο πάντα (για τον ωραίο άνθρωπο): χωράτε μια χαρά στο σύμπαν (και στα όποια γειτονικά σύμπαντα) και, το ακόμη πιο ωραίο, χωράτε μια χαρά και στο ασανσέρ ακόμη (μοιάζει ευρύχωρο σαν γήπεδο, και η πορεία από το υπόγειο στον πέμπτο δεν πα να διαρκεί 80 μέρες).
Όταν δεν έχω χρόνο βασικά δεν έχω χώρο. Το δωμάτιό μου είναι μονόκλινο, το κρεββάτι μου έχει τις διαστάσεις του κρεββατιού της μπάρμπι, η καρδιά μου μικρή (σαν καρδιά πλεϊμομπίλ) -τώρα που το σκέφτομαι, όταν δεν έχω χρόνο παίζω σαν παιδί -και μάλιστα μόνη μου. Παίζω με τον εαυτό μου.
(Όχι σεξουαλικά ρε πρόστυχοι.)
Τώρα. Ύστερα από όλο αυτό το συνειρμό, αν θα βρω το κουράγιο να μην ξαναπώ ποτέ "δεν έχω χρόνο", τι να πω;
(Ο χρόνος θα δείξει.)
Αλλά είμαι βέβαιη. Όταν δεν έχουμε χρόνο για κάποιον, δεν θέλουμε να τον κρατήσουμε.
Ή μάλλον θέλουμε.
Σε απόσταση.
ΥΓ1
Δεν ξέρω τι είναι ο χρόνος, μια ιδέα πέταξα, ούτε ξέρω ποιος τον επινόησε. Πιθανότατα κάποιος σνομπάκιας τεμπέλης και εκκεντρικός ελβετός που αντί να γίνει κάτι απλό και λαϊκό, (φερειπείν αρτοποιός), για να βγάζει το ψωμί του, εφήυρε το ρολόι.
Μην ανησυχείς πάντως. Παρότι οι περισσότερες σκέψεις μου για τα πράγματα προκύπτουν ανορθόδοξα, δεν πρόκειται να σου πω -παράδειγμα- ότι αν φοράς ρολόι είσαι ρατσιστής (επειδή σνομπάρεις το επάγγελμα τού αρτοποιού).
Αντίθετα, θα σου πω ότι αν φοράς ρολόι μάλλον συμφωνείς μαζί μου: ο χρόνος είναι στο χέρι σου.
YΓ2
Μιλώντας για χρόνο, μην παραλείψω να πω ότι, απ΄ όλους τους χρόνους, ο πιο "αυτό που βλέπεις είναι" είναι μόνο ένας.
Ο Ενεστώτας.
Λίγο ξεχασιάρης, (μην τον ρωτήσεις τι έφαγε χτες), λίγο έφηβος, (ζει μόνο για το σήμερα), λίγο απαισιόδοξος (το αύριο είναι μακριά) -αλλά πάντως ό,τι σου λέει το λέει στα ίσα.
Να τον προτιμάτε. (Είναι ευρύχωρος.)
ΥΓ3
Ο συντελεσμένος μέλλοντας είναι ο πιο παρθένος (σε ζώδιο), κρατάει πάντα ξεσκονόπανο (τα θέλει όλα εν τάξει), θέλει να ξέρει ότι πάντα μα πάντα κάτι θα ΕΧΕΙ γίνει, κάτι θα έχει τακτοποιηθεί και ολοκληρωθεί (με επιτυχία ή όχι δεν έχει σημασία) -πρέπει να είναι μάλλον γυναίκα (και προφανώς σε εμμηνόπαυση).
(Να τον προτιμάτε αν θέλετε τον χώρο σας ξεσκονισμένο.)
ΥΓ4
Ενώ μετά, (μεταξύ άλλων προφανώς), έρχεται και ο πλέον αντιπαθητικός όλων.
Ο Αόριστος.
Ο χρόνος τού κατά δήλωση τετελεσμένου (και αόριστου) κάποτε: του κάποτε που κάτι, κάπως, και -προφανώς- κάποτε, έγινε (και κατά τη γνώμη ΤΟΥ τελείωσε), ο χρόνος που πεισματικά (σε ένα ανελέητο τρίο με την Τελεία και την Πάυλα) επιμένει να ΝΟΜΙΖΕΙ ότι όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα που μου έχουν συμβεί, συνέβησαν αποκλειστικά στο αγύριστο παρελθόν.
(Γεννήθηκα. Περπάτησα. Μίλησα. Ζωγράφισα. Τραγούδησα. Έγραψα. Γέλασα. Σπούδασα. Δούλεψα. Ερωτεύτηκα.)
Μίστερ Αόριστε.
Άκου.
Θεωρώ τους παρελθοντικούς χρόνους, στους οποίους ανήκεις... πώς να το πω;
Ξεπερασμένους.
Είσαι ο χρόνος που με ευκολία θα παρακαλούσα σεμνά και ευγενικά να πας να συνουσιαστείς -και μετά να μας αδειάσεις τη γωνιά, αφήνοντάς με να χρησιμοποιώ όλα ανεξαιρέτως τα ρήματα σε όποιον χρόνο θέλω, ξανά και ξανά. Όταν αδειάσεις μάλιστα τη γωνιά, αν θες κάντο επ'αορίστου χρόνου, να μου τη γεμίσει κάποιος διακοσμητικά συμπαθέστερος επιτέλους, λόγου χάρη ο αναβλητικός μεν αλλά υποσχόμενος Μέλλοντας (με μια ωραιότατη κομόντα).
ΥΓ5
Μην χρησιμοποιείτε συχνά αόριστους χρόνους που έχουν περάσει.
ΥΓ6
Αν θέλετε να δίνετε χώρο συχνά σε κάτι που έχει περάσει, δεν έχω τι να πω.
ΥΓ7
Περαστικά σας;
:-)
"Δεν έχω χρόνο να γράψω σήμερα" -θα έγραφα, αν πάλι δεν έγραφα σήμερα.
(Και θα ήταν ψέμα.)
Ώς άεργη γραφέας, έχω τόσο χρόνο κάθε μου σήμερα, που, αν δεν φαγωθεί όλος μέσα σε μια μέρα, μπορώ να τον βάλω σε τάπερ (περάστε αύριο ή μεθαύριο να τον φάμε μαζί).
Και ξέρετε, σε τι κατέληξα, ύστερα από ΑΚΡΙΒΩΣ δύο χρόνια (σαν σήμερα παραιτήθηκα) ελεύθερου χρόνου;
Την απάτη.
Ο χρόνος ούτε περνάει, ούτε κυλάει. Ούτε τρέχει, ούτε χάνεται.
Ο χρόνος χωράει -δεν είναι παρά χώρος (με σωστότερη του δευτερολέπτου μονάδα μέτρησης το κυβικό εκατοστό).
"Δεν έχω χρόνο για σένα" σημαίνει απλά "δεν σε χωράει η ζωή μου, γιατί προτιμώ να χωρέσω κάτι άλλο ή κάποιον άλλον σε αυτήν -που, παρά τις υποχρεώσεις μου, χωράει."
Γιατί με αυτόν που σου αρέσει συμβαίνει το εξής:
Αν σου αρέσει, σου αρέσει ακόμη κι αν σκαλίζει τη μύτη του.
(Αν δεν σου αρέσει, δεν σου αρέσει ακόμη κι αν σου φέρνει λουλούδια.)
Αν σου πουν ξανά "λυπάμαι, δεν έχω χρόνο να σε δω", εσύ να ακούς μπιτουήν δε λάινς τη φράση "λυπάμαι, έχω πάρα πολύ χρόνο να σε δω -αλλά προτιμώ να δω κάποιον που σκαλίζει τη μύτη του".
Χρόνο έχω (σε όλους τους χρόνους) πάντα -έχω, είχα, θα έχω, και αν ΗΘΕΛΑ να έχω θα... είχα έχει.
Το βλέπω καθαρά τώρα, που έχω, όχι επειδή τώρα έχω, αλλά επειδή καταλαβαίνω αναδρομικά το πώς φερόμουν όταν δήθεν δεν είχα: o χρόνος ορίζεται πάντα από την επιθυμία (αν δεν θέλετε να τον μετράμε με κυβικά εκατοστά, όπως πρότεινα, ως χώρο, ας τον μετράμε με κομμένες ανάσες -ως λαχτάρα).
Δεν υπάρχει μη ελεύθερος χρόνος -κατασκευάζεται (προφανώς σε ένα εργοστάσιο που παλιά έφτιαχνε καραμέλες).
Κατασκευάζεται ως η απόλυτη δικαιολογία-καραμέλα από τους μη ελέυθερους ανθρώπους που για κάποιον γουάτ δε φακ λόγο επιλέγουν -συχνά- να ζουν μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο, μικρό σαν ασανσέρ -επιλέγοντας μικρή (στενόχωρη) ζωή, με συνεχή ενοχλητικά πάνω-κάτω (και ξένα χέρια να πατάνε τα κουμπιά).
Όταν δεν έχω ελεύθερο χρόνο λέω ψέματα στον εαυτό μου (ότι μου αρέσει να ζω σε ασανσέρ).
Η δικαιολογία φούστα-μπλούζα "είμαι κουρασμένος" δε, βρίσκω να είναι ανόητη, αν έχει να κάνει με σωματική κούραση, γιατί δεν μου έχει συμβεί ποτε να μην ξεκουραστώ με 8 ώρες ύπνου -η σωματική κούραση ως δια μαγείας βγαίνει νοκάουτ από την ψυχική ξεκούραση (που έχει κάτι μπράτσα να).
Η αλήθεια είναι, αν έχει να κάνει με ψυχική κούραση, κανείς ύπνος (ειδικά ο και καλά του δικαίου) δεν σε ξεκουράζει, όση ώρα κι αν "διαρκέσει" -η πιο καλή απόδειξη ότι ο χρόνος είναι χώρος, μια και αν διακοσμήσεις το χώρο σου σωστά (με ένα ωραίο λαμπατέρ, μια ωραία συρταριέρα κι έναν πραγματικά ωραίο άνθρωπο), τότε έχεις χρόνο πάντα (για τον ωραίο άνθρωπο): χωράτε μια χαρά στο σύμπαν (και στα όποια γειτονικά σύμπαντα) και, το ακόμη πιο ωραίο, χωράτε μια χαρά και στο ασανσέρ ακόμη (μοιάζει ευρύχωρο σαν γήπεδο, και η πορεία από το υπόγειο στον πέμπτο δεν πα να διαρκεί 80 μέρες).
Όταν δεν έχω χρόνο βασικά δεν έχω χώρο. Το δωμάτιό μου είναι μονόκλινο, το κρεββάτι μου έχει τις διαστάσεις του κρεββατιού της μπάρμπι, η καρδιά μου μικρή (σαν καρδιά πλεϊμομπίλ) -τώρα που το σκέφτομαι, όταν δεν έχω χρόνο παίζω σαν παιδί -και μάλιστα μόνη μου. Παίζω με τον εαυτό μου.
(Όχι σεξουαλικά ρε πρόστυχοι.)
Τώρα. Ύστερα από όλο αυτό το συνειρμό, αν θα βρω το κουράγιο να μην ξαναπώ ποτέ "δεν έχω χρόνο", τι να πω;
(Ο χρόνος θα δείξει.)
Αλλά είμαι βέβαιη. Όταν δεν έχουμε χρόνο για κάποιον, δεν θέλουμε να τον κρατήσουμε.
Ή μάλλον θέλουμε.
Σε απόσταση.
ΥΓ1
Δεν ξέρω τι είναι ο χρόνος, μια ιδέα πέταξα, ούτε ξέρω ποιος τον επινόησε. Πιθανότατα κάποιος σνομπάκιας τεμπέλης και εκκεντρικός ελβετός που αντί να γίνει κάτι απλό και λαϊκό, (φερειπείν αρτοποιός), για να βγάζει το ψωμί του, εφήυρε το ρολόι.
Μην ανησυχείς πάντως. Παρότι οι περισσότερες σκέψεις μου για τα πράγματα προκύπτουν ανορθόδοξα, δεν πρόκειται να σου πω -παράδειγμα- ότι αν φοράς ρολόι είσαι ρατσιστής (επειδή σνομπάρεις το επάγγελμα τού αρτοποιού).
Αντίθετα, θα σου πω ότι αν φοράς ρολόι μάλλον συμφωνείς μαζί μου: ο χρόνος είναι στο χέρι σου.
YΓ2
Μιλώντας για χρόνο, μην παραλείψω να πω ότι, απ΄ όλους τους χρόνους, ο πιο "αυτό που βλέπεις είναι" είναι μόνο ένας.
Ο Ενεστώτας.
Λίγο ξεχασιάρης, (μην τον ρωτήσεις τι έφαγε χτες), λίγο έφηβος, (ζει μόνο για το σήμερα), λίγο απαισιόδοξος (το αύριο είναι μακριά) -αλλά πάντως ό,τι σου λέει το λέει στα ίσα.
Να τον προτιμάτε. (Είναι ευρύχωρος.)
ΥΓ3
Ο συντελεσμένος μέλλοντας είναι ο πιο παρθένος (σε ζώδιο), κρατάει πάντα ξεσκονόπανο (τα θέλει όλα εν τάξει), θέλει να ξέρει ότι πάντα μα πάντα κάτι θα ΕΧΕΙ γίνει, κάτι θα έχει τακτοποιηθεί και ολοκληρωθεί (με επιτυχία ή όχι δεν έχει σημασία) -πρέπει να είναι μάλλον γυναίκα (και προφανώς σε εμμηνόπαυση).
(Να τον προτιμάτε αν θέλετε τον χώρο σας ξεσκονισμένο.)
ΥΓ4
Ενώ μετά, (μεταξύ άλλων προφανώς), έρχεται και ο πλέον αντιπαθητικός όλων.
Ο Αόριστος.
Ο χρόνος τού κατά δήλωση τετελεσμένου (και αόριστου) κάποτε: του κάποτε που κάτι, κάπως, και -προφανώς- κάποτε, έγινε (και κατά τη γνώμη ΤΟΥ τελείωσε), ο χρόνος που πεισματικά (σε ένα ανελέητο τρίο με την Τελεία και την Πάυλα) επιμένει να ΝΟΜΙΖΕΙ ότι όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα που μου έχουν συμβεί, συνέβησαν αποκλειστικά στο αγύριστο παρελθόν.
(Γεννήθηκα. Περπάτησα. Μίλησα. Ζωγράφισα. Τραγούδησα. Έγραψα. Γέλασα. Σπούδασα. Δούλεψα. Ερωτεύτηκα.)
Μίστερ Αόριστε.
Άκου.
Θεωρώ τους παρελθοντικούς χρόνους, στους οποίους ανήκεις... πώς να το πω;
Ξεπερασμένους.
Είσαι ο χρόνος που με ευκολία θα παρακαλούσα σεμνά και ευγενικά να πας να συνουσιαστείς -και μετά να μας αδειάσεις τη γωνιά, αφήνοντάς με να χρησιμοποιώ όλα ανεξαιρέτως τα ρήματα σε όποιον χρόνο θέλω, ξανά και ξανά. Όταν αδειάσεις μάλιστα τη γωνιά, αν θες κάντο επ'αορίστου χρόνου, να μου τη γεμίσει κάποιος διακοσμητικά συμπαθέστερος επιτέλους, λόγου χάρη ο αναβλητικός μεν αλλά υποσχόμενος Μέλλοντας (με μια ωραιότατη κομόντα).
ΥΓ5
Μην χρησιμοποιείτε συχνά αόριστους χρόνους που έχουν περάσει.
ΥΓ6
Αν θέλετε να δίνετε χώρο συχνά σε κάτι που έχει περάσει, δεν έχω τι να πω.
ΥΓ7
Περαστικά σας;
:-)
4 Νοε 2008
Συναισθηματικό μπότοξ.
Υπάρχει ένα τόσο κακομούτσουνο δευτερόλεπτο που δεν θα το καλούσες με τίποτα επίσκεψη στο σπίτι σου.
Αδιαφορεί προαποφασισμένο.
(Και έρχεται.)
Ακάλεστο ξεακάλεστο και κατά κανόνα τις πιο απρόσμενες ώρες, περνάει (παρέα με την κακόγουστη όρεξή του), κατρακυλάει απ' το καντράν τού φθηνού του seiko, ανοίγει το θλιβερά φαρδύ στόμα του και καταπίνει όσο χρόνο τού καπνίσει (παράδειγμα είκοσι μέρες, τριανταπέντε χρόνια, ή ολόκληρους τρεις μήνες).
Δηλαδή ολόκληρους ανθρώπους.
Πώς φέρεσαι εσύ, τότε, σε ένα τόσο απάνθρωπο δευτερόλεπτο;
Τρέχεις να το προλάβεις υποθέτω.
Το πιάνεις απ' το λαιμό, κλωτσάς από εκδίκηση το ξεχυλωμένο παμφάγο στομάχι του, (να μάθει αυτό), -μα τι νόημα έχει; Μόλις πέρασε. Πάει. Χώνεψέ το.
Αυτά τα δευτερόλεπτα ένα δευτερόλεπτο πριν έρθουν δεν είχαν έρθει, και μόλις έχουν περάσει έχουν μόλις περάσει -γι' αυτό και μόλις έρχονται (και κυρίως μόλις περνάνε) ξενοικιάζεται η λογική.
Το να εξαφανιστεί μια ολόκληρη ηλικία μέσα σε ένα δευτερόλεπτο (γιατί έτσι μοιάζει όταν φεύγει κάποιος μέσα σ'ένα τσαφ -σαν να καταργούνται ξαφνικά κάποιες ηλικίες) είναι μια πληροφορία τόσο ακραία και τόσο παράταιρη που δεν ξέρεις σε ποιο ράφι της λογικής να την ακουμπήσεις, όταν στην πασάρουν.
"Τι εννοείτε δεν υπάρχει πια; "
"Μα αφού υπήρχε."
"Δεν το χωράει το μυαλό μου" σκέφτεσαι.
(Τι παράλογα ανάποδο ο μεγαλύτερος πια χώρος να μη χωράει λιγότερα, κι εκεί που πριν χωρούσε άνετα 15 ανθρώπους ξαφνικά να καλείται να χωρέσει 14 -κι όμως να αδυνατεί).
Τι κακόγουστα ανάποδο η απουσία να πιάνει μεγαλύτερο χώρο στο μυαλό απ' την παρουσία.
ΥΓ1
Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει ποτέ πιο τραγική είδηση από τον ατυχή θάνατο ενός μωρού λίγων μηνών.
ΥΓ2
Νιώθω πως είναι πραγματικά θηριώδης ντροπή να προσπαθείς να κάνεις εικόνα τα πρόσωπα των τραγικών γονιών -πώς άλλωστε να συμπαρασταθείς σε δυο αόρατους, ποια στενόχωρη σκέψη σου να προσποιηθεί ότι χωράει το ογκώδες, το αυθεντικό, το πηχτό τίποτα;
Η λύπη που αυτόματα νιώθεις είναι σπασμωδική (ρίχνει κλωτσιές εδώ κι εκεί), και γελοία: δεν έχεις το δικαίωμα να λυπηθείς, (ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ για να λυπάσαι ρε γελοίε ζωντανέ ενήλικε;), δεν έχεις το δικαίωμα να στερήσεις ούτε ένα δευτερόλεπτο θλίψης από τους ανθρώπους που τα ζουν όλα ανάποδα, φέρνοντας τον κόσμο στο μωρό για τόσο λίγο.
(Υποθέτω, πως μια στιγμή σαν κι αυτή, μια στιγμή που δεν καταργείται απλώς η ηλικία του μωρού αλλά και ολόκληρη η παιδική ηλικία του γονιού, δεν έχεις δικαίωμα να πενθήσεις, εσύ, ο ξένος, ξένα πράγματα -θα ήταν κλοπή.)
ΥΓ3
Ενώ το πιο γελοίο και απαίσιο από όλα είναι πως θα περίμενες αλλιώς να είναι τα πράγματα -αλλιώς στα μάθανε τα μαθηματικά τόσα χρόνια για τις αναλογιές, μικρό το μωρό, μικρό το κακό, μικρούλα η ζωή, μικρούλης ο θάνατος.
(Μικρούλης είσαι και φαίνεσαι.)
ΥΓ4
Μη έχοντας παιδί, νιώθω εκ των πραγμάτων στο περιθώριο της χαράς.
Μη έχοντας παιδί που έφυγε από τη ζωή νιώθω στο πιο βλάσφημο επίκεντρό της.
Πώς να συμπαρασταθώ, πώς να παραστήσω την ψέυτικη μαμά, όπως όταν ήμουν μικρή; Δεν μπορώ -σαν να μίκρυνα κι άλλο. (Πόσο περισσότερο μάλιστα με μικραίνουν -σκέφτομαι- όλες οι λέξεις που τόσο ναρκισσιστικά στήνω πλάι πλάι η άσχετη.)
ΥΓ5
Όταν είναι κάτι πολύ όμορφο δεν τολμάμε να πιστέψουμε ότι είναι αληθινό -μην σπάσει.
("Τι όμορφο", λέμε. "Σαν ψέυτικο." )
Τι να πεις για το πηχτό άσχημο όταν πάνε ανάποδα τα πράγματα;
(Κάτι ανάποδο υποθέτω.)
"Τι άσχημο."
"Σαν αληθινό."
ΥΓ6
Όταν ήμουν μικρή νόμιζα ότι η πλαστική έβγαινε από το πλαστικό -όχι με την έννοια τού "πλάθω", αλλά με την χοντροκομμένη έννοια τού παίρνω ένα πλαστικό βυζί και το κοτσάρω σταυροβελονιά στη θέση τού αληθινού -κι αυτό γίνεται "σαν αληθινό".
ΥΓ7
Λίγο βυζί εδώ, λίγη λεύκανση πιο πάνω, λίγο λίφτινγκ πιο κει -μέχρι και τη φύση μπορείς να διορθώσεις τεχνητά.
Γιατί όχι το συναίσθημα;
ΥΓ8
(Σαν αληθινό θα ήταν.)
ΥΓ9
Τελικά μια χαρά νιώθω.
Μια χαρά πολυέστερ, κοκκαλωμένη -σαν να γύρισε μόλις από συνεδρεία μπότοξ.
Αδιαφορεί προαποφασισμένο.
(Και έρχεται.)
Ακάλεστο ξεακάλεστο και κατά κανόνα τις πιο απρόσμενες ώρες, περνάει (παρέα με την κακόγουστη όρεξή του), κατρακυλάει απ' το καντράν τού φθηνού του seiko, ανοίγει το θλιβερά φαρδύ στόμα του και καταπίνει όσο χρόνο τού καπνίσει (παράδειγμα είκοσι μέρες, τριανταπέντε χρόνια, ή ολόκληρους τρεις μήνες).
Δηλαδή ολόκληρους ανθρώπους.
Πώς φέρεσαι εσύ, τότε, σε ένα τόσο απάνθρωπο δευτερόλεπτο;
Τρέχεις να το προλάβεις υποθέτω.
Το πιάνεις απ' το λαιμό, κλωτσάς από εκδίκηση το ξεχυλωμένο παμφάγο στομάχι του, (να μάθει αυτό), -μα τι νόημα έχει; Μόλις πέρασε. Πάει. Χώνεψέ το.
Αυτά τα δευτερόλεπτα ένα δευτερόλεπτο πριν έρθουν δεν είχαν έρθει, και μόλις έχουν περάσει έχουν μόλις περάσει -γι' αυτό και μόλις έρχονται (και κυρίως μόλις περνάνε) ξενοικιάζεται η λογική.
Το να εξαφανιστεί μια ολόκληρη ηλικία μέσα σε ένα δευτερόλεπτο (γιατί έτσι μοιάζει όταν φεύγει κάποιος μέσα σ'ένα τσαφ -σαν να καταργούνται ξαφνικά κάποιες ηλικίες) είναι μια πληροφορία τόσο ακραία και τόσο παράταιρη που δεν ξέρεις σε ποιο ράφι της λογικής να την ακουμπήσεις, όταν στην πασάρουν.
"Τι εννοείτε δεν υπάρχει πια; "
"Μα αφού υπήρχε."
"Δεν το χωράει το μυαλό μου" σκέφτεσαι.
(Τι παράλογα ανάποδο ο μεγαλύτερος πια χώρος να μη χωράει λιγότερα, κι εκεί που πριν χωρούσε άνετα 15 ανθρώπους ξαφνικά να καλείται να χωρέσει 14 -κι όμως να αδυνατεί).
Τι κακόγουστα ανάποδο η απουσία να πιάνει μεγαλύτερο χώρο στο μυαλό απ' την παρουσία.
ΥΓ1
Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει ποτέ πιο τραγική είδηση από τον ατυχή θάνατο ενός μωρού λίγων μηνών.
ΥΓ2
Νιώθω πως είναι πραγματικά θηριώδης ντροπή να προσπαθείς να κάνεις εικόνα τα πρόσωπα των τραγικών γονιών -πώς άλλωστε να συμπαρασταθείς σε δυο αόρατους, ποια στενόχωρη σκέψη σου να προσποιηθεί ότι χωράει το ογκώδες, το αυθεντικό, το πηχτό τίποτα;
Η λύπη που αυτόματα νιώθεις είναι σπασμωδική (ρίχνει κλωτσιές εδώ κι εκεί), και γελοία: δεν έχεις το δικαίωμα να λυπηθείς, (ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ για να λυπάσαι ρε γελοίε ζωντανέ ενήλικε;), δεν έχεις το δικαίωμα να στερήσεις ούτε ένα δευτερόλεπτο θλίψης από τους ανθρώπους που τα ζουν όλα ανάποδα, φέρνοντας τον κόσμο στο μωρό για τόσο λίγο.
