30 Οκτ 2008

Μπλα.

Μπλα μπλα μπλα, μπλα!

Μπλα; Μπλα μπλα μπλα, μπλα μπλα (μπλα μπλα μπλα -μπλα).

Μπλά.

ΥΓ1
Μπλα.

ΥΓ2
Μπλα μπλα.

ΥΓ3
Μόλις συνέβη κάτι αν καταλάβατε.
Από αυτά που σε κάνουν να ξεχνάς τις λέξεις.

(Κάτι τις κάνει να μοιάζουν όλες ίδιες.)

Μιλάμε, δεν το πιστεύω.

Ας πούμε χθες.

Ή προχθές.

(Δεν κάνει διαφορά.)

Βάζεις το κλειδί στην πόρτα, μπαίνεις στο σαλόνι σου (και σαρπράιζ).

Ποιος σε περιμένει (μη γελάσεις) στον καναπέ, λέγοντάς σου πως έτσι πέρασε -να τα πείτε;

Ο ΘΕΟΣ.

(Μα τω Θεώ.)

Φορώντας μάλιστα μπουρνούζι (το βρήκε να κρέμεται στο μπάνιο), και καπνίζοντας πούρο.

Κι εσύ... τότε... τι πιστεύεις ότι γίνεται -μέσα σε όλη αυτήν την απίστευτη κατάσταση- με όλη τη δυνατή έμφαση στο ρήμα ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ;

Τι του λες;

Τι τον ρωτάς;

(Και κυρίως πώς του ζητάς να φύγει -μην αργήσεις στο ραντεβού με αυτόν που είχες ως τότε για θεό;)

Μακάρι νά' ξερες.

Γιατί έτσι γίνεται: η στιγμή που έρχεσαι αντιμέτωπος με όσα πίστευες και δεν πίστευες σε βρίσκει πάντα απροετοίμαστο, (ερχόμενη ακάλεστη τις πιο άσχετες ώρες -λες και το κάνει επίτηδες, η αφεόβοφη, να σε βρει με το μπουρνούζι).

Δεν ξέρω να ξέρετε.

Δεν ξέρω τι θα πίστευα (αν ρωτάτε εμένα) αν δεν είχα βρει έτοιμο αυτό που μου είπαν να πιστεύω όταν με βάφτισαν (και μ' έμαθαν να κουνάω το χέρι μου τρεις φορές στο προαύλιο πριν το μάθημα -πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά).

Πιστεύω όμως (με βεβαιότητα) ότι ΟΛΟΙ κάτι πιστεύουν.

Κυρίως -μάλιστα- αυτοί που δηλώνουν αγκνόστικ (μια και αυτοί είναι οι πιο τρυφεροί, οι πιο ανήσυχοι από όλους, πιστεύοντας ότι τίποτα δεν είναι τακτοποιημένο.)

Πιστεύω, πως σε κάθε μέρος της γης, για κοινωνικούς, σίγουρα εθνικούς, και είμαι σίγουρη και για απλά τυχαίους λόγους (γεωγραφικούς ας πούμε), κατά βάθος όλοι πιστεύουμε αυτά που έγραφε το εκάστοτε βιβλίο θρησκευτικών μας.

Ακόμη κι αν δεν τα πιστεύουμε, δεν έχουμε καταφέρει να τα διαγράψουμε από τη μνήμη μας, ή να πάψουμε να τσαντιζόμαστε που κάποιοι τα πιστεύουν (άρα, δεν έχουμε απελευθερωθεί ΑΠΟ τας γραφάς ούτε λεπτό).

Θέλω να πω, κανείς (στην ηλικία δημοτικού) δεν μπήκε στον πειρασμό να αμφισβητήσει το βιβλίο των θρησκευτικών.

(Έτσι πιστεύω τουλάχιστον.)

Κι όταν πια το έκανε, αν το έκανε, ποτέ δεν μπόρεσε να διαγράψει οριστικά όσα του είχαν κάποτε περάσει στον σκληρό του δίσκο.

Ανεξαιρέτως όλοι, ακόμη και οι φύσει πιο αντιδραστικοί, (αυτοί που τότε ζωγράφιζαν τα δέντρα γαλάζια και σήμερα δηλώνουν θέσει άθεοι), κάποτε διάβασαν ή άκουσαν το σενάριο (το κοντινό στο δάγκωμα του μήλου έχει αποτυπωθεί σε κάθε ανεξαιρέτως μυαλό), και, αναλόγως, είτε το πίστεψαν ως έχει, είτε πίστεψαν ότι κάποιος τους δουλεύει.

(Κάτι πίστεψαν πάντως.)

Κι αυτό που σίγουρα έγινε τότε είναι πως όλοι μα όλοι, (συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικά άθεων), έμαθαν μπάι ντιφόλτ τι θα πει πειρασμός (και το ότι οδηγεί σε τιμωρία) -άρα γαλουχήθηκαν εξαρχής μέσα στο φόβο.

Ενώ, ταυτόχρονα, το πιο σημαντικό, βρέθηκαν αναγκαστικά αντιμέτωποι με το να διαχειριστούν την εξοντωτική ανάγκη που οι ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΙ από εμάς άνθρωποι μάς κληροδότησαν, χωρίς να μπουν στον κόπο να μας ρωτήσουν (αν δεχόμαστε τη βαριά κληρονομιά).

Δηλαδή την ανάγκη να λυθεί η απορία, από που ερχόμαστε, γιατί υπάρχουμε και που πάμε.

Ανεξαιρέτως όλοι, άρχισαν από μικροί να ΠΡΕΠΕΙ να αναρωτιούνται για όλα αυτά τα θεμελιωδώς υπαρξιακά ζητήματα, και σίγουρα άρχισαν αυτόματα να ΠΡΕΠΕΙ να ξέρουν τα πρέπει, να πρέπει κάτι να πιστεύουν, κάτι να φοβούνται, κάτι να δέονται, κάτι να προσμένουν -σε κάτι να προσεύχονται.

Και το απόλυτα βέβαιο;

Αν δεν είχαμε βρει προκάτ θρησκείες θα κατασκευάζαμε δικές μας.

(Εγώ θα ίδρυα την αίρεση των Μπιλμαρεϊστών.)

Γιατί η θρησκεία τι είναι -αν όχι ανθρώπινη κατασκευή;

Μήπως κάτι που αποδεικνύεται επιστημονικά;

Κάτι που επειδή δεν αποδεικνύεται επιστημονικά χωνεύεται βολικά-βολικά κάτω από την προσταγή "πίστευε και μη ερέυνα";

Πιστεύω ο κάθε άνθρωπος κατασκέυασε τον προσωπικό του Θεό (βγάζοντάς τον από κουτί -σαν αεροπλανάκι μοντελισμού) απλά για να μην χάσει αυτό που... ο Θεός του έδωσε πριν τον κατασκευάσει (δηλαδή τα λογικά του, παγιδευμένος σε κύκλο σαν αυτόν -χωρίς αρχή).

ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ έναν Θεό, για να έχει να λέει "Θεέ μου" (όταν θα νιώθει φόβο θανάτου -ή θα βλέπει μια γκόμενα σαν την Μπελούτσι).

Χρειάστηκε σίγουρα κάτι (που στο μεταξύ συμφώνησε με ψηφοφορία να το πει Θεό).

Χρειάστηκε κάτι να πιστεύει τελοςπάντων, ώστε κάπως όλα να τακτοποιηθούν (έστω χωρίς έρευνα ή πολλές εξηγήσεις, κάπως αυτόματα, ώστε να μη χάσει το μυαλό του, αλλά και να του μένει χρόνος και για άλλες θρησκείες -τύπου παναθηναϊκός, ολυμπιακός, άεκ.)

Αυτό μάλιστα που μου κάνει εντύπωση (έχοντας πια δει πόσος φόβος κυκλοφορεί εκεί έξω και κυρίως εκεί μέσα) είναι το πως και ΔΕΝ γεννιούνται με τα κιλά εντελώς νέες θρησκείες, συνεχώς, ανά δευτερόλεπτο, να ξορκίζουν τους μοντέρνους φόβους μοντέρνα, (εγώ ήδη σκέφτηκα πεντέξι όσο γράφω), κι έχουμε κολλήσει στα ίδια και στα ίδια. (Οπότε μάλλον μιλάμε για φόβο περπέτσουαλ -γατζωμένο πάνω μας πιο σφιχτά κι από το δέρμα μας.)

Πρόσφατα, ενδιαφέρθηκα (χόμπυ πες το) και διάβασα για τον Μπόυκγιμαν (τους μάρτυρες του Ιεχωβά).

Αυτοί λέει δεν το λένε Θεό τον Θεό, γιατί η λέξη Θεός είναι ιδιότητα, κάτι σαν επάγγλεμα, και του έχουν όνομα (Ιεχωβάς), και το πιο θεμελιώδες πράγμα που πιστεύουν είναι ότι "μόνο οι ζωντανοί γνωρίζουν τι τους γίνεται, οι πεθαμένοι δεν έχουν ιδέα, η ψυχή ΔΕΝ είναι αθάνατη".

Το αναφέρω γιατί νομίζω ότι πιθανόν ΑΥΤΟ είναι που ορίζει το τι πιστεύει ο καθένας: το αν η ψυχή είναι αθάνατη.

(Το τι είναι ψυχή δεν έχω πολύ χρόνο να το μαγειρέψω τώρα -ας το πάρουμε ντελίβερι.)

Δεν ξέρω τι είναι ψυχή.

Αν ήξερα πιθανόν να ήξερα και ποιο είναι το νόημα της ζωής.

Δεν ξέρω ποιο είναι το νόημα της ζωής.

(Ούτε του θανάτου -φοβάμαι.)

Πιστεύω η ζωή εμπεριέχει τον εαυτό της (άρα και το νόημα της).

(Για τον θανατό θα σας πω προφανώς στο "ρε-έσσλιν-έσσλιν-που-πήγες;").

ΥΓ1
Αν θέλετε πάντως να ξέρετε τι πιστέυω θα σας πω ότι πιστεύω στο Καλό.

(Στο καλό μέσα μας διευκρινίζω, όχι έξω μας, εξού κι όταν το ψάχνω δεν κοιτάω στον ουρανό -κάτω από το πουλόβερ μου κοιτάω).

ΥΓ2
Αν έπεφτε στα χέρια μου κουτί με Θεό ντούιτ γιορσέλφ, πιθανόν να του έβαζα πέος και κραγιόν.

(Θέε μου, τι βλάσφημη -θα πείτε.)

Εξού και ήδη νιώθω την ανάγκη να μετανοήσω, και, για να πιάσει (να τον πείσω αν κοιτάει), παρακαλώ κάντε με εικόνα να λέω το πατερημών, να κάνω το σταυρό μου, να λέω σχώρα μου παναγιάμου, και να πηγαίνω να ανάβω μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι μου (συν τα τακούνια).

ΥΓ3
Δεν φοβάμαι και τόσο πάντως.

ΘΕΛΩ να πιστεύω ότι ο καλός Θεός μου (Το Καλό) έχει χιούμορ.

Για να κάνει τόσα δεινά, για να μην έχει αφήσει κανένα περιθώριο να μπορεί ο άνθρωπος να κατασκευάσει τον Απόλυτα Στοργικό Θεό καθ'εικόνα κι ομοίωσή του (αφού δεν υπάρχει Απόλυτα Στοργικός Άνθρωπος), αλλά (παρόλα αυτά) να μου επιτρέπει να τον ονομάζω "Το Καλό", έχει σίγουρα χιούμορ.

(Δεν είμαι ρεαλίστρια. Το ξέρω. "Το Καλό" τα έχει κάνει σκατά, παιδάκια πεινάνε, άνθρωποι πεθαίνουν νέοι, τα φάρμακά μου με πονάνε στο στομάχι, αλλά το να έχεις πίστη -γενικά- βοηθαέι.)

(Κλείσιμο ματιού.)

ΥΓ4
Δοθείσης ευκαιρίας (κλεισίματος ματιού και θέματος), θέλω επίσης και να σας ομολογήσω μια ιστορία αρκετά ώς πάρα πολύ προσωπική.

Καταρχήν (αν θέλετε το πιστεύετε), έχω μια εικόνα της παναγίας στην κουζίνα μου (είμαι σίγουρη ότι τις αρέσουν οι τηγανιτές πατάτες), άρα κάπως... την πάω ρε παιδί μου -απόδειξη όταν μπαίνω στα αεροπλάνα (που λίγο τα φοβάμαι), ακολουθώ ένα ρίτσουαλ μαζί της (κλείνω τα μάτια και την κατασκευάζω εικόνα να με κοιτάει και να μου κλείνει το μάτι μπακ -τύπου "ριλάξ κοπελιά, καθαρίζω εγώ").

Κατά τα άλλα, όσον αφορά στη σχέση μου με την Παναγία, (μέχρι να καταλήξω περί Αυτής εν γένει), νομίζω πως Την χειρίζομαι όπως με βολεύει, (και είναι κιόλας ίσως πολύπλοκο και περιττό να εξηγήσω την ακριβή σχέση μου μαζί Της).

Σίγουρα, πάντως, κι αυτό καταθέτω, με ανακουφίζει που εκτός από "Το Καλό" (που στην τελική είναι ουδέτερο), έχω κλέψει ιδέες κι έχω κατασκευάσει και βερσιόν σε θηλυκό, (μια δική μου εκδοχή Παναγίας τέλος πάντων -βλέπε κλείσιμο ματιού στο αεροπλάνο κλπ).

Αυτό που θέλω να πω είναι πως πριν λίγους μήνες, για να μην χαλάσω το χατήρι της μαμάς μου (η οποία -παρότι είναι κορίτσίστικη και μοντέρνα και φοράει τοντς και λουιβιτόν και φίρστενμπεργκ- διατηρεί την αυστηρά κλάσικ σχέση με τη δική της παναγία, την ευρείας κατανάλωσης, την ώρες εκκλησίας κλπ), μέχρι να βγουν Οι Εξετάσεις Μου, και για έναν μήνα πριν καταπιώ τα σμαρτ χιμοθέραπι εμενέμς μου, την άφησα να βάλει το κουτί που τα περιείχε να κάνει παρέα με μια εικονίτσα.

"Για να τα ευλογήσει". (Αν έχεις το Θεό σου -δε τσίζινες.)

Ε, λοιπόν, εσύ (που κάνεις τον έξυπνο και ξενέρωσες), όταν φοβάσαι, δέχεσαι αυτό που δέχονται όλοι να ξέρεις.

Δεν θες ο φόβος σου να είναι κατασκευασμένος σαν τη θρησκεία σου -δηλαδή μόνο για πάρτη σου. (Αλλά γιουνιβέρσαλ.)

(Δεν πα να σε πει τσίζι όποιος θέλει.)

Είχα μόνο μία επιλογή λοιπόν -όταν δεν πέτυχε η θεραπεία-, να χάσω την (εν γένει, κατάλαβες) πίστη μου.

Τη στιγμή όμως που προσπάθησε να με κυριεύσει η (διαβολεμένη) σκέψη ότι τελικά με εγκατέλειψε και δεν με βοήθησε η φιλενάδα μου, (παρά τα κλεισίματα κλαμμένου ματιού), προτίμησα να σκεφτώ ότι ΦΥΣΙΚΑ και με βοήθησε.

Με βοήθησε από το να συνεχίσω να κάνω μια θεραπεία που δεν θα έβγαζε πουθενά.

Ξέρω. Τσίζι.

(Αλλά άσε τα ψόφια: το να έχεις πίστη στο φωτεινό κομμάτι του παζλ είναι αδύνατον να μην σε συγκινεί.)

ΥΓ5
Αλλά και το θεματάκι με την ψυχή παραπάνω -δύσκολο να μη σε απασχολεί.

Οι χριστιανοί ορθόδοξοι πιστέυουμε στην αθανασία της, οι βουδιστές στο συνεχές απντέιτ μέχρι τη νιρβάνα. Και λοιπά.

Αυτοί που πιστεύουν ότι η ψυχή πεθαίνει, δηλαδή είναι ύλη (γιατί για να πεθαίνει προφανώς για αυτούς αναγνωρίζεται ως αισθητηριακά εντοπιζόμενη χημεία, δηλαδή ύλη), καλά το έχουν κατασκευάσει του λόγου τους νομίζω (να μην έχουν άγχος τι ψυχή θα παραδώσουν).

Αυτό που δεν γίνεται να μη σου τη σπάει είναι η υποκρισία της πλειοψηφίας των ανθρώπων εκείνων που έχουν συμφωνήσει να πιστεύουν πως "όχι, δεν μπορεί, όλη αυτή η ενέργεια, η ψυχή, θα συνεχίζεται" -και που τάχα μου κάνουν ό,τι μπορούν για να πεθάνουν ως "ψυχούλες".

(Τι βλασφήμια να είναι ΤΟΣΟ θρήσκοι -κι όταν γυρίσουμε να τους κοιτάξουμε να τους βλέπουμε ήδη, πριν κάν πεθάνουν, τόσο ψυχικά ακατοίκητους.)

ΥΓ6
Όσες φορές μου έχουν κάνει στη ζωή μου την ερώτηση "εσύ τι πιστεύεις;", εύχομαι (ή προσέυχομαι) να εννοούν τι πιστεύω για το νέο τραγούδι των ρέιντιοχεντ -ή για την τρύπα του όζοντος. (Αν πρέπει με το ζόρι η ερώτηση να είναι επί θρησκευτικών, ας είναι έστω για το νέο κούρεμα της Γυναίκας Του Σαϊεντολόγου).

ΥΓ7
Ευτυχώς, τις περισσότερες φορές έτσι είναι -η θρησκεία είναι κάπως ντεμοντέ (κουρεύεται ακόμη στον Άγγελο στην πλατεία), οπότε εντάξει: λίγοι θα σε ρωτήσουν τι (κυριολεκτικά) πιστεύεις.

ΥΓ8
Για να είσαι προετοιμασμένος να δεχτείς κι εσύ το Θεό σπίτι σου, φρόντισε να έχεις αγοράσει ουδέτερο μπουρνούζι, σε εκρού ή άσπρο, (να βρει να βάλει ο χριστιανός), γιατί μέχρι να διαπιστωθεί το φύλο του, το ροζ ή το γαλάζιο θα ήταν γυφτιά από μέρους σου.

ΥΓ9
Αν πιστεύεις κι εσύ ότι το Θεός είναι επάγγελμα, επειδή το όνομα Ιεχωβάς χρειάζεται έμπλαστρο (είναι πιασμένο), δώστου κάποιο άλλο. Προσωπικά, προτείνω το Στέφανος.

ΥΓ10
(Από το Φωτοστέφανος.)

ΥΓ11
Το Μήτσος θα το απέφευγα.

ΥΓ12
(Αν πάλι έχει χιούμορ, τύπου "Oh my Dog", πες τον Αζόρ.)

ΥΓ13
Μιλώντας για χιούμορ, όπως έχω γράψει και παλιότερα πιστεύω ότι ακόμη κι αν καταλήξουμε στο ότι πρώτον υπάρχει Θεός και δέυτερον ξέρουμε ποιος είναι και που μένει (μας συστήθηκε τη μέρα που φόρεσε το μπουρνούζι μας, και μας έδωσε το ημέηλ του), η πιο βασανιστική ερώτηση, η απόλυτη ερώτηση παγίδα ακόμη και για τον πιο διαβασμένο πιστό, είναι το "ποιος δημιούργησε τον Θεό" (με πιο αστεία απάντηση αυτή του Ιακωβίδη: "ο Θεός είναι αυτοδημιούργητος").

Στην δική μου περίπτωση πάντως (που ο Θεός είναι "Το Καλό"), σας αποκαλύπτω ότι τον δημιούργησε το μόνο πράγμα που έχω μέχρι σήμερα εντοπίσει ως αυτοδημιούργητο.

Ο έρωτας βρε.

(Ο κάπως σαρωτικός, ο αυτοκαταναλωτικός, ο που εμπεριέχεται, ο κάπως πίστευε και μη ερέυνα για όλα -για μένα, για σένα, για τα πουλάκια, για τις μελισσούλες.)

ΥΓ14
Κλείνοντας, επειδή ίσως διαβάσατε πράγματα που σας ενόχλησαν ή που δεν σας αφορούν, (κάπως τζιζ, ή κάπως τυρένια και καλαμποκίσια), ΖΗΤΩ ΤΑΠΕΙΝΑ ΤΗ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΣΑΣ.

Aν και το είχα ήδη σώσει πιστεύω.