(Υποθέτω, πως μια στιγμή σαν κι αυτή, μια στιγμή που δεν καταργείται απλώς η ηλικία του μωρού αλλά και ολόκληρη η παιδική ηλικία του γονιού, δεν έχεις δικαίωμα να πενθήσεις, εσύ, ο ξένος, ξένα πράγματα -θα ήταν κλοπή.)
ΥΓ3
Ενώ το πιο γελοίο και απαίσιο από όλα είναι πως θα περίμενες αλλιώς να είναι τα πράγματα -αλλιώς στα μάθανε τα μαθηματικά τόσα χρόνια για τις αναλογιές, μικρό το μωρό, μικρό το κακό, μικρούλα η ζωή, μικρούλης ο θάνατος.
(Μικρούλης είσαι και φαίνεσαι.)
ΥΓ4
Μη έχοντας παιδί, νιώθω εκ των πραγμάτων στο περιθώριο της χαράς.
Μη έχοντας παιδί που έφυγε από τη ζωή νιώθω στο πιο βλάσφημο επίκεντρό της.
Πώς να συμπαρασταθώ, πώς να παραστήσω την ψέυτικη μαμά, όπως όταν ήμουν μικρή; Δεν μπορώ -σαν να μίκρυνα κι άλλο. (Πόσο περισσότερο μάλιστα με μικραίνουν -σκέφτομαι- όλες οι λέξεις που τόσο ναρκισσιστικά στήνω πλάι πλάι η άσχετη.)
ΥΓ5
Όταν είναι κάτι πολύ όμορφο δεν τολμάμε να πιστέψουμε ότι είναι αληθινό -μην σπάσει.
("Τι όμορφο", λέμε. "Σαν ψέυτικο." )
Τι να πεις για το πηχτό άσχημο όταν πάνε ανάποδα τα πράγματα;
(Κάτι ανάποδο υποθέτω.)
"Τι άσχημο."
"Σαν αληθινό."
ΥΓ6
Όταν ήμουν μικρή νόμιζα ότι η πλαστική έβγαινε από το πλαστικό -όχι με την έννοια τού "πλάθω", αλλά με την χοντροκομμένη έννοια τού παίρνω ένα πλαστικό βυζί και το κοτσάρω σταυροβελονιά στη θέση τού αληθινού -κι αυτό γίνεται "σαν αληθινό".
ΥΓ7
Λίγο βυζί εδώ, λίγη λεύκανση πιο πάνω, λίγο λίφτινγκ πιο κει -μέχρι και τη φύση μπορείς να διορθώσεις τεχνητά.
Γιατί όχι το συναίσθημα;
ΥΓ8
(Σαν αληθινό θα ήταν.)
ΥΓ9
Τελικά μια χαρά νιώθω.
Μια χαρά πολυέστερ, κοκκαλωμένη -σαν να γύρισε μόλις από συνεδρεία μπότοξ.
30 Οκτ 2008
Μπλα.
Μπλα μπλα μπλα, μπλα!
Μπλα; Μπλα μπλα μπλα, μπλα μπλα (μπλα μπλα μπλα -μπλα).
Μπλά.
ΥΓ1
Μπλα.
ΥΓ2
Μπλα μπλα.
ΥΓ3
Μόλις συνέβη κάτι αν καταλάβατε.
Από αυτά που σε κάνουν να ξεχνάς τις λέξεις.
(Κάτι τις κάνει να μοιάζουν όλες ίδιες.)
Μπλα; Μπλα μπλα μπλα, μπλα μπλα (μπλα μπλα μπλα -μπλα).
Μπλά.
ΥΓ1
Μπλα.
ΥΓ2
Μπλα μπλα.
ΥΓ3
Μόλις συνέβη κάτι αν καταλάβατε.
Από αυτά που σε κάνουν να ξεχνάς τις λέξεις.
(Κάτι τις κάνει να μοιάζουν όλες ίδιες.)
Μιλάμε, δεν το πιστεύω.
Ας πούμε χθες.
Ή προχθές.
(Δεν κάνει διαφορά.)
Βάζεις το κλειδί στην πόρτα, μπαίνεις στο σαλόνι σου (και σαρπράιζ).
Ποιος σε περιμένει (μη γελάσεις) στον καναπέ, λέγοντάς σου πως έτσι πέρασε -να τα πείτε;
Ο ΘΕΟΣ.
(Μα τω Θεώ.)
Φορώντας μάλιστα μπουρνούζι (το βρήκε να κρέμεται στο μπάνιο), και καπνίζοντας πούρο.
Κι εσύ... τότε... τι πιστεύεις ότι γίνεται -μέσα σε όλη αυτήν την απίστευτη κατάσταση- με όλη τη δυνατή έμφαση στο ρήμα ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ;
Τι του λες;
Τι τον ρωτάς;
(Και κυρίως πώς του ζητάς να φύγει -μην αργήσεις στο ραντεβού με αυτόν που είχες ως τότε για θεό;)
Μακάρι νά' ξερες.
Γιατί έτσι γίνεται: η στιγμή που έρχεσαι αντιμέτωπος με όσα πίστευες και δεν πίστευες σε βρίσκει πάντα απροετοίμαστο, (ερχόμενη ακάλεστη τις πιο άσχετες ώρες -λες και το κάνει επίτηδες, η αφεόβοφη, να σε βρει με το μπουρνούζι).
Δεν ξέρω να ξέρετε.
Δεν ξέρω τι θα πίστευα (αν ρωτάτε εμένα) αν δεν είχα βρει έτοιμο αυτό που μου είπαν να πιστεύω όταν με βάφτισαν (και μ' έμαθαν να κουνάω το χέρι μου τρεις φορές στο προαύλιο πριν το μάθημα -πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά).
Πιστεύω όμως (με βεβαιότητα) ότι ΟΛΟΙ κάτι πιστεύουν.
Κυρίως -μάλιστα- αυτοί που δηλώνουν αγκνόστικ (μια και αυτοί είναι οι πιο τρυφεροί, οι πιο ανήσυχοι από όλους, πιστεύοντας ότι τίποτα δεν είναι τακτοποιημένο.)
Πιστεύω, πως σε κάθε μέρος της γης, για κοινωνικούς, σίγουρα εθνικούς, και είμαι σίγουρη και για απλά τυχαίους λόγους (γεωγραφικούς ας πούμε), κατά βάθος όλοι πιστεύουμε αυτά που έγραφε το εκάστοτε βιβλίο θρησκευτικών μας.
Ακόμη κι αν δεν τα πιστεύουμε, δεν έχουμε καταφέρει να τα διαγράψουμε από τη μνήμη μας, ή να πάψουμε να τσαντιζόμαστε που κάποιοι τα πιστεύουν (άρα, δεν έχουμε απελευθερωθεί ΑΠΟ τας γραφάς ούτε λεπτό).
Θέλω να πω, κανείς (στην ηλικία δημοτικού) δεν μπήκε στον πειρασμό να αμφισβητήσει το βιβλίο των θρησκευτικών.
(Έτσι πιστεύω τουλάχιστον.)
Κι όταν πια το έκανε, αν το έκανε, ποτέ δεν μπόρεσε να διαγράψει οριστικά όσα του είχαν κάποτε περάσει στον σκληρό του δίσκο.
Ανεξαιρέτως όλοι, ακόμη και οι φύσει πιο αντιδραστικοί, (αυτοί που τότε ζωγράφιζαν τα δέντρα γαλάζια και σήμερα δηλώνουν θέσει άθεοι), κάποτε διάβασαν ή άκουσαν το σενάριο (το κοντινό στο δάγκωμα του μήλου έχει αποτυπωθεί σε κάθε ανεξαιρέτως μυαλό), και, αναλόγως, είτε το πίστεψαν ως έχει, είτε πίστεψαν ότι κάποιος τους δουλεύει.
(Κάτι πίστεψαν πάντως.)
Κι αυτό που σίγουρα έγινε τότε είναι πως όλοι μα όλοι, (συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικά άθεων), έμαθαν μπάι ντιφόλτ τι θα πει πειρασμός (και το ότι οδηγεί σε τιμωρία) -άρα γαλουχήθηκαν εξαρχής μέσα στο φόβο.
Ενώ, ταυτόχρονα, το πιο σημαντικό, βρέθηκαν αναγκαστικά αντιμέτωποι με το να διαχειριστούν την εξοντωτική ανάγκη που οι ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΙ από εμάς άνθρωποι μάς κληροδότησαν, χωρίς να μπουν στον κόπο να μας ρωτήσουν (αν δεχόμαστε τη βαριά κληρονομιά).
Δηλαδή την ανάγκη να λυθεί η απορία, από που ερχόμαστε, γιατί υπάρχουμε και που πάμε.
Ανεξαιρέτως όλοι, άρχισαν από μικροί να ΠΡΕΠΕΙ να αναρωτιούνται για όλα αυτά τα θεμελιωδώς υπαρξιακά ζητήματα, και σίγουρα άρχισαν αυτόματα να ΠΡΕΠΕΙ να ξέρουν τα πρέπει, να πρέπει κάτι να πιστεύουν, κάτι να φοβούνται, κάτι να δέονται, κάτι να προσμένουν -σε κάτι να προσεύχονται.
Και το απόλυτα βέβαιο;
Αν δεν είχαμε βρει προκάτ θρησκείες θα κατασκευάζαμε δικές μας.
(Εγώ θα ίδρυα την αίρεση των Μπιλμαρεϊστών.)
Γιατί η θρησκεία τι είναι -αν όχι ανθρώπινη κατασκευή;
Μήπως κάτι που αποδεικνύεται επιστημονικά;
Κάτι που επειδή δεν αποδεικνύεται επιστημονικά χωνεύεται βολικά-βολικά κάτω από την προσταγή "πίστευε και μη ερέυνα";
Πιστεύω ο κάθε άνθρωπος κατασκέυασε τον προσωπικό του Θεό (βγάζοντάς τον από κουτί -σαν αεροπλανάκι μοντελισμού) απλά για να μην χάσει αυτό που... ο Θεός του έδωσε πριν τον κατασκευάσει (δηλαδή τα λογικά του, παγιδευμένος σε κύκλο σαν αυτόν -χωρίς αρχή).
ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ έναν Θεό, για να έχει να λέει "Θεέ μου" (όταν θα νιώθει φόβο θανάτου -ή θα βλέπει μια γκόμενα σαν την Μπελούτσι).
Χρειάστηκε σίγουρα κάτι (που στο μεταξύ συμφώνησε με ψηφοφορία να το πει Θεό).
Χρειάστηκε κάτι να πιστεύει τελοςπάντων, ώστε κάπως όλα να τακτοποιηθούν (έστω χωρίς έρευνα ή πολλές εξηγήσεις, κάπως αυτόματα, ώστε να μη χάσει το μυαλό του, αλλά και να του μένει χρόνος και για άλλες θρησκείες -τύπου παναθηναϊκός, ολυμπιακός, άεκ.)
Αυτό μάλιστα που μου κάνει εντύπωση (έχοντας πια δει πόσος φόβος κυκλοφορεί εκεί έξω και κυρίως εκεί μέσα) είναι το πως και ΔΕΝ γεννιούνται με τα κιλά εντελώς νέες θρησκείες, συνεχώς, ανά δευτερόλεπτο, να ξορκίζουν τους μοντέρνους φόβους μοντέρνα, (εγώ ήδη σκέφτηκα πεντέξι όσο γράφω), κι έχουμε κολλήσει στα ίδια και στα ίδια. (Οπότε μάλλον μιλάμε για φόβο περπέτσουαλ -γατζωμένο πάνω μας πιο σφιχτά κι από το δέρμα μας.)
Πρόσφατα, ενδιαφέρθηκα (χόμπυ πες το) και διάβασα για τον Μπόυκγιμαν (τους μάρτυρες του Ιεχωβά).
Αυτοί λέει δεν το λένε Θεό τον Θεό, γιατί η λέξη Θεός είναι ιδιότητα, κάτι σαν επάγγλεμα, και του έχουν όνομα (Ιεχωβάς), και το πιο θεμελιώδες πράγμα που πιστεύουν είναι ότι "μόνο οι ζωντανοί γνωρίζουν τι τους γίνεται, οι πεθαμένοι δεν έχουν ιδέα, η ψυχή ΔΕΝ είναι αθάνατη".
Το αναφέρω γιατί νομίζω ότι πιθανόν ΑΥΤΟ είναι που ορίζει το τι πιστεύει ο καθένας: το αν η ψυχή είναι αθάνατη.
(Το τι είναι ψυχή δεν έχω πολύ χρόνο να το μαγειρέψω τώρα -ας το πάρουμε ντελίβερι.)
Δεν ξέρω τι είναι ψυχή.
Αν ήξερα πιθανόν να ήξερα και ποιο είναι το νόημα της ζωής.
Δεν ξέρω ποιο είναι το νόημα της ζωής.
(Ούτε του θανάτου -φοβάμαι.)
Πιστεύω η ζωή εμπεριέχει τον εαυτό της (άρα και το νόημα της).
(Για τον θανατό θα σας πω προφανώς στο "ρε-έσσλιν-έσσλιν-που-πήγες;").
ΥΓ1
Αν θέλετε πάντως να ξέρετε τι πιστέυω θα σας πω ότι πιστεύω στο Καλό.
(Στο καλό μέσα μας διευκρινίζω, όχι έξω μας, εξού κι όταν το ψάχνω δεν κοιτάω στον ουρανό -κάτω από το πουλόβερ μου κοιτάω).
ΥΓ2
Αν έπεφτε στα χέρια μου κουτί με Θεό ντούιτ γιορσέλφ, πιθανόν να του έβαζα πέος και κραγιόν.
(Θέε μου, τι βλάσφημη -θα πείτε.)
Εξού και ήδη νιώθω την ανάγκη να μετανοήσω, και, για να πιάσει (να τον πείσω αν κοιτάει), παρακαλώ κάντε με εικόνα να λέω το πατερημών, να κάνω το σταυρό μου, να λέω σχώρα μου παναγιάμου, και να πηγαίνω να ανάβω μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι μου (συν τα τακούνια).
ΥΓ3
Δεν φοβάμαι και τόσο πάντως.
ΘΕΛΩ να πιστεύω ότι ο καλός Θεός μου (Το Καλό) έχει χιούμορ.
Για να κάνει τόσα δεινά, για να μην έχει αφήσει κανένα περιθώριο να μπορεί ο άνθρωπος να κατασκευάσει τον Απόλυτα Στοργικό Θεό καθ'εικόνα κι ομοίωσή του (αφού δεν υπάρχει Απόλυτα Στοργικός Άνθρωπος), αλλά (παρόλα αυτά) να μου επιτρέπει να τον ονομάζω "Το Καλό", έχει σίγουρα χιούμορ.
(Δεν είμαι ρεαλίστρια. Το ξέρω. "Το Καλό" τα έχει κάνει σκατά, παιδάκια πεινάνε, άνθρωποι πεθαίνουν νέοι, τα φάρμακά μου με πονάνε στο στομάχι, αλλά το να έχεις πίστη -γενικά- βοηθαέι.)
(Κλείσιμο ματιού.)
ΥΓ4
Δοθείσης ευκαιρίας (κλεισίματος ματιού και θέματος), θέλω επίσης και να σας ομολογήσω μια ιστορία αρκετά ώς πάρα πολύ προσωπική.
Καταρχήν (αν θέλετε το πιστεύετε), έχω μια εικόνα της παναγίας στην κουζίνα μου (είμαι σίγουρη ότι τις αρέσουν οι τηγανιτές πατάτες), άρα κάπως... την πάω ρε παιδί μου -απόδειξη όταν μπαίνω στα αεροπλάνα (που λίγο τα φοβάμαι), ακολουθώ ένα ρίτσουαλ μαζί της (κλείνω τα μάτια και την κατασκευάζω εικόνα να με κοιτάει και να μου κλείνει το μάτι μπακ -τύπου "ριλάξ κοπελιά, καθαρίζω εγώ").
Κατά τα άλλα, όσον αφορά στη σχέση μου με την Παναγία, (μέχρι να καταλήξω περί Αυτής εν γένει), νομίζω πως Την χειρίζομαι όπως με βολεύει, (και είναι κιόλας ίσως πολύπλοκο και περιττό να εξηγήσω την ακριβή σχέση μου μαζί Της).
Σίγουρα, πάντως, κι αυτό καταθέτω, με ανακουφίζει που εκτός από "Το Καλό" (που στην τελική είναι ουδέτερο), έχω κλέψει ιδέες κι έχω κατασκευάσει και βερσιόν σε θηλυκό, (μια δική μου εκδοχή Παναγίας τέλος πάντων -βλέπε κλείσιμο ματιού στο αεροπλάνο κλπ).
Αυτό που θέλω να πω είναι πως πριν λίγους μήνες, για να μην χαλάσω το χατήρι της μαμάς μου (η οποία -παρότι είναι κορίτσίστικη και μοντέρνα και φοράει τοντς και λουιβιτόν και φίρστενμπεργκ- διατηρεί την αυστηρά κλάσικ σχέση με τη δική της παναγία, την ευρείας κατανάλωσης, την ώρες εκκλησίας κλπ), μέχρι να βγουν Οι Εξετάσεις Μου, και για έναν μήνα πριν καταπιώ τα σμαρτ χιμοθέραπι εμενέμς μου, την άφησα να βάλει το κουτί που τα περιείχε να κάνει παρέα με μια εικονίτσα.
"Για να τα ευλογήσει". (Αν έχεις το Θεό σου -δε τσίζινες.)
Ε, λοιπόν, εσύ (που κάνεις τον έξυπνο και ξενέρωσες), όταν φοβάσαι, δέχεσαι αυτό που δέχονται όλοι να ξέρεις.
Δεν θες ο φόβος σου να είναι κατασκευασμένος σαν τη θρησκεία σου -δηλαδή μόνο για πάρτη σου. (Αλλά γιουνιβέρσαλ.)
(Δεν πα να σε πει τσίζι όποιος θέλει.)
Είχα μόνο μία επιλογή λοιπόν -όταν δεν πέτυχε η θεραπεία-, να χάσω την (εν γένει, κατάλαβες) πίστη μου.
Τη στιγμή όμως που προσπάθησε να με κυριεύσει η (διαβολεμένη) σκέψη ότι τελικά με εγκατέλειψε και δεν με βοήθησε η φιλενάδα μου, (παρά τα κλεισίματα κλαμμένου ματιού), προτίμησα να σκεφτώ ότι ΦΥΣΙΚΑ και με βοήθησε.
Με βοήθησε από το να συνεχίσω να κάνω μια θεραπεία που δεν θα έβγαζε πουθενά.
Ξέρω. Τσίζι.
(Αλλά άσε τα ψόφια: το να έχεις πίστη στο φωτεινό κομμάτι του παζλ είναι αδύνατον να μην σε συγκινεί.)
ΥΓ5
Αλλά και το θεματάκι με την ψυχή παραπάνω -δύσκολο να μη σε απασχολεί.
Οι χριστιανοί ορθόδοξοι πιστέυουμε στην αθανασία της, οι βουδιστές στο συνεχές απντέιτ μέχρι τη νιρβάνα. Και λοιπά.
Αυτοί που πιστεύουν ότι η ψυχή πεθαίνει, δηλαδή είναι ύλη (γιατί για να πεθαίνει προφανώς για αυτούς αναγνωρίζεται ως αισθητηριακά εντοπιζόμενη χημεία, δηλαδή ύλη), καλά το έχουν κατασκευάσει του λόγου τους νομίζω (να μην έχουν άγχος τι ψυχή θα παραδώσουν).
Αυτό που δεν γίνεται να μη σου τη σπάει είναι η υποκρισία της πλειοψηφίας των ανθρώπων εκείνων που έχουν συμφωνήσει να πιστεύουν πως "όχι, δεν μπορεί, όλη αυτή η ενέργεια, η ψυχή, θα συνεχίζεται" -και που τάχα μου κάνουν ό,τι μπορούν για να πεθάνουν ως "ψυχούλες".
(Τι βλασφήμια να είναι ΤΟΣΟ θρήσκοι -κι όταν γυρίσουμε να τους κοιτάξουμε να τους βλέπουμε ήδη, πριν κάν πεθάνουν, τόσο ψυχικά ακατοίκητους.)
ΥΓ6
Όσες φορές μου έχουν κάνει στη ζωή μου την ερώτηση "εσύ τι πιστεύεις;", εύχομαι (ή προσέυχομαι) να εννοούν τι πιστεύω για το νέο τραγούδι των ρέιντιοχεντ -ή για την τρύπα του όζοντος. (Αν πρέπει με το ζόρι η ερώτηση να είναι επί θρησκευτικών, ας είναι έστω για το νέο κούρεμα της Γυναίκας Του Σαϊεντολόγου).
ΥΓ7
Ευτυχώς, τις περισσότερες φορές έτσι είναι -η θρησκεία είναι κάπως ντεμοντέ (κουρεύεται ακόμη στον Άγγελο στην πλατεία), οπότε εντάξει: λίγοι θα σε ρωτήσουν τι (κυριολεκτικά) πιστεύεις.
ΥΓ8
Για να είσαι προετοιμασμένος να δεχτείς κι εσύ το Θεό σπίτι σου, φρόντισε να έχεις αγοράσει ουδέτερο μπουρνούζι, σε εκρού ή άσπρο, (να βρει να βάλει ο χριστιανός), γιατί μέχρι να διαπιστωθεί το φύλο του, το ροζ ή το γαλάζιο θα ήταν γυφτιά από μέρους σου.
ΥΓ9
Αν πιστεύεις κι εσύ ότι το Θεός είναι επάγγελμα, επειδή το όνομα Ιεχωβάς χρειάζεται έμπλαστρο (είναι πιασμένο), δώστου κάποιο άλλο. Προσωπικά, προτείνω το Στέφανος.
ΥΓ10
(Από το Φωτοστέφανος.)
ΥΓ11
Το Μήτσος θα το απέφευγα.
ΥΓ12
(Αν πάλι έχει χιούμορ, τύπου "Oh my Dog", πες τον Αζόρ.)
ΥΓ13
Μιλώντας για χιούμορ, όπως έχω γράψει και παλιότερα πιστεύω ότι ακόμη κι αν καταλήξουμε στο ότι πρώτον υπάρχει Θεός και δέυτερον ξέρουμε ποιος είναι και που μένει (μας συστήθηκε τη μέρα που φόρεσε το μπουρνούζι μας, και μας έδωσε το ημέηλ του), η πιο βασανιστική ερώτηση, η απόλυτη ερώτηση παγίδα ακόμη και για τον πιο διαβασμένο πιστό, είναι το "ποιος δημιούργησε τον Θεό" (με πιο αστεία απάντηση αυτή του Ιακωβίδη: "ο Θεός είναι αυτοδημιούργητος").
Στην δική μου περίπτωση πάντως (που ο Θεός είναι "Το Καλό"), σας αποκαλύπτω ότι τον δημιούργησε το μόνο πράγμα που έχω μέχρι σήμερα εντοπίσει ως αυτοδημιούργητο.
Ο έρωτας βρε.
(Ο κάπως σαρωτικός, ο αυτοκαταναλωτικός, ο που εμπεριέχεται, ο κάπως πίστευε και μη ερέυνα για όλα -για μένα, για σένα, για τα πουλάκια, για τις μελισσούλες.)
ΥΓ14
Κλείνοντας, επειδή ίσως διαβάσατε πράγματα που σας ενόχλησαν ή που δεν σας αφορούν, (κάπως τζιζ, ή κάπως τυρένια και καλαμποκίσια), ΖΗΤΩ ΤΑΠΕΙΝΑ ΤΗ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΣΑΣ.
Aν και το είχα ήδη σώσει πιστεύω.
(Με το ΘΕΪΚΟ μου χιούμορ.)
Κι εσύ που κοροϊδεύεις, αν δεν θες να πας στην κόλαση (ή ακόμη χειρότερα να σου καεί το βίντεο), στείλε το λινκ του μπλογκ μου σε εκατό ανθρώπους.
ΥΓ15
Ή σε όσους πιστεύεις.-
Ή προχθές.
(Δεν κάνει διαφορά.)
Βάζεις το κλειδί στην πόρτα, μπαίνεις στο σαλόνι σου (και σαρπράιζ).
Ποιος σε περιμένει (μη γελάσεις) στον καναπέ, λέγοντάς σου πως έτσι πέρασε -να τα πείτε;
Ο ΘΕΟΣ.
(Μα τω Θεώ.)
Φορώντας μάλιστα μπουρνούζι (το βρήκε να κρέμεται στο μπάνιο), και καπνίζοντας πούρο.
Κι εσύ... τότε... τι πιστεύεις ότι γίνεται -μέσα σε όλη αυτήν την απίστευτη κατάσταση- με όλη τη δυνατή έμφαση στο ρήμα ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ;
Τι του λες;
Τι τον ρωτάς;
(Και κυρίως πώς του ζητάς να φύγει -μην αργήσεις στο ραντεβού με αυτόν που είχες ως τότε για θεό;)
Μακάρι νά' ξερες.
Γιατί έτσι γίνεται: η στιγμή που έρχεσαι αντιμέτωπος με όσα πίστευες και δεν πίστευες σε βρίσκει πάντα απροετοίμαστο, (ερχόμενη ακάλεστη τις πιο άσχετες ώρες -λες και το κάνει επίτηδες, η αφεόβοφη, να σε βρει με το μπουρνούζι).
Δεν ξέρω να ξέρετε.
Δεν ξέρω τι θα πίστευα (αν ρωτάτε εμένα) αν δεν είχα βρει έτοιμο αυτό που μου είπαν να πιστεύω όταν με βάφτισαν (και μ' έμαθαν να κουνάω το χέρι μου τρεις φορές στο προαύλιο πριν το μάθημα -πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά).
Πιστεύω όμως (με βεβαιότητα) ότι ΟΛΟΙ κάτι πιστεύουν.
Κυρίως -μάλιστα- αυτοί που δηλώνουν αγκνόστικ (μια και αυτοί είναι οι πιο τρυφεροί, οι πιο ανήσυχοι από όλους, πιστεύοντας ότι τίποτα δεν είναι τακτοποιημένο.)
Πιστεύω, πως σε κάθε μέρος της γης, για κοινωνικούς, σίγουρα εθνικούς, και είμαι σίγουρη και για απλά τυχαίους λόγους (γεωγραφικούς ας πούμε), κατά βάθος όλοι πιστεύουμε αυτά που έγραφε το εκάστοτε βιβλίο θρησκευτικών μας.
Ακόμη κι αν δεν τα πιστεύουμε, δεν έχουμε καταφέρει να τα διαγράψουμε από τη μνήμη μας, ή να πάψουμε να τσαντιζόμαστε που κάποιοι τα πιστεύουν (άρα, δεν έχουμε απελευθερωθεί ΑΠΟ τας γραφάς ούτε λεπτό).
Θέλω να πω, κανείς (στην ηλικία δημοτικού) δεν μπήκε στον πειρασμό να αμφισβητήσει το βιβλίο των θρησκευτικών.
(Έτσι πιστεύω τουλάχιστον.)
Κι όταν πια το έκανε, αν το έκανε, ποτέ δεν μπόρεσε να διαγράψει οριστικά όσα του είχαν κάποτε περάσει στον σκληρό του δίσκο.
Ανεξαιρέτως όλοι, ακόμη και οι φύσει πιο αντιδραστικοί, (αυτοί που τότε ζωγράφιζαν τα δέντρα γαλάζια και σήμερα δηλώνουν θέσει άθεοι), κάποτε διάβασαν ή άκουσαν το σενάριο (το κοντινό στο δάγκωμα του μήλου έχει αποτυπωθεί σε κάθε ανεξαιρέτως μυαλό), και, αναλόγως, είτε το πίστεψαν ως έχει, είτε πίστεψαν ότι κάποιος τους δουλεύει.
(Κάτι πίστεψαν πάντως.)
Κι αυτό που σίγουρα έγινε τότε είναι πως όλοι μα όλοι, (συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικά άθεων), έμαθαν μπάι ντιφόλτ τι θα πει πειρασμός (και το ότι οδηγεί σε τιμωρία) -άρα γαλουχήθηκαν εξαρχής μέσα στο φόβο.
Ενώ, ταυτόχρονα, το πιο σημαντικό, βρέθηκαν αναγκαστικά αντιμέτωποι με το να διαχειριστούν την εξοντωτική ανάγκη που οι ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΙ από εμάς άνθρωποι μάς κληροδότησαν, χωρίς να μπουν στον κόπο να μας ρωτήσουν (αν δεχόμαστε τη βαριά κληρονομιά).
Δηλαδή την ανάγκη να λυθεί η απορία, από που ερχόμαστε, γιατί υπάρχουμε και που πάμε.
Ανεξαιρέτως όλοι, άρχισαν από μικροί να ΠΡΕΠΕΙ να αναρωτιούνται για όλα αυτά τα θεμελιωδώς υπαρξιακά ζητήματα, και σίγουρα άρχισαν αυτόματα να ΠΡΕΠΕΙ να ξέρουν τα πρέπει, να πρέπει κάτι να πιστεύουν, κάτι να φοβούνται, κάτι να δέονται, κάτι να προσμένουν -σε κάτι να προσεύχονται.
Και το απόλυτα βέβαιο;
Αν δεν είχαμε βρει προκάτ θρησκείες θα κατασκευάζαμε δικές μας.
(Εγώ θα ίδρυα την αίρεση των Μπιλμαρεϊστών.)
Γιατί η θρησκεία τι είναι -αν όχι ανθρώπινη κατασκευή;
Μήπως κάτι που αποδεικνύεται επιστημονικά;
Κάτι που επειδή δεν αποδεικνύεται επιστημονικά χωνεύεται βολικά-βολικά κάτω από την προσταγή "πίστευε και μη ερέυνα";
Πιστεύω ο κάθε άνθρωπος κατασκέυασε τον προσωπικό του Θεό (βγάζοντάς τον από κουτί -σαν αεροπλανάκι μοντελισμού) απλά για να μην χάσει αυτό που... ο Θεός του έδωσε πριν τον κατασκευάσει (δηλαδή τα λογικά του, παγιδευμένος σε κύκλο σαν αυτόν -χωρίς αρχή).
ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ έναν Θεό, για να έχει να λέει "Θεέ μου" (όταν θα νιώθει φόβο θανάτου -ή θα βλέπει μια γκόμενα σαν την Μπελούτσι).
Χρειάστηκε σίγουρα κάτι (που στο μεταξύ συμφώνησε με ψηφοφορία να το πει Θεό).
Χρειάστηκε κάτι να πιστεύει τελοςπάντων, ώστε κάπως όλα να τακτοποιηθούν (έστω χωρίς έρευνα ή πολλές εξηγήσεις, κάπως αυτόματα, ώστε να μη χάσει το μυαλό του, αλλά και να του μένει χρόνος και για άλλες θρησκείες -τύπου παναθηναϊκός, ολυμπιακός, άεκ.)
Αυτό μάλιστα που μου κάνει εντύπωση (έχοντας πια δει πόσος φόβος κυκλοφορεί εκεί έξω και κυρίως εκεί μέσα) είναι το πως και ΔΕΝ γεννιούνται με τα κιλά εντελώς νέες θρησκείες, συνεχώς, ανά δευτερόλεπτο, να ξορκίζουν τους μοντέρνους φόβους μοντέρνα, (εγώ ήδη σκέφτηκα πεντέξι όσο γράφω), κι έχουμε κολλήσει στα ίδια και στα ίδια. (Οπότε μάλλον μιλάμε για φόβο περπέτσουαλ -γατζωμένο πάνω μας πιο σφιχτά κι από το δέρμα μας.)
Πρόσφατα, ενδιαφέρθηκα (χόμπυ πες το) και διάβασα για τον Μπόυκγιμαν (τους μάρτυρες του Ιεχωβά).
Αυτοί λέει δεν το λένε Θεό τον Θεό, γιατί η λέξη Θεός είναι ιδιότητα, κάτι σαν επάγγλεμα, και του έχουν όνομα (Ιεχωβάς), και το πιο θεμελιώδες πράγμα που πιστεύουν είναι ότι "μόνο οι ζωντανοί γνωρίζουν τι τους γίνεται, οι πεθαμένοι δεν έχουν ιδέα, η ψυχή ΔΕΝ είναι αθάνατη".
Το αναφέρω γιατί νομίζω ότι πιθανόν ΑΥΤΟ είναι που ορίζει το τι πιστεύει ο καθένας: το αν η ψυχή είναι αθάνατη.
(Το τι είναι ψυχή δεν έχω πολύ χρόνο να το μαγειρέψω τώρα -ας το πάρουμε ντελίβερι.)
Δεν ξέρω τι είναι ψυχή.
Αν ήξερα πιθανόν να ήξερα και ποιο είναι το νόημα της ζωής.
Δεν ξέρω ποιο είναι το νόημα της ζωής.
(Ούτε του θανάτου -φοβάμαι.)
Πιστεύω η ζωή εμπεριέχει τον εαυτό της (άρα και το νόημα της).
(Για τον θανατό θα σας πω προφανώς στο "ρε-έσσλιν-έσσλιν-που-πήγες;").
ΥΓ1
Αν θέλετε πάντως να ξέρετε τι πιστέυω θα σας πω ότι πιστεύω στο Καλό.
(Στο καλό μέσα μας διευκρινίζω, όχι έξω μας, εξού κι όταν το ψάχνω δεν κοιτάω στον ουρανό -κάτω από το πουλόβερ μου κοιτάω).
ΥΓ2
Αν έπεφτε στα χέρια μου κουτί με Θεό ντούιτ γιορσέλφ, πιθανόν να του έβαζα πέος και κραγιόν.
(Θέε μου, τι βλάσφημη -θα πείτε.)
Εξού και ήδη νιώθω την ανάγκη να μετανοήσω, και, για να πιάσει (να τον πείσω αν κοιτάει), παρακαλώ κάντε με εικόνα να λέω το πατερημών, να κάνω το σταυρό μου, να λέω σχώρα μου παναγιάμου, και να πηγαίνω να ανάβω μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι μου (συν τα τακούνια).
ΥΓ3
Δεν φοβάμαι και τόσο πάντως.
ΘΕΛΩ να πιστεύω ότι ο καλός Θεός μου (Το Καλό) έχει χιούμορ.
Για να κάνει τόσα δεινά, για να μην έχει αφήσει κανένα περιθώριο να μπορεί ο άνθρωπος να κατασκευάσει τον Απόλυτα Στοργικό Θεό καθ'εικόνα κι ομοίωσή του (αφού δεν υπάρχει Απόλυτα Στοργικός Άνθρωπος), αλλά (παρόλα αυτά) να μου επιτρέπει να τον ονομάζω "Το Καλό", έχει σίγουρα χιούμορ.
(Δεν είμαι ρεαλίστρια. Το ξέρω. "Το Καλό" τα έχει κάνει σκατά, παιδάκια πεινάνε, άνθρωποι πεθαίνουν νέοι, τα φάρμακά μου με πονάνε στο στομάχι, αλλά το να έχεις πίστη -γενικά- βοηθαέι.)
(Κλείσιμο ματιού.)
ΥΓ4
Δοθείσης ευκαιρίας (κλεισίματος ματιού και θέματος), θέλω επίσης και να σας ομολογήσω μια ιστορία αρκετά ώς πάρα πολύ προσωπική.
Καταρχήν (αν θέλετε το πιστεύετε), έχω μια εικόνα της παναγίας στην κουζίνα μου (είμαι σίγουρη ότι τις αρέσουν οι τηγανιτές πατάτες), άρα κάπως... την πάω ρε παιδί μου -απόδειξη όταν μπαίνω στα αεροπλάνα (που λίγο τα φοβάμαι), ακολουθώ ένα ρίτσουαλ μαζί της (κλείνω τα μάτια και την κατασκευάζω εικόνα να με κοιτάει και να μου κλείνει το μάτι μπακ -τύπου "ριλάξ κοπελιά, καθαρίζω εγώ").
Κατά τα άλλα, όσον αφορά στη σχέση μου με την Παναγία, (μέχρι να καταλήξω περί Αυτής εν γένει), νομίζω πως Την χειρίζομαι όπως με βολεύει, (και είναι κιόλας ίσως πολύπλοκο και περιττό να εξηγήσω την ακριβή σχέση μου μαζί Της).
Σίγουρα, πάντως, κι αυτό καταθέτω, με ανακουφίζει που εκτός από "Το Καλό" (που στην τελική είναι ουδέτερο), έχω κλέψει ιδέες κι έχω κατασκευάσει και βερσιόν σε θηλυκό, (μια δική μου εκδοχή Παναγίας τέλος πάντων -βλέπε κλείσιμο ματιού στο αεροπλάνο κλπ).
Αυτό που θέλω να πω είναι πως πριν λίγους μήνες, για να μην χαλάσω το χατήρι της μαμάς μου (η οποία -παρότι είναι κορίτσίστικη και μοντέρνα και φοράει τοντς και λουιβιτόν και φίρστενμπεργκ- διατηρεί την αυστηρά κλάσικ σχέση με τη δική της παναγία, την ευρείας κατανάλωσης, την ώρες εκκλησίας κλπ), μέχρι να βγουν Οι Εξετάσεις Μου, και για έναν μήνα πριν καταπιώ τα σμαρτ χιμοθέραπι εμενέμς μου, την άφησα να βάλει το κουτί που τα περιείχε να κάνει παρέα με μια εικονίτσα.
"Για να τα ευλογήσει". (Αν έχεις το Θεό σου -δε τσίζινες.)
Ε, λοιπόν, εσύ (που κάνεις τον έξυπνο και ξενέρωσες), όταν φοβάσαι, δέχεσαι αυτό που δέχονται όλοι να ξέρεις.
Δεν θες ο φόβος σου να είναι κατασκευασμένος σαν τη θρησκεία σου -δηλαδή μόνο για πάρτη σου. (Αλλά γιουνιβέρσαλ.)
(Δεν πα να σε πει τσίζι όποιος θέλει.)
Είχα μόνο μία επιλογή λοιπόν -όταν δεν πέτυχε η θεραπεία-, να χάσω την (εν γένει, κατάλαβες) πίστη μου.
Τη στιγμή όμως που προσπάθησε να με κυριεύσει η (διαβολεμένη) σκέψη ότι τελικά με εγκατέλειψε και δεν με βοήθησε η φιλενάδα μου, (παρά τα κλεισίματα κλαμμένου ματιού), προτίμησα να σκεφτώ ότι ΦΥΣΙΚΑ και με βοήθησε.
Με βοήθησε από το να συνεχίσω να κάνω μια θεραπεία που δεν θα έβγαζε πουθενά.
Ξέρω. Τσίζι.
(Αλλά άσε τα ψόφια: το να έχεις πίστη στο φωτεινό κομμάτι του παζλ είναι αδύνατον να μην σε συγκινεί.)
ΥΓ5
Αλλά και το θεματάκι με την ψυχή παραπάνω -δύσκολο να μη σε απασχολεί.
Οι χριστιανοί ορθόδοξοι πιστέυουμε στην αθανασία της, οι βουδιστές στο συνεχές απντέιτ μέχρι τη νιρβάνα. Και λοιπά.
Αυτοί που πιστεύουν ότι η ψυχή πεθαίνει, δηλαδή είναι ύλη (γιατί για να πεθαίνει προφανώς για αυτούς αναγνωρίζεται ως αισθητηριακά εντοπιζόμενη χημεία, δηλαδή ύλη), καλά το έχουν κατασκευάσει του λόγου τους νομίζω (να μην έχουν άγχος τι ψυχή θα παραδώσουν).
Αυτό που δεν γίνεται να μη σου τη σπάει είναι η υποκρισία της πλειοψηφίας των ανθρώπων εκείνων που έχουν συμφωνήσει να πιστεύουν πως "όχι, δεν μπορεί, όλη αυτή η ενέργεια, η ψυχή, θα συνεχίζεται" -και που τάχα μου κάνουν ό,τι μπορούν για να πεθάνουν ως "ψυχούλες".
(Τι βλασφήμια να είναι ΤΟΣΟ θρήσκοι -κι όταν γυρίσουμε να τους κοιτάξουμε να τους βλέπουμε ήδη, πριν κάν πεθάνουν, τόσο ψυχικά ακατοίκητους.)
ΥΓ6
Όσες φορές μου έχουν κάνει στη ζωή μου την ερώτηση "εσύ τι πιστεύεις;", εύχομαι (ή προσέυχομαι) να εννοούν τι πιστεύω για το νέο τραγούδι των ρέιντιοχεντ -ή για την τρύπα του όζοντος. (Αν πρέπει με το ζόρι η ερώτηση να είναι επί θρησκευτικών, ας είναι έστω για το νέο κούρεμα της Γυναίκας Του Σαϊεντολόγου).
ΥΓ7
Ευτυχώς, τις περισσότερες φορές έτσι είναι -η θρησκεία είναι κάπως ντεμοντέ (κουρεύεται ακόμη στον Άγγελο στην πλατεία), οπότε εντάξει: λίγοι θα σε ρωτήσουν τι (κυριολεκτικά) πιστεύεις.
ΥΓ8
Για να είσαι προετοιμασμένος να δεχτείς κι εσύ το Θεό σπίτι σου, φρόντισε να έχεις αγοράσει ουδέτερο μπουρνούζι, σε εκρού ή άσπρο, (να βρει να βάλει ο χριστιανός), γιατί μέχρι να διαπιστωθεί το φύλο του, το ροζ ή το γαλάζιο θα ήταν γυφτιά από μέρους σου.
ΥΓ9
Αν πιστεύεις κι εσύ ότι το Θεός είναι επάγγελμα, επειδή το όνομα Ιεχωβάς χρειάζεται έμπλαστρο (είναι πιασμένο), δώστου κάποιο άλλο. Προσωπικά, προτείνω το Στέφανος.
ΥΓ10
(Από το Φωτοστέφανος.)
ΥΓ11
Το Μήτσος θα το απέφευγα.
ΥΓ12
(Αν πάλι έχει χιούμορ, τύπου "Oh my Dog", πες τον Αζόρ.)
ΥΓ13
Μιλώντας για χιούμορ, όπως έχω γράψει και παλιότερα πιστεύω ότι ακόμη κι αν καταλήξουμε στο ότι πρώτον υπάρχει Θεός και δέυτερον ξέρουμε ποιος είναι και που μένει (μας συστήθηκε τη μέρα που φόρεσε το μπουρνούζι μας, και μας έδωσε το ημέηλ του), η πιο βασανιστική ερώτηση, η απόλυτη ερώτηση παγίδα ακόμη και για τον πιο διαβασμένο πιστό, είναι το "ποιος δημιούργησε τον Θεό" (με πιο αστεία απάντηση αυτή του Ιακωβίδη: "ο Θεός είναι αυτοδημιούργητος").
Στην δική μου περίπτωση πάντως (που ο Θεός είναι "Το Καλό"), σας αποκαλύπτω ότι τον δημιούργησε το μόνο πράγμα που έχω μέχρι σήμερα εντοπίσει ως αυτοδημιούργητο.
Ο έρωτας βρε.
(Ο κάπως σαρωτικός, ο αυτοκαταναλωτικός, ο που εμπεριέχεται, ο κάπως πίστευε και μη ερέυνα για όλα -για μένα, για σένα, για τα πουλάκια, για τις μελισσούλες.)
ΥΓ14
Κλείνοντας, επειδή ίσως διαβάσατε πράγματα που σας ενόχλησαν ή που δεν σας αφορούν, (κάπως τζιζ, ή κάπως τυρένια και καλαμποκίσια), ΖΗΤΩ ΤΑΠΕΙΝΑ ΤΗ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΣΑΣ.
Aν και το είχα ήδη σώσει πιστεύω.
(Με το ΘΕΪΚΟ μου χιούμορ.)
Κι εσύ που κοροϊδεύεις, αν δεν θες να πας στην κόλαση (ή ακόμη χειρότερα να σου καεί το βίντεο), στείλε το λινκ του μπλογκ μου σε εκατό ανθρώπους.
ΥΓ15
Ή σε όσους πιστεύεις.-
28 Οκτ 2008
Επέτειος του "Ωχ".
28η σήμερα (μέρα που είναι), δηλώνω ότι δυσκολεύομαι να γιορτάζω σκέτο το "όχι" (ή σκέτο το "ναι" μεταξύ μας).
(Προτιμώ να πω "δεν ξέρω, δεν απαντώ").
Αν με ρωτήσεις για παράδειγμα αν σ'αγαπώ (κι εγώ όντως σ'αγαπώ), δεν είμαι σίγουρη ότι θα μπορώ (ή θα είναι σωστό) να πω "ναι".
Κυρίως επειδή αν φτάσεις στο σημείο που χρειάζεται να με ρωτήσεις να σου επιβεβαιώσω αν σε αγαπώ, προφανώς δεν σε έχω κάνει: άλφα να το καταλάβεις, βήτα να το απολαύσεις, ή, γάμα, (pun intended), φτάσαμε πια στο σημείο που σου έδωσα το δικαίωμα να πιστεύεις πως ΩΧ.
Γιατί άραγε μου συμβαίνει αυτό -να μην μπορώ να πω σκέτο "όχι" ή σκέτο "ναι" (δίνοντας χώρο στο σκέτο "ωχ");
(Δεν ξέρω, δεν απαντώ.)
Να μια απίθανη πιθανή εξήγηση.
Οι λέξεις, που κολυμπάνε ανυπόμονες μέσα στο στόμα μου, κρατιούνται σφιχτά η μία με την άλλη, σε πηχτές φράσεις, σαν ομάδα: αρνούνται να αφήσουν τα χεράκια και να δοκιμάσουν να επιπλεύσουν μονολεκτικές, (προφανώς δεν φοράνε μπρατσάκια και φοβούνται μην μου τις πνίξεις) -οπότε και βρίσκουν καταφύγιο μέσα σε μεγάλες παραγράφους.
Φοράνε γυναικεία βλέπεις (δηλαδή μίνι έμφαση, μάξι δράμα, περμανάντ θαυμαστικά, και φανατικά "βαμμένες" σαν μακριά νύχια απορίες).
ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ (θέλω να πω.)
Και θα προσπαθήσω να στο εξηγήσω.
Δεν είμαι πόλος μπαταρίας (κι ας είμαι φορτισμένη.)
Δεν είμαι ούτε αρνητική (όχι, δεν είμαι) ούτε θετική (ναι, δεν είμαι).
Είμαι απλά αυτό που (δεν) φαντάζεσαι.
ΕΙΜΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ.
Και, φορώντας σουτιέν, όντας δηλαδή το αναποφάσιστο φύλο που κατοχύρωσε την υστερία ως οφίσιαλ επιλογή συμπεριφοράς (ύστερος είναι η επιστημονική ονομασία της μήτρας, ντου δε γκραμμάτικαλ μαθ γιορσέλφ), θέλω απλά να απαντήσω όπως θέλω εγώ: δηλαδή κάπως οχιναί, κάπως κοριτσίστικα (εμπριμέ) -κι αν μου πεις "απάντησέ μου με ένα σκέτο ναι ή όχι", νιώθω ότι θέλεις απλά να σου απαντήσω μονόχρωμα, με λέξεις δικές σου (που αφήνουν γένια), νιώθω ότι θέλεις να ακούσεις αυτό που έχεις ήδη προαποφασίσει ΕΣΥ ότι περιμένεις (το δικό ΣΟΥ ναι ή όχι), νιώθω, κοινώς, σαν απλά να θέλεις να με ακούσεις να επιβεβαιώνω τη δική ΣΟΥ εκδοχή (απλώς με τη δική μου χροιά).
(Σαν να μη θέλεις να ακούσεις το ΝΟΗΜΑ των δύο εναλλακτικών λέξεων, αλλά τον ΗΧΟ τους με γυναικεία φωνή.)
ΕΙΣΑΙ ΑΝΤΡΑΣ.
(Φίου!)
Και να σου πω και κάτι;
Όντας αυτός που φοράει τα παντελόνια, όταν μου ζητάς να σου πω "ναι ή όχι" εσύ μια χαρά καλά κάνεις.
ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΙΟ.
("Και τα πράγματα είναι πάντα άσπρο-μαύρο", πετάγεται σαρκαστικά ο δικηγόρος του ξέρεις ποιού -με επιχείρημα πως το γκρι, το πράσινο, το μπλε ή το κίτρινο δεν έχουν ακόμη καταργηθεί.)
Βλέπεις από την άλλη (υπάρχει πάντα κάποια άλλη), όσο και να έχεις δίκιο εσύ, εγώ, ούσα γυναίκα, επιστρατεύω και σου λέω -επιτόπου- την εξής φράση:
"Τις ασπρόμαυρες λέξεις ξέρει να τις χειρίζεται μόνο η βωβή πρωταγωνίστρια."
(Δικό μου.)
"Αν με βλέπεις ως τέτοια, τη μέρα που μου ζήτησες το τηλέφωνό μου είχαν απεργία τα κριτήρια."
(Δικό μου.)
"Ζούμε τη μάχη των δύο καθόλου φίλων".
(Δικό μου.)
Με άλλα λόγια...
ΣΟΥ ΚΑΝΩ ΤΗΝ ΕΞΥΠΝΗ.
(Δεν το κάνω επίτηδες που δεν βγάζεις νόημα.)
ΕΙΜΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ.
Σου κάνω αυτήν που δεν δέχεται το "ναι ή όχι" σαν απάντηση, αυτήν που βρίσκει αμφότερες αυτές τις λέξεις ασφυσκτικές, σαν να φοράνε γραβάτα (δεμένη κόμπο σε λαιμό), ή να έχουν (όντως) γένια -και να γρατζουνάνε, αυτήν που μέσα σ' όοοοολες τις λέξεις εντοπίζει (και επιλέγει να χρησιμοποιεί) τις λιγότερο μονολεκτικές.
"Ναι ή όχι" μπορώ να σου απαντήσω μόνο αν με ρωτήσεις πράγματα που αντικειμενικά απαντιούνται -παράδειγμα αν με ρωτήσεις αν βρέχει- πράγμα δυστυχώς αδιάφορο για τη σχέση (ακόμη κι όταν γίνονται όλα μούσκεμα.)
Βρέχει δεν βρέχει, φοράω σουτιέν, φοράς παντελόνι -δεν συννενοούμαστε κατά κανόνα.
Αυτό που θέλω να πω πάντως είναι ότι αντιλαμβάνομαι πως (για σένα) εγώ είμαι αυτή που τα έχει κάνει όλα μούσκεμα τελικά, και, όντας ανοιχτή να χρεωθώ όλο το λάθος, θέλω να πάψουμε να φτάνουμε στα άκρα (και απλά θέλω να ξέρεις ότι το "ναι ή 'οχι" μάλλον δεν θα βοηθήσει, γιατί όσο τα ζητάς, μού ακούγονται αμφότερα οριστικά, ακραία, μια φαύλη τρέλλα).
Πρέπει μάλιστα να καταλάβεις ότι ειδικά το να πάρω την ευθύνη τού "όχι" (της πιο επαναστατικής απάντησης από τις δύο -που συχνά είναι και η λιγότερο παρεξηγήσιμη) με δυσκολεύει ιδιαίτερα.
Πες παράδειγμα ότι θέλεις να με ρωτήσεις αν θέλω να φύγεις. (Και θέλω.)