(Με το ΘΕΪΚΟ μου χιούμορ.)

Κι εσύ που κοροϊδεύεις, αν δεν θες να πας στην κόλαση (ή ακόμη χειρότερα να σου καεί το βίντεο), στείλε το λινκ του μπλογκ μου σε εκατό ανθρώπους.

ΥΓ15
Ή σε όσους πιστεύεις.-

28 Οκτ 2008

Επέτειος του "Ωχ".

28η σήμερα (μέρα που είναι), δηλώνω ότι δυσκολεύομαι να γιορτάζω σκέτο το "όχι" (ή σκέτο το "ναι" μεταξύ μας).

(Προτιμώ να πω "δεν ξέρω, δεν απαντώ").

Αν με ρωτήσεις για παράδειγμα αν σ'αγαπώ (κι εγώ όντως σ'αγαπώ), δεν είμαι σίγουρη ότι θα μπορώ (ή θα είναι σωστό) να πω "ναι".

Κυρίως επειδή αν φτάσεις στο σημείο που χρειάζεται να με ρωτήσεις να σου επιβεβαιώσω αν σε αγαπώ, προφανώς δεν σε έχω κάνει: άλφα να το καταλάβεις, βήτα να το απολαύσεις, ή, γάμα, (pun intended), φτάσαμε πια στο σημείο που σου έδωσα το δικαίωμα να πιστεύεις πως ΩΧ.

Γιατί άραγε μου συμβαίνει αυτό -να μην μπορώ να πω σκέτο "όχι" ή σκέτο "ναι" (δίνοντας χώρο στο σκέτο "ωχ");

(Δεν ξέρω, δεν απαντώ.)

Να μια απίθανη πιθανή εξήγηση.

Οι λέξεις, που κολυμπάνε ανυπόμονες μέσα στο στόμα μου, κρατιούνται σφιχτά η μία με την άλλη, σε πηχτές φράσεις, σαν ομάδα: αρνούνται να αφήσουν τα χεράκια και να δοκιμάσουν να επιπλεύσουν μονολεκτικές, (προφανώς δεν φοράνε μπρατσάκια και φοβούνται μην μου τις πνίξεις) -οπότε και βρίσκουν καταφύγιο μέσα σε μεγάλες παραγράφους.

Φοράνε γυναικεία βλέπεις (δηλαδή μίνι έμφαση, μάξι δράμα, περμανάντ θαυμαστικά, και φανατικά "βαμμένες" σαν μακριά νύχια απορίες).

ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ (θέλω να πω.)

Και θα προσπαθήσω να στο εξηγήσω.

Δεν είμαι πόλος μπαταρίας (κι ας είμαι φορτισμένη.)

Δεν είμαι ούτε αρνητική (όχι, δεν είμαι) ούτε θετική (ναι, δεν είμαι).

Είμαι απλά αυτό που (δεν) φαντάζεσαι.

ΕΙΜΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ.

Και, φορώντας σουτιέν, όντας δηλαδή το αναποφάσιστο φύλο που κατοχύρωσε την υστερία ως οφίσιαλ επιλογή συμπεριφοράς (ύστερος είναι η επιστημονική ονομασία της μήτρας, ντου δε γκραμμάτικαλ μαθ γιορσέλφ), θέλω απλά να απαντήσω όπως θέλω εγώ: δηλαδή κάπως οχιναί, κάπως κοριτσίστικα (εμπριμέ) -κι αν μου πεις "απάντησέ μου με ένα σκέτο ναι ή όχι", νιώθω ότι θέλεις απλά να σου απαντήσω μονόχρωμα, με λέξεις δικές σου (που αφήνουν γένια), νιώθω ότι θέλεις να ακούσεις αυτό που έχεις ήδη προαποφασίσει ΕΣΥ ότι περιμένεις (το δικό ΣΟΥ ναι ή όχι), νιώθω, κοινώς, σαν απλά να θέλεις να με ακούσεις να επιβεβαιώνω τη δική ΣΟΥ εκδοχή (απλώς με τη δική μου χροιά).

(Σαν να μη θέλεις να ακούσεις το ΝΟΗΜΑ των δύο εναλλακτικών λέξεων, αλλά τον ΗΧΟ τους με γυναικεία φωνή.)

ΕΙΣΑΙ ΑΝΤΡΑΣ.

(Φίου!)

Και να σου πω και κάτι;

Όντας αυτός που φοράει τα παντελόνια, όταν μου ζητάς να σου πω "ναι ή όχι" εσύ μια χαρά καλά κάνεις.

ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΙΟ.

("Και τα πράγματα είναι πάντα άσπρο-μαύρο", πετάγεται σαρκαστικά ο δικηγόρος του ξέρεις ποιού -με επιχείρημα πως το γκρι, το πράσινο, το μπλε ή το κίτρινο δεν έχουν ακόμη καταργηθεί.)

Βλέπεις από την άλλη (υπάρχει πάντα κάποια άλλη), όσο και να έχεις δίκιο εσύ, εγώ, ούσα γυναίκα, επιστρατεύω και σου λέω -επιτόπου- την εξής φράση:

"Τις ασπρόμαυρες λέξεις ξέρει να τις χειρίζεται μόνο η βωβή πρωταγωνίστρια."

(Δικό μου.)

"Αν με βλέπεις ως τέτοια, τη μέρα που μου ζήτησες το τηλέφωνό μου είχαν απεργία τα κριτήρια."

(Δικό μου.)

"Ζούμε τη μάχη των δύο καθόλου φίλων".

(Δικό μου.)

Με άλλα λόγια...

ΣΟΥ ΚΑΝΩ ΤΗΝ ΕΞΥΠΝΗ.

(Δεν το κάνω επίτηδες που δεν βγάζεις νόημα.)

ΕΙΜΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ.

Σου κάνω αυτήν που δεν δέχεται το "ναι ή όχι" σαν απάντηση, αυτήν που βρίσκει αμφότερες αυτές τις λέξεις ασφυσκτικές, σαν να φοράνε γραβάτα (δεμένη κόμπο σε λαιμό), ή να έχουν (όντως) γένια -και να γρατζουνάνε, αυτήν που μέσα σ' όοοοολες τις λέξεις εντοπίζει (και επιλέγει να χρησιμοποιεί) τις λιγότερο μονολεκτικές.

"Ναι ή όχι" μπορώ να σου απαντήσω μόνο αν με ρωτήσεις πράγματα που αντικειμενικά απαντιούνται -παράδειγμα αν με ρωτήσεις αν βρέχει- πράγμα δυστυχώς αδιάφορο για τη σχέση (ακόμη κι όταν γίνονται όλα μούσκεμα.)

Βρέχει δεν βρέχει, φοράω σουτιέν, φοράς παντελόνι -δεν συννενοούμαστε κατά κανόνα.

Αυτό που θέλω να πω πάντως είναι ότι αντιλαμβάνομαι πως (για σένα) εγώ είμαι αυτή που τα έχει κάνει όλα μούσκεμα τελικά, και, όντας ανοιχτή να χρεωθώ όλο το λάθος, θέλω να πάψουμε να φτάνουμε στα άκρα (και απλά θέλω να ξέρεις ότι το "ναι ή 'οχι" μάλλον δεν θα βοηθήσει, γιατί όσο τα ζητάς, μού ακούγονται αμφότερα οριστικά, ακραία, μια φαύλη τρέλλα).

Πρέπει μάλιστα να καταλάβεις ότι ειδικά το να πάρω την ευθύνη τού "όχι" (της πιο επαναστατικής απάντησης από τις δύο -που συχνά είναι και η λιγότερο παρεξηγήσιμη) με δυσκολεύει ιδιαίτερα.

Πες παράδειγμα ότι θέλεις να με ρωτήσεις αν θέλω να φύγεις. (Και θέλω.)

Με ρωτάς λοιπόν:

-Να μείνω;

Κι εγώ μη μπορώντας να πω όχι (απλά μη μπορώντας -γιατί δεν μου φαίνεται ολοκληρωμένο σαν απάντηση/εξήγηση), αλλά και για να μην είμαι ψεύτρα, δεν λέω "όχι" -και, λέγοντας αλήθεια, απαντώ με ένα: "μη ναι".

(Που ακούγεται σαν "μεί νε".)

Ε!

Μπέρδεμα ρε αδερφέ.

(Αδερφός μου είσαι ρε ανώμαλε τόση ώρα;)

Τέλος πάντων.

Εγώ θα το δεχτώ. Φταίω.

Και το δέχομαι γιατί είμαι αντιφεμινίστρια (δερ άι σεντ ιτ), και τη μέρα που κατάλαβα ότι φταίω για όλα εγώ, δηλαδή εγώ ως παγκόσμιο είδος εν γένει, (εγώ το Απλό Σύνθετο Κοριτσάκι), κατάλαβα (ταυτόχρονα), με τρόμο, ότι δεν μπορώ και να λύσω το πρόβλημα που δημιούργησα (ανά τους αιώνες).

Διότι αν όντως το πρόβλημα λύνεται με ένα σκέτο "ναι ή όχι" σε κάθε ερώτηση (γιατί εκεί καταλήγουμε), απλά δες το και δέξου το κι εσύ.

ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΛΥΣΩ.

Τα έκανα όλα τόσο μεθοδικά -και ήρθαν έτσι τα πράγματα, που, ενώ εγώ σου απέσπασα το δικαίωμα να μπαίνω μέχρι και στα παπούτσια σου (κυριολεκτικά) και να φοράω μέχρι και τα παντελόνια σου (κυριολεκτικά), και, (λόγω αυτής μου της "κατάκτησης"), αυτοβαφτίστηκα χειραφετημένη και ισότιμη, εσύ δυσκολεύεσαι να βρεις γόβες σε 45 ή σουτιέν που να σου κάνει.

Και πες ότι βρίσκεις δηλαδή. Το θέμα παραμένει: εγώ φοράω ΚΑΙ σουτιέν ΚΑΙ παντελόνια πια. Δεν μπορείς να μπεις στη θέση μου χωρίς να σε πούνε αδερφή.

(Αδερφή είσαι μωρή ανώμαλη τόση ώρα;)

Τι ύπουλα που λειτούργησε προς όφελός μου όλο το σύμπαν.

(Εγώ χειραφετημένη κι εσύ αδερφή.)

Κι όταν το πρόβλημα έχει ύπουλη βάση ξέρεις τι συμβαίνει.

(ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΛΥΣΩ.)

Αλλά έχει σημασία ποιος φταίει -εδώ που φτάσαμε;

ΟΟΟΟΟΟΟΧΙ!

Και δεν το λέω επειδή φταίω εγώ και θέλω να κρύψω όλη τη σκόνη που δημιουργώ κάτω από το χαλί σου.

Το λέω γιατί η ώρα της γενικής καθαριότητας μόλις ήρθε, έφερε και φοντάν: μπήκε χειμώνας (καιρός για δύο), ώρα να τινάξουμε μαζί τα χαλιά -εγώ (με την ανατομικά επιβεβαιωμένη μπλα μπλα υστερία μου) κι εσύ (με την απλότητά σου).

ΥΓ1
Αν ο τρόπος να φύγει η εν λόγω σκόνη μου είναι να συζητήσουμε για ώρες, μήνες και χρόνια πέρα από το σκέτο "ναι ή όχι" που εύλογα προτείνεις (και που εμένα τόσο με στενεύει εδώ στο στήθος), μην τρελλαθούμε: δεν το πιστεύω -όπως εύχομαι να φάνηκε.

ΥΓ2
Πιστεύω πολύ στο σκέτο "ναι ή όχι", ίσως και στη σιωπή ακόμη -εύχομαι να φάνηκε έστω ανάμεσα στις γραμμές-, και πραγματικά μακάρι.

Μακάρι να μπορούσα να σκεφτώ (και να απαντάω) σαν άντρας. (Δεν μπορώ.)

Από την άλλη... αυτό περί βωβής πρωταγωνίστριας (εκεί που ήθελα, σου θυμιζω, να σε βγάλω μονόχρωμο και απλοϊκό -να σου αντιστοιχούν μονόχρωμα βωβά θηλυκά) δεν ήταν μια πολύ ωραία στιγμή του κειμένου;

ΥΓ3
Υπάρχει λύση στο αν θα συναντηθούμε ποτέ οι δυο μας; Αν μπορείς να απαντήσεις ΣΚΕΤΟ "ναι ή όχι", και μετά να δείξεις εγκράτεια (σιωπή), παραδέξου το: δεν είσαι εγώ.

Οπότε (αν θες) άκου τι κάνω εγώ, για να μην τρελλαθώ: δέχομαι ότι φταίω, δέχομαι ότι εδώ που φτάσαμε θα το λουστώ, δεν μπορώ με τίποτα να το αλλάξω, δέχομαι ότι έχεις άλλους κώδικες από μένα, και, κυρίως δέχομαι πως η μόνη ίσως χρυσή λύση (τομής) είναι να δεχτούμε τη διαφορετικότητά μας και να συμφιλιωθούμε κάπου στη μέση -εκεί που δεν έχει σημασία ποιος φταίει.

Πρέπει πάντα κάποιος να φταίει.

(Έχω αρχίσει ήδη να βαριέμαι -αν ναι.)

Η άποψη μου είναι ότι δυο άνθρωποι ΜΠΟΡΟΥΝ να ανέβουν στο ίδιο τρένο, να κάνουν την ίδια διαδρομή και να κατέβουν στο ίδιο τέρμα.

Αυτό δεν τους υποχρεώνει να κοιτάνε το ίδιο τοπίο -ας κοιτάει ο ένας τον ουρανό, κι ο άλλος τη λίμνη, ο αέρας και το νερό είναι το ίδιο χρήσιμα υποθέτω.

(Αρκεί να πηγαίνουν στην ίδια κατεύθυνση.)

ΥΓ4
Αρκετά μικρότερη, είχα βάλει στη τσέπη ένος αγοριού μου, σε ανύποπτο χρόνο, ένα χαρτάκι πάνω στο οποιο είχα γράψει τη λέξη "ΝΑΙ" (τι γλυκιά άσχετη που ήμουν τότε). Όταν το βρήκε και με ρώτησε περί αυτού, του είχα πει ότι ό,τι κι αν θέλει να με ρωτάει (ακόμη κι όταν λείπω) η απάντηση μου θα είναι πάντα αυτή, δηλαδή "ΝΑΙ", αρκεί να κάνει τις σωστές ερωτήσεις.

ΥΓ6
Έπεσα στην ίδια μου την παγίδα (δεν θέλετε να ξέρετε, δεν θέλω να πω), μη έχοντας ακόμη γνωρίσει τι θα πει γυναίκα. Με τις γυναίκες δεν υπάρχουν ποτέ σωστές αντρικές ερωτήσεις. Οι μόνες σωστές ερωτήσεις προέρχονται αποκλειστικά από γυναίκες -παράδειγμα: "είμαι όμορφη;", "έχω παχύνει;"- κι έχουν προαποφασισμένες απαντήσεις. (Το ξέρω από τότε, ότι φταίμε εμείς.)

ΥΓ7
Ένα μεγάλο συγγνώμη σε όλα τα αγόρια. (Είστε αθώοι για όλα. Σας λατρεύουμε.)

ΥΓ9
(Αν και αυτό περί βωβής πρωταγωνίστριας γαμάτο ήταν.)

ΥΓ10
Ζητώ (ο τόνος στο ωμέγα) το "ΝΑΙ" μου.

ΥΓ11
Και μέχρι να το βρω, ζήτω το "ΩΧ" μου.

ΥΓ12
Είσαι να το μοιραστούμε;

ΥΓ13
Δεν ξέρεις.

ΥΓ14
Δεν απαντάς.

(Οπότε τα βρήκαμε.)

:-)

(Αν πάντως το μοιραστούμε, θες εσύ το "Χ" -να διαγράφεις- να κρατήσω εγώ το "Ω" -να κάνω την έκπληκτη;)

25 Οκτ 2008

Πράντα βέρσους Πράδο.

Πόδια έχετε;

(Μη γελάτε.)

Να ξέρετε ότι το αυτό είναι μεγάλο δώρο -δεν έχουν όλοι.

Τα πόδια είναι σαν -σαν την αγάπη ας πούμε. (Σε προχωράνε μπροστά ή πίσω.)

Αν έχεις πόδια δεν χρειάζεται να έχεις τίποτα άλλο, κι αν δεν έχεις πόδια δεν έχει και τόση σημασία τι άλλο έχεις.

(Tελοσπάντων όπου πόδια αγάπη -αλλά καταλαβαίνετε.)

Καταρχήν, αν έχεις πόδια μπορείς και να το βάλεις (στ'αυτά που έχεις) -κι αυτό είναι δώρο ινάφ από μόνο του.

Ούτε εγώ είχα καταλάβει πόσο σημαντικά σημαντικό είναι να έχεις πόδια, μέχρι που το κατάλαβα χωρίς να το καταλάβω, (δηλαδή αυτόματα), μέσω του μόνου τρόπου που υπάρχει να καταλαβαίνεις πραγματικά πράγματα (δηλαδή μέσω ενός πικραστείου διαλόγου):

-Γαμώτο θέλω να πάρω εκείνα τα απίστευτα Πράντα στην Καλογήρου.

-Στην Καλογήρου; Μα γιατί να πάρεις Πράντα στην Καλογήρου; (Γενέθλια έχει;)

-Μμμμμ, χα χα, έλα ρε Έσσλιν, σοβαρά....κάνουν ένα νοίκι σχεδόν -τι να κάνω;

-Να σκεφτείς ότι κάποιοι δεν έχουν καν πόδια.

Όχι ότι θα ισχυριστώ ότι δεν είναι ωραία Τα Πράντα. (Ή ο κυνισμός.)

Μια χαρά είναι o κυνισμός. (Και τα Πράντα.)

(Άσε που κάνουν την ίδια δουλειά τις στιγμές που πιχί από φόβο, έρωτα, κλπ, σου κόβονται τα πόδια -βοηθώντας σε να σου κόβονται με στυλ.)

Πρόσφατα (σόουοφ αλέρτ), που είχα πεταχτεί στο σόχο (γωνία μπρόντγουεη με πρινς, απέναντι από το ντην εντ ντελούκα), όταν μπήκα στην Πράντα, δεν μου περίσσεψε καθόλου χρόνος να σκεφτώ φιλοσοφικά γύρω από την παπουτσότητα και να κάνω την έξυπνη (σχετικά με το αν χρειαζόμαστε λάξαρι) -μια και ήμουν πολύ απασχολημένη με το να έχω το στόμα μου ανοιχτό.

Καταρχήν, βλέποντας τα εκπληκτικά παπούτσια, νιώθεις να σε κυριεύει η πηχτή βλάσφημη ανάγκη να ήσουν σαρανταποδαρούσα. Ενώ, για την ιστορία, το εν λόγω φλάγκσιπ στορ (στο ντάουντάουν νιουγιόρκ) είναι ένα αρχιτεκτονικό θαύμα (μαστ λάντμαρκ βίζιτ κάθε φορά), σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Ρεεμ Κούλασσ. (Πόσα μάτια να έχουν οι σαρανταποδαρούσες;)

Μπαίνεις μέσα (με δυστυχώς μόνο δύο πόδια, προφανές κατασκευαστικό λάθος) και αυτόματα τα χέρια σου (εκνευρισμένα που δεν είναι πόδια) δίνουν εντολή στη λαίμαργη ντίτζιταλ να καταβροχθίσει ό,τι λεπτομέρεια προλάβει -λες και δεν έχεις μπει Στην Πράντα αλλά Στο Πράδο.

-"Pictures are not allowed miss" (με ενημέρωσε άγρια, και για πολλοστή ομολογώ φορά -λες και προστάτευε την καπέλα σιστίνα), ένας τρίμετρος όχι λευκός άντρας (το τρίμετρος σκυλάραπας δεν θα ήταν κομιλφό),

Τον κοίταξα με το πιο ζαχαρωτό βλέμμα μου (δεν έπιασε), λέγοντας: "oh, please, just one, you know... for me... there is The Prado in Madrid and there is The Prada in New York... Ιt totally feels like a museum to me..."

-"Yeah yeah, to most people. Now hide the camera miss."

-"Kala nteeeeeh".

Πάντως εγώ το εννοώ, (αμαρτία εξομολογουμένη), κι ας μην είμαι ορκισμένη γενικά σόπερ: βλέποντας τα παπούτσια, σε κυριεύει μια εσωτερική γκουέρνικα να μπεις να τα ποδοπατήσεις όλα -κηρύσοντας εφάπαξ πόλεμο σε ό,τι σου βγάζει την πίστη (δηλαδή στην πιστωτική σου).