Με ρωτάς λοιπόν:
-Να μείνω;
Κι εγώ μη μπορώντας να πω όχι (απλά μη μπορώντας -γιατί δεν μου φαίνεται ολοκληρωμένο σαν απάντηση/εξήγηση), αλλά και για να μην είμαι ψεύτρα, δεν λέω "όχι" -και, λέγοντας αλήθεια, απαντώ με ένα: "μη ναι".
(Που ακούγεται σαν "μεί νε".)
Ε!
Μπέρδεμα ρε αδερφέ.
(Αδερφός μου είσαι ρε ανώμαλε τόση ώρα;)
Τέλος πάντων.
Εγώ θα το δεχτώ. Φταίω.
Και το δέχομαι γιατί είμαι αντιφεμινίστρια (δερ άι σεντ ιτ), και τη μέρα που κατάλαβα ότι φταίω για όλα εγώ, δηλαδή εγώ ως παγκόσμιο είδος εν γένει, (εγώ το Απλό Σύνθετο Κοριτσάκι), κατάλαβα (ταυτόχρονα), με τρόμο, ότι δεν μπορώ και να λύσω το πρόβλημα που δημιούργησα (ανά τους αιώνες).
Διότι αν όντως το πρόβλημα λύνεται με ένα σκέτο "ναι ή όχι" σε κάθε ερώτηση (γιατί εκεί καταλήγουμε), απλά δες το και δέξου το κι εσύ.
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΛΥΣΩ.
Τα έκανα όλα τόσο μεθοδικά -και ήρθαν έτσι τα πράγματα, που, ενώ εγώ σου απέσπασα το δικαίωμα να μπαίνω μέχρι και στα παπούτσια σου (κυριολεκτικά) και να φοράω μέχρι και τα παντελόνια σου (κυριολεκτικά), και, (λόγω αυτής μου της "κατάκτησης"), αυτοβαφτίστηκα χειραφετημένη και ισότιμη, εσύ δυσκολεύεσαι να βρεις γόβες σε 45 ή σουτιέν που να σου κάνει.
Και πες ότι βρίσκεις δηλαδή. Το θέμα παραμένει: εγώ φοράω ΚΑΙ σουτιέν ΚΑΙ παντελόνια πια. Δεν μπορείς να μπεις στη θέση μου χωρίς να σε πούνε αδερφή.
(Αδερφή είσαι μωρή ανώμαλη τόση ώρα;)
Τι ύπουλα που λειτούργησε προς όφελός μου όλο το σύμπαν.
(Εγώ χειραφετημένη κι εσύ αδερφή.)
Κι όταν το πρόβλημα έχει ύπουλη βάση ξέρεις τι συμβαίνει.
(ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΛΥΣΩ.)
Αλλά έχει σημασία ποιος φταίει -εδώ που φτάσαμε;
ΟΟΟΟΟΟΟΧΙ!
Και δεν το λέω επειδή φταίω εγώ και θέλω να κρύψω όλη τη σκόνη που δημιουργώ κάτω από το χαλί σου.
Το λέω γιατί η ώρα της γενικής καθαριότητας μόλις ήρθε, έφερε και φοντάν: μπήκε χειμώνας (καιρός για δύο), ώρα να τινάξουμε μαζί τα χαλιά -εγώ (με την ανατομικά επιβεβαιωμένη μπλα μπλα υστερία μου) κι εσύ (με την απλότητά σου).
ΥΓ1
Αν ο τρόπος να φύγει η εν λόγω σκόνη μου είναι να συζητήσουμε για ώρες, μήνες και χρόνια πέρα από το σκέτο "ναι ή όχι" που εύλογα προτείνεις (και που εμένα τόσο με στενεύει εδώ στο στήθος), μην τρελλαθούμε: δεν το πιστεύω -όπως εύχομαι να φάνηκε.
ΥΓ2
Πιστεύω πολύ στο σκέτο "ναι ή όχι", ίσως και στη σιωπή ακόμη -εύχομαι να φάνηκε έστω ανάμεσα στις γραμμές-, και πραγματικά μακάρι.
Μακάρι να μπορούσα να σκεφτώ (και να απαντάω) σαν άντρας. (Δεν μπορώ.)
Από την άλλη... αυτό περί βωβής πρωταγωνίστριας (εκεί που ήθελα, σου θυμιζω, να σε βγάλω μονόχρωμο και απλοϊκό -να σου αντιστοιχούν μονόχρωμα βωβά θηλυκά) δεν ήταν μια πολύ ωραία στιγμή του κειμένου;
ΥΓ3
Υπάρχει λύση στο αν θα συναντηθούμε ποτέ οι δυο μας; Αν μπορείς να απαντήσεις ΣΚΕΤΟ "ναι ή όχι", και μετά να δείξεις εγκράτεια (σιωπή), παραδέξου το: δεν είσαι εγώ.
Οπότε (αν θες) άκου τι κάνω εγώ, για να μην τρελλαθώ: δέχομαι ότι φταίω, δέχομαι ότι εδώ που φτάσαμε θα το λουστώ, δεν μπορώ με τίποτα να το αλλάξω, δέχομαι ότι έχεις άλλους κώδικες από μένα, και, κυρίως δέχομαι πως η μόνη ίσως χρυσή λύση (τομής) είναι να δεχτούμε τη διαφορετικότητά μας και να συμφιλιωθούμε κάπου στη μέση -εκεί που δεν έχει σημασία ποιος φταίει.
Πρέπει πάντα κάποιος να φταίει.
(Έχω αρχίσει ήδη να βαριέμαι -αν ναι.)
Η άποψη μου είναι ότι δυο άνθρωποι ΜΠΟΡΟΥΝ να ανέβουν στο ίδιο τρένο, να κάνουν την ίδια διαδρομή και να κατέβουν στο ίδιο τέρμα.
Αυτό δεν τους υποχρεώνει να κοιτάνε το ίδιο τοπίο -ας κοιτάει ο ένας τον ουρανό, κι ο άλλος τη λίμνη, ο αέρας και το νερό είναι το ίδιο χρήσιμα υποθέτω.
(Αρκεί να πηγαίνουν στην ίδια κατεύθυνση.)
ΥΓ4
Αρκετά μικρότερη, είχα βάλει στη τσέπη ένος αγοριού μου, σε ανύποπτο χρόνο, ένα χαρτάκι πάνω στο οποιο είχα γράψει τη λέξη "ΝΑΙ" (τι γλυκιά άσχετη που ήμουν τότε). Όταν το βρήκε και με ρώτησε περί αυτού, του είχα πει ότι ό,τι κι αν θέλει να με ρωτάει (ακόμη κι όταν λείπω) η απάντηση μου θα είναι πάντα αυτή, δηλαδή "ΝΑΙ", αρκεί να κάνει τις σωστές ερωτήσεις.
ΥΓ6
Έπεσα στην ίδια μου την παγίδα (δεν θέλετε να ξέρετε, δεν θέλω να πω), μη έχοντας ακόμη γνωρίσει τι θα πει γυναίκα. Με τις γυναίκες δεν υπάρχουν ποτέ σωστές αντρικές ερωτήσεις. Οι μόνες σωστές ερωτήσεις προέρχονται αποκλειστικά από γυναίκες -παράδειγμα: "είμαι όμορφη;", "έχω παχύνει;"- κι έχουν προαποφασισμένες απαντήσεις. (Το ξέρω από τότε, ότι φταίμε εμείς.)
ΥΓ7
Ένα μεγάλο συγγνώμη σε όλα τα αγόρια. (Είστε αθώοι για όλα. Σας λατρεύουμε.)
ΥΓ9
(Αν και αυτό περί βωβής πρωταγωνίστριας γαμάτο ήταν.)
ΥΓ10
Ζητώ (ο τόνος στο ωμέγα) το "ΝΑΙ" μου.
ΥΓ11
Και μέχρι να το βρω, ζήτω το "ΩΧ" μου.
ΥΓ12
Είσαι να το μοιραστούμε;
ΥΓ13
Δεν ξέρεις.
ΥΓ14
Δεν απαντάς.
(Οπότε τα βρήκαμε.)
:-)
(Αν πάντως το μοιραστούμε, θες εσύ το "Χ" -να διαγράφεις- να κρατήσω εγώ το "Ω" -να κάνω την έκπληκτη;)
(Προτιμώ να πω "δεν ξέρω, δεν απαντώ").
Αν με ρωτήσεις για παράδειγμα αν σ'αγαπώ (κι εγώ όντως σ'αγαπώ), δεν είμαι σίγουρη ότι θα μπορώ (ή θα είναι σωστό) να πω "ναι".
Κυρίως επειδή αν φτάσεις στο σημείο που χρειάζεται να με ρωτήσεις να σου επιβεβαιώσω αν σε αγαπώ, προφανώς δεν σε έχω κάνει: άλφα να το καταλάβεις, βήτα να το απολαύσεις, ή, γάμα, (pun intended), φτάσαμε πια στο σημείο που σου έδωσα το δικαίωμα να πιστεύεις πως ΩΧ.
Γιατί άραγε μου συμβαίνει αυτό -να μην μπορώ να πω σκέτο "όχι" ή σκέτο "ναι" (δίνοντας χώρο στο σκέτο "ωχ");
(Δεν ξέρω, δεν απαντώ.)
Να μια απίθανη πιθανή εξήγηση.
Οι λέξεις, που κολυμπάνε ανυπόμονες μέσα στο στόμα μου, κρατιούνται σφιχτά η μία με την άλλη, σε πηχτές φράσεις, σαν ομάδα: αρνούνται να αφήσουν τα χεράκια και να δοκιμάσουν να επιπλεύσουν μονολεκτικές, (προφανώς δεν φοράνε μπρατσάκια και φοβούνται μην μου τις πνίξεις) -οπότε και βρίσκουν καταφύγιο μέσα σε μεγάλες παραγράφους.
Φοράνε γυναικεία βλέπεις (δηλαδή μίνι έμφαση, μάξι δράμα, περμανάντ θαυμαστικά, και φανατικά "βαμμένες" σαν μακριά νύχια απορίες).
ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ (θέλω να πω.)
Και θα προσπαθήσω να στο εξηγήσω.
Δεν είμαι πόλος μπαταρίας (κι ας είμαι φορτισμένη.)
Δεν είμαι ούτε αρνητική (όχι, δεν είμαι) ούτε θετική (ναι, δεν είμαι).
Είμαι απλά αυτό που (δεν) φαντάζεσαι.
ΕΙΜΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ.
Και, φορώντας σουτιέν, όντας δηλαδή το αναποφάσιστο φύλο που κατοχύρωσε την υστερία ως οφίσιαλ επιλογή συμπεριφοράς (ύστερος είναι η επιστημονική ονομασία της μήτρας, ντου δε γκραμμάτικαλ μαθ γιορσέλφ), θέλω απλά να απαντήσω όπως θέλω εγώ: δηλαδή κάπως οχιναί, κάπως κοριτσίστικα (εμπριμέ) -κι αν μου πεις "απάντησέ μου με ένα σκέτο ναι ή όχι", νιώθω ότι θέλεις απλά να σου απαντήσω μονόχρωμα, με λέξεις δικές σου (που αφήνουν γένια), νιώθω ότι θέλεις να ακούσεις αυτό που έχεις ήδη προαποφασίσει ΕΣΥ ότι περιμένεις (το δικό ΣΟΥ ναι ή όχι), νιώθω, κοινώς, σαν απλά να θέλεις να με ακούσεις να επιβεβαιώνω τη δική ΣΟΥ εκδοχή (απλώς με τη δική μου χροιά).
(Σαν να μη θέλεις να ακούσεις το ΝΟΗΜΑ των δύο εναλλακτικών λέξεων, αλλά τον ΗΧΟ τους με γυναικεία φωνή.)
ΕΙΣΑΙ ΑΝΤΡΑΣ.
(Φίου!)
Και να σου πω και κάτι;
Όντας αυτός που φοράει τα παντελόνια, όταν μου ζητάς να σου πω "ναι ή όχι" εσύ μια χαρά καλά κάνεις.
ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΙΟ.
("Και τα πράγματα είναι πάντα άσπρο-μαύρο", πετάγεται σαρκαστικά ο δικηγόρος του ξέρεις ποιού -με επιχείρημα πως το γκρι, το πράσινο, το μπλε ή το κίτρινο δεν έχουν ακόμη καταργηθεί.)
Βλέπεις από την άλλη (υπάρχει πάντα κάποια άλλη), όσο και να έχεις δίκιο εσύ, εγώ, ούσα γυναίκα, επιστρατεύω και σου λέω -επιτόπου- την εξής φράση:
"Τις ασπρόμαυρες λέξεις ξέρει να τις χειρίζεται μόνο η βωβή πρωταγωνίστρια."
(Δικό μου.)
"Αν με βλέπεις ως τέτοια, τη μέρα που μου ζήτησες το τηλέφωνό μου είχαν απεργία τα κριτήρια."
(Δικό μου.)
"Ζούμε τη μάχη των δύο καθόλου φίλων".
(Δικό μου.)
Με άλλα λόγια...
ΣΟΥ ΚΑΝΩ ΤΗΝ ΕΞΥΠΝΗ.
(Δεν το κάνω επίτηδες που δεν βγάζεις νόημα.)
ΕΙΜΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ.
Σου κάνω αυτήν που δεν δέχεται το "ναι ή όχι" σαν απάντηση, αυτήν που βρίσκει αμφότερες αυτές τις λέξεις ασφυσκτικές, σαν να φοράνε γραβάτα (δεμένη κόμπο σε λαιμό), ή να έχουν (όντως) γένια -και να γρατζουνάνε, αυτήν που μέσα σ' όοοοολες τις λέξεις εντοπίζει (και επιλέγει να χρησιμοποιεί) τις λιγότερο μονολεκτικές.
"Ναι ή όχι" μπορώ να σου απαντήσω μόνο αν με ρωτήσεις πράγματα που αντικειμενικά απαντιούνται -παράδειγμα αν με ρωτήσεις αν βρέχει- πράγμα δυστυχώς αδιάφορο για τη σχέση (ακόμη κι όταν γίνονται όλα μούσκεμα.)
Βρέχει δεν βρέχει, φοράω σουτιέν, φοράς παντελόνι -δεν συννενοούμαστε κατά κανόνα.
Αυτό που θέλω να πω πάντως είναι ότι αντιλαμβάνομαι πως (για σένα) εγώ είμαι αυτή που τα έχει κάνει όλα μούσκεμα τελικά, και, όντας ανοιχτή να χρεωθώ όλο το λάθος, θέλω να πάψουμε να φτάνουμε στα άκρα (και απλά θέλω να ξέρεις ότι το "ναι ή 'οχι" μάλλον δεν θα βοηθήσει, γιατί όσο τα ζητάς, μού ακούγονται αμφότερα οριστικά, ακραία, μια φαύλη τρέλλα).
Πρέπει μάλιστα να καταλάβεις ότι ειδικά το να πάρω την ευθύνη τού "όχι" (της πιο επαναστατικής απάντησης από τις δύο -που συχνά είναι και η λιγότερο παρεξηγήσιμη) με δυσκολεύει ιδιαίτερα.
Πες παράδειγμα ότι θέλεις να με ρωτήσεις αν θέλω να φύγεις. (Και θέλω.)
Με ρωτάς λοιπόν:
-Να μείνω;
Κι εγώ μη μπορώντας να πω όχι (απλά μη μπορώντας -γιατί δεν μου φαίνεται ολοκληρωμένο σαν απάντηση/εξήγηση), αλλά και για να μην είμαι ψεύτρα, δεν λέω "όχι" -και, λέγοντας αλήθεια, απαντώ με ένα: "μη ναι".
(Που ακούγεται σαν "μεί νε".)
Ε!
Μπέρδεμα ρε αδερφέ.
(Αδερφός μου είσαι ρε ανώμαλε τόση ώρα;)
Τέλος πάντων.
Εγώ θα το δεχτώ. Φταίω.
Και το δέχομαι γιατί είμαι αντιφεμινίστρια (δερ άι σεντ ιτ), και τη μέρα που κατάλαβα ότι φταίω για όλα εγώ, δηλαδή εγώ ως παγκόσμιο είδος εν γένει, (εγώ το Απλό Σύνθετο Κοριτσάκι), κατάλαβα (ταυτόχρονα), με τρόμο, ότι δεν μπορώ και να λύσω το πρόβλημα που δημιούργησα (ανά τους αιώνες).
Διότι αν όντως το πρόβλημα λύνεται με ένα σκέτο "ναι ή όχι" σε κάθε ερώτηση (γιατί εκεί καταλήγουμε), απλά δες το και δέξου το κι εσύ.
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΛΥΣΩ.
Τα έκανα όλα τόσο μεθοδικά -και ήρθαν έτσι τα πράγματα, που, ενώ εγώ σου απέσπασα το δικαίωμα να μπαίνω μέχρι και στα παπούτσια σου (κυριολεκτικά) και να φοράω μέχρι και τα παντελόνια σου (κυριολεκτικά), και, (λόγω αυτής μου της "κατάκτησης"), αυτοβαφτίστηκα χειραφετημένη και ισότιμη, εσύ δυσκολεύεσαι να βρεις γόβες σε 45 ή σουτιέν που να σου κάνει.
Και πες ότι βρίσκεις δηλαδή. Το θέμα παραμένει: εγώ φοράω ΚΑΙ σουτιέν ΚΑΙ παντελόνια πια. Δεν μπορείς να μπεις στη θέση μου χωρίς να σε πούνε αδερφή.
(Αδερφή είσαι μωρή ανώμαλη τόση ώρα;)
Τι ύπουλα που λειτούργησε προς όφελός μου όλο το σύμπαν.
(Εγώ χειραφετημένη κι εσύ αδερφή.)
Κι όταν το πρόβλημα έχει ύπουλη βάση ξέρεις τι συμβαίνει.
(ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΛΥΣΩ.)
Αλλά έχει σημασία ποιος φταίει -εδώ που φτάσαμε;
ΟΟΟΟΟΟΟΧΙ!
Και δεν το λέω επειδή φταίω εγώ και θέλω να κρύψω όλη τη σκόνη που δημιουργώ κάτω από το χαλί σου.
Το λέω γιατί η ώρα της γενικής καθαριότητας μόλις ήρθε, έφερε και φοντάν: μπήκε χειμώνας (καιρός για δύο), ώρα να τινάξουμε μαζί τα χαλιά -εγώ (με την ανατομικά επιβεβαιωμένη μπλα μπλα υστερία μου) κι εσύ (με την απλότητά σου).
ΥΓ1
Αν ο τρόπος να φύγει η εν λόγω σκόνη μου είναι να συζητήσουμε για ώρες, μήνες και χρόνια πέρα από το σκέτο "ναι ή όχι" που εύλογα προτείνεις (και που εμένα τόσο με στενεύει εδώ στο στήθος), μην τρελλαθούμε: δεν το πιστεύω -όπως εύχομαι να φάνηκε.
ΥΓ2
Πιστεύω πολύ στο σκέτο "ναι ή όχι", ίσως και στη σιωπή ακόμη -εύχομαι να φάνηκε έστω ανάμεσα στις γραμμές-, και πραγματικά μακάρι.
Μακάρι να μπορούσα να σκεφτώ (και να απαντάω) σαν άντρας. (Δεν μπορώ.)
Από την άλλη... αυτό περί βωβής πρωταγωνίστριας (εκεί που ήθελα, σου θυμιζω, να σε βγάλω μονόχρωμο και απλοϊκό -να σου αντιστοιχούν μονόχρωμα βωβά θηλυκά) δεν ήταν μια πολύ ωραία στιγμή του κειμένου;
ΥΓ3
Υπάρχει λύση στο αν θα συναντηθούμε ποτέ οι δυο μας; Αν μπορείς να απαντήσεις ΣΚΕΤΟ "ναι ή όχι", και μετά να δείξεις εγκράτεια (σιωπή), παραδέξου το: δεν είσαι εγώ.
Οπότε (αν θες) άκου τι κάνω εγώ, για να μην τρελλαθώ: δέχομαι ότι φταίω, δέχομαι ότι εδώ που φτάσαμε θα το λουστώ, δεν μπορώ με τίποτα να το αλλάξω, δέχομαι ότι έχεις άλλους κώδικες από μένα, και, κυρίως δέχομαι πως η μόνη ίσως χρυσή λύση (τομής) είναι να δεχτούμε τη διαφορετικότητά μας και να συμφιλιωθούμε κάπου στη μέση -εκεί που δεν έχει σημασία ποιος φταίει.
Πρέπει πάντα κάποιος να φταίει.
(Έχω αρχίσει ήδη να βαριέμαι -αν ναι.)
Η άποψη μου είναι ότι δυο άνθρωποι ΜΠΟΡΟΥΝ να ανέβουν στο ίδιο τρένο, να κάνουν την ίδια διαδρομή και να κατέβουν στο ίδιο τέρμα.
Αυτό δεν τους υποχρεώνει να κοιτάνε το ίδιο τοπίο -ας κοιτάει ο ένας τον ουρανό, κι ο άλλος τη λίμνη, ο αέρας και το νερό είναι το ίδιο χρήσιμα υποθέτω.
(Αρκεί να πηγαίνουν στην ίδια κατεύθυνση.)
ΥΓ4
Αρκετά μικρότερη, είχα βάλει στη τσέπη ένος αγοριού μου, σε ανύποπτο χρόνο, ένα χαρτάκι πάνω στο οποιο είχα γράψει τη λέξη "ΝΑΙ" (τι γλυκιά άσχετη που ήμουν τότε). Όταν το βρήκε και με ρώτησε περί αυτού, του είχα πει ότι ό,τι κι αν θέλει να με ρωτάει (ακόμη κι όταν λείπω) η απάντηση μου θα είναι πάντα αυτή, δηλαδή "ΝΑΙ", αρκεί να κάνει τις σωστές ερωτήσεις.
ΥΓ6
Έπεσα στην ίδια μου την παγίδα (δεν θέλετε να ξέρετε, δεν θέλω να πω), μη έχοντας ακόμη γνωρίσει τι θα πει γυναίκα. Με τις γυναίκες δεν υπάρχουν ποτέ σωστές αντρικές ερωτήσεις. Οι μόνες σωστές ερωτήσεις προέρχονται αποκλειστικά από γυναίκες -παράδειγμα: "είμαι όμορφη;", "έχω παχύνει;"- κι έχουν προαποφασισμένες απαντήσεις. (Το ξέρω από τότε, ότι φταίμε εμείς.)
ΥΓ7
Ένα μεγάλο συγγνώμη σε όλα τα αγόρια. (Είστε αθώοι για όλα. Σας λατρεύουμε.)
ΥΓ9
(Αν και αυτό περί βωβής πρωταγωνίστριας γαμάτο ήταν.)
ΥΓ10
Ζητώ (ο τόνος στο ωμέγα) το "ΝΑΙ" μου.
ΥΓ11
Και μέχρι να το βρω, ζήτω το "ΩΧ" μου.
ΥΓ12
Είσαι να το μοιραστούμε;
ΥΓ13
Δεν ξέρεις.
ΥΓ14
Δεν απαντάς.
(Οπότε τα βρήκαμε.)
:-)
(Αν πάντως το μοιραστούμε, θες εσύ το "Χ" -να διαγράφεις- να κρατήσω εγώ το "Ω" -να κάνω την έκπληκτη;)
25 Οκτ 2008
Πράντα βέρσους Πράδο.
Πόδια έχετε;
(Μη γελάτε.)
Να ξέρετε ότι το αυτό είναι μεγάλο δώρο -δεν έχουν όλοι.
Τα πόδια είναι σαν -σαν την αγάπη ας πούμε. (Σε προχωράνε μπροστά ή πίσω.)
Αν έχεις πόδια δεν χρειάζεται να έχεις τίποτα άλλο, κι αν δεν έχεις πόδια δεν έχει και τόση σημασία τι άλλο έχεις.
(Tελοσπάντων όπου πόδια αγάπη -αλλά καταλαβαίνετε.)
Καταρχήν, αν έχεις πόδια μπορείς και να το βάλεις (στ'αυτά που έχεις) -κι αυτό είναι δώρο ινάφ από μόνο του.
Ούτε εγώ είχα καταλάβει πόσο σημαντικά σημαντικό είναι να έχεις πόδια, μέχρι που το κατάλαβα χωρίς να το καταλάβω, (δηλαδή αυτόματα), μέσω του μόνου τρόπου που υπάρχει να καταλαβαίνεις πραγματικά πράγματα (δηλαδή μέσω ενός πικραστείου διαλόγου):
-Γαμώτο θέλω να πάρω εκείνα τα απίστευτα Πράντα στην Καλογήρου.
-Στην Καλογήρου; Μα γιατί να πάρεις Πράντα στην Καλογήρου; (Γενέθλια έχει;)
-Μμμμμ, χα χα, έλα ρε Έσσλιν, σοβαρά....κάνουν ένα νοίκι σχεδόν -τι να κάνω;
-Να σκεφτείς ότι κάποιοι δεν έχουν καν πόδια.
Όχι ότι θα ισχυριστώ ότι δεν είναι ωραία Τα Πράντα. (Ή ο κυνισμός.)
Μια χαρά είναι o κυνισμός. (Και τα Πράντα.)
(Άσε που κάνουν την ίδια δουλειά τις στιγμές που πιχί από φόβο, έρωτα, κλπ, σου κόβονται τα πόδια -βοηθώντας σε να σου κόβονται με στυλ.)
Πρόσφατα (σόουοφ αλέρτ), που είχα πεταχτεί στο σόχο (γωνία μπρόντγουεη με πρινς, απέναντι από το ντην εντ ντελούκα), όταν μπήκα στην Πράντα, δεν μου περίσσεψε καθόλου χρόνος να σκεφτώ φιλοσοφικά γύρω από την παπουτσότητα και να κάνω την έξυπνη (σχετικά με το αν χρειαζόμαστε λάξαρι) -μια και ήμουν πολύ απασχολημένη με το να έχω το στόμα μου ανοιχτό.