Όχι ότι αγόρασα τίποτα από εκεί: προτίμησα και μπήκα διαγωνίως απέναντι, στο ντιν εντ ντελούκα (για τραγανά κούκις), ενώ (για να κάνω και τη σόπινγκ γκάιντεςς), πιο κείθε έχει ένα βικτόριας σίκρετ (αν είστε βλαχάρες και φοράτε τέτοια), και πιο δώθε έναν ιερό ναό (άπλστορ).

Το "αλληγορικό" δίλλημα Πράντα ή Πράδο πάντως (θλιβερή ρέπλικα της επιφανειακής και παπουτσωμένης Γυναίκας Εξωφύλου ή νατουρέλ "τεθλιμμένη" και "ξυπόλυτα" Σκεπτόμενη Ευρωπαία) γενικά πολύ με απασχολεί.

Ή μήπως δεν τίθεται θέμα;

Αν έπρεπε να πάρω θέση και να διαλέξω ανάμεσα στο σουπερφίσιαλ και στο ουσιώδες, στην ντουλάπα και στην κουλτούρα, στο σπιρίτσουαλ και στο λαξζούριους, τι θα διάλεγα;

Πιθανόν να έκανα τη χαριτωμένη (και τη φευγάτη) απαντώντας ότι βασικά είμαι υπέρ της κουλτούρας, φροντίζοντας όμως σίγουρα να προσέξεις τις κόκκινες σόλες στις γόβες μου καθώς θα έφευγα (κι από εκεί βγαίνει μάλλον και το κουλτούρα να φύγουμε.)

Υποκρισία;

'Η αλλιώς ένα ό,τι με βολεύει ανά στιγμή ίματζ τύπου "λίγο από όλα" ;

Ξέρω κι εγώ; Μήπως και στις δυο περιπτώσεις μιλάμε για το ίδιο πράγμα (για εμπόριο από φίρμες;)

Χμ.

Πάντως εμένα οι φίρμες, αν μιλάμε για αυτό, κατά κανόνα με ενοχλούν.

(Ή μήπως όχι;)

Κοίτα.

Αν με χαϊδεψεις επί τούτου με το ρόλεξ χέρι σου, θα είμαι ευγενής και θα το υποστώ, αλλά, ως κορίτσι του μη γελάς παρακαλώ πνεύματος, το σπονσοναρισμένο σου χάδι δεν είναι αυτό που θα με κρατήσει (αγκαλιά μετά).

Από την άλλη, θα πήγαινα ευχαρίστως για κάμπινγκ, ως νατουρέλ κορίτσι που μπορεί να ζήσει τη φύση του με φυσικότητα, αρκεί να υπήρχε αντίσκηνο γκούτσι ή χημική τουαλέτα λουιβιτόν.

Δεν θα καταλήξω διπλωματικά (εύκολα και πρόχειρα) στο ότι είμαι καχύποπτη με όλα, ή, για να το δω θετικά, ότι μου αρέσει το γενικευμένο μιξ εντ ματς και το κορέκτνες του παν μέτρον άριστον σε όλα, (και μάλλον όχι, δεν θα δοκίμαζα εύκολα σουβλάκι με γουαζάμπι) αλλά θέλω κάπου να καταλήξω.

Γενικά μιλώντας.

Γιατί βλέπουμε παντού ταμπέλες και άλλες ταμπέλες τις σνομπάρουμε κι άλλες τις υιοθετούμε;

Γιατί άλλες μέρες θα ντραπώ αν με πετύχεις μέσα σε μπουτίκ κι άλλες σε μουσείο;

Σε μια στιγμή που δεν μπορείς να καταλάβεις τις ξεκάθαρες προθέσεις της ταμπελότητας, το ενοχλητικό αυτό ζήτημα παραμένει σαν το υπό εξαφάνιση μυαλό (ανοιχτό).

Αλήθεια.

Όσο δεν ξέρω αν είναι πιο τίμιο να γράφει απέξω πράντα και να πουλάει ρούχα και παπούτσια ή να γράφει απέξω πράδο και να πουλάει μούρη και συναίσθημα, δυσκολεύομαι να διατυπώσω άποψη πάνω στις ταμπέλες.

Σπαστικές είναι.

Αλλά εντάξει μωρέ κιόλας.

(Και είμαι απόλυτη σε αυτό.)

:-)

ΥΓ1
Πρόσφατα σε μια εκδήλωση τέχνης μια κοπέλα φορούσε ένα αντικειμενικά όμορφο φόρεμα (πιο όμορφο από τους πίνακες της έκθεσης -κι όπως αποδείχτηκε ακριβότερο).

Το σχολίασα με θαυμασμό, σε μια κοινή μας φίλη ("ωραίο φόρεμα φοράει η φιλενάδα μας σήμερα"), η οποία (αντί σχολίου) φρόντισε να με ενημερώσει: μπαλενσιάγκα.

Αμέσως σκέφτηκα:

Σε κάποιους θα φαινόταν φυσιολογικό να είναι θεατές στην παραπάνω παρτίδα μποξ (όπου η φράση "όμορφο φόρεμα" βγήκε νόκαουτ από τη λέξη "μπαλενσιάγκα"), τόσο φυσιολογικό που ξαφνικά ένιωσα πως ένας διάλογος από σκέτες μάρκες, μπροστά σε μέτριους πίνακες ζωγραφικής θα ήταν εντελώς νορμάλ.

Φαντάσου εμείς, οι κάτοικοι των ρούχων, να λείπαμε ξαφνικά, και να πήγαιναν αυτά μόνα τους από εδώ κι απο εκεί, σχολείο, δουλειά, διακοπές, ή σε εκθέσεις ζωγραφικής, και να πιάνανε για λογαριασμό μας την κουβέντα (ισχυριζόμενα ότι διαβάζουν Μάρκες).


ΥΓ2
Κάνει λίγο πτώση κριτηρίου γύρω από το τι είναι νορμάλ σχετικά με τα παραπάνω ή μόνο εγώ κρυώνω;

ΥΓ3
Για άλλη μια φορά ξέρω ότι από αλλού ξεκίνησα κι αλλού έφτασα -ή δεν έφτασα. Δεν φαντάζομαι να πειράζει.
Υποθέτω (και εύχομαι) να ξέρετε ότι αυτό υπό κάπα σίγμα έτσι λειτουργεί: ΦΥΣΙΚΑ και από αλλού ξεκινάς κι αλλού πας, (φτάσεις δεν φτάσεις), στο τέλος -αλλιώς μένεις κι εκεί που είσαι (τι κουράζεσαι;).

ΥΓ4
Αλλά για να μην νιώσετε εξαπατημένοι μένω στο θέμα δένοντάς το με το αρχικό ΦΛΕΓΟΝ και ΜΕΓΑ -βγάλσιμο γλώσσας- ζήτημα: αυτό με τα πόδια και τα παπούτσια.

Όταν ήμουν μικρή, τα αγαπημένα μου υποδήματα ήταν τα αόρατα (και μετά τα βατραχοπέδιλα). Μόνο ξυπόλυτη (ή ντυμένη γοργονάκι) αισθανόμουν παιδί (δηλαδή καλά). Δεν θυμάμαι να είχαν φίρμα οι πατούσες μου (αν και δεν είχα κοιτάξει από κάτω είναι η αλήθεια).

Γενικά, οι σπόνσορες έπεσαν αρκετά αργότερα στην αντίληψή μου (και ταυτόχρονα στην εκτίμησή μου) νοικιάζοντας σταδιακά όλα τα πράγματα γύρω μου, τα αντικείμενα, τις απόψεις, τα παπούτσια, τα μουσεία, και -τι κρίμα- την ελευθερία μου να περπατάω ξυπόλυτη.

ΥΓ5
(Πόδια και παπούτσια και λοιπά. Μάλιστα.)

Λοιπόν δεν ξέρω.

Το να πατάς στη γη δεν είναι απαραίτητα επιθυμητό ή καλό (αυτό το συμφωνούμε).

Αλλά και σύμφωνα με τα παραπάνω τις περισσότερες στιγμές στο επιβάλουν -και συχνότερα σε κατευθύνουν (έχει πολλές ταμπέλες πάντως αν χαθείς).

Τι να πω;

Καλώς ή κακώς τις στιγμές αυτές θα την πατήσεις (τη γη). Και θα χρειάζεσαι παπούτσια.

ΥΓ6
Επίλεξε τουλάχιστον να πατάς όσο πατάει η γάτα. (Και για την περίσταση, φόρα μίου-μίου.)

ΥΓ7
Τελικά τώρα που το σκέφτομαι, τα πιο χρήσιμα από όλα τα παπούτσια (όσον αφορά στο θέμα με τις πανταχού παρούσες ταμπέλες) είναι αυτά που τα γράφεις όλα σ'αυτά. (Δηλαδή τα παλιά σου).

ΥΓ8
Αλλά αρκετά με ένα θέμα που σε κάνει όντως να πατάς στη γη.

Οπότε, αντιός.

Ή μάλλον πιο εντός θέματος.

(Σαγιονάρα.)


...

21 Οκτ 2008

Πρόσκληση σε πάρτη.

"Αγαπημένη Έζελιν-Λέσλιν-Έλλσιν-Όπως-Και-Να-Σε-Λένε-Δεν-Έχει-Σημασία-Αφόυ-Εγώ-Βασικά-Για-Χαλάκι-Εξώπορτας-Σε-Θέλω, γεια σου, τι κάνεις; Μόλις έχω φορέσει τις πενταβρώμικες γαλότσες μου, τις τίγκα στη συναισθηματική λάσπη και στα περιΠτώματα του παρελθόντος μου και θέλω με μεγάλη χαρά να σε καλέσω στην πάρτη μου, όπου θα έρθεις γεμάτη προσδοκίες, καλοντυμένη, να μου κάνεις δώρο τον εαυτό σου για όσο σε χρειαστώ (μέχρι να σκουπίσω τις γαλότσες πάνω σου στην εξώπορτα και μετά να φύγω σαν παρτάκ....εεεεε..... κύριος). Εύχομαι να έρθεις."

Κι εσύ -εννοείται- πως θα πας.

Γιατί η πραγματική πρόσκληση που λαμβάνεις γράφει:

"Έσσλιν, πεθαίνω για πάρτη σου. Έλα να σε κάνω πριγκίπισσά μου."

Κι ενώ ξέρεις να διακρίνεις μια αποτυχημένη πάρτη (αντί για ροκ μουσική παίζει το ίδιο τροπάριο) κι ενώ ξέρεις ότι όλο αυτό το πριγκιπικό έπρεπε να πιάνει μέχρι να γίνεις δεκαεφτά, το πολύ δεκαοχτώ, το βλέπεις να πιάνει μέχρι και στα εβδομήντα ακόμη (άσε που τότε το τροπάριο θα σου στέκει όντως για μουσική).

Hint.

(Το "κρυφτό" και το "κυνηγητό" που σε μάθανε να παίζεις από μικρός σε καταδίκασε -ως ανθρώπινο εν γένει είδος- για πάντα, φυτεύοντας στο εύφορο υποσυνείδητο χωματάκι σου την εντολή "να διασκεδάζεις μόνο όταν κρύβεσαι ή κυνηγάς: να χαίρεσαι μόνο όσο δεν σε βρίσκουν και μόνο μέχρι να πιάσεις μέχρι και τον τελευταίο άπιαστο". Για την πάρτη σου, πάντα. Να συνηθίζεις.)

Κι όταν κλείνει η (κρύψου και τρέχα) παρένθεση, το πιάνουμε από εκεί που το αφήσαμε και πέφτει η ερώτηση: και πώς το βλέπεις εσύ (κοριτσάκι και καλά), να φαντάζει ακόμη και στα εβδομήντα γοητευτικό το εν λόγω παρτάκι της πάρτης;

Η απάντηση πάντα με στεναχωρεί, (κυρίως γιατί παραμένει αμετανόητα άψητη), αλλά θα την δώσω (κι αν ήδη έχεις αρχίσει να βαριέσαι με το πως ρέει το κείμενο, μείνε, πιο κάτω έχει σεξ -που απλά δεν ήθελα να σου σερβίρω απότομα).

Γυρισμένη λοιπόν πλάτη στο δεκαπέντε, στο δεκαοχτώ, στο εικοσιδύο, στο εικοσιεφτά, στο τριάντα, στο τριανταδύο, στο με πιάσατε νομίζω, τα νούμερα που βλέπω να με περιμένουν μπροστά ντυμένα με τη ρομπίτσα τους -αν διακρίνω καλά- είναι ένα τριανταεφτά, ένα σαρανταέξι, ένα πενηντατέσσερα κι ένα εξηνταοχτώ.

Ε!

Αυτά τα νούμερα βλέπω (που μου πέφτουν λίγο φαρδιά και μπόλικα στη μέση να πεις), για αυτά μιλάω.

(Θα μπορούσα βέβαια να γυρίσω την πλάτη στα θεόρατα νούμερα, να γυρίσω να κοιτάω τα μικρά, τα περασμένα, τα πίσω -αλλά νομίζω ότι όταν λένε ότι καλό είναι να έχεις πισινές δεν αναφέρονται σε αγύμναστες προσδοκίες -ότι πουχού σε λίγα χρόνια θα κλείσεις τα τριανταδύο και μετά τα εικοσιοχτώ και λοιπά).

Κι ερχόμαστε στο σεξ.

Σοβαρά.

Γιατί δεν έκανα σεξ χτες το βράδυ, μη όντας εβδομήντα;

(Ίσως περιμένω να τα κλείσω πρώτα.)

Σοβαρά.

Πείτε μου ΕΝΑΝ φάκινγκ (ή τελικά ΜΗ φάκινγκ) λόγο.

Να σας πω εγώ.

Γιατί όσο δεν κοιτάς γκες γουάτ την πάρτη σου, δίνεις χώρο και χρόνο σε όσους κοιτάνε τη δική τους.

Η πάρτη έχει τόσα να σου κερδίσει που όποιος είναι έξυπνος και θέλει να πλουτίσει μέσα σε ένα δευτερόλεπτο να αφήσει τώρα κάτω τα μολύβια του (τι άλλη δουλειά υπάρχει;), να φύγει από τη δουλειά του και να τρέξει να κατοχυρώσει την πάρτη για πατέντα.

Δεν έκανα σεξ γιατί αντί να κοιτάω την πάρτη μου (πιάστε το επιτέλους), κοιτάω απέναντι (εκείνον τον νόστιμο που κοιτάει την το πιάσατε).

Αλλά αξίζει να σας πω πώς ξεκίνησε όλη αυτή η σκέψη (περί μοναξιάς ουσιαστικά).

Περπατάω χτες στην Πατριάρχου και ξαφνικά βλέπω ένα αποτρόπαιο θέαμα, τόσο αποτρόπαιο που γυρίζω το κεφάλι μου από την άλλη, ντροπιασμένη.

Ένα χυδαίο ζευγάρι.

Τι νομίζετε ότι έκανε στη μέση του δρόμου ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΤΙΚΑ;

ΦΙΛΙΟΤΑΝ.

Και που το λέω, ντρέπομαι.

ΦΙΛΙΟΤΑΝ.

Και μάλιστα...ντρέπομαι αλλά θα το πω κι αυτό..... φιλιόταν ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΕΝΟ ΤΡΥΦΕΡΑ. Φιλιόταν σαν να μην υπήρχει κανείς γύρω, γλυκά και απλά.

Συμφωνώ μαζί σας.

ΑΙΣΧΟΣ!!!!

Είχα καιρό να δω δυο ανθρώπους να φιλιούνται στον δρόμο.

Σαν εξωγήνοι ήταν.

Μπορεί και να ήταν κιόλας.

(Δείχναν ευτυχισμένοι, οπότε σίγουρα.)

Δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξη.

(Και το γεγονός ότι δεν έκανα σεξ χθες το βράδυ δεν βοηθάει.)

Αλλά πολύ φοβάμαι πως σε λίγο θα είναι τόσο πασέ, τόσο ντεκλασέ, και γενικά τόσο μπανάλ, και ίσως σιγά σιγά και τόσο περιττό να φιλιέσαι απλά και γλυκά στον δρόμο, (και μετά να κάνεις απλά και γλυκά σεξ), που δεν θα είναι ντροπή για μια κοπέλα να μείνει έγκυος και να μην ξέρει ποιος είναι ο πατέρας, αλλά να μείνει έγκυος και να ξέρει.

Άει στο καλό.

Δεν θέλω να βλέπω ανθρώπους να φιλιούνται γλυκά στον δρόμο και να μοιάζουν από άλλο πλανήτη.

Μπερδεύομαι.

ΞΑΦΝΙΚΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΤΟΥΣ ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΜΕ ΕΧΟΥΝ ΜΑΘΕΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ.

(Και το γεγονός ότι η απάντηση στο αν έκανα σεξ χτες το βράδυ επιθυμώ να είναι ΝΑΙ -μέχρι τα πιο θεόρατα γενέθλιά μου- είναι ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑ.)

Αν έκανες σεξ χθες το βράδυ τζάμπα διάβασες ως εδώ.

Κορόιδο.

(Τελικά δεν καταλαβαίνω, έκανες δεν έκανες σεξ κορόιδο σε έβγαλα;)

Αν σε λένε Ζαφόλια και είσαι ξανθιά, πρέπει να είσαι η κοπέλα που μιλούσα χτες στο τηλέφωνο -και ξέρεις πολύ καλά τι έκανες προχθές το βράδυ.

Όταν, μιλώντας χτες, αναπτύξαμε την ισοπεδωτική θεωρία (εξαιτίας μου, το ομολογώ) που διαπιστώνει ότι "όλοι για την πάρτη τους είναι πια σε αυτόν τον κόσμο", εγώ ένιωσα όπως πάντα όταν κάνω γενικεύσεις, δηλαδή σαν Σούπερ Γκόμενα Από Την Ελασσόνα Με Ροζ Νταντελένιο Σουτιέν (άντε να σε ποθήσει κανείς με ροζ νταντελένιο σουτιέν), και τρόμαξα λίγο που σκέφτομαι έτσι, και αντί να κάνω (έστω στην Ελασσόνα) σεξ μιλάω για σεξ, κι αντί να κάνω σεξ κάνω βόλτες στην Πατριάρχου και βλέπω ανθρώπους να φιλιούνται, κι αντί να κάνω σεξ δεν κάνω σεξ. (Οπότε και είπα να γράψω σήμερα κάτι σχετικό για να το ξορκίσω.)

Μετά ευτυχώς, ναι, εσύ Ζαφόλια, με επανέφερες στην πραγματικότητα ρωτώντας με αν ξέρω που έχω την Αφροδίτη μου, γιατί μάλλον εκεί είναι το ήσσον (και το ελασσόν) πρόβλημα.

Δεν μου έφτανε που είμαι υδροχόος (ο Ιακωβίδης τον υδροχόο τον λέει -εύστοχα- νεροχύτη), έχω και την Αφροδίτη μου στον Υδροχόο.

Τι το ήθελες και μου είπες να το ψάξω;

Αν την έχεις λέει στον υδροχόο είσαι ένας άνθρωπος ανεξάρτητος, αποστασιοποιημένος και καταδικασμένος να ψάχνει το γιατί είναι όλοι για την πάρτη τους (αντί να είναι σπίτι σου στην Ελασσόνα, να κάνετε ομαδικό σεξ).

ΥΓ1
Τι με έπιασε με αυτήν την Ελασσόνα, ούτε ξέρω που πέφτει.

ΥΓ2
Ίσως επηρεάστηκα από την κριτική ενός φίλου για την ταινία του Γούντυ με το σέξυ τρίο Τζοχάνσον-Μπαρδέμ-Κρουζ ("Βίκι Κριστίνα Μπαρσελόνα", ή, κατά τον φίλο πάντα, "Λίτσα Τασία Ελασσόνα").

ΥΓ3
Θα το δω αύριο (και θα σας πω).

ΥΓ4
Αναρωτιέμαι πάντως, μια και μιλάγαμε για πατέντες, γιατί να μην πατεντάρει κάποιος (εγώ έχω δουλειά δεν προλαβαίνω σήμερα), αντί την "πάρτη", την "αγκαλιά" και το "αβίαστο σ'αγαπώ". (Δεν θα βγάλει λεφτά άι γκες;)

ΥΓ5
Αγκαλιά.

ΥΓ6
Αβιάστο σ'αγαπώ.