Καταρχήν, βλέποντας τα εκπληκτικά παπούτσια, νιώθεις να σε κυριεύει η πηχτή βλάσφημη ανάγκη να ήσουν σαρανταποδαρούσα. Ενώ, για την ιστορία, το εν λόγω φλάγκσιπ στορ (στο ντάουντάουν νιουγιόρκ) είναι ένα αρχιτεκτονικό θαύμα (μαστ λάντμαρκ βίζιτ κάθε φορά), σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Ρεεμ Κούλασσ. (Πόσα μάτια να έχουν οι σαρανταποδαρούσες;)
Μπαίνεις μέσα (με δυστυχώς μόνο δύο πόδια, προφανές κατασκευαστικό λάθος) και αυτόματα τα χέρια σου (εκνευρισμένα που δεν είναι πόδια) δίνουν εντολή στη λαίμαργη ντίτζιταλ να καταβροχθίσει ό,τι λεπτομέρεια προλάβει -λες και δεν έχεις μπει Στην Πράντα αλλά Στο Πράδο.
-"Pictures are not allowed miss" (με ενημέρωσε άγρια, και για πολλοστή ομολογώ φορά -λες και προστάτευε την καπέλα σιστίνα), ένας τρίμετρος όχι λευκός άντρας (το τρίμετρος σκυλάραπας δεν θα ήταν κομιλφό),
Τον κοίταξα με το πιο ζαχαρωτό βλέμμα μου (δεν έπιασε), λέγοντας: "oh, please, just one, you know... for me... there is The Prado in Madrid and there is The Prada in New York... Ιt totally feels like a museum to me..."
-"Yeah yeah, to most people. Now hide the camera miss."
-"Kala nteeeeeh".
Πάντως εγώ το εννοώ, (αμαρτία εξομολογουμένη), κι ας μην είμαι ορκισμένη γενικά σόπερ: βλέποντας τα παπούτσια, σε κυριεύει μια εσωτερική γκουέρνικα να μπεις να τα ποδοπατήσεις όλα -κηρύσοντας εφάπαξ πόλεμο σε ό,τι σου βγάζει την πίστη (δηλαδή στην πιστωτική σου).
Όχι ότι αγόρασα τίποτα από εκεί: προτίμησα και μπήκα διαγωνίως απέναντι, στο ντιν εντ ντελούκα (για τραγανά κούκις), ενώ (για να κάνω και τη σόπινγκ γκάιντεςς), πιο κείθε έχει ένα βικτόριας σίκρετ (αν είστε βλαχάρες και φοράτε τέτοια), και πιο δώθε έναν ιερό ναό (άπλστορ).
Το "αλληγορικό" δίλλημα Πράντα ή Πράδο πάντως (θλιβερή ρέπλικα της επιφανειακής και παπουτσωμένης Γυναίκας Εξωφύλου ή νατουρέλ "τεθλιμμένη" και "ξυπόλυτα" Σκεπτόμενη Ευρωπαία) γενικά πολύ με απασχολεί.
Ή μήπως δεν τίθεται θέμα;
Αν έπρεπε να πάρω θέση και να διαλέξω ανάμεσα στο σουπερφίσιαλ και στο ουσιώδες, στην ντουλάπα και στην κουλτούρα, στο σπιρίτσουαλ και στο λαξζούριους, τι θα διάλεγα;
Πιθανόν να έκανα τη χαριτωμένη (και τη φευγάτη) απαντώντας ότι βασικά είμαι υπέρ της κουλτούρας, φροντίζοντας όμως σίγουρα να προσέξεις τις κόκκινες σόλες στις γόβες μου καθώς θα έφευγα (κι από εκεί βγαίνει μάλλον και το κουλτούρα να φύγουμε.)
Υποκρισία;
'Η αλλιώς ένα ό,τι με βολεύει ανά στιγμή ίματζ τύπου "λίγο από όλα" ;
Ξέρω κι εγώ; Μήπως και στις δυο περιπτώσεις μιλάμε για το ίδιο πράγμα (για εμπόριο από φίρμες;)
Χμ.
Πάντως εμένα οι φίρμες, αν μιλάμε για αυτό, κατά κανόνα με ενοχλούν.
(Ή μήπως όχι;)
Κοίτα.
Αν με χαϊδεψεις επί τούτου με το ρόλεξ χέρι σου, θα είμαι ευγενής και θα το υποστώ, αλλά, ως κορίτσι του μη γελάς παρακαλώ πνεύματος, το σπονσοναρισμένο σου χάδι δεν είναι αυτό που θα με κρατήσει (αγκαλιά μετά).
Από την άλλη, θα πήγαινα ευχαρίστως για κάμπινγκ, ως νατουρέλ κορίτσι που μπορεί να ζήσει τη φύση του με φυσικότητα, αρκεί να υπήρχε αντίσκηνο γκούτσι ή χημική τουαλέτα λουιβιτόν.
Δεν θα καταλήξω διπλωματικά (εύκολα και πρόχειρα) στο ότι είμαι καχύποπτη με όλα, ή, για να το δω θετικά, ότι μου αρέσει το γενικευμένο μιξ εντ ματς και το κορέκτνες του παν μέτρον άριστον σε όλα, (και μάλλον όχι, δεν θα δοκίμαζα εύκολα σουβλάκι με γουαζάμπι) αλλά θέλω κάπου να καταλήξω.
Γενικά μιλώντας.
Γιατί βλέπουμε παντού ταμπέλες και άλλες ταμπέλες τις σνομπάρουμε κι άλλες τις υιοθετούμε;
Γιατί άλλες μέρες θα ντραπώ αν με πετύχεις μέσα σε μπουτίκ κι άλλες σε μουσείο;
Σε μια στιγμή που δεν μπορείς να καταλάβεις τις ξεκάθαρες προθέσεις της ταμπελότητας, το ενοχλητικό αυτό ζήτημα παραμένει σαν το υπό εξαφάνιση μυαλό (ανοιχτό).
Αλήθεια.
Όσο δεν ξέρω αν είναι πιο τίμιο να γράφει απέξω πράντα και να πουλάει ρούχα και παπούτσια ή να γράφει απέξω πράδο και να πουλάει μούρη και συναίσθημα, δυσκολεύομαι να διατυπώσω άποψη πάνω στις ταμπέλες.
Σπαστικές είναι.
Αλλά εντάξει μωρέ κιόλας.
(Και είμαι απόλυτη σε αυτό.)
:-)
ΥΓ1
Πρόσφατα σε μια εκδήλωση τέχνης μια κοπέλα φορούσε ένα αντικειμενικά όμορφο φόρεμα (πιο όμορφο από τους πίνακες της έκθεσης -κι όπως αποδείχτηκε ακριβότερο).
Το σχολίασα με θαυμασμό, σε μια κοινή μας φίλη ("ωραίο φόρεμα φοράει η φιλενάδα μας σήμερα"), η οποία (αντί σχολίου) φρόντισε να με ενημερώσει: μπαλενσιάγκα.
Αμέσως σκέφτηκα:
Σε κάποιους θα φαινόταν φυσιολογικό να είναι θεατές στην παραπάνω παρτίδα μποξ (όπου η φράση "όμορφο φόρεμα" βγήκε νόκαουτ από τη λέξη "μπαλενσιάγκα"), τόσο φυσιολογικό που ξαφνικά ένιωσα πως ένας διάλογος από σκέτες μάρκες, μπροστά σε μέτριους πίνακες ζωγραφικής θα ήταν εντελώς νορμάλ.
Φαντάσου εμείς, οι κάτοικοι των ρούχων, να λείπαμε ξαφνικά, και να πήγαιναν αυτά μόνα τους από εδώ κι απο εκεί, σχολείο, δουλειά, διακοπές, ή σε εκθέσεις ζωγραφικής, και να πιάνανε για λογαριασμό μας την κουβέντα (ισχυριζόμενα ότι διαβάζουν Μάρκες).
ΥΓ2
Κάνει λίγο πτώση κριτηρίου γύρω από το τι είναι νορμάλ σχετικά με τα παραπάνω ή μόνο εγώ κρυώνω;
ΥΓ3
Για άλλη μια φορά ξέρω ότι από αλλού ξεκίνησα κι αλλού έφτασα -ή δεν έφτασα. Δεν φαντάζομαι να πειράζει.
Υποθέτω (και εύχομαι) να ξέρετε ότι αυτό υπό κάπα σίγμα έτσι λειτουργεί: ΦΥΣΙΚΑ και από αλλού ξεκινάς κι αλλού πας, (φτάσεις δεν φτάσεις), στο τέλος -αλλιώς μένεις κι εκεί που είσαι (τι κουράζεσαι;).
ΥΓ4
Αλλά για να μην νιώσετε εξαπατημένοι μένω στο θέμα δένοντάς το με το αρχικό ΦΛΕΓΟΝ και ΜΕΓΑ -βγάλσιμο γλώσσας- ζήτημα: αυτό με τα πόδια και τα παπούτσια.
Όταν ήμουν μικρή, τα αγαπημένα μου υποδήματα ήταν τα αόρατα (και μετά τα βατραχοπέδιλα). Μόνο ξυπόλυτη (ή ντυμένη γοργονάκι) αισθανόμουν παιδί (δηλαδή καλά). Δεν θυμάμαι να είχαν φίρμα οι πατούσες μου (αν και δεν είχα κοιτάξει από κάτω είναι η αλήθεια).
Γενικά, οι σπόνσορες έπεσαν αρκετά αργότερα στην αντίληψή μου (και ταυτόχρονα στην εκτίμησή μου) νοικιάζοντας σταδιακά όλα τα πράγματα γύρω μου, τα αντικείμενα, τις απόψεις, τα παπούτσια, τα μουσεία, και -τι κρίμα- την ελευθερία μου να περπατάω ξυπόλυτη.
ΥΓ5
(Πόδια και παπούτσια και λοιπά. Μάλιστα.)
Λοιπόν δεν ξέρω.
Το να πατάς στη γη δεν είναι απαραίτητα επιθυμητό ή καλό (αυτό το συμφωνούμε).
Αλλά και σύμφωνα με τα παραπάνω τις περισσότερες στιγμές στο επιβάλουν -και συχνότερα σε κατευθύνουν (έχει πολλές ταμπέλες πάντως αν χαθείς).
Τι να πω;
Καλώς ή κακώς τις στιγμές αυτές θα την πατήσεις (τη γη). Και θα χρειάζεσαι παπούτσια.
ΥΓ6
Επίλεξε τουλάχιστον να πατάς όσο πατάει η γάτα. (Και για την περίσταση, φόρα μίου-μίου.)
ΥΓ7
Τελικά τώρα που το σκέφτομαι, τα πιο χρήσιμα από όλα τα παπούτσια (όσον αφορά στο θέμα με τις πανταχού παρούσες ταμπέλες) είναι αυτά που τα γράφεις όλα σ'αυτά. (Δηλαδή τα παλιά σου).
ΥΓ8
Αλλά αρκετά με ένα θέμα που σε κάνει όντως να πατάς στη γη.
Οπότε, αντιός.
Ή μάλλον πιο εντός θέματος.
(Σαγιονάρα.)
...
(Μη γελάτε.)
Να ξέρετε ότι το αυτό είναι μεγάλο δώρο -δεν έχουν όλοι.
Τα πόδια είναι σαν -σαν την αγάπη ας πούμε. (Σε προχωράνε μπροστά ή πίσω.)
Αν έχεις πόδια δεν χρειάζεται να έχεις τίποτα άλλο, κι αν δεν έχεις πόδια δεν έχει και τόση σημασία τι άλλο έχεις.
(Tελοσπάντων όπου πόδια αγάπη -αλλά καταλαβαίνετε.)
Καταρχήν, αν έχεις πόδια μπορείς και να το βάλεις (στ'αυτά που έχεις) -κι αυτό είναι δώρο ινάφ από μόνο του.
Ούτε εγώ είχα καταλάβει πόσο σημαντικά σημαντικό είναι να έχεις πόδια, μέχρι που το κατάλαβα χωρίς να το καταλάβω, (δηλαδή αυτόματα), μέσω του μόνου τρόπου που υπάρχει να καταλαβαίνεις πραγματικά πράγματα (δηλαδή μέσω ενός πικραστείου διαλόγου):
-Γαμώτο θέλω να πάρω εκείνα τα απίστευτα Πράντα στην Καλογήρου.
-Στην Καλογήρου; Μα γιατί να πάρεις Πράντα στην Καλογήρου; (Γενέθλια έχει;)
-Μμμμμ, χα χα, έλα ρε Έσσλιν, σοβαρά....κάνουν ένα νοίκι σχεδόν -τι να κάνω;
-Να σκεφτείς ότι κάποιοι δεν έχουν καν πόδια.
Όχι ότι θα ισχυριστώ ότι δεν είναι ωραία Τα Πράντα. (Ή ο κυνισμός.)
Μια χαρά είναι o κυνισμός. (Και τα Πράντα.)
(Άσε που κάνουν την ίδια δουλειά τις στιγμές που πιχί από φόβο, έρωτα, κλπ, σου κόβονται τα πόδια -βοηθώντας σε να σου κόβονται με στυλ.)
Πρόσφατα (σόουοφ αλέρτ), που είχα πεταχτεί στο σόχο (γωνία μπρόντγουεη με πρινς, απέναντι από το ντην εντ ντελούκα), όταν μπήκα στην Πράντα, δεν μου περίσσεψε καθόλου χρόνος να σκεφτώ φιλοσοφικά γύρω από την παπουτσότητα και να κάνω την έξυπνη (σχετικά με το αν χρειαζόμαστε λάξαρι) -μια και ήμουν πολύ απασχολημένη με το να έχω το στόμα μου ανοιχτό.
Καταρχήν, βλέποντας τα εκπληκτικά παπούτσια, νιώθεις να σε κυριεύει η πηχτή βλάσφημη ανάγκη να ήσουν σαρανταποδαρούσα. Ενώ, για την ιστορία, το εν λόγω φλάγκσιπ στορ (στο ντάουντάουν νιουγιόρκ) είναι ένα αρχιτεκτονικό θαύμα (μαστ λάντμαρκ βίζιτ κάθε φορά), σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Ρεεμ Κούλασσ. (Πόσα μάτια να έχουν οι σαρανταποδαρούσες;)
Μπαίνεις μέσα (με δυστυχώς μόνο δύο πόδια, προφανές κατασκευαστικό λάθος) και αυτόματα τα χέρια σου (εκνευρισμένα που δεν είναι πόδια) δίνουν εντολή στη λαίμαργη ντίτζιταλ να καταβροχθίσει ό,τι λεπτομέρεια προλάβει -λες και δεν έχεις μπει Στην Πράντα αλλά Στο Πράδο.
-"Pictures are not allowed miss" (με ενημέρωσε άγρια, και για πολλοστή ομολογώ φορά -λες και προστάτευε την καπέλα σιστίνα), ένας τρίμετρος όχι λευκός άντρας (το τρίμετρος σκυλάραπας δεν θα ήταν κομιλφό),
Τον κοίταξα με το πιο ζαχαρωτό βλέμμα μου (δεν έπιασε), λέγοντας: "oh, please, just one, you know... for me... there is The Prado in Madrid and there is The Prada in New York... Ιt totally feels like a museum to me..."
-"Yeah yeah, to most people. Now hide the camera miss."
-"Kala nteeeeeh".
Πάντως εγώ το εννοώ, (αμαρτία εξομολογουμένη), κι ας μην είμαι ορκισμένη γενικά σόπερ: βλέποντας τα παπούτσια, σε κυριεύει μια εσωτερική γκουέρνικα να μπεις να τα ποδοπατήσεις όλα -κηρύσοντας εφάπαξ πόλεμο σε ό,τι σου βγάζει την πίστη (δηλαδή στην πιστωτική σου).
Όχι ότι αγόρασα τίποτα από εκεί: προτίμησα και μπήκα διαγωνίως απέναντι, στο ντιν εντ ντελούκα (για τραγανά κούκις), ενώ (για να κάνω και τη σόπινγκ γκάιντεςς), πιο κείθε έχει ένα βικτόριας σίκρετ (αν είστε βλαχάρες και φοράτε τέτοια), και πιο δώθε έναν ιερό ναό (άπλστορ).
Το "αλληγορικό" δίλλημα Πράντα ή Πράδο πάντως (θλιβερή ρέπλικα της επιφανειακής και παπουτσωμένης Γυναίκας Εξωφύλου ή νατουρέλ "τεθλιμμένη" και "ξυπόλυτα" Σκεπτόμενη Ευρωπαία) γενικά πολύ με απασχολεί.
Ή μήπως δεν τίθεται θέμα;
Αν έπρεπε να πάρω θέση και να διαλέξω ανάμεσα στο σουπερφίσιαλ και στο ουσιώδες, στην ντουλάπα και στην κουλτούρα, στο σπιρίτσουαλ και στο λαξζούριους, τι θα διάλεγα;
Πιθανόν να έκανα τη χαριτωμένη (και τη φευγάτη) απαντώντας ότι βασικά είμαι υπέρ της κουλτούρας, φροντίζοντας όμως σίγουρα να προσέξεις τις κόκκινες σόλες στις γόβες μου καθώς θα έφευγα (κι από εκεί βγαίνει μάλλον και το κουλτούρα να φύγουμε.)
Υποκρισία;
'Η αλλιώς ένα ό,τι με βολεύει ανά στιγμή ίματζ τύπου "λίγο από όλα" ;
Ξέρω κι εγώ; Μήπως και στις δυο περιπτώσεις μιλάμε για το ίδιο πράγμα (για εμπόριο από φίρμες;)
Χμ.
Πάντως εμένα οι φίρμες, αν μιλάμε για αυτό, κατά κανόνα με ενοχλούν.
(Ή μήπως όχι;)
Κοίτα.
Αν με χαϊδεψεις επί τούτου με το ρόλεξ χέρι σου, θα είμαι ευγενής και θα το υποστώ, αλλά, ως κορίτσι του μη γελάς παρακαλώ πνεύματος, το σπονσοναρισμένο σου χάδι δεν είναι αυτό που θα με κρατήσει (αγκαλιά μετά).
Από την άλλη, θα πήγαινα ευχαρίστως για κάμπινγκ, ως νατουρέλ κορίτσι που μπορεί να ζήσει τη φύση του με φυσικότητα, αρκεί να υπήρχε αντίσκηνο γκούτσι ή χημική τουαλέτα λουιβιτόν.
Δεν θα καταλήξω διπλωματικά (εύκολα και πρόχειρα) στο ότι είμαι καχύποπτη με όλα, ή, για να το δω θετικά, ότι μου αρέσει το γενικευμένο μιξ εντ ματς και το κορέκτνες του παν μέτρον άριστον σε όλα, (και μάλλον όχι, δεν θα δοκίμαζα εύκολα σουβλάκι με γουαζάμπι) αλλά θέλω κάπου να καταλήξω.
Γενικά μιλώντας.
Γιατί βλέπουμε παντού ταμπέλες και άλλες ταμπέλες τις σνομπάρουμε κι άλλες τις υιοθετούμε;
Γιατί άλλες μέρες θα ντραπώ αν με πετύχεις μέσα σε μπουτίκ κι άλλες σε μουσείο;
Σε μια στιγμή που δεν μπορείς να καταλάβεις τις ξεκάθαρες προθέσεις της ταμπελότητας, το ενοχλητικό αυτό ζήτημα παραμένει σαν το υπό εξαφάνιση μυαλό (ανοιχτό).
Αλήθεια.
Όσο δεν ξέρω αν είναι πιο τίμιο να γράφει απέξω πράντα και να πουλάει ρούχα και παπούτσια ή να γράφει απέξω πράδο και να πουλάει μούρη και συναίσθημα, δυσκολεύομαι να διατυπώσω άποψη πάνω στις ταμπέλες.
Σπαστικές είναι.
Αλλά εντάξει μωρέ κιόλας.
(Και είμαι απόλυτη σε αυτό.)
:-)
ΥΓ1
Πρόσφατα σε μια εκδήλωση τέχνης μια κοπέλα φορούσε ένα αντικειμενικά όμορφο φόρεμα (πιο όμορφο από τους πίνακες της έκθεσης -κι όπως αποδείχτηκε ακριβότερο).
Το σχολίασα με θαυμασμό, σε μια κοινή μας φίλη ("ωραίο φόρεμα φοράει η φιλενάδα μας σήμερα"), η οποία (αντί σχολίου) φρόντισε να με ενημερώσει: μπαλενσιάγκα.
Αμέσως σκέφτηκα:
Σε κάποιους θα φαινόταν φυσιολογικό να είναι θεατές στην παραπάνω παρτίδα μποξ (όπου η φράση "όμορφο φόρεμα" βγήκε νόκαουτ από τη λέξη "μπαλενσιάγκα"), τόσο φυσιολογικό που ξαφνικά ένιωσα πως ένας διάλογος από σκέτες μάρκες, μπροστά σε μέτριους πίνακες ζωγραφικής θα ήταν εντελώς νορμάλ.
Φαντάσου εμείς, οι κάτοικοι των ρούχων, να λείπαμε ξαφνικά, και να πήγαιναν αυτά μόνα τους από εδώ κι απο εκεί, σχολείο, δουλειά, διακοπές, ή σε εκθέσεις ζωγραφικής, και να πιάνανε για λογαριασμό μας την κουβέντα (ισχυριζόμενα ότι διαβάζουν Μάρκες).
ΥΓ2
Κάνει λίγο πτώση κριτηρίου γύρω από το τι είναι νορμάλ σχετικά με τα παραπάνω ή μόνο εγώ κρυώνω;
ΥΓ3
Για άλλη μια φορά ξέρω ότι από αλλού ξεκίνησα κι αλλού έφτασα -ή δεν έφτασα. Δεν φαντάζομαι να πειράζει.
Υποθέτω (και εύχομαι) να ξέρετε ότι αυτό υπό κάπα σίγμα έτσι λειτουργεί: ΦΥΣΙΚΑ και από αλλού ξεκινάς κι αλλού πας, (φτάσεις δεν φτάσεις), στο τέλος -αλλιώς μένεις κι εκεί που είσαι (τι κουράζεσαι;).
ΥΓ4
Αλλά για να μην νιώσετε εξαπατημένοι μένω στο θέμα δένοντάς το με το αρχικό ΦΛΕΓΟΝ και ΜΕΓΑ -βγάλσιμο γλώσσας- ζήτημα: αυτό με τα πόδια και τα παπούτσια.
Όταν ήμουν μικρή, τα αγαπημένα μου υποδήματα ήταν τα αόρατα (και μετά τα βατραχοπέδιλα). Μόνο ξυπόλυτη (ή ντυμένη γοργονάκι) αισθανόμουν παιδί (δηλαδή καλά). Δεν θυμάμαι να είχαν φίρμα οι πατούσες μου (αν και δεν είχα κοιτάξει από κάτω είναι η αλήθεια).
Γενικά, οι σπόνσορες έπεσαν αρκετά αργότερα στην αντίληψή μου (και ταυτόχρονα στην εκτίμησή μου) νοικιάζοντας σταδιακά όλα τα πράγματα γύρω μου, τα αντικείμενα, τις απόψεις, τα παπούτσια, τα μουσεία, και -τι κρίμα- την ελευθερία μου να περπατάω ξυπόλυτη.
ΥΓ5
(Πόδια και παπούτσια και λοιπά. Μάλιστα.)
Λοιπόν δεν ξέρω.
Το να πατάς στη γη δεν είναι απαραίτητα επιθυμητό ή καλό (αυτό το συμφωνούμε).
Αλλά και σύμφωνα με τα παραπάνω τις περισσότερες στιγμές στο επιβάλουν -και συχνότερα σε κατευθύνουν (έχει πολλές ταμπέλες πάντως αν χαθείς).
Τι να πω;
Καλώς ή κακώς τις στιγμές αυτές θα την πατήσεις (τη γη). Και θα χρειάζεσαι παπούτσια.
ΥΓ6
Επίλεξε τουλάχιστον να πατάς όσο πατάει η γάτα. (Και για την περίσταση, φόρα μίου-μίου.)
ΥΓ7
Τελικά τώρα που το σκέφτομαι, τα πιο χρήσιμα από όλα τα παπούτσια (όσον αφορά στο θέμα με τις πανταχού παρούσες ταμπέλες) είναι αυτά που τα γράφεις όλα σ'αυτά. (Δηλαδή τα παλιά σου).
ΥΓ8
Αλλά αρκετά με ένα θέμα που σε κάνει όντως να πατάς στη γη.
Οπότε, αντιός.
Ή μάλλον πιο εντός θέματος.
(Σαγιονάρα.)
...
21 Οκτ 2008
Πρόσκληση σε πάρτη.
"Αγαπημένη Έζελιν-Λέσλιν-Έλλσιν-Όπως-Και-Να-Σε-Λένε-Δεν-Έχει-Σημασία-Αφόυ-Εγώ-Βασικά-Για-Χαλάκι-Εξώπορτας-Σε-Θέλω, γεια σου, τι κάνεις; Μόλις έχω φορέσει τις πενταβρώμικες γαλότσες μου, τις τίγκα στη συναισθηματική λάσπη και στα περιΠτώματα του παρελθόντος μου και θέλω με μεγάλη χαρά να σε καλέσω στην πάρτη μου, όπου θα έρθεις γεμάτη προσδοκίες, καλοντυμένη, να μου κάνεις δώρο τον εαυτό σου για όσο σε χρειαστώ (μέχρι να σκουπίσω τις γαλότσες πάνω σου στην εξώπορτα και μετά να φύγω σαν παρτάκ....εεεεε..... κύριος). Εύχομαι να έρθεις."
Κι εσύ -εννοείται- πως θα πας.
Γιατί η πραγματική πρόσκληση που λαμβάνεις γράφει:
"Έσσλιν, πεθαίνω για πάρτη σου. Έλα να σε κάνω πριγκίπισσά μου."