ΥΓ7
Που πληρώνω;

(Αν είσαι ο Πανούσης πες Νταλάρας, τώρα που γυρίζει.)

ΥΓ8
Το μόνο σεξ που βρίσκεις απλόχερα τελικά είναι αυτό που απαυτώνει τα όνειρά σου. Ρε γαμώτο κρίμα είναι, τα όνειρα τα απαυτωμένα, τα ντροπιασμένα, θέλουν να απαλλαγούν από ό,τι όμορφο τόλμησαν και φαντάστηκαν, κι αρχίζουν μόνα τους τις πρόχειρες εκτρώσεις όπου τύχει (στο σουπερμάρκετ, στο πεζοδρόμιο, έξω από το έβερεστ, και λοιπά).

ΥΓ9
Πάλι πικρά τελείωσα.

Υ10
Τελείωσα πάντως εγώ.

ΥΓ11
Εύχομαι να σου άρεσε όσο και μένα.

:-)

19 Οκτ 2008

Κάπου κάπου διάβασα.

Όπως ξαναείπα (με άλλα λόγια) στο χτεσινό έντρυ ("λάθος νούμερο"), το να χρησιμοποιείς συχνά τη φράση "κάπου διάβασα" σε κατατάσει διαπαντώς στη λίστα Αυτών Που Διαβάζουν -κερδίζοντάς σου δύο πράγματα.

Γκλάμουρ και ανευθυνότητα.

Ταυτόχρονα βέβαια, φρόντισα και ομόλογησα πως εγώ δεν διαβάζω πολύ συχνά, αλλά κάπου-κάπου.

(Εξ'ού και το "κάπου κάπου διάβασα").

Γκλάμουρ και ανευθυνότητα.

Με άλλα λόγια: αίγλη (είσαι διαβασμένος όσο νά'ναι) και ανεμελιά (δεν παίρνεις την ευθύνη των απόψεών σου: την παίρνουν οι άλλοι -οι αυτοί που "κάπου έγραψαν").

Η λέξη γκλάμουρ, ετυμολογικά, (κάπου διάβασα), βγήκε λέει από τη λέξη γκράμαρ (γραμματική, όμπβιουσλι), και, (ως γκράμουρ αλλά χάριν ευφωνίας γκλάμουρ), όριζε αρχικά την αίγλη του γραμματιζούμενου (ενώ μετέπειτα την αίγλη ζαππείου, δηλαδή την αίγλη την κάπως σινιέ, αυτού που μπορεί να κάνει σπελ λέξεις όπως blahnik, vuitton και proenza παύλα schouler).

:-)

"Κάπου διάβασα."

Το απόλυτο καταφύγιο του γραμματιζούμενου (που κάπου κάπου παέι στο ζάππειο ντυμένος φιρμάτα).

Μεταξύ μας, εγώ χρησιμοποιώ τη φράση για ανεμελιά, σε συνομωσ-υνεννόηση με τη φαντασία μου, για να αποποιούμαστε την ευθύνη της (όταν αυτά που κάπου κάπου γράφω δεν είναι δικά της προϊόντα -όπως οφείλει ιδανικά- αλλά δανεικά).

Τι να κάνει; Μία είναι. Μερικές φορές ξυπνάει ασοβάτιστη, με κεφάλι ντεπόν (και μάτια με σκαλωσιές).

Ζηλεύω να ξέρετε.

Το να διαβάζεις κάπου είναι σαφώς καλύτερο από το να διαβάζεις κάπου κάπου (αρκετά με αυτό το αστείο, κάπου διάβασα ότι όποιος επαναλαμβάνεται στερείται φαντασίας).

-Εσύ που διαβάζεις;

-Κάπου.

Χα χα.

(Άμα διαβάζεις στη Βαρκελώνη ή στο Σαν Φρανσίσκο ζηλεύω διπλά -και δυστυχώς καθόλου δίπλα.)

Αλλά το εννοώ. Ζηλεύω. Απλά αν διάβαζα περισσότερο θα είχα έλλειψη χρόνου και δεν θα έγραφα τίποτα (μάλιστα κάπου διάβασα ότι δεν πρωτοτυπώ -όσοι γράφουν συχνά αρνούνται να διαβάζουν πολύ).

Προσωπικά, για να το εμπεδώσουμε όλοι μαζί, όταν διαβάζω πολύ απλά ζηλεύω πολύ -ζηλεύω που γράφουν άλλοι πρώτοι, πριν από μένα, αυτά που η παγκόσμια έμπνευση υπαγορεύει (κι όποιος προλάβει).

Τη μέρα δε που μας μιλούσε για τα παλίμψηστα (πριν εξακοσατόσα χρόνια ο καθηγητής μου ο Δημηρούλης), είχα πάθει υποσυσφιξιακή αντιμετατωπιστική κατάθλιψη.

Όμως εγώ άλλο θέλω να πω σήμερα.

Θέλω να πω πόσο με βολεύει το να μπορεί η φαντασία μου όχι απλώς να ξεφεύγει και να φεύγει, αλλά και να καταφεύγει (κάπου-κάπου) στο τρυκ τού να έχει διαβάσει (κάπου αλλού) αυτά που θέλει να πει (κάπου εδώ).

Το αποδεικνύω μέχρι να πεις τρία.

"Τρία."

(Μόλις επινόησα τη φωνή σου.)

Και με σαρδόνια ελευθερία λοιπόν, δηλώνω ότι κάπου διάβασα ότι μου λείπεις.

Κάπου διάβασα ότι θέλω να καθίσουμε πλάι πλάι στον καναπέ έτσι απλά για να μιλάμε.

ΥΓ1
Κι όλα τα παραπάνω όντως τα διάβασα κάπου, απλά (και σόρρυ αν σας το χαλάσω), όχι κάπου τυχαία -αλλά σε ημερολόγιό μου (που σιγά μην πω ποιας χρονιάς).

ΥΓ2
(Kάπου διάβασα ότι δεν γίνεται να σε αφορούν τα πάντα για πάντα.)

ΥΓ3
Πληροφοριακά, έχω εφτά ημερολόγια, εφτά χρόνων, ούμπερ γραμμένα, σελίδα-σελίδα, (μαντέψτε με τι είδους ανατριχιαστικές λεπτομέρειες).

ΥΓ4
Στέη τιούντ προτείνω: μπορεί να αρχίσω να τα κυκλοφορώ κι αυτά (περιεχόμενο, Κάρτλαντ, σκηνοθεσία, Φώσκολος).

ΥΓ5
Αλλά επειδή δεν είναι καθόλου αστείο το συγκεκριμμένο έντρυ, κι εσύ γελάς, (ακούω γέλια), για να κλείσω, μην ξεχάσω να πω ότι κάπως κάπου κάποτε διάβασα τα πιο όμορφα πράγματα που έχω διαβάσει ποτέ.

ΥΓ6
Στα φέησμπουκ στάτους του.

(Έεεεεεεεελα, έεεεελα, πλάκα κάνω.)

Στα μάτια του.

ΥΓ7
(Και με αυτά δεν την κάνεις την πλάκα. Την παθαίνεις.)

Κλείσμο ματιού (αυτή τη στιγμή βαμμένου με σκιά σανέλ, χρυσοκαφέ, τη μόνη σκιά που επιτρέπω να σκιάζει το βλέμμα μου).

Έσσλιν Κατ

18 Οκτ 2008

Λάθος νούμερο.

Μην μπείτε στον κόπο να με πάρετε τηλέφωνο σήμερα -το νούμερο θα βγει αυτό που καταλάβατε.

(Έχει βλάβη η σωστότητα από χτες.)

Μην με πάρετε τέτοια ώρα (παρότι μεσημέρι) -θα κοιμάμαι μέρες τώρα. Το ρολόι άρχισε τα λάθη κι αυτό (νούμερα μετράει, τι περίμενες;) σκάλωσε σε κάτι ξημερώματα -μάλλον χάλασαν τα δευτερόλεπτα.

(Τα ξέχασα εκτός ψυγείου.)

Κάτι έπαθε, άκουσα, (μεταξύ άλλων νούμερων) και το 25.

(Ωχ! Πάνε μέχρι και τα χριστούγεννα -σύντομα τα βλέπω κινητή γιορτή: να μετακομίζουν σε καμμιά νεόχτιστη εβδομάδα απέναντι.)

Σοβαρά όμως τώρα.

Φαντάσου να ξυπνήσεις μια μέρα περιτριγυρισμένος πράγματι από λάθος (αμέτρητα μάλιστα) νούμερα -λάθος νούμερα που σε περιφρονούν, που σε κοιτούν λανθασμένα, και κάπως μετρημένα (σαν να μην μετράς).

(Λάθος το νούμερο του σπιτιού σου, λάθος το νούμερο των ανθρώπων γύρω σου, λάθος το νούμερο του αγαπημένου ρούχου σου.)

Υποθέτω το μόνο σωστό νούμερο εκείνη τη στιγμή θα είναι το ένα -στα πλαίσια της αυτοκατανάλωσης.

"Κάπου διάβασα" κάποια στιγμή ένα παραμύθι με ένα προβατάκι που δεν μπορούσε με τίποτα λέει να κοιμηθεί και για να κοιμηθεί κάποιος του πρότεινε να μετρήσει αυτό που κατάλαβες (προβατάκια).

(Για την ιστορία, του φάνηκε καλή ιδέα, άρχισε όντως να τα μετράει, αλλά για πολλή ώρα δεν γινόταν τίποτα, μέχρι τη μαγική στιγμή που του ήρθε ιδέα στο μέτρημα να συμπεριλάβει τον εαυτό του.)

Λογικό.

Αν το ένα σου το αντιμετωπίζεις για καιρό σαν λάθος νούμερο, (και δίνεις πιο σημασία σε όλα τα πιο νούμερα γύρω σου), και δεν το λογαριάζεις, ε, εντάξει, το ένα (μην το βλέπεις έτσι μικρούλι και λίγο πρόβατο), θα μουτρώσει και θα σκουντάει τα σεντόνια σου-κι άντε μετά να κοιμηθείς τα βράδια σε κρεββάτι ένα ογδόντα επί δύο (τα πιο λάθος νούμερα συχνά).

Πιστεύω ότι το ένα μας πρέπει πολύ να το αγαπάμε (πριν αρχίσουμε να αγαπάμε το δύο μας): να το σαπουνίζουμε καθημερινά (να φεύγει από πάνω του κάθε λεκές ανασφάλειας), να κάνουμε νήμα στα δοντάκια του (να φεύγουν τα ξένα σώματα), φροντίδες τέτοιες -απλές (όχι ρόκετ σάιενς).

Αυτό τώρα μου θυμίζει κάτι που "κάπου διάβασα" σε ένα άλλο παραμύθι (βιβλίο ψυχολογίας), που έλεγε ότι για να αρχίσουμε να ζούμε μια ζωή που την εγκρίνουμε εμείς (αυτό φτάνει λέει), πρέπει να σταματήσουμε να αναζητάμε την έγκριση στα λόγια και στα βλέμματα των άλλων. (Δεν χρειάζεσαι κανένα άλλο νούμερο να εγκρίνει το ένα σου.)

Το τελικό συμπέρασμα;

Είσαι νούμερο ένα.

(Σεβάσου την πρωτιά σου που και που -όσο κι αν στην υπονομεύουν.)


ΥΓ1
'Ολα αυτά με τα προβατάκια και την καταπάτηση της ανάγκης για έγκριση, αν προσέξατε, "κάπου τα διάβασα". Όταν "κάπου τα διάβασες" έχεις καθαρίσει. Καταρχήν κάπου τα διάβασες -άρα διαβάζεις, άρα είσαι ιντελεκτουέλ (και σε κάποιους πιάνει). Κατά δεύτερον, φίου, δεν είναι δικές σου οι απόψεις σου -γλυτώνεις το βάρος (να είναι δικές σου.)

ΥΓ2
Στο υστερόγραφο νούμερο δύο κολλάει να πω ότι (αν θυμάμαι καλά) ένα κι ένα κάνει δύο.

ΥΓ3
Το λέω γιατί κάποιοι άνθρωποι πιστέυουν στο άλλο μισό (αντί στο άλλο ένα), δηλαδή στο έτερον ήμισυ -και έτσι δεν γίνεται δουλειά. (Άσε που δεν υπάρχει και υστερόγραφο νούμερο μισό -να σας ημιβολέψει.)

ΥΓ4
Σοβαρά τώρα. Μεταξύ μας είμαστε. Γίνεται δουλειά αν ξεκινάς με την παραδοχή ότι είσαι μισός; Κι αν (ακόμη χειρότερα) έχεις κάποιον δίπλα σου να σου θυμίζει (και να σου επιβάλλει) συνέχεια τη μισότητά σου;

ΥΓ5
Ένας είσαι. Και το άλλο "μισό" σου σού αξίζει να είναι μόνο το άλλο "ένα" σου.

ΥΓ6
Κοίτα. Το άλλο ένα σου (χα χα, να στο ξαναεξηγήσω γιατί είναι πολύ απλή η θεωρία για να την καταλάβεις αμέσως) είναι αυτό που σε βλέπει ως (το έπιασες), ένα: αυτό που σέβεται το ένα σου, που πολεμάει μαζί σου (συμμαχικά) τον μεγαλύτερο εχθρό σου, το χειρότερο που μπορείς να περιφέρεσαι σε αυτή τη ζωή (δηλαδή μισός, δηλαδή μίσος).

ΥΓ7
Το άλλο ένα σου δεν θέλει να ρουφήξει το μισό οξυγόνο σου αν κατάλαβες (έχει ολόκληρο δικό του).

Επιπλέον, το άλλο ένα σου συμφωνεί με το υστερόγραφο νούμερο 4 και -παραφράζοντάς το- πιστεύει ότι δουλειά γίνεται μόνο αν έχεις κάποιον δίπλα σου να σου θυμίζει (και να σου επιβάλλει) συνέχεια την ολότητά σου (που, αφού από τα ένα βγαίνει, αν θες πες την και... ενότητα).

ΥΓ8
Αν πάλι είσαι άνθρωπος ξεροκέφαλος, και δεν θες να είσαι το εν λόγω γενναιόδωρο ένα, το ένα το ζευγαρίσιο, (δηλαδή το ένα το δύο αν κατάλαβες), και αν (τελοςπάντων) ψάχνεις αυτό που σε μεγάλωσαν οι διαφημίσεις να ψάχνεις (το έτερο ΗΜΙΣΥ σου το κέρατό μου και την επανάληψή μου μέσα), δημοκρατία έχουμε.

Απλά πρόσεξε καλά (τι φρούτα θα βάλεις στο κοκτέηλ).

Αν βάλεις ετερώνυμα φρούτα (μισά πάντα), ΜΙΣΟ πορτοκάλι και ΜΙΣΟ ανανά ας πούμε, πλάκα θα έχει, αλλά για λίγο. (Ενώ αν βάλεις ομώνυμα, ένα μισό πορτοκάλι και ένα μισό πορτοκάλι θα βγάλεις χυμό όσο να πεις διαχρονικότερο.)

ΥΓ9
Εκτός αν πιστεύεις ακόμη ότι τα ετερώνυμα έλκονται.

(ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ, πλάκα έχεις.)

ΥΓ10
Αλλά για να γυρίσω στο τζούσι κομμάτι (στο χυμό), εγώ δεν λέω να βάλεις διαφορετικά φρούτα, ίδια να βάλεις, (δεν ήταν αυτό το θέμα μας, τα ομώνυμα) απλά κατάλαβες: μη βάλεις ΜΙΣΟ και ΜΙΣΟ, βάλε ένα κι ένα -βάλε δύο (να γεμίσει και ολόκληρο το ποτήρι).

ΥΓ11
Στην τελική κάνει και τίμιο και διαχρονικό σλογκανάκι αν το σκεφτείς ("αυτό το ζευγάρι είναι ένα κι ένα").

ΥΓ12
Άσε που ποτέ δεν παίχτηκε διαφήμιση να προτείνει ΜΙΣΟ ποτήρι χυμό.

ΥΓ13
Εγώ πάντως, για να τελειώνουμε, το έταιρον ήμισυ δεν το λέω έταιρον (το λέω παράταιρον).

ΥΓ14
Το ήμισυ είναι λάθος νούμερο. (Να το... μισείτε.)

ΥΓ15
Κι αυτό ΔΕΝ "κάπου το διάβασα" (δικό μου είναι).


(Ώρα να ομολογήσω ότι διαβάζω μεν, αλλά δεν διαβάζω πολύ -γράφω πολύ, για να εξηγούμαστε μια και καλή- οπότε να μην με ακούτε πάρα πολύ ευλαβικά, γιατί, μέσω εμού, αντί για διαβασμένοι μπορεί να καταλήξετε γραμμένοι -να σας γράφουν.)

Η πραγματικότητα είναι πως ώρες ώρες δεν χρειάζεται να ψάχνεις ούτε το μισό σου, ούτε το ολόκληρό σου, ούτε το ένα σου, ούτε το εικοσίδύο σου (πήγε τόσο;), αλλά απλά τα κλειδιά (κατά προτίμηση του αυτοκινήτου) σου -και να φεύγεις.

Ένα ένα είσαι εδώ;

Μπα.

(Μπου.)

:-Ρ

15 Οκτ 2008

Χαρούμενη χρυσή πρωτοχρονιά.

"Σαν τα πουκάμισα".

Ίσως αυτός να ήταν καλύτερος τίτλος για αυτό το κείμενο.

(Θα επανέλθω.)

Αν και όχι απαραίτητα καλύτερος τίτλος από το ψέμα νούμερο ένα που συχνά όλοι λέμε (στο πουκάμισο νούμερο τάδε), όταν λέμε: "Τα λέμε...".

(Και δεν επανερχόμαστε.)

Για να τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, καταρχήν πρέπει να ξέρουμε από που αρχίζουν.

Αλλά σιγά μην ξέρουμε ποιος έκανε την αρχή (γενικά, για όλα).

Ξύπνησα λοιπόν το πρωί (να μια τσαπατσούλικη υποψία αρχής) και είδα να αιωρείται πάνω από το κρεβάτι μου το γνωστό παραθυράκι τής "μέρας κοπάνας", που ανάβει απροειδοποίητα στο πάνω μέρος τής "οθόνης" μου, 2 με 3 φορές τον χρόνο, (με στόχο να με ρουφήξει).

Ανοίγω λοιπόν τα μάτια, και σκέφτομαι τα κλασικά: "σήμερα δεν θέλω με τίποτα να πάω στη δουλειά, θα πάρω να πω ότι μου έφαγε ο σκύλος την εργασία, ότι έχω να πάω στον γυναικολόγο, ότι έχει τρία μέτρα χιόνι στην οδό μου, (όπως πάντα κάτι θα βρω).

Και μετά (τσουπ), σκέφτομαι και τρελλαίνομαι ότι είμαι ένα τίποτα πλέον (δεν έχω καν γραμματέα πια), δεν έχω από τίποτα να το βάλω στα πόδια (από τίποτα να την κοπανήσω).

Και αναρωτιέμαι.

Όταν (ακόμη κι από βαρεμάρα ή ανάγκη για σκανταλιά) αισθάνεσαι έντονη την επιθυμιά να την κοπανήσεις από κάπου αλλά δεν έχεις από που, τι κάνεις για να μην τρελλαθείς;

(Όποιος απάντησε "καλό σεξ έσσλιν", αουτς, πρωτοτύπησε, μπράβο.)

Όχι, αλήθεια.

(Είναι κουραστικό να μεταφέρεις μια άδεια βαλίτσα.)

Γιατί να μην υπάρχει μια εταιρία τύπου ΣΚΟΤΟΥΡΑ ΕΠΕ, να σου επιβάλει ντεντλάινς, να σου κατασκευάζει προβλήματα (για κάθε λύση που σαφώς -αλλά και σα φως- έχεις πια βρει), να σε κάνει να νιώθεις ότι μόλις έχεις τσακωθεί τρελλά με τον αγαπημένο σου, να σε κάνει υφιστάμενο ενός (παγκόσμιου πάντα) μαλάκα, να σε κάνει ανγχωμένο τάργκετ γρουπ, και τέλος πάντων να σου προμηθεύει μια ατζέντα μονμπλάν ασφυκτικά παχουλή (σαν τη θεία σου), γεμάτη ραντεβού -μεταξύ άλλων και με τον προέδρογλου, και με τον οδοντίατρο (που έχεις να πας από το 1978), και με τον κτηνίατρο (για τη γάτα σου που δεν έχεις), αλλά και με την παχουλή θεία σου, (που δεν ξέρει τι είναι το μονμπλάν).

Δεν ανησυχώ για τίποτα.

(Κι αυτό είναι το μόνο που με κάνει να ανησυχώ.)

Πρέπει απλά να μην ξεχνάω να αναπνέω αν το σκεφτείς (αλλά ευτυχώς αυτό είναι σαν το ποδήλατο, οπότε όποιος είπε πριν "καλό σεξ έσσλιν" να το πάρει πίσω και να μου ευχηθεί "καλό ποδήλατο" -που είναι ακριβώς το ίδιο λένε, αλλά πιο κλάσσυ.)

Χτες ανέβηκα και κατέβηκα πάλι την Τεμπέλης. (Όχι με ποδήλατο δυστυχώς.)

Και ναι.

Έτσι λέμε εμείς την Πεντέλης, εμείς, (ο σοβαρός και ο αστείος εαυτός μου) που πάμε καθεμέρα επίσκεψη στον φίλο μας Γιώργο Ιακωβίδη (εμπνευστή της φράσης να εξηγούμαστε) για να ανησυχήσουμε με την ανησυχητική κατάσταση του να μην ανησυχείς παρότι δεν δουλεύεις, (και δεν παράγεις ανησυχητικά πολλά χρήματα).

(Κάπου εδώ, το φτηνό μου κειμενογραφικό παρελθόν -που μπαίνει συνήθως από τα αριστερά της οθόνης-, αν έβρισκε τον λόγο θα έπαιρνε τον λόγο και θα έλεγε ότι αν δεν δουλεύεις δεν δουλεύεσαι κιόλας -για να ανησυχείς-, αλλά δεν βρίσκει κανένα λόγο πια.)

Όταν δεν δουλεύεις είναι κάθε μέρα Σάββατο (-ή αλλιώς Έβδομη).

"Σάββατο σήμερα, θα βρεθούμε;" (Το ούμπερ αστείο σου, Γιώργο, κάθε Δεύτερα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, το οποίο υιοθέτησα κι εγώ όταν έκρινα ότι το αστείο Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη, Έβδομη, Όγδοη, δεν ειρωνευόταν το ίδιο εύστοχα την παντελή έλλειψη σημασίας γύρω από το τι μέρα είναι σήμερα).

Ισοπέδωσες μέχρι και το γκλαμ του ΠουΣουΚου ρε.

(Με το δικό ΣουΣουΣου γκλαμ.)

Ε, λοιπόν, εγώ σας λέω, στιγμές-στιγμές κόλαση όταν δεν έχει Δευτέρα η εβδομάδα.

Ναι, το ξέρω ακούγεται γελοίο (αν καταφέρει δηλαδή να ακουστεί τίποτα πίσω από τα πολλά και φωναχτά "άσε μας ρε έσσλιν στο ντεντλάην μας").

Αλλά στιγές-στιγμές θες επειγόντως τη Δευτέρα σου (να έρθει να σε βάλει σε πρόγραμμα, εκτελώντας χρεή εβδομαδιαίας πρωτοχρονιάς).

Αυτό είναι.

Όταν είναι κάθε μέρα Σάββατο, είναι κάθε μέρα Πρωτοχρονιά.

(Δηλαδή λίστα.)

Όταν είναι κάθε μέρα Σάββατο η ΣΚΟΤΟΥΡΑ ΕΠΕ χάνει κέρδη (όσο δεν ιδρύεται.)

Σπίκινγκ οβ (ιδέες για νέες επιχειρηματικές κινήσεις), μία από τις πλέον αν-ανησυχητικές συζητήσεις χθες βράδυ (σχεδόν τέρμα Τεμπέλης και δεξιά), είχε να κάνει με τον Θεό. (Όχι τον Μπόουι ή τον Μάρεϋ αυτή τη φορά.)

Κι όταν μιλάς με κάποιον που αν έβαζε υποψηφιότητα για Θεός θα τον ψήφιζα, ή μάλλον (βρήκα καλύτερο) κάποιον που δεν έχει τον Θεό του, θα ακούσεις σίγουρα κάτι αστείο (για αυτό και ανοίγεις τη συζήτηση).

Το αστείο ήταν ότι ο Θεός -και για να κάνει κλικ ο συνειρμός, ξεκαθαρίζω ότι μιλώντας για επιχειρήσεις ποιον άλλον θα σκεφτείς; τον απόλυτο μπίζνεσμαν, (κλικ), δεν έχει ούτε μπαμπά να τον σπονσο-νεποτάρει, ούτε αφεντικό.

Είναι αυτοδημιούργητος (ο χριστιανός).

Ε, εμείς δεν είμαστε.

Ανεβαίνουμε την Τεμπέλης και τρώμε τα έτοιμα.

(Έχει και καλό ντελίβερι η περιοχή.)

Αλλά όσο ριλάξινγκ κι αν ακούγεται, όταν είναι κάθε μέρα Πρωτοχρονιά, (επανέρχομαι) πάει το χέρι του από μόνο να ετοιμάσει λίστες.

Τις (φ)λεγόμενες (από μένα) "λίστες τού ΠΙΟ".

"Φέτος (δηλαδή σήμερα) θα είμαι ΠΙΟ απαυτό."

(Και ΠΙΟ αποτάλλο.)

Μια κούραση. Μια ΠΙΟ κούραση από ποτέ. (Να μην έχεις με τι να κουραστείς ΠΙΟ πολύ και να μπαίνεις στη διαδικασία να νιώθεις τύψεις που δεν μπορεί να γίνεις ΠΙΟ έσσλιν έσσλιν είσαι αλλού.)

(Στο ΠΙΟ αχάριστο ποστ σου.)

Ε!

Πώς να μην θέλεις να την κοπανήσεις όταν δεν έχεις από που ΠΙΟ να την κοπανήσεις -όταν δεν έχεις καν γάτα, λέμε, να σε τρέχει στους γιατρούς (από το να τρέχεις χωρίς γάτα.)

ΥΓ1
Άν έχεις γάτα και εξακολουθείς και νιώθεις ταύτιση με όσα διάβασες, για να με πείσεις να την μετονομάσεις Μαρμότα (το προτείνω).

ΥΓ2
Το τρύκι χυδαίο κολπάκι-υπόσχεση στην αρχή του ποστ (το "σαν τα πουκάμισα") εκτέλεσε χρέη μάρκετινγκ (για να σας κρατήσω μέχρι να έρθει το και καλά τζούσι παρτ με τους γκόμενους). Όχι ότι δεν θα επανέλθω δηλαδή -όπως υποσχέθηκα. Πρόμις. (Πιθανόν αύριο, ή μεθαύριο, κάποιο Σάββατο τελοςπάντων, θα μιλήσω για εναλλαγή συντρόφων, χυλόπιτες, δικαιολογίες τύπου ταλέμε, κλπ -γιατί όχι;)

ΥΓ3
Α, και που είσαι; Θεέ; Μπράβο σου ρε, πολύ έξυπνο το τρυκάκι σου να είσαι αυτοδημιούργητος (και να μην αφήνεις περιθώριο για αμφισβήτηση στο πίστευε και μη ερεύνα), κάνοντάς με, στιγμές-στιγμές, να ξυπνάω και να κυνηγάω την ουρά μου (σαν γάτα).

ΥΓ4
Δεν έχω γάτα λέμε.

(Πήριοντ.)

ΥΓ5
Αν τώρα, αναγνώστες μου, προς το τέλος του ξεχυλωμένου μου ποστ, έχετε εκνευριστεί που δεν έχετε γάτα ή δεν είστε αυτοδημιούργητοι οπότε και δουλεύετε πολύ σκληρά -και μέσα στην σκληρότητα έχετε χάσει την ικανότητα να εκτιμάτε μια καλή μεσοεβδομαδιένια ΤΡΟΜΠΑ-, νομίζω ότι μόλις βρήκα λόγο να ανησυχώ.

ΥΓ6
(Είναι κρίμα να μην εκτιμάται μια καλή τρόμπα.)

ΥΓ7
............Μπορείτε βέβαια, (αν σας έβγαλα από το πρόγραμμά σας) να μου τα ψάλετε.

ΥΓ8
Προτιμήστε τα κάλαντα (μέρα που είναι).

ΥΓ9
Αν πάλι, εσύ (γιατί σιγά μην είστε και πάρα πολλοί) ξέρεις να εκτιμάς μια ΠΚΤ (Πραγματικά Καλή Τρόμπα), τι να πω;

ΥΓ10
Γάτα είσαι;

13 Οκτ 2008

Γδύσε την κούκλα.

Μόλις αποφάσισα ότι το αντίθετο του έρωτα είναι η απουσία επιθυμίας να δεις μια γυναίκα ντυμένη.

Το αποφάσισα ερχόμενη από της Ελένης σπίτι, ερχόμενη αντιμέτωπη και με τα εφτά αιδοία της Τζούλιας Αλεξανδράτου (στα ισάριθμα εξώφυλα, στα ισάριθμα περίπτερα).

Δεν γινόταν να μην πέσει (σε βαριά κατάθλιψη) το μάτι μου.

(Βέβαια από κόμπλεξ το λέω, που δεν είμαι όμορφη σαν την Τζόυλια -το βλέπω, δεν μου τελείωσε ο καθρέφτης).

Αλλά αλήθεια, (και ας αφήσουμε το κόμπλεξ μου στη φασαρία του): εγώ τη λυπήθηκα με τα πέντε τέυχη βυζάκια της τα χάρτινα φατσακάρτα, 2,90 κατά μέσο όρο το τέυχος -τα βυζάκια τα προς το παρόν αξεφύλιστα (αλλά τα σύντομα ξεφυλισμένα, μόλις 2,90 ευρώ μετά.)

Ε, μπορεί για αυτό να το λένε "περιοδικό" το περιοδικό στην τελική, κι όχι ας πούμε "διαχρονικό": επειδή δεν μιλάει για πράγματα διαχρονικά (όπως τα ντυμένα στήθη), αλλά για πράγματα ας ευχηθούμε περιοδικά (όπως τα γδυμένα ήθη).

Γι' αυτό και ευχαριστώ και τα τρία αρσενικά αδέρφια μου, που μου έκαναν τη χάρη και σνόμπαραν τα σωστά χρωμοσώματα τη σωστή στιγμή -και βγήκα κοριτσάκι- γιατί αν "γυναίκα που μετράει σήμερα" είναι αυτή που το αναπαραγωγικό της σύστημα ήρθε στο κόσμο όπως το γέννησε το φώτοσοπ, (ή το γυαλί), δεν πρέπει να έχει πλάκα (ή σασπένς) να είσαι άντρας.

Εγώ αν ήμουν άντρας θα ήθελα να μην δω ποτέ στήθος. Μόνο να πιάνω. Γιατί το στήθος όταν το κοιτάς νομίζει ότι παίζει θέατρο.

Αν ήμουν άντρας δεν θα ήθελα να δω το αληθινό κορίτσι μου στην τηλεόραση ή στα περιοδικά. Γιατί όταν βλέπεις ένα κορίτσι στην τηλεόραση ή στα περιοδικά απλώς το παρακολουθείς, ενώ το κορίτσι που θα θες να ξυπνάει το πρωί δίπλα σου (όταν σκουντάς επίτηδες το όνειρό της -να ξυπνήσει να σου πει καλημέρα με τη φυσική της φωνούλα) απλώς το παρα-ακολουθείς.

(Για αυτό κι αν ήμουν άντρας θα μου
άρεσε ο στίχος του Δεληβοριά που λέει:

"αυτοί που είναι συνέχεια στην τηλεόραση,
νομίζοντας πως μόνο εκεί κοιτάς εσύ,
ας μείνουν στου γυαλιού τους τη γωνίτσα,
θα παω και θα τους κλέψω τα κορίτσια".)

Αν ήμουν άντρας τέτοια κορίτσια θα ήθελα -λίγο ντεμοντέ (εποχής "ντύσε την κούκλα"), λίγο κορίτσια που τα κλέβεις.

Κορίτσια που δεν δέχονται να ξεφυλιστούν (αστεία αυτή η παρήχηση τελικά), γνωρίζοντας ότι λίγες σελίδες πιο κάτω από τη μέση (όλα κάτω από τη μέση) τα αστέρια έχουν αποκλειστική χρήση να προβλέπουν τα ερωτικά του τοξότη ή του αιγόκερου.

Που αν δεν τα βλέπεις συνέχεια γυμνά θα θες να τα ντύσεις όλο και με πιο πολλά πέπλα, μην τυχόν και τα ανακαλύψεις πολύ γρήγορα.

Που θα ζηλεύεις το ίδιο σου τον εαυτό που έχεις ακόμη μπροστά σου το λύσιμο του γρίφου τους.

Αν ήμουν άντρας, το υπογράφω: και εφτά πέη να είχα, δεν θα ήθελα το κορίτσι μου να έχει εφτά -χάρτινα ή γυάλινα- αιδοία.

Αν ήμουν άντρας.

Αν ήμουν άντρας λέει.

Λες και ξέρω εγώ τι θα πει έρωτας ενός άντρα προς μία γυναία.

Πράγματι: λόγω της τρομερής μου αναπηρίας -μου κόψαν το (μόλις ένα) πέος μου όταν ήμουν πολύ μικρούλα, δεν δικαιούμαι να μιλάω.

ΥΓ1
Ε οπότε ας το βουλώσω -κι εσείς τρέξτε και γδυθείτε κι άλλο.

ΥΓ2
Εγώ προειδοποίησα πάντως.

Ο έρωτας ντύνει.

Με το πολύ γυμνό που βλέπει θα πάψει να είναι τυφλός.

(Και δεν θέλουμε να συμβεί αυτό.)

ΥΓ3
Όχι ότι τον θέλουμε και εντελώς τυφλό δηλαδή -αλλά μη στερέψει και το "κλείσιμο ματιού".


:-)

9 Οκτ 2008

35 Οκτωβρίου.

Χρειάζομαι μια μέρα -μια μέρα που ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει ούτε θα υπάρξει, να την περάσουμε μαζί, οι δυο μας.

Αυτή τη μέρα μπορώ να την πλάσω (σαν κουλουράκι σοκολάτας), ό,τι ώρα μου πεις, στο μυαλό μου: την επιθυμώ τόσο πολύ που ήδη θυμάμαι με λεπτομέρειες πως (δεν) έγινε-χωρίς καν να την έχω ζήσει.

Στο αποδεικνύω αν θες.

Να.

Στέκεσαι δίπλα μου κιόλας. Σου βάζω εγώ το χρώμα που μου αρέσει στα μάτια σου, επιλέγω εγώ τη χροιά της φωνής σου, επινοώ τη μυρωδιά που έχει η επιδερμίδα σου, σου βγάζω από το κεφάλι σου όποια πραγματική ανάμνηση και όποια υποχρέωση ή επιθυμία σε κρατάει μακριά μου, σου εγκαθιστώ το λειτουργικό μου (και βέβαια, σου φοράω ό,τι ρούχο θέλω εγώ, και -στο τέλος της μέρας- μου χαρίζω το πουλόβερ σου.)

Το γκρι πουλόβερ σου.

Πόσο στοργικά θέλω να με αγκαλιάζει με τα μανίκια του, δηλαδή με τα υποκατάστατα χέρια σου, όταν εσύ θα φεύγεις (γιατί θα φεύγεις πάλι, ακόμη δεν ηρθες καλά-καλά, γιατί έτσι πάει: σιγά μη δεν φεύγεις).

Σε έφτιαξα.

Δεν ανήκεις σε καμμία.
Δεν θυμάσαι τίποτα.
Δεν σου λείπει κανείς.
Δεν μου λες ποτέ ψέματα.

Προσωπικά δεν γνωρίζω καν ποιος είσαι, αλλά σαν κι εσένα δεν έχω αγαπήσει κανέναν ακόμη. Αν είχα το τηλέφωνό σου θα σε έπαιρνα να στο πω αυτό, γιατί είναι σπουδαίο, και μπορεί να βγαίναμε για καφέ, κι ας είμαι αλλεργική στην καφεϊνη σου, και μέσα στα πρώτα είκοσι λεπτά να έβρισκες κάτι ενδιαφέρον πάνω μου, κάτι αληθινό, (αν έχω), κάτι να σου αρέσει, (αν έχω), και να με έπλαθες κι εσύ στο μπροστά σου, να με θυμόσουν κι εσύ ακριβώς όπως θα ήμουν δίπλα σου -αν σταθώ ποτέ.

ΥΓ1
Αν θες κι εσύ να περάσουμε αυτήν τη φανταστική μέρα μαζί, στις 35 Οκτωβρίου το απόγευμα πάρε με τηλέφωνο (αν το έχεις), μήπως και πάψουμε να συνεχίζουμε να μην υπάρχουμε ακόμη.

ΥΓ2
Μα...... τι ωραία που σου μιλάω. Φαντάσου να σε ήξερα κιόλας. Ή απλά φαντάσου να σε ξέρω και να ντρέπομαι να σου αποκαλύψω ποιος είσαι.

ΥΓ3
Γιατί έτσι πάει. Ο άλλος μάς αποκαλύπτει πάντα ποιος είμαστε, σα δε ντρέπεται (το "σα" ως χρονικός προσδιορισμός -σαν "όταν").

ΥΓ4
Αλλά μπα. (Δεν σε έχω γνωρίσει καν ακόμη.)

ΥΓ5
(Όσο θα ήθελα δηλαδή.)

ΥΓ6
Όσο για τις σχέσεις εξαποστάσεως, στις οποίες ξαφνικά καταλήγει η τσουλήθρα μου, τελικά δεν είναι γεωγραφικό το ζήτημα. Είτε μένεις ας πούμε στο Τόκυο, είτε ας πούμε στη Βαρκελώνη, είτε ας πούμε στα Εξάρχεια, η εγγύτητα αναγνωρίζει τα χιλιοστά σαν χιλιόμετρα συχνά -το ίδιο μακριά μου είσαι.

ΥΓ7
Κι όσο πιο κοντά μάλιστα μένεις, αλλά όχι μαζί μου, τόσο πιο μακριά μοιάζει.

8 Οκτ 2008

Εκτελούνται μεταφορές (και παρομοιώσεις).

Αναρωτιέμαι.

Πόσες μετακομίσεις να μας αντιστοιχούν κατά κεφαλήν;

Το λέω γιατί σήμερα ξύπνησα χωρίς κεφάλι, λες και είχε μετακομίσει -λες και όλα τα περιεχόμενά του, όλα τα όργανα-σφουγγάρια της πραγματικότητας που επιλέγω, (τα μάτια, το στόμα, η μύτη και το μυαλό μου), να “αφαιρέθηκαν” κάπου τη νύχτα (και να ξέχασαν να γυρίσουν για δουλειά).

Η φορά που έφυγα από το σπίτι που μεγάλωσα δεν πιάνεται. Οπότε, μετακομίσεις (με την έννοια τυλίγω ποτήρια και βάζω σε κούτες βιβλία και κατσαρόλες) δεν έχω κάνει ποτέ –και το μόνο που έχω πακετάρει και μεταφέρει (από εδώ εκεί και από εκεί εδώ) είναι το σώμα μου (ταξιδεύοντας), και οι λέξεις μου.

Πιθανόν να μου είναι πιο ενδιαφέρον να βάζω τη ζωή μου σε βαλίτσες, αντί σε κούτες -ή κουτάκια. (Και τα μεταφορικά δικά μου -μεταφορικά μιλώντας.)

Πιθανόν, ταυτόχρονα, η ανάγκη μου για οικειότητα, δηλαδή η ανάγκη μου να επιστρέφω γρήγορα στην μητρίδα -ναι, στην μητρίδα, δεν έχω πατρίδα αποφασίζω- είναι μεγαλύτερη από την επιθυμία μου για μόνιμη φυγή.

Πιθανόν.

Και θα ακουστεί σαν δήλωση ανθρώπου παραιτημένου, φοβιτσιάρη και άτολμου, (όποια αναμάρτητη πέτρα σας βολεύει σηκώστε), αλλά χαίρομαι που συμβαίνει αυτό: αέρινη ξεαέρινη (υδροχόος), από μια άποψη νιώθω και πολύ χωμάτινη -μου αρέσει να ανήκω στο έδαφος που πατάω, να γραπώνονται οι φλέβες μου σαν ρίζες στη γη και στα πατώματά μου, σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη που αγαπώ -στους ανθρώπους μου, στο σπίτι μου, παλιότερα στη δουλειά μου.