Κι ενώ ξέρεις να διακρίνεις μια αποτυχημένη πάρτη (αντί για ροκ μουσική παίζει το ίδιο τροπάριο) κι ενώ ξέρεις ότι όλο αυτό το πριγκιπικό έπρεπε να πιάνει μέχρι να γίνεις δεκαεφτά, το πολύ δεκαοχτώ, το βλέπεις να πιάνει μέχρι και στα εβδομήντα ακόμη (άσε που τότε το τροπάριο θα σου στέκει όντως για μουσική).
Hint.
(Το "κρυφτό" και το "κυνηγητό" που σε μάθανε να παίζεις από μικρός σε καταδίκασε -ως ανθρώπινο εν γένει είδος- για πάντα, φυτεύοντας στο εύφορο υποσυνείδητο χωματάκι σου την εντολή "να διασκεδάζεις μόνο όταν κρύβεσαι ή κυνηγάς: να χαίρεσαι μόνο όσο δεν σε βρίσκουν και μόνο μέχρι να πιάσεις μέχρι και τον τελευταίο άπιαστο". Για την πάρτη σου, πάντα. Να συνηθίζεις.)
Κι όταν κλείνει η (κρύψου και τρέχα) παρένθεση, το πιάνουμε από εκεί που το αφήσαμε και πέφτει η ερώτηση: και πώς το βλέπεις εσύ (κοριτσάκι και καλά), να φαντάζει ακόμη και στα εβδομήντα γοητευτικό το εν λόγω παρτάκι της πάρτης;
Η απάντηση πάντα με στεναχωρεί, (κυρίως γιατί παραμένει αμετανόητα άψητη), αλλά θα την δώσω (κι αν ήδη έχεις αρχίσει να βαριέσαι με το πως ρέει το κείμενο, μείνε, πιο κάτω έχει σεξ -που απλά δεν ήθελα να σου σερβίρω απότομα).
Γυρισμένη λοιπόν πλάτη στο δεκαπέντε, στο δεκαοχτώ, στο εικοσιδύο, στο εικοσιεφτά, στο τριάντα, στο τριανταδύο, στο με πιάσατε νομίζω, τα νούμερα που βλέπω να με περιμένουν μπροστά ντυμένα με τη ρομπίτσα τους -αν διακρίνω καλά- είναι ένα τριανταεφτά, ένα σαρανταέξι, ένα πενηντατέσσερα κι ένα εξηνταοχτώ.
Ε!
Αυτά τα νούμερα βλέπω (που μου πέφτουν λίγο φαρδιά και μπόλικα στη μέση να πεις), για αυτά μιλάω.
(Θα μπορούσα βέβαια να γυρίσω την πλάτη στα θεόρατα νούμερα, να γυρίσω να κοιτάω τα μικρά, τα περασμένα, τα πίσω -αλλά νομίζω ότι όταν λένε ότι καλό είναι να έχεις πισινές δεν αναφέρονται σε αγύμναστες προσδοκίες -ότι πουχού σε λίγα χρόνια θα κλείσεις τα τριανταδύο και μετά τα εικοσιοχτώ και λοιπά).
Κι ερχόμαστε στο σεξ.
Σοβαρά.
Γιατί δεν έκανα σεξ χτες το βράδυ, μη όντας εβδομήντα;
(Ίσως περιμένω να τα κλείσω πρώτα.)
Σοβαρά.
Πείτε μου ΕΝΑΝ φάκινγκ (ή τελικά ΜΗ φάκινγκ) λόγο.
Να σας πω εγώ.
Γιατί όσο δεν κοιτάς γκες γουάτ την πάρτη σου, δίνεις χώρο και χρόνο σε όσους κοιτάνε τη δική τους.
Η πάρτη έχει τόσα να σου κερδίσει που όποιος είναι έξυπνος και θέλει να πλουτίσει μέσα σε ένα δευτερόλεπτο να αφήσει τώρα κάτω τα μολύβια του (τι άλλη δουλειά υπάρχει;), να φύγει από τη δουλειά του και να τρέξει να κατοχυρώσει την πάρτη για πατέντα.
Δεν έκανα σεξ γιατί αντί να κοιτάω την πάρτη μου (πιάστε το επιτέλους), κοιτάω απέναντι (εκείνον τον νόστιμο που κοιτάει την το πιάσατε).
Αλλά αξίζει να σας πω πώς ξεκίνησε όλη αυτή η σκέψη (περί μοναξιάς ουσιαστικά).
Περπατάω χτες στην Πατριάρχου και ξαφνικά βλέπω ένα αποτρόπαιο θέαμα, τόσο αποτρόπαιο που γυρίζω το κεφάλι μου από την άλλη, ντροπιασμένη.
Ένα χυδαίο ζευγάρι.
Τι νομίζετε ότι έκανε στη μέση του δρόμου ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΤΙΚΑ;
ΦΙΛΙΟΤΑΝ.
Και που το λέω, ντρέπομαι.
ΦΙΛΙΟΤΑΝ.
Και μάλιστα...ντρέπομαι αλλά θα το πω κι αυτό..... φιλιόταν ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΕΝΟ ΤΡΥΦΕΡΑ. Φιλιόταν σαν να μην υπήρχει κανείς γύρω, γλυκά και απλά.
Συμφωνώ μαζί σας.
ΑΙΣΧΟΣ!!!!
Είχα καιρό να δω δυο ανθρώπους να φιλιούνται στον δρόμο.
Σαν εξωγήνοι ήταν.
Μπορεί και να ήταν κιόλας.
(Δείχναν ευτυχισμένοι, οπότε σίγουρα.)
Δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξη.
(Και το γεγονός ότι δεν έκανα σεξ χθες το βράδυ δεν βοηθάει.)
Αλλά πολύ φοβάμαι πως σε λίγο θα είναι τόσο πασέ, τόσο ντεκλασέ, και γενικά τόσο μπανάλ, και ίσως σιγά σιγά και τόσο περιττό να φιλιέσαι απλά και γλυκά στον δρόμο, (και μετά να κάνεις απλά και γλυκά σεξ), που δεν θα είναι ντροπή για μια κοπέλα να μείνει έγκυος και να μην ξέρει ποιος είναι ο πατέρας, αλλά να μείνει έγκυος και να ξέρει.
Άει στο καλό.
Δεν θέλω να βλέπω ανθρώπους να φιλιούνται γλυκά στον δρόμο και να μοιάζουν από άλλο πλανήτη.
Μπερδεύομαι.
ΞΑΦΝΙΚΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΤΟΥΣ ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΜΕ ΕΧΟΥΝ ΜΑΘΕΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ.
(Και το γεγονός ότι η απάντηση στο αν έκανα σεξ χτες το βράδυ επιθυμώ να είναι ΝΑΙ -μέχρι τα πιο θεόρατα γενέθλιά μου- είναι ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑ.)
Αν έκανες σεξ χθες το βράδυ τζάμπα διάβασες ως εδώ.
Κορόιδο.
(Τελικά δεν καταλαβαίνω, έκανες δεν έκανες σεξ κορόιδο σε έβγαλα;)
Αν σε λένε Ζαφόλια και είσαι ξανθιά, πρέπει να είσαι η κοπέλα που μιλούσα χτες στο τηλέφωνο -και ξέρεις πολύ καλά τι έκανες προχθές το βράδυ.
Όταν, μιλώντας χτες, αναπτύξαμε την ισοπεδωτική θεωρία (εξαιτίας μου, το ομολογώ) που διαπιστώνει ότι "όλοι για την πάρτη τους είναι πια σε αυτόν τον κόσμο", εγώ ένιωσα όπως πάντα όταν κάνω γενικεύσεις, δηλαδή σαν Σούπερ Γκόμενα Από Την Ελασσόνα Με Ροζ Νταντελένιο Σουτιέν (άντε να σε ποθήσει κανείς με ροζ νταντελένιο σουτιέν), και τρόμαξα λίγο που σκέφτομαι έτσι, και αντί να κάνω (έστω στην Ελασσόνα) σεξ μιλάω για σεξ, κι αντί να κάνω σεξ κάνω βόλτες στην Πατριάρχου και βλέπω ανθρώπους να φιλιούνται, κι αντί να κάνω σεξ δεν κάνω σεξ. (Οπότε και είπα να γράψω σήμερα κάτι σχετικό για να το ξορκίσω.)
Μετά ευτυχώς, ναι, εσύ Ζαφόλια, με επανέφερες στην πραγματικότητα ρωτώντας με αν ξέρω που έχω την Αφροδίτη μου, γιατί μάλλον εκεί είναι το ήσσον (και το ελασσόν) πρόβλημα.
Δεν μου έφτανε που είμαι υδροχόος (ο Ιακωβίδης τον υδροχόο τον λέει -εύστοχα- νεροχύτη), έχω και την Αφροδίτη μου στον Υδροχόο.
Τι το ήθελες και μου είπες να το ψάξω;
Αν την έχεις λέει στον υδροχόο είσαι ένας άνθρωπος ανεξάρτητος, αποστασιοποιημένος και καταδικασμένος να ψάχνει το γιατί είναι όλοι για την πάρτη τους (αντί να είναι σπίτι σου στην Ελασσόνα, να κάνετε ομαδικό σεξ).
ΥΓ1
Τι με έπιασε με αυτήν την Ελασσόνα, ούτε ξέρω που πέφτει.
ΥΓ2
Ίσως επηρεάστηκα από την κριτική ενός φίλου για την ταινία του Γούντυ με το σέξυ τρίο Τζοχάνσον-Μπαρδέμ-Κρουζ ("Βίκι Κριστίνα Μπαρσελόνα", ή, κατά τον φίλο πάντα, "Λίτσα Τασία Ελασσόνα").
ΥΓ3
Θα το δω αύριο (και θα σας πω).
ΥΓ4
Αναρωτιέμαι πάντως, μια και μιλάγαμε για πατέντες, γιατί να μην πατεντάρει κάποιος (εγώ έχω δουλειά δεν προλαβαίνω σήμερα), αντί την "πάρτη", την "αγκαλιά" και το "αβίαστο σ'αγαπώ". (Δεν θα βγάλει λεφτά άι γκες;)
ΥΓ5
Αγκαλιά.
ΥΓ6
Αβιάστο σ'αγαπώ.
ΥΓ7
Που πληρώνω;
(Αν είσαι ο Πανούσης πες Νταλάρας, τώρα που γυρίζει.)
ΥΓ8
Το μόνο σεξ που βρίσκεις απλόχερα τελικά είναι αυτό που απαυτώνει τα όνειρά σου. Ρε γαμώτο κρίμα είναι, τα όνειρα τα απαυτωμένα, τα ντροπιασμένα, θέλουν να απαλλαγούν από ό,τι όμορφο τόλμησαν και φαντάστηκαν, κι αρχίζουν μόνα τους τις πρόχειρες εκτρώσεις όπου τύχει (στο σουπερμάρκετ, στο πεζοδρόμιο, έξω από το έβερεστ, και λοιπά).
ΥΓ9
Πάλι πικρά τελείωσα.
Υ10
Τελείωσα πάντως εγώ.
ΥΓ11
Εύχομαι να σου άρεσε όσο και μένα.
:-)
Κι εσύ -εννοείται- πως θα πας.
Γιατί η πραγματική πρόσκληση που λαμβάνεις γράφει:
"Έσσλιν, πεθαίνω για πάρτη σου. Έλα να σε κάνω πριγκίπισσά μου."
Κι ενώ ξέρεις να διακρίνεις μια αποτυχημένη πάρτη (αντί για ροκ μουσική παίζει το ίδιο τροπάριο) κι ενώ ξέρεις ότι όλο αυτό το πριγκιπικό έπρεπε να πιάνει μέχρι να γίνεις δεκαεφτά, το πολύ δεκαοχτώ, το βλέπεις να πιάνει μέχρι και στα εβδομήντα ακόμη (άσε που τότε το τροπάριο θα σου στέκει όντως για μουσική).
Hint.
(Το "κρυφτό" και το "κυνηγητό" που σε μάθανε να παίζεις από μικρός σε καταδίκασε -ως ανθρώπινο εν γένει είδος- για πάντα, φυτεύοντας στο εύφορο υποσυνείδητο χωματάκι σου την εντολή "να διασκεδάζεις μόνο όταν κρύβεσαι ή κυνηγάς: να χαίρεσαι μόνο όσο δεν σε βρίσκουν και μόνο μέχρι να πιάσεις μέχρι και τον τελευταίο άπιαστο". Για την πάρτη σου, πάντα. Να συνηθίζεις.)
Κι όταν κλείνει η (κρύψου και τρέχα) παρένθεση, το πιάνουμε από εκεί που το αφήσαμε και πέφτει η ερώτηση: και πώς το βλέπεις εσύ (κοριτσάκι και καλά), να φαντάζει ακόμη και στα εβδομήντα γοητευτικό το εν λόγω παρτάκι της πάρτης;
Η απάντηση πάντα με στεναχωρεί, (κυρίως γιατί παραμένει αμετανόητα άψητη), αλλά θα την δώσω (κι αν ήδη έχεις αρχίσει να βαριέσαι με το πως ρέει το κείμενο, μείνε, πιο κάτω έχει σεξ -που απλά δεν ήθελα να σου σερβίρω απότομα).
Γυρισμένη λοιπόν πλάτη στο δεκαπέντε, στο δεκαοχτώ, στο εικοσιδύο, στο εικοσιεφτά, στο τριάντα, στο τριανταδύο, στο με πιάσατε νομίζω, τα νούμερα που βλέπω να με περιμένουν μπροστά ντυμένα με τη ρομπίτσα τους -αν διακρίνω καλά- είναι ένα τριανταεφτά, ένα σαρανταέξι, ένα πενηντατέσσερα κι ένα εξηνταοχτώ.
Ε!
Αυτά τα νούμερα βλέπω (που μου πέφτουν λίγο φαρδιά και μπόλικα στη μέση να πεις), για αυτά μιλάω.
(Θα μπορούσα βέβαια να γυρίσω την πλάτη στα θεόρατα νούμερα, να γυρίσω να κοιτάω τα μικρά, τα περασμένα, τα πίσω -αλλά νομίζω ότι όταν λένε ότι καλό είναι να έχεις πισινές δεν αναφέρονται σε αγύμναστες προσδοκίες -ότι πουχού σε λίγα χρόνια θα κλείσεις τα τριανταδύο και μετά τα εικοσιοχτώ και λοιπά).
Κι ερχόμαστε στο σεξ.
Σοβαρά.
Γιατί δεν έκανα σεξ χτες το βράδυ, μη όντας εβδομήντα;
(Ίσως περιμένω να τα κλείσω πρώτα.)
Σοβαρά.
Πείτε μου ΕΝΑΝ φάκινγκ (ή τελικά ΜΗ φάκινγκ) λόγο.
Να σας πω εγώ.
Γιατί όσο δεν κοιτάς γκες γουάτ την πάρτη σου, δίνεις χώρο και χρόνο σε όσους κοιτάνε τη δική τους.
Η πάρτη έχει τόσα να σου κερδίσει που όποιος είναι έξυπνος και θέλει να πλουτίσει μέσα σε ένα δευτερόλεπτο να αφήσει τώρα κάτω τα μολύβια του (τι άλλη δουλειά υπάρχει;), να φύγει από τη δουλειά του και να τρέξει να κατοχυρώσει την πάρτη για πατέντα.
Δεν έκανα σεξ γιατί αντί να κοιτάω την πάρτη μου (πιάστε το επιτέλους), κοιτάω απέναντι (εκείνον τον νόστιμο που κοιτάει την το πιάσατε).
Αλλά αξίζει να σας πω πώς ξεκίνησε όλη αυτή η σκέψη (περί μοναξιάς ουσιαστικά).
Περπατάω χτες στην Πατριάρχου και ξαφνικά βλέπω ένα αποτρόπαιο θέαμα, τόσο αποτρόπαιο που γυρίζω το κεφάλι μου από την άλλη, ντροπιασμένη.
Ένα χυδαίο ζευγάρι.
Τι νομίζετε ότι έκανε στη μέση του δρόμου ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΤΙΚΑ;
ΦΙΛΙΟΤΑΝ.
Και που το λέω, ντρέπομαι.
ΦΙΛΙΟΤΑΝ.
Και μάλιστα...ντρέπομαι αλλά θα το πω κι αυτό..... φιλιόταν ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΕΝΟ ΤΡΥΦΕΡΑ. Φιλιόταν σαν να μην υπήρχει κανείς γύρω, γλυκά και απλά.
Συμφωνώ μαζί σας.
ΑΙΣΧΟΣ!!!!
Είχα καιρό να δω δυο ανθρώπους να φιλιούνται στον δρόμο.
Σαν εξωγήνοι ήταν.
Μπορεί και να ήταν κιόλας.
(Δείχναν ευτυχισμένοι, οπότε σίγουρα.)
Δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξη.
(Και το γεγονός ότι δεν έκανα σεξ χθες το βράδυ δεν βοηθάει.)
Αλλά πολύ φοβάμαι πως σε λίγο θα είναι τόσο πασέ, τόσο ντεκλασέ, και γενικά τόσο μπανάλ, και ίσως σιγά σιγά και τόσο περιττό να φιλιέσαι απλά και γλυκά στον δρόμο, (και μετά να κάνεις απλά και γλυκά σεξ), που δεν θα είναι ντροπή για μια κοπέλα να μείνει έγκυος και να μην ξέρει ποιος είναι ο πατέρας, αλλά να μείνει έγκυος και να ξέρει.
Άει στο καλό.
Δεν θέλω να βλέπω ανθρώπους να φιλιούνται γλυκά στον δρόμο και να μοιάζουν από άλλο πλανήτη.
Μπερδεύομαι.
ΞΑΦΝΙΚΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΤΟΥΣ ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΜΕ ΕΧΟΥΝ ΜΑΘΕΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ.
(Και το γεγονός ότι η απάντηση στο αν έκανα σεξ χτες το βράδυ επιθυμώ να είναι ΝΑΙ -μέχρι τα πιο θεόρατα γενέθλιά μου- είναι ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑ.)
Αν έκανες σεξ χθες το βράδυ τζάμπα διάβασες ως εδώ.
Κορόιδο.
(Τελικά δεν καταλαβαίνω, έκανες δεν έκανες σεξ κορόιδο σε έβγαλα;)
Αν σε λένε Ζαφόλια και είσαι ξανθιά, πρέπει να είσαι η κοπέλα που μιλούσα χτες στο τηλέφωνο -και ξέρεις πολύ καλά τι έκανες προχθές το βράδυ.
Όταν, μιλώντας χτες, αναπτύξαμε την ισοπεδωτική θεωρία (εξαιτίας μου, το ομολογώ) που διαπιστώνει ότι "όλοι για την πάρτη τους είναι πια σε αυτόν τον κόσμο", εγώ ένιωσα όπως πάντα όταν κάνω γενικεύσεις, δηλαδή σαν Σούπερ Γκόμενα Από Την Ελασσόνα Με Ροζ Νταντελένιο Σουτιέν (άντε να σε ποθήσει κανείς με ροζ νταντελένιο σουτιέν), και τρόμαξα λίγο που σκέφτομαι έτσι, και αντί να κάνω (έστω στην Ελασσόνα) σεξ μιλάω για σεξ, κι αντί να κάνω σεξ κάνω βόλτες στην Πατριάρχου και βλέπω ανθρώπους να φιλιούνται, κι αντί να κάνω σεξ δεν κάνω σεξ. (Οπότε και είπα να γράψω σήμερα κάτι σχετικό για να το ξορκίσω.)
Μετά ευτυχώς, ναι, εσύ Ζαφόλια, με επανέφερες στην πραγματικότητα ρωτώντας με αν ξέρω που έχω την Αφροδίτη μου, γιατί μάλλον εκεί είναι το ήσσον (και το ελασσόν) πρόβλημα.
Δεν μου έφτανε που είμαι υδροχόος (ο Ιακωβίδης τον υδροχόο τον λέει -εύστοχα- νεροχύτη), έχω και την Αφροδίτη μου στον Υδροχόο.
Τι το ήθελες και μου είπες να το ψάξω;
Αν την έχεις λέει στον υδροχόο είσαι ένας άνθρωπος ανεξάρτητος, αποστασιοποιημένος και καταδικασμένος να ψάχνει το γιατί είναι όλοι για την πάρτη τους (αντί να είναι σπίτι σου στην Ελασσόνα, να κάνετε ομαδικό σεξ).
ΥΓ1
Τι με έπιασε με αυτήν την Ελασσόνα, ούτε ξέρω που πέφτει.
ΥΓ2
Ίσως επηρεάστηκα από την κριτική ενός φίλου για την ταινία του Γούντυ με το σέξυ τρίο Τζοχάνσον-Μπαρδέμ-Κρουζ ("Βίκι Κριστίνα Μπαρσελόνα", ή, κατά τον φίλο πάντα, "Λίτσα Τασία Ελασσόνα").
ΥΓ3
Θα το δω αύριο (και θα σας πω).
ΥΓ4
Αναρωτιέμαι πάντως, μια και μιλάγαμε για πατέντες, γιατί να μην πατεντάρει κάποιος (εγώ έχω δουλειά δεν προλαβαίνω σήμερα), αντί την "πάρτη", την "αγκαλιά" και το "αβίαστο σ'αγαπώ". (Δεν θα βγάλει λεφτά άι γκες;)
ΥΓ5
Αγκαλιά.
ΥΓ6
Αβιάστο σ'αγαπώ.
ΥΓ7
Που πληρώνω;
(Αν είσαι ο Πανούσης πες Νταλάρας, τώρα που γυρίζει.)
ΥΓ8
Το μόνο σεξ που βρίσκεις απλόχερα τελικά είναι αυτό που απαυτώνει τα όνειρά σου. Ρε γαμώτο κρίμα είναι, τα όνειρα τα απαυτωμένα, τα ντροπιασμένα, θέλουν να απαλλαγούν από ό,τι όμορφο τόλμησαν και φαντάστηκαν, κι αρχίζουν μόνα τους τις πρόχειρες εκτρώσεις όπου τύχει (στο σουπερμάρκετ, στο πεζοδρόμιο, έξω από το έβερεστ, και λοιπά).
ΥΓ9
Πάλι πικρά τελείωσα.
Υ10
Τελείωσα πάντως εγώ.
ΥΓ11
Εύχομαι να σου άρεσε όσο και μένα.
:-)
19 Οκτ 2008
Κάπου κάπου διάβασα.
Όπως ξαναείπα (με άλλα λόγια) στο χτεσινό έντρυ ("λάθος νούμερο"), το να χρησιμοποιείς συχνά τη φράση "κάπου διάβασα" σε κατατάσει διαπαντώς στη λίστα Αυτών Που Διαβάζουν -κερδίζοντάς σου δύο πράγματα.
Γκλάμουρ και ανευθυνότητα.
Ταυτόχρονα βέβαια, φρόντισα και ομόλογησα πως εγώ δεν διαβάζω πολύ συχνά, αλλά κάπου-κάπου.
(Εξ'ού και το "κάπου κάπου διάβασα").
Γκλάμουρ και ανευθυνότητα.
Με άλλα λόγια: αίγλη (είσαι διαβασμένος όσο νά'ναι) και ανεμελιά (δεν παίρνεις την ευθύνη των απόψεών σου: την παίρνουν οι άλλοι -οι αυτοί που "κάπου έγραψαν").
Η λέξη γκλάμουρ, ετυμολογικά, (κάπου διάβασα), βγήκε λέει από τη λέξη γκράμαρ (γραμματική, όμπβιουσλι), και, (ως γκράμουρ αλλά χάριν ευφωνίας γκλάμουρ), όριζε αρχικά την αίγλη του γραμματιζούμενου (ενώ μετέπειτα την αίγλη ζαππείου, δηλαδή την αίγλη την κάπως σινιέ, αυτού που μπορεί να κάνει σπελ λέξεις όπως blahnik, vuitton και proenza παύλα schouler).
:-)
"Κάπου διάβασα."
Το απόλυτο καταφύγιο του γραμματιζούμενου (που κάπου κάπου παέι στο ζάππειο ντυμένος φιρμάτα).
Μεταξύ μας, εγώ χρησιμοποιώ τη φράση για ανεμελιά, σε συνομωσ-υνεννόηση με τη φαντασία μου, για να αποποιούμαστε την ευθύνη της (όταν αυτά που κάπου κάπου γράφω δεν είναι δικά της προϊόντα -όπως οφείλει ιδανικά- αλλά δανεικά).
Τι να κάνει; Μία είναι. Μερικές φορές ξυπνάει ασοβάτιστη, με κεφάλι ντεπόν (και μάτια με σκαλωσιές).
Ζηλεύω να ξέρετε.
Το να διαβάζεις κάπου είναι σαφώς καλύτερο από το να διαβάζεις κάπου κάπου (αρκετά με αυτό το αστείο, κάπου διάβασα ότι όποιος επαναλαμβάνεται στερείται φαντασίας).
-Εσύ που διαβάζεις;
-Κάπου.
Χα χα.
(Άμα διαβάζεις στη Βαρκελώνη ή στο Σαν Φρανσίσκο ζηλεύω διπλά -και δυστυχώς καθόλου δίπλα.)
Αλλά το εννοώ. Ζηλεύω. Απλά αν διάβαζα περισσότερο θα είχα έλλειψη χρόνου και δεν θα έγραφα τίποτα (μάλιστα κάπου διάβασα ότι δεν πρωτοτυπώ -όσοι γράφουν συχνά αρνούνται να διαβάζουν πολύ).
Προσωπικά, για να το εμπεδώσουμε όλοι μαζί, όταν διαβάζω πολύ απλά ζηλεύω πολύ -ζηλεύω που γράφουν άλλοι πρώτοι, πριν από μένα, αυτά που η παγκόσμια έμπνευση υπαγορεύει (κι όποιος προλάβει).