Έχουν υπάρξει στιγμές που αυτό δεν ήταν ούτε δημιουργικό, ούτε υγιές, το να κοροϊδεύω τον εαυτό μου, επιτρέποντας σε άλλα “κτίρια” (πέραν του σπιτιού μου) να με πείθουν πως με φιλοξενούν και με αγκαλιάζουν με σπιτίσια αγκαλιά –αλλά πάλι, αν θέλεις να ανήκεις, να ανήκεις αλλού, παράδειγμα στη δουλειά σου, σόρυ, δερ ιζ ε πράις: βαφτίζεις τη δουλειά σου σπίτι σου, και γλυτώνεις το λαϊφστάιλ “δουλειά-σπίτι/σπίτι-δουλεια” μετατρέποντάς το σε “σπίτι-σπίτι/σπίτι-σπίτι”. (Φαινόμενο της οικειοθελούς ιδρυματοποίησης, γελοίε, μαλάκα, θύμα, ηλίθιε.)

Όμως το παράξενο δεν το είπα ακόμη.

(Το βλέπετε και μόνοι σας.)

Αντιφάσκω -σχεδόν ενοχλητικά.

Γιατί:

Ενώ μου αρέσει να ανήκω για τα καλά, μου αρέσει και να το βάζω στα πόδια στα ξαφνικά. Ενώ θέλω να μη χρωστάω και να μη νοικιάζω τίποτα (αλλά όλα να τα κατέχω) είμαι κατά της ιδιοκτησίας -εν γένει.

Ενώ θέλω να έχω Το Σπίτι Μου, θέλω και να μπορώ να εγκαταλείψω τη χώρα (χωρίς να αφήσω πίσω μου τίποτα που να του ανήκω -χωρίς παράδειγμα να επιτρέπω στην κουζίνα ή στη ντουλάπα μου να με κρατάνε πίσω με τη γκρίνια τους), μέσα στο επόμενο μισάωρο.

(Ο χρόνος αρχίζει από τώρα.)

Ενώ θέλω να έχω πατρίδα εφευρίσκω τη λιγότερο αυστηρή εκδοχή της -τη μητρίδα-, και καθαρίζω.

(Δοκιμάστε το. Όταν αντιφάσκεις είσαι απέραντος, δεν ανήκεις σε καμμία, αλλά και ταυτόχρονα ανήκεις σε όλες σου τις θεωρίες: οποία πρόστυχη πονηριά.)

Αλλά για μετακομίσεις λέγαμε -καταστάσεις που ενώ σηματοδοτούν συνήθως μια καινούργια αρχή, και κανονικά θα έπρεπε να σκάνε χαμόγελο (και όχι να σκάνε), συχνά κρατάνε χαρτομάντηλο.

(Σνιφ.)

Δεν έχω κάνει.

Εκτός από αυτήν προ διετίας, που ξεκίνησε το αέναο σαμπάτικαλ, και μια μέρα μάζεψα τα πράγματά μου κι απομακρύνθηκα από το βελούδινο ποδόγυρο της δουλειάς μου, μηχανικά, θέλοντας και μη-θέλοντας, με ένα συναίσθημα τύπου “φευγομένω”, συγκεντρώνοντας όλα τα μικροκόρπορετ κριέτιβ “επιπλάκια” μου σε ένα άχρωμο χαρτόκουτο (που ποτέ δεν σκάλισα κι απλά τοποθέτησα ανέγγιχτο στο πατάρι). Προφανώς πόνεσε στην αρχή. (Πονάει η καισαρική.)

Και αυτές τις μέρες το νιώθουν κι όλοι όσοι άφησα πίσω, αφού στην παλιά μου εταιριά, την παλιοεταιρία μου, η παλιά μου οικογένεια -δεν θα πω η παλιοπαρέα μου γιατί αυτή κατά 95% χαζ ολρέντι λεφτ δε μπίλντινγκ (σε ανύποπτο χρόνο), μετακομίζει, ξεκοιλιάζοντας εντελώς το κτίριο της μπολντ στη Γραβιάς και Γρανικού γωνία, (αλλάζοντας περιοχή).

Τι νιώθουν τα παλιά κτίρια όταν τα αδειάζουμε; Το συγκεκριμμένο παλιό κτίριο ούτε θέλω να ξέρω τι νιώθει, καθώς το εγκαταλείπουν τα σωθικά του, και πάνω από όλα η ψυχή του. Δεν το φαντάζομαι τόσο σαν λείψανο -όμως, μόνο κάπως ξεμωραμένο -να αντιστέκεται, (εκνευρισμένο για τα βιαστικά γηρατειά του), να επιλέγει να μη θυμάται τίποτα, να έχει μετατραπεί σε μικρό νεογέννητο ανήμπορο κτιριάκι, μη μπορώντας να ξεγαντζωθεί από τις υπέροχες αναμνήσεις της κόκκινης μοκέτας του (μιας μοκέτας που έχει διασκεδάσει όσο καμμιά μοκέτα έβερ -έχοντας ακούσει έξυπνα, όμορφα πράγματα, έχοντας ποδοπατηθεί από έξυπνους, όμορφους ανθρώπους).

Στον καινούργιο χώρο, καμμιά έξυπνη λέξη δεν έχει ακόμη αντηχηθεί, φαντάζομαι μπετόν, κρύσταλλα, υλικά προς το παρόν κοιμισμένα, γεμάτα άνγχος και "ζήλια" για τα παλιά μπετά που κάπως είχαν καταφέρει να ζήσουν τόσο έντονα –πριν βασιλέψουν…

Δεν ξέρω βρε γιατί είναι δύσκολες οι μετακομίσεις. (Αν διαβάζεις για να βγάλεις συμπέρασμα.)

Αλλά όντας πάνω πάνω στην τσουλήθρα, γιατί να μην τσουλήσω στην μεταφορά μου, τολμώντας μια μαύρη σκέψη και μιλώντας για μια πιθανή εκδοχή εξήγησης (μιλώντας δηλαδή για τα “προσεχώς” ξαφνικά, άουτ οφ δε μπλου εντ δε μωβ); Όποιος δεν θέλει να ξέρει τι πιστεύω ότι γίνεται παρακάτω στο σενάριο ας πεταχτεί για εφημερίδα κι ας γυρίσει σε κανένα τριήμερο (που θα έχω αναστηθεί και θα μιλάω για γκόμενους, κραγιόν και μανόλο μπλάνικ).

Φυσικά και είναι δύσκολο να κουνάς μαντήλια.

Είσαι το μόνο έμβιο με συνείδηση (και θυμό, και άρνηση) που κάποια στιγμή θα τα πακετάρεις όλα για τα καλά -και πόσο ομιγκόντ εκνευριστική είναι η μηγνώση του τόπου μετακόμισης (το κόνσεπτ μετακόμιση σε άγνωστο προορισμό).

Ώπα. Μισό λεπτό. Προειδοποίησα ότι θα κάνω την τσουλήθρα, αλλά μου ήρθε κι εμένα βαρύ (από εκεί που μιλούσαμε για μια απλή μετακόμιση να φτάνουμε να μιλάμε για θάνατο –και μάλιστα με ύφος “ξέρω εγώ, καλέ εγώ θα σας πω”).

Μα…… δεν είναι άγνωστος -θα ισχυριστώ- ο θάνατος: το να μην υπάρχεις, δηλαδή.

Πριν γεννηθούμε δεν υπήρχαμε. Αρά έχουμε ήδη υπάρξει σε κατάσταση που δεν υπήρχαμε (αφού πριν γεννηθούμε μας συνέβαινε ακριβώς αυτό που θα πάθουμε και αφού πάψουμε να υπάρχουμε).

(Το ξαναλέω, για εμπέδωση -κι εσείς κάντε “ααα!”, σαν να το ακούτε για πρώτη φορά παρακαλώ).

Η ζωή είναι η γέμιση στο σάντουιτς. Δεν υπήρχαμε πριν υπάρξουμε.

(Μόνο το σαλάμι υπάρχει.)

(Άρα γουή χαβ μπιν “δερ” μπιφόρ, και "ξερόυμε" τι θα πει “δεν υπάρχω”, και -οπότε- κατάλαβες. Δεν φοβόμαστε το θάνατο βασικά: αυτό που μας την σπάει είναι που απλά δεν θυμόμαστε τι ακριβώς νοσταλγούμε.)

Στην τελική τι ανησυχούμε;

(Είναι το τελευταίο που θα μας συμβεί...)

Αλλά πωπώ, πτώμα νιώθω ξαφνικά. (Πολύ βαριές οι κούτες.)

Ο λόγος που είμαι κατά της ιδιοκτησίας (χα χα χα, γυροσκοπικός συνειρμός) είναι ότι ξέρω ότι όταν εγώ μετακομίσω το σπίτι μου κι ό,τι μου ανήκει δεν θα μετακομίσει, αλλά θα ζήσει να μη με θυμάται (κάποιος άλλος μέσα του).

Απαράδεκτο. Δηλαδή, κάποιος άλλος θα δει εκείνα τα βρακιά τα ροζ που πουλάει σε πεντάδα το μάρκς εντ σπένσερ και που δεν βλέπονται με τίποτα, αλλά είναι βολικά, όταν είναι βολικά –κι εγώ αυτό θα πρέπει να το διαχειριστώ κουλ!;

(Εκδικείται το λάθος βρακί. Έπρεπε να το ξέρω.)

Όσα λιγότερα σου ανήκουν, τόσο λιγότερα θα συνεχίσουν να υπάρχουν ερήμην σου, εκθέτοντάς σε στην κοινωνία.

Για αυτό μην νιώθετε ότι αφήνετε πίσω κάτι που υπήρχε. Νέα αρχή ροκς εντ ρολς.

Και ο λόγος (για να ολοκληρωθεί και η αντίφαση όμως, που, αν και κατά της ιδιοκτησίας, θέλω να ανήκω) είναι όχι επειδή είμαι ένα μικρό γλυκούλι ανθρωπάκι που θέλει να του χαϊδεύει τα μαλλάκια η κοινωνική συνθήκη, η ασφάλεια και το σέιφτι νετ: αλλά ένα ανθρωπάκι που θέλει να του καλλιεργείται συνεχώς η ιν ντιναϊαλ ψευδαίσθηση της αιώνιας ύπαρξης.

Για αυτό, ξαναλέω, νιώστε ότι δεν αφήνετε πίσω τίποτα. Νέα αρχή ροκς εντ ρολς.

Καμμία αντίφαση. Απλά το ίδιο με άλλα λόγια είναι.

(Ευτυχώς που υπάρχουν και τα φέησμπουκ στάτους των άλλων, γιατί αποτελούν το καλύτερο επίχειρημά μου, σχετικά με το ότι θέλουν να νιώθουν φευγάτοι αλλά βασικά να ανήκουν ΟΛΟΙ, δεν πα να το παίζουν βαγκαμπόν και ζαμανφού. “Είμαι στο Λονδίνο”, “έχω πονοκέφαλο”, “είμαι στο ροκενρόλ”, “σιγά μην πάω στα ερμής αγουόρντς”, “δεν πάω πουθενά, εδώ θα μείνω”, κλπ.)


ΥΓ1
Φτιάχτηκα τώρα, θα ξαναγυρίσω στην ιδιοκτησία και στη μετακόμιση πάλι, με ένα προσωπικό δεδομένο (άσχετα με το ό,τι το έχεις δεδομένο σε διαψεύδει.) Πληροφορία σημαντική είναι ότι πέρσυ αφέθηκα χωρίς φόβο στο να νιώσω σπίτι μου (πες το μίνι μετακόμιση), για κάποιους σεβαστούς μήνες, το σπίτι μου μισό πλανήτη μακριά (15 ώρες με το αεροπλάνο, 8 ώρες με το τηλέφωνο).

Κι αφότου γύρισα συμβαίνει το εξής.

Το παλτό μου κοιμάται ακόμη (μοναχικό) στην κρεμαστρούλα του, στη ντουλάπα “μου” στη Μιννεάπολη.

Το λυπάμαι το μαύρο (με τα χρυσά φερμουαράκια του που κανέις δεν του ανοιγοκλείνει με στοργή).

Έφυγε να κάνει τη ζωή του στα εξωτερικά με τις καλύτερες των προοπτικών, μαύρο μεν σε χρώμα, αλλά σε διάθεση κόκκινο, νομίζοντας ότι του ανήκω κι ότι θα το υπηρετώ νυχθημερόν (κουβαλώντας το στους ώμους μου και πηγαίνοντάς το σε χίλια μέρη), νομίζοντας ότι θα το κάνω να νιώθει σημαντικό -με το να με ζεσταίνει και να με προστατεύει.

Κι εγώ η άκαρδη: το πήγα από εδώ, το έφερα απο εκεί, (που δεν το έφερα δηλαδή, αυτό λέμε), και στο τέλος-τέλος το άφησα ξεκρέμαστο στη ντουλάπα του το μαύρο.

(Εύχομαι ο Ιωάννης να έχει κρεμάσει δίπλα του κανένα ωραίο μπουφάν, να τα έχουν φτιάξει και να έχουν κάνει και όμορφα ζακετάκια.)

Πώς να μυρίζει αυτή τη στιγμή το παλτό μου -που πήγα και του μετακόμισα χωρίς να το ρωτήσω; Πώς μυρίζει ένα θυμωμένο παλτό; Μυρίζει ακόμα σανέλ ο γιακάς του, μετά τη μετακόμιση; Έχει ακόμη στην τσέπη του το εισητήριο από εκείνο το σούπερ έργο με τη Τζούντι Ντέντς που είδα –πριν τη επαναμετακόμιση;

Πολύ μούβινγκ, έτσι;

Δεν είναι τυχαίο που η λέξη “μούβινγκ”, (ιν ίνγκλις, οφκόρς, και ως απαρέμφατο ή ως επίθετο εναλλάξ), εκτελεί ΚΑΙ μεταφορές (σημαίνοντας “μετακομίζειν”) ΚΑΙ παρομοιώσεις (σημαίνοντας “συγκινητικό”).

Μα τι λέμε τόση ώρα; Το αυτό.

Μετακόμιση και συγκίνηση πάνε πακέτο.

Και, για παρηγοριά, και αντιπερισπασμό, το πακέτο περιέχει πάντα αυτό το διαφανές πλαστικό υλικό περιτύλιξης ασφαλείας, το “μπάμπλ ραπ” -με τα μπλίστερς που τα σπας και κάνουν παφ παφ: για να περνάει χαρούμενα η ώρα, ασφαλώς, (και να μη θυμηθείς να στεναχωρεθείς.)


ΥΓ2
Πάντα φαίνονται άσχετα κάποια υστερόγραφά μου (είναι κόλπο για να κάνουν ανσάμπλ με το ό,τι άσχετο έχει προηγηθεί), σο χίαρ καμς ενάδερουαν στην εν λόγω συλλογή των ασχετοσχετικών: συζητούσα λοιπόν με τον γιατρό νούμερο εικοσιπέντε (τον μαρκήσιο) περί ανεξήγητων ιατρικών φαινομένων (όπως είναι η ζωή).

Του είπα ότι νιώθω ιδιαίτερα θνητή -και για αυτό ευγνώμων που ξυπνάω το πρωί, και ανοίγω ματάκια, και κουνάω χέρια πόδια, συνειδητοποιώντας όλο αυτό το δώρο, όλο αυτό το δύσκολο έργο, όλη αυτή την αλυσιδωτή ροή ενέργειας που απαιτείται για να λειτουργεί το εργοστασιάκι μου (πες το σώμα).

Καρδιά, υγρά, μύες, αναπνοές, μηχανισμοί, ορμόνες, μπήξε, δείξε, όλα ρολόι -κι όλο αυτό 24 ώρες τικτάκ κάθε μέρα.

Είναι τρομαχτικό (καταλήξαμε). Σχεδόν να είναι πιο “λογικό” να μην υπάρχει κάποιος, να είναι πιο "φυσική" κατάσταση το να πατηθεί το off από το να γίνονται με βεβαιότητα όλες αυτές οι αδιάκοπες και απίστευτης σύλληψης λειτουργίες.

Αλλά γίνονται γαμώτο.

(Γιούπι.)

Κάνοντας τη μη-ζωή μια κατάσταση που η "νεαρή" μας αλλαζονεία δεν μπορεί να χωνέψει με τίποτα ακόμη. (Φίου!)

Για αυτό (ώρα για μελί μελό) να χαίρεστε που ξυπνάτε το πρωί και που έχετε να πάτε στην όποια μετακόμιση, και μην πάτε με μισή καρδιά, γιατί με μισή καρδιά ούτε λειτουργεί το εργοστασιάκι όυτε γίνεται δουλειά.

ΥΓ3
“Γιατρε; Ξύπνησα με κεφάλι σε μετακόμιση. Είναι σοβαρο;”

ΥΓ4
“Μέχρι νέο τέρας (να σε στοιχειώσει), όχι -μην ανησυχείς.“

ΥΓ5
Κατάλαβα. (Δεν υπάρχει όριο στις κατά κεφαλήν μετακομίσεις.)

ΥΓ6
Αλλά πάλι, χάθηκε να μετακομίσει κάτι άλλο μου, πουχού το σώμα μου αντί το κεφάλι μου;

(Αν και... προφανώς μόνο έτσι εκτελούνται, στο κάθε μου απόσπασμα, ωραίες μεταφορές -και παρωμοιώσεις, και λοιπά.)

Καλό δρόμο.

6 Οκτ 2008

Το α-ποθημένο.

Η έκφραση "έχω πάει με Χ άντρες" -όπου Χ ίσον ένα νουμεράκι που για γκούχου-γκούχου λόγους θα μείνει για πάντα μονοψήφιο (μην και φανούν ούτε λίγοι ούτε πολλοί) μου είναι αντιπαθής -καθώς, πέραν του ότι ηχεί βήτα μην πω γάμα (και κυριολεκτήσω), είναι ΚΑΙ ανόητη.

Που ακριβώς δηλαδή πήγα με όλους αυτούς τους τάχα μου μονοψήφιους ούτε λίγο ούτε πολύ άντρες;

Γιατί, όπου και να πήγα, στο τέλος γύρισα.

Γιατί γύρισα; (Ειδικα μάλιστα από εκεί που πήγα με αυτούς που τουλάχιστον μόλις τους πρωτοείδα "έμεινα".)

Βρίσκομαι στην εκκίνηση πάλι (όπως κάθε 3-4 χρόνια).

Άρα να μια αποδεκτή απάντηση: πιθανώς πήγα από εκεί που ήρθα.

Δηλαδή πουθενά.

Κάποιος είπε πρόσφατα, όβερ σούσι, κάτι που με έβαλε σε σκέψεις -όπως κάθε απλή σοφία. "Μια γυναίκα δεν ξεχνάει ποτέ αυτούς με τους οποίους ΠΗΓΕ, κι ένας άντρας δεν ξεχνάει ποτέ αυτές με τις οποίες ΔΕΝ πήγε."

Άκου να δεις, ε;

(Χμ!)

Γεγονός είναι ότι οι άντρες θέλετε να γονιμοποιήσετε το σύμπαν. Αποτελεί μονολιθική εντολή του dna σας να διαιωνίσετε το είδος εις τον αιώνα τον απαξάπαντα, να βγουν παντού γύρω νέα καθ'ομοίωση συμπαντάκια να κουνάνε χέρια πόδια, -πράγμα απολύτως (βιο)λογικό. (Κι άμα κάποια σας ξεφύγει μπαίνει στη λίστα "απωθημένο".)

Εμείς τα κοριτσάκια από την άλλη, ψοφάμε να κυοφορήσουμε τον απόγονο του λίντερ οφ δε πακ -ώστε το είδος να διαιωνιστεί με γερά γονίδια -που αν γίνεται να φοράνε και οντεμάρ πιγκέ. (Κι αν κάποιος μας κάτσει καλά και φύγει μάς κάθεται για τα καλά -στη λίστα απωθημένο.)

Κατάλαβες.

Ανθρώπινη φύση. Μας θέλετε όλες, θέλουμε τον καλύτερο.

Σας ανήκουν όλες, μας ανήκει δε ουάν.

Σας μένουν απωθημένο αυτές που ποτέ δεν κατακτήσατε (και σας τις πρόλαβαν άλλοι), μας μένουν απωθημένο αυτοί που μας κατέκτησαν (και μετά τους πήραν άλλες).

Ε, αφού το λύσαμε, αυτά για σήμερα.

Αλλά, να πω εγώ κάτι;

Μπο Ρινγκ. (Με ύφος Τζον Στίουαρτ.)

Είμαστε αμφότεροι βαρετοί τύποι, μποϋζ εντ γκερλς, με όλα τα απωθημενάκια μας και τις δικαιολογιούλες μας επειδή ακόμη δεν έχουμε βρει αυτό που ψάχνουμε και βγάζουμε το μυαλό μας βόλτα στο ανθισμένο πάρκο της μυθοποίησης (τίγκα στα μπαομπάμπ).

Γιου νόου γουάτ;

Δεν έχει σημασία αν κατουράει όρθιο ή καθιστό -είτε θηλυκού είτε αρσενικού γένους, το απωθημένο έχει πολύ πετυχημένο όνομα.

Με απωθεί.

(Και ένα κι ένα πάντα δύο έκανε.)

Οπότε μέχρι να εφευρεθεί τανγκό για έναν, αν κάποιος αποτελεί απωθημένο (όντας είτε πρώην είτε άπιαστο όνειρο) είναι γιατί έτσι το θελήσαμε εμείς ή γιατί έτσι θέλησε μόνος του, οπότε προφανώς είναι πρωήν ή άπιαστο όνειρο για κάποιον γουατέβα λόγο, που θα έπρεπε να μας έκανε να κλείνουμε τις υποθέσεις μας και να κοιτάμε μπροστά (αν βέβαια έχουμε βγάλει το δημοτικό -οπότε αν είσαι κάτω από 10 μη διαβάζεις τσάμπα, και, ναι, υπάρχει αη-βασίλης.)

Βέβαια, ναι, ναι, ξέρω τι θα μου πέιτε, σε κάποια πράγματα δεν χωράει η λογική, κάποιες φορές η μυθοποίηση αλατίζει γλυκά τις πληγές που μας προκαλούν οι εν λόγω αποσκευές μας (που οι ίδιοι ετοιμάζουμε), και τέλος πάντων η μυθοποίηση είναι και λίγο σέξυ, μπλα μπλα μπλα, και λίγο ρομαντικοτέτοια και -ένιχού- τα πράγματα δεν είναι έτσι απλά όπως τα λέω, γιατί στο κάτω κάτω "ιτς κόμπλικέιτιντ" -πράγμα που είναι και στάτους στο φέησμπουκ, άρα κάτι έγκυρο και ρισπέκταμπλ :-)

Ε, αφού το λύσαμε, αυτά για σήμερα.

Αλλά, να πω εγώ κάτι;

Μπο Ρινγκ.

Δεν έχω την παραμικρή ιδέα εννοείται (εγώ η ξύπνια) πάνω στο θέμα που άνοιξα -δεν θα προσποιηθώ το αντίθετο. (Και μάλιστα χαίρομαι και αφάνταστα για αυτό, όχι μόνο για το ντεφινίσιον του μπλις, αλλά γιατί έχει πιο πλάκα έτσι -να παραμένεις αδιάβαστος παρά την αδιάκοπη μελέτη. Απλά βαριέμαι -πειράζει;)

(Ακούστηκε ένα "ναι" στο βάθος.)

Όμως ειλικρινά: πιστεύω ότι στο θέμα σχέσεις, ανά πάσα στιγμή, το μόνο που μετράει είναι το τι μας συμβαίνει τώρα, αυτήν την στιγμή -που μόλις πέρασε- γιατί το τώρα είναι η πιο ασφαλής γέφυρα προς το τι πρόκειται να μας συμβεί στο (άμεσο ας ευχηθούμε) μέλλον.

Όχι ότι όσοι πέρασαν δεν ακούμπησαν (εκτός αν ήταν ξένο εκείνο το χέρι κάτω από τη μπλούζα μου).

Είμαστε το σύνολο των επιλογών μας (καθώς και, αποτέλεσμα συγκυριών) -άρα είμαστε κατά ένα τεράστιο ποσοστό παρελθόν, δεν λέω όχι: απλά αυτό που λέω είναι ότι στο παρελθόν "είμασταν", στο παρόν "είμαστε", στο μέλλον "θα είμαστε".

Οπότε διαλέξτε χρόνο -να "υπήρχατε", να "υπάρχετε" ή να "υπάρξετε".

"Στο μυαλό μας το απωθημένο μπορεί να μυθοποιηθεί σε ενοχλητικό βαθμό".

Φακ ιτ μωρέ.

(Κυριολεκτώ.)

Άμα έχετε σκελετούς στις ντουλάπες σας, τώρα που θα κατεβάσετε τα μάλλινα, ευκαιρία είναι. Πείτε τους (αφού τους ρωτήσετε τι τάξη πάνε και τους πείτε πω πω πως ψήλωσαν) να καταπιούν τη ληγμένη βαπόνα λεβάντας (που ακούγεται και γκουρμέ).

Εγώ θα το προσπαθήσω -πρόμις.

Γιατί καταλήγω.

Όταν δυο άνθρωποι θέλουν να είναι μαζί, είναι.

Ρίξε μια ματιά γύρω σου.

Αν δεν είναι δίπλα σου αυτός που θέλεις, ή αυτός που νομίζεις ότι πάντα ήθελες, είναι γιατί προφανώς είναι εκεί που πρέπει ή που θέλει να είναι (μακριά σου). Φίου! Σου έχει αδειάσει τη γωνιά πριν καν στη γεμίσει (οποία ευγένεια).

Αν δεν το σκεφτείς έγκαιρα αυτό και δεν αφήσεις το βλέμμα σου να πλατσουρίσει στα κρυστάλλινα νερά τού υποσχόμενου νέου έρωτα, τότε αυτός θα περάσει από μπροστά σου, κι εσύ ίσως ούτε καν τον δεις, αν έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι δεν θες να "βλέπεις" ή να "δεις", αλλά θες να "έβλεπες". Τον ποιητή όταν τα έλεγε δεν τον ακούσατε. "Εκεί που κοιτάς, εκεί θα πας". (Πίσω θες να πας; Αν ναι, εντάξει. Κοίτα πίσω. Και να μας γράφεις.)

Είμαι χαζή , μου το έχουν πει πολλλές φορές. Αλλά το μόνο "απωθημένο" που πραγματικά κάνει πρόσες το κεφάλι μου ώς πραγματικό υποκείμενο του πόθου είναι το ώς τώρα μη-ποθημένο (το α-ποθημένο δηλαδή -χα χα χα). Αυτό που δεν έχεις ποθήσει ακόμη τέλοςπάντων -αυτό που σε περιμένει μπροστά. Αν τα πράγματα έχουν αλλιώς, τότε και ο ποιητής αλλά και αυτός που είπε ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία να μην πληρωθούν τις υπερωρίες.

Στον κόσμο μου, (υπάρχει και άλλος;), πιστεύω, γενικά, όχι μόνο στις σχέσεις, ότι το καλύτερο αν δεν είναι εδώ τώρα δίπλα σου δεν είναι ούτε πίσω σου. Η συνεχής κατάσταση αναμονής που νιώθω θα ήταν αφόρητη αλλιώς. Βέβαια αυτή η και καλά αυτοπεποίθησή μου έχει πολλάκις κατουρήσει το βρακάκι της. Και αν αντιστοιχούν Χ προσπάθειες αναζήτησης στον καθένα κι έχουν τελειώσει τα κανονάκια μου; Αν πάω να σε φιλήσω καλέ μου καινούργιε μόλις σε βγάλω από τη συσκευασία σου και έχω ξεχάσει το πώς γίνεται; Άσε που δεν ξέρω αν αυτό με τρομάζει ή με... αναπαλαιώνει. Το λέω γιατί βλέπω συχνά ένα όνειρο. (Κυνηγάω λέει κάποιον που τον βλέπω πλάτη, και όταν τον φτάνω και πάει να γυρίσει να δω επιτέλους ποιος είναι γυρίζω πλάτη εγώ και φεύγω. Φοβάμαι κάτι μάλλον. Ίσως φοβάμαι μη τυχόν και φοβηθώ.)

Δεν έχω "πάει" με πολλούς άντρες. Ένας ήταν ο εξ. Όμορφος και άσχημος μαζί, με καφέ, μαύρα και πράσινα μάτια, πολύ ψηλός, ξανθός με μαύρα μαλλιά, κοντός, και υπερβολικά πλούσιος, συνήθως χωρίς φράγκο. Δεν θέλω να ισοπεδώσω τον μοναδικό μου εξ (αποδώ), ή να τον ξεχάσω -άλλωστε ό,τι είμαι σήμερα μαζί του διαμορθώθηκε -άσε που κάθε τέσσερα πάνω κάτω χρόνια μου έδινε κι από ένα πρώτο φιλί, την εμπειρία του πρώτου βλέμματος, του πρώτου σινεμά, του πρώτου σεξ, του πρώτου τσακωμού -και βέβαια τον ευχαριστώ και τον συγχωρώ για τα πάντα (ακόμη και για το τίποτα).

Αλλά είχαμε ημερομηνία λήξης, πώς να το αγνοήσουμε; Την στιγμή που μιλάμε μας αντιστοιχούσαν είκοσι χριστούγεννα και είκοσι καλοκαίρια (για να μην μιλήσω για τις είκοσι απόκριες), από όταν τα φτιάξαμε, προ εικοσαετίας για πρώτη φορά.

Μην μπερδεύεστε. Δεν ξέρω αν είμαι μονογαμική ή όχι, ούτε αν είναι εκεί η ουσία, αν είμαι κλασικό κορίτσι που ψάχνει δε ουάν -ανάμεσα σε πολλούς δε ουάνς που ψάχνουν έβρι ουάν. (Όμιγκοντ -δε μεςς.)

Ούτε ποια είναι τα όριά μου ξέρω -τι ανεβάζει το ηθικό μου και κατεβάζει το ανήθικό μου. (Ο διάλογος είναι ευτυχώς ανοιχτός, και προφανώς οι πράξεις μιλάνε από μόνες τους.)

Πιστεύω εις ένα Θεό (τον Ντέιβιντ Μπάουι) αλλά και εις μία Θεωρία: φοβάμαι ότι η αδιαμφισβήτητη γοητεία του ανεκπλήρωτου και του απωθημένου κρύβει ύπουλη ημερομηνία λήξης -κι ο μόνος λόγος που δεν την βλέπουμε είναι γιατί δεν υπήρξε ποτέ (για όλους τους σωστούς λόγους) ημερομηνία έναρξης.

ΥΓ1
Κάθε σχέση κάτι άλλο θα σε κάνει να πιστέψεις για σένα -με κίνδυνο να μπερδευτείς. Σε άλλη σχέση είσαι όμορφος σε άλλη όχι, σε άλλη είσαι χαριτωμένος που έχεις αυτή την τάδε συνήθεια, σε άλλη είναι τρομερό μειονέκτημά σου, σε κάποια άλλη το στήθος σου είναι μια χαρά (έχει μικρό χέρι), σε κάποια είσαι βαρετός, σε κάποια άλλη πολύ σέξυ, σε κάποια είσαι έξυπνος, σε άλλη πονηρός.

ΥΓ2
Τα είσαι όλα και τα είναι και οι άλλοι όλοι για σένα ανά περίπτωση, αλλά η μαγική στιγμή που είσαι σίνγκλ, που ο πρώην σου είναι μόνο ένας, δεν συγκρίνεται με τίποτα. Το α-ποθημένο είναι μπροστά τότε. Μόνο καλό είναι αυτό.

ΥΓ3
Αλλιώς να θυμηθούμε τον άλλο ποιητή -στη Μήδεια δεν αναφέρεται αυτό; Τα μπλέκω πια τόσα που είναι τα ωραία- που απειλεί (σε μετάφραση): "Πράγματα που ήταν να γίνουν δεν έγιναν ποτέ και πράγματα που δεν ήταν να γίνουν έγιναν".

ΥΓ4
Ωραίο να μην γίνονται πρώην πράγματα και να μην ζεις για πρώην χρόνια τη μέρα τής μαρμότας.

ΥΓ5
Όσο αποφασίζεις ότι "κανείς δεν είναι για μένα, όλοι ίδιοι είναι, κανείς δεν με κατάλαβε, τους θέλω όλους", γίνεσαι λίγο γραφικογελοίος, αλλά μετά το πρώτο σοκ (παρεπιμπτόντως γεια σου σοκ), και αφού κάνεις εκεί ότι νομίζεις ότι έχεις καταπιέσει ή στερηθεί, ε, δεν μπορεί, πιστεύω, να βρεθεί ο άνθρωπος γόμα που δεν θα πασαλείψει απλώς το παρελθόν σου αλλά θα κάνει το μέλλον σου να έχει μέλλον, θα σε κάνει να σταματήσεις να θεοποιείς τους πρώην ή τους μη κατεκτημένους, θα σε κάνει να νιώθεις περήφανος που τον έχεις μπροστά σου, αλλά κυρίως που τον έχεις δίπλα σου -ούτε πίσω σου, ούτε πάνω σου.

ΥΓ6
Πόσοι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν, ώστε να θες να "πας" με πολλούς μέχρι και καλά να τον βρεις;

ΥΓ7
Εμένα ρωτάς;

ΥΓ8
Αν ρωτάς εμένα, το α-ποθημένο έχει πολύ πετυχημένο όνομα. Το ποθώ.

ΥΓ9
Αλλά μη ρωτάς εμένα.

4 Οκτ 2008

Ενός λεπτού κραυγή.

Μόλις έχω έρθω επίσκεψη στο χώρο σας (που εύχομαι να κλιματίζεται), και κρατάω ένα πακέτο τυλιγμένο πρόχειρα με κορδέλα, σας το πασάρω ευγενικά, το ανόιγετε και τι να δείτε;

Μια κλειδαρότρυπα με θέα κατευθείαν στα πιο απόκρυφα μέρη μου.

Ε!

Άνθρωποι είστε!

Θα κρυφοκοιτάξετε!

(Εγώ το ζήτησα.)

Και τότε θα κρύψω τα χέρια μου μπροστά από τα μάτια μου και θα μάθετε όλοι το μεγάλο γυμνό μου μυστικό, αυτό που μόνο δυοτρείς άνθρωποι ξέρουν -πως πριν λίγους μήνες έμεινα έγκυος.

(Αν και το πραγματικό μυστικό -με την έννοια του μυστηρίου περισσότερο- είναι ότι δεν μπορούσα με τίποτα να συνειδητοποίησω, και ντροπή μου, ποιος ήταν ο πατέρας -τέτοια είμαι).

Η πρώτη σκέψη (επειδή είμαι υπέρ των κυήσεων) ήταν "πώς θα το ονομάσω" -όταν με το καλό ερχόταν. Το δεύτερο πράγμα που σκεφτόμουν ήταν να βγει υγιές. Το τρίτο που σκέφτηκα (επειδή υπέρ ξεϋπέρ είναι ταφ και σκέρι) ήταν πως αν το "ξεχνούσα" μπορεί να ξύπναγα το πρωί απηλλαγμένη από το καθήκον να στραμπουλήξω γλυκά κάθε κύτταρό μου, φουσκώνοντας, πονώντας και βογγώντας.

Σκέφτηκα και ξε-σκέφτηκα πολλές εκδοχές (ούσα τεμπέλα), τελικά πάντως αποφάσισα να το κρατήσω (και ίσως η φύση αναλάμβανε όλα τα υπόλοιπα), και στην τελική αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε, προορισμός μου ήταν, (οπότε "το κάνω και βλέπουμε" -κατέληξα- σκεπτόμενη συνεχώς την ευχή "με έναν πόνο").

Τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι:

Γρήγορα αρχισαν τα φουσκώματα, οι μικροζαλάδες, το στήθος μου επαναστάτησε (προς το παρόν μάλλον το έσπρωχνε από πίσω η παχύσαρκη ξαφνικά επιθυμία που φώλιασε στην καρδιά μου) -ώστε συνέβαινε λοιπόν, σχεδόν (πράγμα αφύσικο αν δεν περάσουν μήνες) ένοιωθα κάτι να κλωτσάει.

Πέρασαν 3 μήνες χωρίς να μοιραστώ το νέο με κανέναν, ακούγοντας συχνά τη φράση "ομόρφυνες εσύ", προσπαθώντας να ερμηνέυσω το φύλο του παιδιού μου με επαρχιώτικα τρυκ μαντέματος -ώσπου αποφάσισα να πάω στο γιατρό. (Κλωτσούσε υπερβολικά ξαφνικά.)

"Δεν ακούω ή βλέπω κάτι" είπε, προσπαθώντας να ακούσει και να δει μια δεύτερη καρδιά να χτυπάει το μέσα μου.

(Τι λυπημένα που με κοίταξε ο μαλάκας.)

"Δεν ξέρετε τι σας γίνετε" του είπα, δείχνοντας του που να βάλει το "ακουστικό" του.

(Τι λυπημένα που με κοίταξε πάλι ο μαλάκας.)

Να μην σας τα πολυλογώ, άλλαξα γιατρό, και λίγο καιρό μετά βρέθηκα, πρόωρα η αλήθεια είναι, να ποτίζω το γρασίδι τού μυστικού μου κήπου με τα βιαστικά σπασμένα νερά μου, και μετά να μπαίνω σπίτι μου, να αποφασίζω να γεννήσω εκεί, μόνη μου, εκτελώντας με "έναν πόνο" τον "προορισμό μου".

Άνοιξα τα πόδια μη μπορώντας να αναπνέυσω παρά μόνο ρυθμικά. Μιμήθηκα τα ντεσιμπέλ των κινηματογραφικών γεννήσεων με ευλάβεια, ξαπλωμένη φυσική, χωρίς μακιγιάζ, πλάθοντας από κάτω μου ένα μεταλλικό μονό κρεββάτι, ρέπλικα του κρεββατιού της σύλληψης. Βύθησα τα χέρια μου μέσα μου σε κάτι που είχε αίσθηση χαρτοπολτού και τράβηξα με σταθερότητα και με όλη μου τη δύναμη (μη βγει κομματιασμένο) αυτό που ούτε κορίτσι , ούτε αγόρι ήταν, αυτό που ίσα που ανέπνεε μέσα μου -αν ανέπνεε- αυτό που σύντομα θα έβλεπα ότι δεν είχε παρά μόνο σώμα -έναν σκέτο κορμό.

Το βιβλίο μου.

Έτσι.

Απότομα.

Στην αγκαλιά μου.

(Πατικωμένο, γυμνό, και σαν σαλιωμένο, να με κοιτάει φαφούτικο -και σχεδόν σαν ξένο στην αφή- να μη μυρίζει απαλά, σαν μωρό, αλλά πολύ πιο άγρια -σαν χαρτί. )

Ένα συνοθύλευμα μπάσταρδο (χωρίς πατέρα), από σελίδες λευκές (τουλάχιστον πήραν το χρώμα του δέρματός μου), και γραμματάκια στρογγυλά και μαύρα (τουλάχιστον πήραν τα μάτια μου), που βγήκε από μέσα μου υφάτο, κοιτώντας με υποτιμητικά, σκίζοντας με σε κομματάκια χαρτοπόλεμου -λες και δεν ήμουν η μάνα του -πάρα μόνο το προσωρινό του εξώφυλο.

Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα να κάνω, μιμούμενη ένα είδος τηλεοπτικής στοργής, ήταν να το πνίξω και μετά να το πετάξω σε έναν κάδο απορριμάτων. Αντ'αυτού επέτρεψα στην μηχανική (και ταυτόχρονα αμήχανη) μητρότητά μου να κόψει τον λώρο του -ή έτσι νόμιζα ότι θε έκανα τουλάχιστον, μέχρι που με τρόμο είδα ότι από πουθενά δεν ξεφύτρωνε λώρος, σαν να μην είχε ήταν (λες και ούτε το κυοφόρησα, όυτε το γέννησα, αλλά απλά το κουβάλησα.)

Και ήταν και άσχημο από πανω στην αρχή (γεμάτο ενοχλητικά μάυρα σημαδάκια σε σχήμα αλφαβήτας). Ίσως αν είχα λίγο ταλκ να σωζόταν η κατάσταση: θα έβαζα στον πωπό του (που όλο σαν πωπός μεταξύ μας ήταν) ένα κιλό ταλκ, μπας και κατάφερνε η εν λόγω κονιορτοποιημένη τρυφερότητα να καμουφλάρει το γραμμένο του.

(Δεν είχα ταλκ.)