Τη μέρα δε που μας μιλούσε για τα παλίμψηστα (πριν εξακοσατόσα χρόνια ο καθηγητής μου ο Δημηρούλης), είχα πάθει υποσυσφιξιακή αντιμετατωπιστική κατάθλιψη.
Όμως εγώ άλλο θέλω να πω σήμερα.
Θέλω να πω πόσο με βολεύει το να μπορεί η φαντασία μου όχι απλώς να ξεφεύγει και να φεύγει, αλλά και να καταφεύγει (κάπου-κάπου) στο τρυκ τού να έχει διαβάσει (κάπου αλλού) αυτά που θέλει να πει (κάπου εδώ).
Το αποδεικνύω μέχρι να πεις τρία.
"Τρία."
(Μόλις επινόησα τη φωνή σου.)
Και με σαρδόνια ελευθερία λοιπόν, δηλώνω ότι κάπου διάβασα ότι μου λείπεις.
Κάπου διάβασα ότι θέλω να καθίσουμε πλάι πλάι στον καναπέ έτσι απλά για να μιλάμε.
ΥΓ1
Κι όλα τα παραπάνω όντως τα διάβασα κάπου, απλά (και σόρρυ αν σας το χαλάσω), όχι κάπου τυχαία -αλλά σε ημερολόγιό μου (που σιγά μην πω ποιας χρονιάς).
ΥΓ2
(Kάπου διάβασα ότι δεν γίνεται να σε αφορούν τα πάντα για πάντα.)
ΥΓ3
Πληροφοριακά, έχω εφτά ημερολόγια, εφτά χρόνων, ούμπερ γραμμένα, σελίδα-σελίδα, (μαντέψτε με τι είδους ανατριχιαστικές λεπτομέρειες).
ΥΓ4
Στέη τιούντ προτείνω: μπορεί να αρχίσω να τα κυκλοφορώ κι αυτά (περιεχόμενο, Κάρτλαντ, σκηνοθεσία, Φώσκολος).
ΥΓ5
Αλλά επειδή δεν είναι καθόλου αστείο το συγκεκριμμένο έντρυ, κι εσύ γελάς, (ακούω γέλια), για να κλείσω, μην ξεχάσω να πω ότι κάπως κάπου κάποτε διάβασα τα πιο όμορφα πράγματα που έχω διαβάσει ποτέ.
ΥΓ6
Στα φέησμπουκ στάτους του.
(Έεεεεεεεελα, έεεεελα, πλάκα κάνω.)
Στα μάτια του.
ΥΓ7
(Και με αυτά δεν την κάνεις την πλάκα. Την παθαίνεις.)
Κλείσμο ματιού (αυτή τη στιγμή βαμμένου με σκιά σανέλ, χρυσοκαφέ, τη μόνη σκιά που επιτρέπω να σκιάζει το βλέμμα μου).
Έσσλιν Κατ
Γκλάμουρ και ανευθυνότητα.
Ταυτόχρονα βέβαια, φρόντισα και ομόλογησα πως εγώ δεν διαβάζω πολύ συχνά, αλλά κάπου-κάπου.
(Εξ'ού και το "κάπου κάπου διάβασα").
Γκλάμουρ και ανευθυνότητα.
Με άλλα λόγια: αίγλη (είσαι διαβασμένος όσο νά'ναι) και ανεμελιά (δεν παίρνεις την ευθύνη των απόψεών σου: την παίρνουν οι άλλοι -οι αυτοί που "κάπου έγραψαν").
Η λέξη γκλάμουρ, ετυμολογικά, (κάπου διάβασα), βγήκε λέει από τη λέξη γκράμαρ (γραμματική, όμπβιουσλι), και, (ως γκράμουρ αλλά χάριν ευφωνίας γκλάμουρ), όριζε αρχικά την αίγλη του γραμματιζούμενου (ενώ μετέπειτα την αίγλη ζαππείου, δηλαδή την αίγλη την κάπως σινιέ, αυτού που μπορεί να κάνει σπελ λέξεις όπως blahnik, vuitton και proenza παύλα schouler).
:-)
"Κάπου διάβασα."
Το απόλυτο καταφύγιο του γραμματιζούμενου (που κάπου κάπου παέι στο ζάππειο ντυμένος φιρμάτα).
Μεταξύ μας, εγώ χρησιμοποιώ τη φράση για ανεμελιά, σε συνομωσ-υνεννόηση με τη φαντασία μου, για να αποποιούμαστε την ευθύνη της (όταν αυτά που κάπου κάπου γράφω δεν είναι δικά της προϊόντα -όπως οφείλει ιδανικά- αλλά δανεικά).
Τι να κάνει; Μία είναι. Μερικές φορές ξυπνάει ασοβάτιστη, με κεφάλι ντεπόν (και μάτια με σκαλωσιές).
Ζηλεύω να ξέρετε.
Το να διαβάζεις κάπου είναι σαφώς καλύτερο από το να διαβάζεις κάπου κάπου (αρκετά με αυτό το αστείο, κάπου διάβασα ότι όποιος επαναλαμβάνεται στερείται φαντασίας).
-Εσύ που διαβάζεις;
-Κάπου.
Χα χα.
(Άμα διαβάζεις στη Βαρκελώνη ή στο Σαν Φρανσίσκο ζηλεύω διπλά -και δυστυχώς καθόλου δίπλα.)
Αλλά το εννοώ. Ζηλεύω. Απλά αν διάβαζα περισσότερο θα είχα έλλειψη χρόνου και δεν θα έγραφα τίποτα (μάλιστα κάπου διάβασα ότι δεν πρωτοτυπώ -όσοι γράφουν συχνά αρνούνται να διαβάζουν πολύ).
Προσωπικά, για να το εμπεδώσουμε όλοι μαζί, όταν διαβάζω πολύ απλά ζηλεύω πολύ -ζηλεύω που γράφουν άλλοι πρώτοι, πριν από μένα, αυτά που η παγκόσμια έμπνευση υπαγορεύει (κι όποιος προλάβει).
Τη μέρα δε που μας μιλούσε για τα παλίμψηστα (πριν εξακοσατόσα χρόνια ο καθηγητής μου ο Δημηρούλης), είχα πάθει υποσυσφιξιακή αντιμετατωπιστική κατάθλιψη.
Όμως εγώ άλλο θέλω να πω σήμερα.
Θέλω να πω πόσο με βολεύει το να μπορεί η φαντασία μου όχι απλώς να ξεφεύγει και να φεύγει, αλλά και να καταφεύγει (κάπου-κάπου) στο τρυκ τού να έχει διαβάσει (κάπου αλλού) αυτά που θέλει να πει (κάπου εδώ).
Το αποδεικνύω μέχρι να πεις τρία.
"Τρία."
(Μόλις επινόησα τη φωνή σου.)
Και με σαρδόνια ελευθερία λοιπόν, δηλώνω ότι κάπου διάβασα ότι μου λείπεις.
Κάπου διάβασα ότι θέλω να καθίσουμε πλάι πλάι στον καναπέ έτσι απλά για να μιλάμε.
ΥΓ1
Κι όλα τα παραπάνω όντως τα διάβασα κάπου, απλά (και σόρρυ αν σας το χαλάσω), όχι κάπου τυχαία -αλλά σε ημερολόγιό μου (που σιγά μην πω ποιας χρονιάς).
ΥΓ2
(Kάπου διάβασα ότι δεν γίνεται να σε αφορούν τα πάντα για πάντα.)
ΥΓ3
Πληροφοριακά, έχω εφτά ημερολόγια, εφτά χρόνων, ούμπερ γραμμένα, σελίδα-σελίδα, (μαντέψτε με τι είδους ανατριχιαστικές λεπτομέρειες).
ΥΓ4
Στέη τιούντ προτείνω: μπορεί να αρχίσω να τα κυκλοφορώ κι αυτά (περιεχόμενο, Κάρτλαντ, σκηνοθεσία, Φώσκολος).
ΥΓ5
Αλλά επειδή δεν είναι καθόλου αστείο το συγκεκριμμένο έντρυ, κι εσύ γελάς, (ακούω γέλια), για να κλείσω, μην ξεχάσω να πω ότι κάπως κάπου κάποτε διάβασα τα πιο όμορφα πράγματα που έχω διαβάσει ποτέ.
ΥΓ6
Στα φέησμπουκ στάτους του.
(Έεεεεεεεελα, έεεεελα, πλάκα κάνω.)
Στα μάτια του.
ΥΓ7
(Και με αυτά δεν την κάνεις την πλάκα. Την παθαίνεις.)
Κλείσμο ματιού (αυτή τη στιγμή βαμμένου με σκιά σανέλ, χρυσοκαφέ, τη μόνη σκιά που επιτρέπω να σκιάζει το βλέμμα μου).
Έσσλιν Κατ
18 Οκτ 2008
Λάθος νούμερο.
Μην μπείτε στον κόπο να με πάρετε τηλέφωνο σήμερα -το νούμερο θα βγει αυτό που καταλάβατε.
(Έχει βλάβη η σωστότητα από χτες.)
Μην με πάρετε τέτοια ώρα (παρότι μεσημέρι) -θα κοιμάμαι μέρες τώρα. Το ρολόι άρχισε τα λάθη κι αυτό (νούμερα μετράει, τι περίμενες;) σκάλωσε σε κάτι ξημερώματα -μάλλον χάλασαν τα δευτερόλεπτα.
(Τα ξέχασα εκτός ψυγείου.)
Κάτι έπαθε, άκουσα, (μεταξύ άλλων νούμερων) και το 25.
(Ωχ! Πάνε μέχρι και τα χριστούγεννα -σύντομα τα βλέπω κινητή γιορτή: να μετακομίζουν σε καμμιά νεόχτιστη εβδομάδα απέναντι.)
Σοβαρά όμως τώρα.
Φαντάσου να ξυπνήσεις μια μέρα περιτριγυρισμένος πράγματι από λάθος (αμέτρητα μάλιστα) νούμερα -λάθος νούμερα που σε περιφρονούν, που σε κοιτούν λανθασμένα, και κάπως μετρημένα (σαν να μην μετράς).
(Λάθος το νούμερο του σπιτιού σου, λάθος το νούμερο των ανθρώπων γύρω σου, λάθος το νούμερο του αγαπημένου ρούχου σου.)
Υποθέτω το μόνο σωστό νούμερο εκείνη τη στιγμή θα είναι το ένα -στα πλαίσια της αυτοκατανάλωσης.
"Κάπου διάβασα" κάποια στιγμή ένα παραμύθι με ένα προβατάκι που δεν μπορούσε με τίποτα λέει να κοιμηθεί και για να κοιμηθεί κάποιος του πρότεινε να μετρήσει αυτό που κατάλαβες (προβατάκια).
(Για την ιστορία, του φάνηκε καλή ιδέα, άρχισε όντως να τα μετράει, αλλά για πολλή ώρα δεν γινόταν τίποτα, μέχρι τη μαγική στιγμή που του ήρθε ιδέα στο μέτρημα να συμπεριλάβει τον εαυτό του.)
Λογικό.
Αν το ένα σου το αντιμετωπίζεις για καιρό σαν λάθος νούμερο, (και δίνεις πιο σημασία σε όλα τα πιο νούμερα γύρω σου), και δεν το λογαριάζεις, ε, εντάξει, το ένα (μην το βλέπεις έτσι μικρούλι και λίγο πρόβατο), θα μουτρώσει και θα σκουντάει τα σεντόνια σου-κι άντε μετά να κοιμηθείς τα βράδια σε κρεββάτι ένα ογδόντα επί δύο (τα πιο λάθος νούμερα συχνά).
Πιστεύω ότι το ένα μας πρέπει πολύ να το αγαπάμε (πριν αρχίσουμε να αγαπάμε το δύο μας): να το σαπουνίζουμε καθημερινά (να φεύγει από πάνω του κάθε λεκές ανασφάλειας), να κάνουμε νήμα στα δοντάκια του (να φεύγουν τα ξένα σώματα), φροντίδες τέτοιες -απλές (όχι ρόκετ σάιενς).
Αυτό τώρα μου θυμίζει κάτι που "κάπου διάβασα" σε ένα άλλο παραμύθι (βιβλίο ψυχολογίας), που έλεγε ότι για να αρχίσουμε να ζούμε μια ζωή που την εγκρίνουμε εμείς (αυτό φτάνει λέει), πρέπει να σταματήσουμε να αναζητάμε την έγκριση στα λόγια και στα βλέμματα των άλλων. (Δεν χρειάζεσαι κανένα άλλο νούμερο να εγκρίνει το ένα σου.)
Το τελικό συμπέρασμα;
Είσαι νούμερο ένα.
(Σεβάσου την πρωτιά σου που και που -όσο κι αν στην υπονομεύουν.)
ΥΓ1
'Ολα αυτά με τα προβατάκια και την καταπάτηση της ανάγκης για έγκριση, αν προσέξατε, "κάπου τα διάβασα". Όταν "κάπου τα διάβασες" έχεις καθαρίσει. Καταρχήν κάπου τα διάβασες -άρα διαβάζεις, άρα είσαι ιντελεκτουέλ (και σε κάποιους πιάνει). Κατά δεύτερον, φίου, δεν είναι δικές σου οι απόψεις σου -γλυτώνεις το βάρος (να είναι δικές σου.)
ΥΓ2
Στο υστερόγραφο νούμερο δύο κολλάει να πω ότι (αν θυμάμαι καλά) ένα κι ένα κάνει δύο.
ΥΓ3
Το λέω γιατί κάποιοι άνθρωποι πιστέυουν στο άλλο μισό (αντί στο άλλο ένα), δηλαδή στο έτερον ήμισυ -και έτσι δεν γίνεται δουλειά. (Άσε που δεν υπάρχει και υστερόγραφο νούμερο μισό -να σας ημιβολέψει.)
ΥΓ4
Σοβαρά τώρα. Μεταξύ μας είμαστε. Γίνεται δουλειά αν ξεκινάς με την παραδοχή ότι είσαι μισός; Κι αν (ακόμη χειρότερα) έχεις κάποιον δίπλα σου να σου θυμίζει (και να σου επιβάλλει) συνέχεια τη μισότητά σου;
ΥΓ5
Ένας είσαι. Και το άλλο "μισό" σου σού αξίζει να είναι μόνο το άλλο "ένα" σου.
ΥΓ6
Κοίτα. Το άλλο ένα σου (χα χα, να στο ξαναεξηγήσω γιατί είναι πολύ απλή η θεωρία για να την καταλάβεις αμέσως) είναι αυτό που σε βλέπει ως (το έπιασες), ένα: αυτό που σέβεται το ένα σου, που πολεμάει μαζί σου (συμμαχικά) τον μεγαλύτερο εχθρό σου, το χειρότερο που μπορείς να περιφέρεσαι σε αυτή τη ζωή (δηλαδή μισός, δηλαδή μίσος).
ΥΓ7
Το άλλο ένα σου δεν θέλει να ρουφήξει το μισό οξυγόνο σου αν κατάλαβες (έχει ολόκληρο δικό του).
Επιπλέον, το άλλο ένα σου συμφωνεί με το υστερόγραφο νούμερο 4 και -παραφράζοντάς το- πιστεύει ότι δουλειά γίνεται μόνο αν έχεις κάποιον δίπλα σου να σου θυμίζει (και να σου επιβάλλει) συνέχεια την ολότητά σου (που, αφού από τα ένα βγαίνει, αν θες πες την και... ενότητα).
ΥΓ8
Αν πάλι είσαι άνθρωπος ξεροκέφαλος, και δεν θες να είσαι το εν λόγω γενναιόδωρο ένα, το ένα το ζευγαρίσιο, (δηλαδή το ένα το δύο αν κατάλαβες), και αν (τελοςπάντων) ψάχνεις αυτό που σε μεγάλωσαν οι διαφημίσεις να ψάχνεις (το έτερο ΗΜΙΣΥ σου το κέρατό μου και την επανάληψή μου μέσα), δημοκρατία έχουμε.
Απλά πρόσεξε καλά (τι φρούτα θα βάλεις στο κοκτέηλ).
Αν βάλεις ετερώνυμα φρούτα (μισά πάντα), ΜΙΣΟ πορτοκάλι και ΜΙΣΟ ανανά ας πούμε, πλάκα θα έχει, αλλά για λίγο. (Ενώ αν βάλεις ομώνυμα, ένα μισό πορτοκάλι και ένα μισό πορτοκάλι θα βγάλεις χυμό όσο να πεις διαχρονικότερο.)
ΥΓ9
Εκτός αν πιστεύεις ακόμη ότι τα ετερώνυμα έλκονται.
(ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ, πλάκα έχεις.)
ΥΓ10
Αλλά για να γυρίσω στο τζούσι κομμάτι (στο χυμό), εγώ δεν λέω να βάλεις διαφορετικά φρούτα, ίδια να βάλεις, (δεν ήταν αυτό το θέμα μας, τα ομώνυμα) απλά κατάλαβες: μη βάλεις ΜΙΣΟ και ΜΙΣΟ, βάλε ένα κι ένα -βάλε δύο (να γεμίσει και ολόκληρο το ποτήρι).
ΥΓ11
Στην τελική κάνει και τίμιο και διαχρονικό σλογκανάκι αν το σκεφτείς ("αυτό το ζευγάρι είναι ένα κι ένα").
ΥΓ12
Άσε που ποτέ δεν παίχτηκε διαφήμιση να προτείνει ΜΙΣΟ ποτήρι χυμό.
ΥΓ13
Εγώ πάντως, για να τελειώνουμε, το έταιρον ήμισυ δεν το λέω έταιρον (το λέω παράταιρον).
ΥΓ14
Το ήμισυ είναι λάθος νούμερο. (Να το... μισείτε.)
ΥΓ15
Κι αυτό ΔΕΝ "κάπου το διάβασα" (δικό μου είναι).
(Ώρα να ομολογήσω ότι διαβάζω μεν, αλλά δεν διαβάζω πολύ -γράφω πολύ, για να εξηγούμαστε μια και καλή- οπότε να μην με ακούτε πάρα πολύ ευλαβικά, γιατί, μέσω εμού, αντί για διαβασμένοι μπορεί να καταλήξετε γραμμένοι -να σας γράφουν.)
Η πραγματικότητα είναι πως ώρες ώρες δεν χρειάζεται να ψάχνεις ούτε το μισό σου, ούτε το ολόκληρό σου, ούτε το ένα σου, ούτε το εικοσίδύο σου (πήγε τόσο;), αλλά απλά τα κλειδιά (κατά προτίμηση του αυτοκινήτου) σου -και να φεύγεις.
Ένα ένα είσαι εδώ;
Μπα.
(Μπου.)
:-Ρ
(Έχει βλάβη η σωστότητα από χτες.)
Μην με πάρετε τέτοια ώρα (παρότι μεσημέρι) -θα κοιμάμαι μέρες τώρα. Το ρολόι άρχισε τα λάθη κι αυτό (νούμερα μετράει, τι περίμενες;) σκάλωσε σε κάτι ξημερώματα -μάλλον χάλασαν τα δευτερόλεπτα.
(Τα ξέχασα εκτός ψυγείου.)
Κάτι έπαθε, άκουσα, (μεταξύ άλλων νούμερων) και το 25.
(Ωχ! Πάνε μέχρι και τα χριστούγεννα -σύντομα τα βλέπω κινητή γιορτή: να μετακομίζουν σε καμμιά νεόχτιστη εβδομάδα απέναντι.)
Σοβαρά όμως τώρα.
Φαντάσου να ξυπνήσεις μια μέρα περιτριγυρισμένος πράγματι από λάθος (αμέτρητα μάλιστα) νούμερα -λάθος νούμερα που σε περιφρονούν, που σε κοιτούν λανθασμένα, και κάπως μετρημένα (σαν να μην μετράς).
(Λάθος το νούμερο του σπιτιού σου, λάθος το νούμερο των ανθρώπων γύρω σου, λάθος το νούμερο του αγαπημένου ρούχου σου.)
Υποθέτω το μόνο σωστό νούμερο εκείνη τη στιγμή θα είναι το ένα -στα πλαίσια της αυτοκατανάλωσης.
"Κάπου διάβασα" κάποια στιγμή ένα παραμύθι με ένα προβατάκι που δεν μπορούσε με τίποτα λέει να κοιμηθεί και για να κοιμηθεί κάποιος του πρότεινε να μετρήσει αυτό που κατάλαβες (προβατάκια).
(Για την ιστορία, του φάνηκε καλή ιδέα, άρχισε όντως να τα μετράει, αλλά για πολλή ώρα δεν γινόταν τίποτα, μέχρι τη μαγική στιγμή που του ήρθε ιδέα στο μέτρημα να συμπεριλάβει τον εαυτό του.)
Λογικό.
Αν το ένα σου το αντιμετωπίζεις για καιρό σαν λάθος νούμερο, (και δίνεις πιο σημασία σε όλα τα πιο νούμερα γύρω σου), και δεν το λογαριάζεις, ε, εντάξει, το ένα (μην το βλέπεις έτσι μικρούλι και λίγο πρόβατο), θα μουτρώσει και θα σκουντάει τα σεντόνια σου-κι άντε μετά να κοιμηθείς τα βράδια σε κρεββάτι ένα ογδόντα επί δύο (τα πιο λάθος νούμερα συχνά).
Πιστεύω ότι το ένα μας πρέπει πολύ να το αγαπάμε (πριν αρχίσουμε να αγαπάμε το δύο μας): να το σαπουνίζουμε καθημερινά (να φεύγει από πάνω του κάθε λεκές ανασφάλειας), να κάνουμε νήμα στα δοντάκια του (να φεύγουν τα ξένα σώματα), φροντίδες τέτοιες -απλές (όχι ρόκετ σάιενς).
Αυτό τώρα μου θυμίζει κάτι που "κάπου διάβασα" σε ένα άλλο παραμύθι (βιβλίο ψυχολογίας), που έλεγε ότι για να αρχίσουμε να ζούμε μια ζωή που την εγκρίνουμε εμείς (αυτό φτάνει λέει), πρέπει να σταματήσουμε να αναζητάμε την έγκριση στα λόγια και στα βλέμματα των άλλων. (Δεν χρειάζεσαι κανένα άλλο νούμερο να εγκρίνει το ένα σου.)
Το τελικό συμπέρασμα;
Είσαι νούμερο ένα.
(Σεβάσου την πρωτιά σου που και που -όσο κι αν στην υπονομεύουν.)
ΥΓ1
'Ολα αυτά με τα προβατάκια και την καταπάτηση της ανάγκης για έγκριση, αν προσέξατε, "κάπου τα διάβασα". Όταν "κάπου τα διάβασες" έχεις καθαρίσει. Καταρχήν κάπου τα διάβασες -άρα διαβάζεις, άρα είσαι ιντελεκτουέλ (και σε κάποιους πιάνει). Κατά δεύτερον, φίου, δεν είναι δικές σου οι απόψεις σου -γλυτώνεις το βάρος (να είναι δικές σου.)
ΥΓ2
Στο υστερόγραφο νούμερο δύο κολλάει να πω ότι (αν θυμάμαι καλά) ένα κι ένα κάνει δύο.
ΥΓ3
Το λέω γιατί κάποιοι άνθρωποι πιστέυουν στο άλλο μισό (αντί στο άλλο ένα), δηλαδή στο έτερον ήμισυ -και έτσι δεν γίνεται δουλειά. (Άσε που δεν υπάρχει και υστερόγραφο νούμερο μισό -να σας ημιβολέψει.)
ΥΓ4
Σοβαρά τώρα. Μεταξύ μας είμαστε. Γίνεται δουλειά αν ξεκινάς με την παραδοχή ότι είσαι μισός; Κι αν (ακόμη χειρότερα) έχεις κάποιον δίπλα σου να σου θυμίζει (και να σου επιβάλλει) συνέχεια τη μισότητά σου;
ΥΓ5
Ένας είσαι. Και το άλλο "μισό" σου σού αξίζει να είναι μόνο το άλλο "ένα" σου.
ΥΓ6
Κοίτα. Το άλλο ένα σου (χα χα, να στο ξαναεξηγήσω γιατί είναι πολύ απλή η θεωρία για να την καταλάβεις αμέσως) είναι αυτό που σε βλέπει ως (το έπιασες), ένα: αυτό που σέβεται το ένα σου, που πολεμάει μαζί σου (συμμαχικά) τον μεγαλύτερο εχθρό σου, το χειρότερο που μπορείς να περιφέρεσαι σε αυτή τη ζωή (δηλαδή μισός, δηλαδή μίσος).
ΥΓ7
Το άλλο ένα σου δεν θέλει να ρουφήξει το μισό οξυγόνο σου αν κατάλαβες (έχει ολόκληρο δικό του).
Επιπλέον, το άλλο ένα σου συμφωνεί με το υστερόγραφο νούμερο 4 και -παραφράζοντάς το- πιστεύει ότι δουλειά γίνεται μόνο αν έχεις κάποιον δίπλα σου να σου θυμίζει (και να σου επιβάλλει) συνέχεια την ολότητά σου (που, αφού από τα ένα βγαίνει, αν θες πες την και... ενότητα).
ΥΓ8
Αν πάλι είσαι άνθρωπος ξεροκέφαλος, και δεν θες να είσαι το εν λόγω γενναιόδωρο ένα, το ένα το ζευγαρίσιο, (δηλαδή το ένα το δύο αν κατάλαβες), και αν (τελοςπάντων) ψάχνεις αυτό που σε μεγάλωσαν οι διαφημίσεις να ψάχνεις (το έτερο ΗΜΙΣΥ σου το κέρατό μου και την επανάληψή μου μέσα), δημοκρατία έχουμε.
Απλά πρόσεξε καλά (τι φρούτα θα βάλεις στο κοκτέηλ).