Και το κοιτάζα για μέρες. (Τι παράξενο πλάσμα.) Δεν είχε ούτε κεφάλι ούτε πόδια. Και δεν έδειχνε την παραμικρή διάθεση να με υπακούσει. Με ξυπνούσε τα βράδια να με ταϊσει το ίδιο μου το γάλα με το ζόρι, ενώ μέσα σε δυο μόλις μέρες άρχισε να φέρεται εξαιρετικά ανάγωγα και αλλόκοτα, να βγάζει δόντια, να τρώει τα νύχια μου, και κυρίως να ρεύεται λέξεις (επίτηδες), δημιουργώντας μου την αγωνία αν θα τις έβρισκαν κι άλλοι τόσο αχώνευτες.

Από τη μία λογικό να θέλει να με ταλαιπωρήσει, εκδικητικό -ως προϊόν του πιο αρρωστημένου έρωτα (από μένα για μένα που τόσο με αγαπώ και τόσο θέλω να με πηδήξω), προϊόν όχι απλά αυνανισμού, προϊόν μιας σύλληψης παρά τη φύσει σχεδόν.

Δεν το θέλω αποφάσισα. Θα το αφήσω στα σκαλιά σας. 'Η -ακόμα καλύτερα- θα το πουλήσω.

Πριν το αποχωριστώ το εμπιστέυτηκα για ένα σύντομο μπεϊμπισίτινγκ σε κάποιον που "ξέρει από αυτά", μια και έχει μέσα στο κεφάλι του το πιο πλήρως εξοπλισμένο μαιευτήριο (γωνία με ένα ωραίο άλσος), τη στιγμή που εγώ έχω μια ψωροκλινικούλα (γωνία με το διανυκτερεύον φαρμακείο μου).

Του άρεσε. (Τι ευγενικός.)

Αλλά συμφώνησε μαζί μου.

Να το δώσουμε.

Δεν μου ανήκει πια. (Μόνο του το αποφάσισε.)

Τη στιγμή που μιλάμε ζει ήδη στο ορφανοτροφείο -εύχομαι να το αφήνουν να παίζει, να το βγάζουν στον ήλιο και που και που να του δίνουν και κανένα χαστούκι, έτσι βιαστικό που είναι, να αποκτήσει τρόπους -πριν υιοθετηθεί από την πιο σέξυ μάμα τού κόσμου -την κυρία Βιβλιοθήκη.


ΥΓ1
Τον πρώτο "γιατρό" τον άλλαξα επειδή έβαζε το μαρκούτσι του υπέρηχου στην κοιλιά μου ο μαλάκας (λες κι εκεί γονιμοποιήθηκε και κυοφορήθηκε το παιδί μου).

ΥΓ2
Το παιδί μου γονιμοποιήθηκε και κυοφορήθηκε το καλοκαίρι, άρα στο μυαλό μου, αφού όπως καταλαβαίνετε τα ωάρια μου ήταν σε άδεια -οπότε και είχαν ετοιμάσει τις βαλίτσες τους και είχαν ανέβει βόρεια. (Μετακόμισαν μόνιμα εκεί μαθαίνω.)

ΥΓ3
Όπως συμπεραίνετε, λέγοντας παραπάνω ότι "άνοιξα τα πόδια" για να γεννήσω, και λοιπά, σας εξαπάτησα, δεν κυριολεκτούσα: εννοούσα (και πάλι) πως άνοιξα τα πόδια του μυαλού μου, τα μόνα πόδια που με πάνε πραγματικά βόλτες, έστω κουτσαίνοντας συχνά (και που τώρα που τα κοιτάζω είναι παράξενα πόδια -σαν βρύσες είναι).

ΥΓ4
Σας εξαπάτησα εξίσου και μιλώντας για γιατρό. Δεν υπάρχει γιατρός. Ποτέ. Αν δεν σου συνέβη κάτι να σε έχει στείλει να σπούδασεις κάποια στιγμή γιατρός (εσύ ο ίδιος για σένα στη ζωή σου), την πάτησες. Αι εμ σόρυ. Γκαντ μπλέσγιου. Οπότε όπου γιατρός βάλτε τις ίδιες μου τις επινοημένες αναστολές, τις ίδιες μου τις τρικλοποδιές. (Η δε φωσκολική άγνοιά μου για την πατρότητα του παραπαιδιού μου, ναι, κι αυτή, ένα τρυκ.)

ΥΓ5
...Αν και η αλήθεια είναι ότι κάπου σε όλα αυτά υπάρχει όντως μια χοντρή κοιλιά -η κοιλιά που κάνει (επίτηδες) κάπου εκεί στη μέση το βιβλίο μου.

ΥΓ6
Το βιβλίο μου σε εισαγωγικά.

ΥΓ7
Και ας εξήχθη.

ΥΓ8
"Γράψε μου τι σου είπε ο εΝδότης", μου έγραψε, (τρώγοντας μια χαψιά το κάπα του εΚδότη), κάνοντας ευτυχέστατο δηλαδή ορθογραφικό σαρδάμ, η παιδική μου φίλη Μαριάννα -όταν της είπα ότι "παράτησα το παιδί μου στα σκαλία" ενός εκδότη.

ΥΓ9
Ο ενδότης και ο εκδότης. Το ίδιο -ας ευχηθούμε- πρόσωπο.

ΥΓ10
Κι από τότε δεν ξέρουμε τι να πρωτοαναρωτηθούμε, παρέα με τον άνθρωπο με το μυαλό μαιευτήριο (που αρκετά έχει τις δημιουργίες του στη θερμοκοιτίδα, βαρεθήκαν τα ραδιόφωνα να μην έχουν ωραία τραγούδια να παίζουν -άντε πια):

"Θα εΝδώσει ο εΚδότης;"

"Θα εΚδώσει ο εΝδότης;"

(Και τελοσπάντων, έστω: "Θα βγάλει σιντί ο Μουλάκης;")

ΥΓ11
Και επιπλέον: αφού διατείνομαι ότι το παιδί μου το έχω πια ήδη αποκληρώσει, ειλικρινά, με νοιάζει; Τι με νοιάζει;

ΥΓ12
Πηγαίνοντας στη Νέα Υόρκη, είχα μαζί μου το βιβλίο μου, με σκοπό να το διαβάσει ο δέυτερος ευγενικός φίλος μου, που κι αυτού περιέργως του άρεσε, (Πέτσα με συμπαθείς καταλήγω), και είχα σκεφτεί να κάνω κάτι καλό για το κάρμα του, να αφήσω κι από μία από τις 70 σελίδες του, σε 70 διαφορετικούς νεοϋρκέζικους κάδους απορριμάτων. Σκουπίδι στην Αμερική; Αριστούργημα στην Ελλάδα. (Δική μου θεωρία -που να εξηγώ).

ΥΓ13
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το βιβλίο μου έχει ήδη μεταφραστεί στα αγγλικά. Πετώντας για ΝΥ είχα την τύχη να έχω δίπλα μου έναν εικοσιπεντάχρονο νόστιμο καλιφορνέζο με τον οποίο δεν σταματήσαμε να μιλάμε και ο οποίος μου ζήτησε (αφού του συστήθηκα με όλη την ξιπασμένη κομπορυμοσύνη μου ως writer) να του μεταφράσω κάποια κομμάτια. Έχω μαζέψει 2 "μου αρέσει" κι 1 "I like it" (και είναι από τις φορές που πάιρνοντας τα 3 μου το χαίρομαι).

ΥΓ14
Δεν έχω αντίτυπο, παρά μονο την ηλεκρονική του μορφή (τα αντίτυπα τα έχουν ο ενδότης και οι 2 μου αναγνώστες σόου φαρ), αλλά λέω μπας και τυπώσω κανένα -και το βάλω όντως στη βιβλιοθήκη μου, να συνηθίζει (σπίκινγκ οφ γκουντ κάρμα). Θα το βάλω δίπλα σε σοβαρά βιβλία, να ανοίξει κουβέντες με σοβαρούς ήρωες, σαν τον Μίσκιν ας πούμε -να ξεστραβωθεί. Είναι εύκολο να κοινωνικοποιηθεί και να κάνει παρέα με άλλα -καλώς ή κακώς- κείμενα: γραμμένο με αρκετό αέρα ανάμεσα στις γραμμές, ώστε να έχει αρκετό οξυγόνο το ό,τι το between the lines καταφέρει κανείς να αποκαλύψει, κάνοντάς με και μένα, σαν γονιό, να καταφέρω το ακατόρθωτο (και να ερμηνεύσω το παιδί μου).

ΥΓ15
Η τελευταία πράξη του αγαπομίσους της έσσλιν-λεχώνας, γράφτηκε χτες, όταν, (καθόλου με "έναν πόνο"), πούλησα στον πρώτο μου αναγνώστη την ηλεκτρονική σχισμή εξόδου τού πονήματός μου (το παλιό μου ibook, το οποίο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έγινε το καινούργιο του ibook). Εύχομαι να χαρεί αυτήν την ρέτρο βίντατζ και ψευτοπαρθένα πια μήτρα (αφού την ξεκοίλιασα από κάθε αρχείο, μπας και ξε-ξεχυλώσει).

YΓ16
Θα παρακαλέσω ενός λεπτού κραυγή, έτσι για ισορροπία, για την ενός λεπτού σιγή που κράτησα τον τελευταίο μήνα αμέσως μετά τη δολοφονία της συγγραφικής δειλίας μου (δηλαδή αμέσως μετά τη γέννα μου).

Φίνγκερς κρόσντ, (γιατί προς το παρόν το παιδί έχει ίκτερο),
Έσσλιν.-

2 Οκτ 2008

Απόκριες.

Πάλι ίδια έμεινα η δειλή (με λίγο κοντύτερη κουπ πάντως -για ξεκάρφωμα, σαφώς).

Πάλι δεν ντύθηκα Σικάτη Κοπέλα Με Ανταύγειες ή Νέα Γκόμενα Παρουσιαστή ή Πρώην Σύζυγος Πλαστικού.

"Τι έχω ντυθεί σήμερα;" -αναρωτήθηκα -πάντως- πριν κάποιες ώρες, γρήγορα διαπιστώνοντας, (με αυτολύπηση), την αναμαλλιασμένη αντίστασή μου να ντυθώ όπως όλα τα Καλά Ιλουστρασιόν Κορίτσια (νοικιάζοντας τη στολίτσα "Σελίδα Περιοδικού").

Η σωστή σειρά για να βγάλει νόημα το παραπάνω είναι ότι πριν ώρες βρέθηκα σε ένα (καλό) κομμωτήριο με ένα περιοδικό στο χέρι, αναζητώντας απάντηση στην πλέον οξυζενέ από όλες τις ντεκαπάζ ερωτήσεις: "ποια θέλετε να γίνετε;"

Πρέπει να δυσκόλεψα πολύ τον (νόστιμο) Μάριο Κολορίστα-Βαφέα αραδιάζοντάς του (ώς "παράδειγμα") 2-3 επώνυμες που ΔΕΝ θα ήθελα να γίνω -λες και ενδιαφέρουν κανέναν τα καλοταϊσμένα και μυώδη κόμπλεξ μου περί διαφορετικότητας.

"Σε πειράζει να σου πω τι θέλω να... αποφύγεις;", τον ρώτησα, καταλαβαίνοντας για πολλοστή φορά τον λόγο (βλέπε βαρεμάρα) που με οδηγεί στο κομμωτήριο μόλις μιάμιση φορά τον χρόνο -και αν.

(Τον ψιλοπείραζε: "να σου δείξω κανένα περιοδικό να συννενοηθούμε για την απόχρωση;")

"Δείξε μου... Αλλά..... βασικά...κοίτα... ξέρω τι (ΔΕΝ) θέλω... Μην με κάνεις να μοιάζω σαν την Πενέλοπε Παπαρίζου ή την Σάλμα Λόπεζ." (Κατάλαβες;)

Χαμογέλασε. (Από ευγένεια ίσως.)

Μου είχαν πασάρει ένα περιοδικό "ΟΚ" στο μεταξύ, για να χαζέψω στις πρωτο-κοσμικές σελίδες όλες τις Φωτοτυπημένες Κοπελίτσες (με την σκούρα παπαρίζα τους και τη βουπού στεκούλα τους με το θλιμμένο φιογκάκι με σβαρόφσκι), -κι αφού του είπα καμμιά δεκαριά φορές τη φράση "ούτε σαν κι αυτήν, ούτε σαν κι αυτήν, ούτε σαν κι αυτήν", μου πήρε το περιοδικό και μου ζήτησε (ο καϋμένος) να το περιγράψω με "δικά μου λόγια" (βλέπε φτου ξελευτερία).

"Με δικά μου λόγια; (Την πάτησες.) Είσαι ΣΙΓΟΥΡΟΣ; Πολύ καλά λοιπόν. (Ας πρόσεχες)".

("Μπορείς να πάρεις τα μαλλιά μου και να τα στείλεις μια βδομαδούλα διακοπές στις Μπαχάμες;".)

Χαμογέλασε.

Εννοούσα ίσα που να μου χαϊδέψει με τα ξανθωπά πινελάκια του απαλά τα μαλλάκια, όσο αθόρυβα συνηθίζει να το κάνει κάθε καλοκαίρι ο ήλιος, όταν και εφόσον πάω διακοπές -μια και ούτε που είδα θάλασσα φέτος (υποπτεύομαι ο ήλιος θα μου έχει μουτρώσει), αλλά και ούτε (το καλοκαίρι, τουλάχιστον, διευκρινίζω), μου χάιδεψε κανείς τα μαλλάκια -να ζαλιστούν να χάσουν το χρώμα τους.

"Προς το κόκκινο ή προς το ξανθό;" (συνέχισε αυτός.)

"Προς το μπαχαμίζον λέμε βρε", είπα αρχικά σαχλά, χαζοχαχανίζοντας επίτηδες, αλλά εκείνος με κοίταξε "κάπως" -οπότε και προσπάθησα να γίνω κάπως πιο καθημερινή, ("μια απλή κοπέλα μια απλή Πέμπτη"), λέγοντας:

"Μπορώ να γυρίσω ρε παιδί μου σπίτι μου και να μην με πετάξει ο καλός μου (ντράπηκα να πω ότι δεν θα με περιμένει κανένας σπίτι) έξω από την πόρτα, μη αναγνωρίζοντάς με;"

Το αποτέλσμα;

Πάλι ίδια έμεινα η δειλή (με λίγο κοντύτερη κουπ πάντως -για ξεκάρφωμα, σαφώς).

Πάλι δεν ντύθηκα Σικάτη Κοπέλα Με Ανταύγειες ή Νέα Γκόμενα Παρουσιαστή ή Πρώην Σύζυγος Πλαστικού.

(Μην λέμε τα ίδια.)

Κατάλαβα αμέσως ότι ζητούσα να πληρώσω περί τα 150 ευρώ μόνο και μόνο για να φύγω από το κομμωτήριο σαν να μην σηκώθηκα ποτέ από το κρεβάτι μου το πρωί -οπότε και κατέληξα να πω να αφήσουμε το χρώμα "ως έχει", βάζοντας όμως τα δυνατά μου να ψευτομοιάσω κατακόκκινη (από ντροπή -σε μια απόχρωση κάπως λες και η φάτσα μου φιλιόταν παράνομα για καμμιά ώρα με δυο παντζάρια), μια και ήθελα να κάνω τη χάρη σε τουλαχιστον τρεις κομψές κυρίες που με κοιτούσαν με οίκτο -βέβαιες ότι δεν χρειάζομουν κομμωτή αλλά ψυχαναλυτή (να βάλει ρόλεϋ στο δειλό ναρκσισσισμό μου;).

Δοθείσης όμως ευκαιρίας, κατάλαβα ότι παρότι θεωρούσα από παιδί στεναχωρημένη και θλιβερή γιορτή τις απόκριες, δεν σταματώ να αυτογελοιοποιούμαι και να αυτοδιαψέυδομαι καθημερινά, φορώντας διαρκώς φορεσιές και μουτσούνες, κάνοντας τις απόκριες το πιο πεισματάρικο καθημερινό πανηγύρι. (Πάνω που πήγαινες να με βγάλεις εκτός χρόνου.)

Μα ποια νομίζω επιτέλους ότι είμαι και περνιέμαι συνεχώς για Αμεταμφίεστη και Κουλ (αγαπημένες πλυνεβάλε φορεσιές και οι δύο), άξια και ικανή να κριτικάρω τις όποιες κοπελίτσες του ΟΚ;

Ας μην κρυβόμαστε. Ντυνόμαστε αράουντ δε κλοκ (και πάντα για κάποιο σκοπό).

Έτσι κι εγώ.

Μερικές μέρες ντύνομαι Μπαλαρίνα. Με κομψά πηδηματάκια και πιρουέτες στροβιλίζομαι στη σκηνή μου, αποζητώντας φιλάρεσκα να με χειροκροτήσουν για το πόσο ανάλαφρα σημαδεύομαι από ό,τι ποδοπατάω.

Άλλες μέρες ντύνομαι Χαλάκι Εξώπορτας -κι εσύ έρχεσαι, όποιος είσαι εσύ ανά περίσταση, και σκουπίζεις τα πόδια σου πάνω μου -μην τυχόν και φύγεις χωρίς να με λερώσεις.

Κάποιες φορές μπορεί να με πετύχεις να φοράω την αμφίεση της Λόις Λέην, να περιμένω να με πετάξεις στον ουρανό με τέτοια λαχτάρα και ανυπόμονη επιμονή, (σαν να είναι εύκολος ο ουρανός, σαν να τον δικαιούμαι η χαζή), που καταλήγω να πετάω μόνη μου, φορώντας κάτω από το φόρεμά μου τη δική σου τη στολή, (αδειασμένη από σένα).

Στο συρτάρι το πάνω-πάνω έχω πάντα εύκαιρη τη στολή της Βασίλισσας του Χιονιού (ή του Άσπρου Σίφουνα) -μην τυχόν (τρομάξω) κι έρθουμε κοντά και παραζεσταθούμε, (και αναγκαστώ να σε καθαρίσω).

Άλλες δημοφιλείς στολές που φόρεσα κάποτε ή ακόμη φοράω είναι της Επιμελούς Κόρης, της Διαβαστερής Απουσιολόγου, της Ολτέρνατιβ Φοιτήτριας, της Φιλότιμης Υπαλλήλου, της Μις Ευκολοδύσκολης, της Γρήγορης Οδηγού, της Κοπέλας Που Τρώει Σούσι, Της Κοπέλας Που Γράφει και Ταξιδεύει.

Κρέμονται πολλές χιλιοφορεμένες (και για αυτό ασιδέρωτες) ανασφάλειες (βιτρίνας) στις κρεμάστρες μου -έτοιμες να τις φοράω όποτε κρίνω, λες και φοβάμαι να με δείτε αμεταμφίεστη.

Πείτε τι θέλετε. (Έχω σίγουρα τη στολή.) Άμα το ζητάει η περίσταση, έχω ρεπερτόριο. Ντύνομαι Μοντέρνα, Ρομαντική, Ροκ, Ευαίσθητη, Ανεξάρτητη, Εκκεντρική, Σέξυ, Άπειρη, Ξενέρωτη, Άσχετη, Αδιάβαστη, Πνευματώδης, Αστεία, Βαρετή, Ανεξάντλητη, Πληγωμένη, Ατρόμητη, Απροστάτευτη. Κάτι από όλα γουίλ ντου δε τρυκ. Και βέβαια ντύνομαι Κοπέλα που Κριτικάρει Τις Κοπέλες Με Ανταύγειες (μιας και κριτικάροντας τους άλλους νιώθεις πάντα καλύτερα).

Τι έχω ντυθεί σήμερα; Και για ποιον; Πόσοι άνθρωποι-βεστιάρια με ανάγκασαν να νοικιάσω τις προσδοκίες τους και να τις ντυθώ; Πόσοι άνθρωποι με κοιτούν χωρίς να με συγκρίνουν με εκείνη εκεί στο εξώφυλο, χωρίς να κοτσάρουν τη φάτσα μιας άλλης πάνω μου;

ΥΓ
Μοιάζω να αλλάζω απανωτά φορεσιές -μήπως έρθει αυτό το κάτι που δεν ξέρω τι είναι, (αλλά που ξέρω ότι είναι κάτι)... περιμένω, κάτι, κάτι που για χρόνια δεν έρχεται, να ντυθούμε από την αρχή, να ντυθούμε εγώ αυτό κι αυτό εμένα ίσως, να κρίνουμε μαζί τι τελικά φοράει (αν φοράει τελικά κάτι) ο αυτοκράτορας... περιμένω κάτι... κάτι να θέλει να με ντύσει Κοπέλα Που Δεν Χρειάζεται Να Ντύνεται Κάτι.


Έσσλιν.-