Αν βάλεις ετερώνυμα φρούτα (μισά πάντα), ΜΙΣΟ πορτοκάλι και ΜΙΣΟ ανανά ας πούμε, πλάκα θα έχει, αλλά για λίγο. (Ενώ αν βάλεις ομώνυμα, ένα μισό πορτοκάλι και ένα μισό πορτοκάλι θα βγάλεις χυμό όσο να πεις διαχρονικότερο.)
ΥΓ9
Εκτός αν πιστεύεις ακόμη ότι τα ετερώνυμα έλκονται.
(ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ, πλάκα έχεις.)
ΥΓ10
Αλλά για να γυρίσω στο τζούσι κομμάτι (στο χυμό), εγώ δεν λέω να βάλεις διαφορετικά φρούτα, ίδια να βάλεις, (δεν ήταν αυτό το θέμα μας, τα ομώνυμα) απλά κατάλαβες: μη βάλεις ΜΙΣΟ και ΜΙΣΟ, βάλε ένα κι ένα -βάλε δύο (να γεμίσει και ολόκληρο το ποτήρι).
ΥΓ11
Στην τελική κάνει και τίμιο και διαχρονικό σλογκανάκι αν το σκεφτείς ("αυτό το ζευγάρι είναι ένα κι ένα").
ΥΓ12
Άσε που ποτέ δεν παίχτηκε διαφήμιση να προτείνει ΜΙΣΟ ποτήρι χυμό.
ΥΓ13
Εγώ πάντως, για να τελειώνουμε, το έταιρον ήμισυ δεν το λέω έταιρον (το λέω παράταιρον).
ΥΓ14
Το ήμισυ είναι λάθος νούμερο. (Να το... μισείτε.)
ΥΓ15
Κι αυτό ΔΕΝ "κάπου το διάβασα" (δικό μου είναι).
(Ώρα να ομολογήσω ότι διαβάζω μεν, αλλά δεν διαβάζω πολύ -γράφω πολύ, για να εξηγούμαστε μια και καλή- οπότε να μην με ακούτε πάρα πολύ ευλαβικά, γιατί, μέσω εμού, αντί για διαβασμένοι μπορεί να καταλήξετε γραμμένοι -να σας γράφουν.)
Η πραγματικότητα είναι πως ώρες ώρες δεν χρειάζεται να ψάχνεις ούτε το μισό σου, ούτε το ολόκληρό σου, ούτε το ένα σου, ούτε το εικοσίδύο σου (πήγε τόσο;), αλλά απλά τα κλειδιά (κατά προτίμηση του αυτοκινήτου) σου -και να φεύγεις.
Ένα ένα είσαι εδώ;
Μπα.
(Μπου.)
:-Ρ
15 Οκτ 2008
Χαρούμενη χρυσή πρωτοχρονιά.
"Σαν τα πουκάμισα".
Ίσως αυτός να ήταν καλύτερος τίτλος για αυτό το κείμενο.
(Θα επανέλθω.)
Αν και όχι απαραίτητα καλύτερος τίτλος από το ψέμα νούμερο ένα που συχνά όλοι λέμε (στο πουκάμισο νούμερο τάδε), όταν λέμε: "Τα λέμε...".
(Και δεν επανερχόμαστε.)
Για να τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, καταρχήν πρέπει να ξέρουμε από που αρχίζουν.
Αλλά σιγά μην ξέρουμε ποιος έκανε την αρχή (γενικά, για όλα).
Ξύπνησα λοιπόν το πρωί (να μια τσαπατσούλικη υποψία αρχής) και είδα να αιωρείται πάνω από το κρεβάτι μου το γνωστό παραθυράκι τής "μέρας κοπάνας", που ανάβει απροειδοποίητα στο πάνω μέρος τής "οθόνης" μου, 2 με 3 φορές τον χρόνο, (με στόχο να με ρουφήξει).
Ανοίγω λοιπόν τα μάτια, και σκέφτομαι τα κλασικά: "σήμερα δεν θέλω με τίποτα να πάω στη δουλειά, θα πάρω να πω ότι μου έφαγε ο σκύλος την εργασία, ότι έχω να πάω στον γυναικολόγο, ότι έχει τρία μέτρα χιόνι στην οδό μου, (όπως πάντα κάτι θα βρω).
Και μετά (τσουπ), σκέφτομαι και τρελλαίνομαι ότι είμαι ένα τίποτα πλέον (δεν έχω καν γραμματέα πια), δεν έχω από τίποτα να το βάλω στα πόδια (από τίποτα να την κοπανήσω).
Και αναρωτιέμαι.
Όταν (ακόμη κι από βαρεμάρα ή ανάγκη για σκανταλιά) αισθάνεσαι έντονη την επιθυμιά να την κοπανήσεις από κάπου αλλά δεν έχεις από που, τι κάνεις για να μην τρελλαθείς;
(Όποιος απάντησε "καλό σεξ έσσλιν", αουτς, πρωτοτύπησε, μπράβο.)
Όχι, αλήθεια.
(Είναι κουραστικό να μεταφέρεις μια άδεια βαλίτσα.)
Γιατί να μην υπάρχει μια εταιρία τύπου ΣΚΟΤΟΥΡΑ ΕΠΕ, να σου επιβάλει ντεντλάινς, να σου κατασκευάζει προβλήματα (για κάθε λύση που σαφώς -αλλά και σα φως- έχεις πια βρει), να σε κάνει να νιώθεις ότι μόλις έχεις τσακωθεί τρελλά με τον αγαπημένο σου, να σε κάνει υφιστάμενο ενός (παγκόσμιου πάντα) μαλάκα, να σε κάνει ανγχωμένο τάργκετ γρουπ, και τέλος πάντων να σου προμηθεύει μια ατζέντα μονμπλάν ασφυκτικά παχουλή (σαν τη θεία σου), γεμάτη ραντεβού -μεταξύ άλλων και με τον προέδρογλου, και με τον οδοντίατρο (που έχεις να πας από το 1978), και με τον κτηνίατρο (για τη γάτα σου που δεν έχεις), αλλά και με την παχουλή θεία σου, (που δεν ξέρει τι είναι το μονμπλάν).
Δεν ανησυχώ για τίποτα.
(Κι αυτό είναι το μόνο που με κάνει να ανησυχώ.)
Πρέπει απλά να μην ξεχνάω να αναπνέω αν το σκεφτείς (αλλά ευτυχώς αυτό είναι σαν το ποδήλατο, οπότε όποιος είπε πριν "καλό σεξ έσσλιν" να το πάρει πίσω και να μου ευχηθεί "καλό ποδήλατο" -που είναι ακριβώς το ίδιο λένε, αλλά πιο κλάσσυ.)
Χτες ανέβηκα και κατέβηκα πάλι την Τεμπέλης. (Όχι με ποδήλατο δυστυχώς.)
Και ναι.
Έτσι λέμε εμείς την Πεντέλης, εμείς, (ο σοβαρός και ο αστείος εαυτός μου) που πάμε καθεμέρα επίσκεψη στον φίλο μας Γιώργο Ιακωβίδη (εμπνευστή της φράσης να εξηγούμαστε) για να ανησυχήσουμε με την ανησυχητική κατάσταση του να μην ανησυχείς παρότι δεν δουλεύεις, (και δεν παράγεις ανησυχητικά πολλά χρήματα).
(Κάπου εδώ, το φτηνό μου κειμενογραφικό παρελθόν -που μπαίνει συνήθως από τα αριστερά της οθόνης-, αν έβρισκε τον λόγο θα έπαιρνε τον λόγο και θα έλεγε ότι αν δεν δουλεύεις δεν δουλεύεσαι κιόλας -για να ανησυχείς-, αλλά δεν βρίσκει κανένα λόγο πια.)
Όταν δεν δουλεύεις είναι κάθε μέρα Σάββατο (-ή αλλιώς Έβδομη).
"Σάββατο σήμερα, θα βρεθούμε;" (Το ούμπερ αστείο σου, Γιώργο, κάθε Δεύτερα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, το οποίο υιοθέτησα κι εγώ όταν έκρινα ότι το αστείο Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη, Έβδομη, Όγδοη, δεν ειρωνευόταν το ίδιο εύστοχα την παντελή έλλειψη σημασίας γύρω από το τι μέρα είναι σήμερα).
Ισοπέδωσες μέχρι και το γκλαμ του ΠουΣουΚου ρε.
(Με το δικό ΣουΣουΣου γκλαμ.)
Ε, λοιπόν, εγώ σας λέω, στιγμές-στιγμές κόλαση όταν δεν έχει Δευτέρα η εβδομάδα.
Ναι, το ξέρω ακούγεται γελοίο (αν καταφέρει δηλαδή να ακουστεί τίποτα πίσω από τα πολλά και φωναχτά "άσε μας ρε έσσλιν στο ντεντλάην μας").
Αλλά στιγές-στιγμές θες επειγόντως τη Δευτέρα σου (να έρθει να σε βάλει σε πρόγραμμα, εκτελώντας χρεή εβδομαδιαίας πρωτοχρονιάς).
Αυτό είναι.
Όταν είναι κάθε μέρα Σάββατο, είναι κάθε μέρα Πρωτοχρονιά.
(Δηλαδή λίστα.)
Όταν είναι κάθε μέρα Σάββατο η ΣΚΟΤΟΥΡΑ ΕΠΕ χάνει κέρδη (όσο δεν ιδρύεται.)
Σπίκινγκ οβ (ιδέες για νέες επιχειρηματικές κινήσεις), μία από τις πλέον αν-ανησυχητικές συζητήσεις χθες βράδυ (σχεδόν τέρμα Τεμπέλης και δεξιά), είχε να κάνει με τον Θεό. (Όχι τον Μπόουι ή τον Μάρεϋ αυτή τη φορά.)
Κι όταν μιλάς με κάποιον που αν έβαζε υποψηφιότητα για Θεός θα τον ψήφιζα, ή μάλλον (βρήκα καλύτερο) κάποιον που δεν έχει τον Θεό του, θα ακούσεις σίγουρα κάτι αστείο (για αυτό και ανοίγεις τη συζήτηση).
Το αστείο ήταν ότι ο Θεός -και για να κάνει κλικ ο συνειρμός, ξεκαθαρίζω ότι μιλώντας για επιχειρήσεις ποιον άλλον θα σκεφτείς; τον απόλυτο μπίζνεσμαν, (κλικ), δεν έχει ούτε μπαμπά να τον σπονσο-νεποτάρει, ούτε αφεντικό.
Είναι αυτοδημιούργητος (ο χριστιανός).
Ε, εμείς δεν είμαστε.
Ανεβαίνουμε την Τεμπέλης και τρώμε τα έτοιμα.
(Έχει και καλό ντελίβερι η περιοχή.)
Αλλά όσο ριλάξινγκ κι αν ακούγεται, όταν είναι κάθε μέρα Πρωτοχρονιά, (επανέρχομαι) πάει το χέρι του από μόνο να ετοιμάσει λίστες.
Τις (φ)λεγόμενες (από μένα) "λίστες τού ΠΙΟ".
"Φέτος (δηλαδή σήμερα) θα είμαι ΠΙΟ απαυτό."
(Και ΠΙΟ αποτάλλο.)
Μια κούραση. Μια ΠΙΟ κούραση από ποτέ. (Να μην έχεις με τι να κουραστείς ΠΙΟ πολύ και να μπαίνεις στη διαδικασία να νιώθεις τύψεις που δεν μπορεί να γίνεις ΠΙΟ έσσλιν έσσλιν είσαι αλλού.)
(Στο ΠΙΟ αχάριστο ποστ σου.)
Ε!
Πώς να μην θέλεις να την κοπανήσεις όταν δεν έχεις από που ΠΙΟ να την κοπανήσεις -όταν δεν έχεις καν γάτα, λέμε, να σε τρέχει στους γιατρούς (από το να τρέχεις χωρίς γάτα.)
ΥΓ1
Άν έχεις γάτα και εξακολουθείς και νιώθεις ταύτιση με όσα διάβασες, για να με πείσεις να την μετονομάσεις Μαρμότα (το προτείνω).
ΥΓ2
Το τρύκι χυδαίο κολπάκι-υπόσχεση στην αρχή του ποστ (το "σαν τα πουκάμισα") εκτέλεσε χρέη μάρκετινγκ (για να σας κρατήσω μέχρι να έρθει το και καλά τζούσι παρτ με τους γκόμενους). Όχι ότι δεν θα επανέλθω δηλαδή -όπως υποσχέθηκα. Πρόμις. (Πιθανόν αύριο, ή μεθαύριο, κάποιο Σάββατο τελοςπάντων, θα μιλήσω για εναλλαγή συντρόφων, χυλόπιτες, δικαιολογίες τύπου ταλέμε, κλπ -γιατί όχι;)
ΥΓ3
Α, και που είσαι; Θεέ; Μπράβο σου ρε, πολύ έξυπνο το τρυκάκι σου να είσαι αυτοδημιούργητος (και να μην αφήνεις περιθώριο για αμφισβήτηση στο πίστευε και μη ερεύνα), κάνοντάς με, στιγμές-στιγμές, να ξυπνάω και να κυνηγάω την ουρά μου (σαν γάτα).
ΥΓ4
Δεν έχω γάτα λέμε.
(Πήριοντ.)
ΥΓ5
Αν τώρα, αναγνώστες μου, προς το τέλος του ξεχυλωμένου μου ποστ, έχετε εκνευριστεί που δεν έχετε γάτα ή δεν είστε αυτοδημιούργητοι οπότε και δουλεύετε πολύ σκληρά -και μέσα στην σκληρότητα έχετε χάσει την ικανότητα να εκτιμάτε μια καλή μεσοεβδομαδιένια ΤΡΟΜΠΑ-, νομίζω ότι μόλις βρήκα λόγο να ανησυχώ.
ΥΓ6
(Είναι κρίμα να μην εκτιμάται μια καλή τρόμπα.)
ΥΓ7
............Μπορείτε βέβαια, (αν σας έβγαλα από το πρόγραμμά σας) να μου τα ψάλετε.
ΥΓ8
Προτιμήστε τα κάλαντα (μέρα που είναι).
ΥΓ9
Αν πάλι, εσύ (γιατί σιγά μην είστε και πάρα πολλοί) ξέρεις να εκτιμάς μια ΠΚΤ (Πραγματικά Καλή Τρόμπα), τι να πω;
ΥΓ10
Γάτα είσαι;
Ίσως αυτός να ήταν καλύτερος τίτλος για αυτό το κείμενο.
(Θα επανέλθω.)
Αν και όχι απαραίτητα καλύτερος τίτλος από το ψέμα νούμερο ένα που συχνά όλοι λέμε (στο πουκάμισο νούμερο τάδε), όταν λέμε: "Τα λέμε...".
(Και δεν επανερχόμαστε.)
Για να τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, καταρχήν πρέπει να ξέρουμε από που αρχίζουν.
Αλλά σιγά μην ξέρουμε ποιος έκανε την αρχή (γενικά, για όλα).
Ξύπνησα λοιπόν το πρωί (να μια τσαπατσούλικη υποψία αρχής) και είδα να αιωρείται πάνω από το κρεβάτι μου το γνωστό παραθυράκι τής "μέρας κοπάνας", που ανάβει απροειδοποίητα στο πάνω μέρος τής "οθόνης" μου, 2 με 3 φορές τον χρόνο, (με στόχο να με ρουφήξει).
Ανοίγω λοιπόν τα μάτια, και σκέφτομαι τα κλασικά: "σήμερα δεν θέλω με τίποτα να πάω στη δουλειά, θα πάρω να πω ότι μου έφαγε ο σκύλος την εργασία, ότι έχω να πάω στον γυναικολόγο, ότι έχει τρία μέτρα χιόνι στην οδό μου, (όπως πάντα κάτι θα βρω).
Και μετά (τσουπ), σκέφτομαι και τρελλαίνομαι ότι είμαι ένα τίποτα πλέον (δεν έχω καν γραμματέα πια), δεν έχω από τίποτα να το βάλω στα πόδια (από τίποτα να την κοπανήσω).
Και αναρωτιέμαι.
Όταν (ακόμη κι από βαρεμάρα ή ανάγκη για σκανταλιά) αισθάνεσαι έντονη την επιθυμιά να την κοπανήσεις από κάπου αλλά δεν έχεις από που, τι κάνεις για να μην τρελλαθείς;
(Όποιος απάντησε "καλό σεξ έσσλιν", αουτς, πρωτοτύπησε, μπράβο.)
Όχι, αλήθεια.
(Είναι κουραστικό να μεταφέρεις μια άδεια βαλίτσα.)
Γιατί να μην υπάρχει μια εταιρία τύπου ΣΚΟΤΟΥΡΑ ΕΠΕ, να σου επιβάλει ντεντλάινς, να σου κατασκευάζει προβλήματα (για κάθε λύση που σαφώς -αλλά και σα φως- έχεις πια βρει), να σε κάνει να νιώθεις ότι μόλις έχεις τσακωθεί τρελλά με τον αγαπημένο σου, να σε κάνει υφιστάμενο ενός (παγκόσμιου πάντα) μαλάκα, να σε κάνει ανγχωμένο τάργκετ γρουπ, και τέλος πάντων να σου προμηθεύει μια ατζέντα μονμπλάν ασφυκτικά παχουλή (σαν τη θεία σου), γεμάτη ραντεβού -μεταξύ άλλων και με τον προέδρογλου, και με τον οδοντίατρο (που έχεις να πας από το 1978), και με τον κτηνίατρο (για τη γάτα σου που δεν έχεις), αλλά και με την παχουλή θεία σου, (που δεν ξέρει τι είναι το μονμπλάν).
Δεν ανησυχώ για τίποτα.
(Κι αυτό είναι το μόνο που με κάνει να ανησυχώ.)
Πρέπει απλά να μην ξεχνάω να αναπνέω αν το σκεφτείς (αλλά ευτυχώς αυτό είναι σαν το ποδήλατο, οπότε όποιος είπε πριν "καλό σεξ έσσλιν" να το πάρει πίσω και να μου ευχηθεί "καλό ποδήλατο" -που είναι ακριβώς το ίδιο λένε, αλλά πιο κλάσσυ.)
Χτες ανέβηκα και κατέβηκα πάλι την Τεμπέλης. (Όχι με ποδήλατο δυστυχώς.)
Και ναι.
Έτσι λέμε εμείς την Πεντέλης, εμείς, (ο σοβαρός και ο αστείος εαυτός μου) που πάμε καθεμέρα επίσκεψη στον φίλο μας Γιώργο Ιακωβίδη (εμπνευστή της φράσης να εξηγούμαστε) για να ανησυχήσουμε με την ανησυχητική κατάσταση του να μην ανησυχείς παρότι δεν δουλεύεις, (και δεν παράγεις ανησυχητικά πολλά χρήματα).
(Κάπου εδώ, το φτηνό μου κειμενογραφικό παρελθόν -που μπαίνει συνήθως από τα αριστερά της οθόνης-, αν έβρισκε τον λόγο θα έπαιρνε τον λόγο και θα έλεγε ότι αν δεν δουλεύεις δεν δουλεύεσαι κιόλας -για να ανησυχείς-, αλλά δεν βρίσκει κανένα λόγο πια.)
Όταν δεν δουλεύεις είναι κάθε μέρα Σάββατο (-ή αλλιώς Έβδομη).
"Σάββατο σήμερα, θα βρεθούμε;" (Το ούμπερ αστείο σου, Γιώργο, κάθε Δεύτερα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, το οποίο υιοθέτησα κι εγώ όταν έκρινα ότι το αστείο Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη, Έβδομη, Όγδοη, δεν ειρωνευόταν το ίδιο εύστοχα την παντελή έλλειψη σημασίας γύρω από το τι μέρα είναι σήμερα).
Ισοπέδωσες μέχρι και το γκλαμ του ΠουΣουΚου ρε.
(Με το δικό ΣουΣουΣου γκλαμ.)
Ε, λοιπόν, εγώ σας λέω, στιγμές-στιγμές κόλαση όταν δεν έχει Δευτέρα η εβδομάδα.
Ναι, το ξέρω ακούγεται γελοίο (αν καταφέρει δηλαδή να ακουστεί τίποτα πίσω από τα πολλά και φωναχτά "άσε μας ρε έσσλιν στο ντεντλάην μας").
Αλλά στιγές-στιγμές θες επειγόντως τη Δευτέρα σου (να έρθει να σε βάλει σε πρόγραμμα, εκτελώντας χρεή εβδομαδιαίας πρωτοχρονιάς).
Αυτό είναι.
Όταν είναι κάθε μέρα Σάββατο, είναι κάθε μέρα Πρωτοχρονιά.
(Δηλαδή λίστα.)
Όταν είναι κάθε μέρα Σάββατο η ΣΚΟΤΟΥΡΑ ΕΠΕ χάνει κέρδη (όσο δεν ιδρύεται.)
Σπίκινγκ οβ (ιδέες για νέες επιχειρηματικές κινήσεις), μία από τις πλέον αν-ανησυχητικές συζητήσεις χθες βράδυ (σχεδόν τέρμα Τεμπέλης και δεξιά), είχε να κάνει με τον Θεό. (Όχι τον Μπόουι ή τον Μάρεϋ αυτή τη φορά.)
Κι όταν μιλάς με κάποιον που αν έβαζε υποψηφιότητα για Θεός θα τον ψήφιζα, ή μάλλον (βρήκα καλύτερο) κάποιον που δεν έχει τον Θεό του, θα ακούσεις σίγουρα κάτι αστείο (για αυτό και ανοίγεις τη συζήτηση).
Το αστείο ήταν ότι ο Θεός -και για να κάνει κλικ ο συνειρμός, ξεκαθαρίζω ότι μιλώντας για επιχειρήσεις ποιον άλλον θα σκεφτείς; τον απόλυτο μπίζνεσμαν, (κλικ), δεν έχει ούτε μπαμπά να τον σπονσο-νεποτάρει, ούτε αφεντικό.
Είναι αυτοδημιούργητος (ο χριστιανός).
Ε, εμείς δεν είμαστε.
Ανεβαίνουμε την Τεμπέλης και τρώμε τα έτοιμα.
(Έχει και καλό ντελίβερι η περιοχή.)
Αλλά όσο ριλάξινγκ κι αν ακούγεται, όταν είναι κάθε μέρα Πρωτοχρονιά, (επανέρχομαι) πάει το χέρι του από μόνο να ετοιμάσει λίστες.
Τις (φ)λεγόμενες (από μένα) "λίστες τού ΠΙΟ".
"Φέτος (δηλαδή σήμερα) θα είμαι ΠΙΟ απαυτό."
(Και ΠΙΟ αποτάλλο.)
Μια κούραση. Μια ΠΙΟ κούραση από ποτέ. (Να μην έχεις με τι να κουραστείς ΠΙΟ πολύ και να μπαίνεις στη διαδικασία να νιώθεις τύψεις που δεν μπορεί να γίνεις ΠΙΟ έσσλιν έσσλιν είσαι αλλού.)
(Στο ΠΙΟ αχάριστο ποστ σου.)
Ε!
Πώς να μην θέλεις να την κοπανήσεις όταν δεν έχεις από που ΠΙΟ να την κοπανήσεις -όταν δεν έχεις καν γάτα, λέμε, να σε τρέχει στους γιατρούς (από το να τρέχεις χωρίς γάτα.)
ΥΓ1
Άν έχεις γάτα και εξακολουθείς και νιώθεις ταύτιση με όσα διάβασες, για να με πείσεις να την μετονομάσεις Μαρμότα (το προτείνω).
ΥΓ2
Το τρύκι χυδαίο κολπάκι-υπόσχεση στην αρχή του ποστ (το "σαν τα πουκάμισα") εκτέλεσε χρέη μάρκετινγκ (για να σας κρατήσω μέχρι να έρθει το και καλά τζούσι παρτ με τους γκόμενους). Όχι ότι δεν θα επανέλθω δηλαδή -όπως υποσχέθηκα. Πρόμις. (Πιθανόν αύριο, ή μεθαύριο, κάποιο Σάββατο τελοςπάντων, θα μιλήσω για εναλλαγή συντρόφων, χυλόπιτες, δικαιολογίες τύπου ταλέμε, κλπ -γιατί όχι;)
ΥΓ3
Α, και που είσαι; Θεέ; Μπράβο σου ρε, πολύ έξυπνο το τρυκάκι σου να είσαι αυτοδημιούργητος (και να μην αφήνεις περιθώριο για αμφισβήτηση στο πίστευε και μη ερεύνα), κάνοντάς με, στιγμές-στιγμές, να ξυπνάω και να κυνηγάω την ουρά μου (σαν γάτα).
ΥΓ4
Δεν έχω γάτα λέμε.
(Πήριοντ.)
ΥΓ5
Αν τώρα, αναγνώστες μου, προς το τέλος του ξεχυλωμένου μου ποστ, έχετε εκνευριστεί που δεν έχετε γάτα ή δεν είστε αυτοδημιούργητοι οπότε και δουλεύετε πολύ σκληρά -και μέσα στην σκληρότητα έχετε χάσει την ικανότητα να εκτιμάτε μια καλή μεσοεβδομαδιένια ΤΡΟΜΠΑ-, νομίζω ότι μόλις βρήκα λόγο να ανησυχώ.
ΥΓ6
(Είναι κρίμα να μην εκτιμάται μια καλή τρόμπα.)
ΥΓ7
............Μπορείτε βέβαια, (αν σας έβγαλα από το πρόγραμμά σας) να μου τα ψάλετε.
ΥΓ8
Προτιμήστε τα κάλαντα (μέρα που είναι).
ΥΓ9
Αν πάλι, εσύ (γιατί σιγά μην είστε και πάρα πολλοί) ξέρεις να εκτιμάς μια ΠΚΤ (Πραγματικά Καλή Τρόμπα), τι να πω;
ΥΓ10
Γάτα είσαι;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)