Αναρωτιέμαι.
Πόσες μετακομίσεις να μας αντιστοιχούν κατά κεφαλήν;
Το λέω γιατί σήμερα ξύπνησα χωρίς κεφάλι, λες και είχε μετακομίσει -λες και όλα τα περιεχόμενά του, όλα τα όργανα-σφουγγάρια της πραγματικότητας που επιλέγω, (τα μάτια, το στόμα, η μύτη και το μυαλό μου), να “αφαιρέθηκαν” κάπου τη νύχτα (και να ξέχασαν να γυρίσουν για δουλειά).
Η φορά που έφυγα από το σπίτι που μεγάλωσα δεν πιάνεται. Οπότε, μετακομίσεις (με την έννοια τυλίγω ποτήρια και βάζω σε κούτες βιβλία και κατσαρόλες) δεν έχω κάνει ποτέ –και το μόνο που έχω πακετάρει και μεταφέρει (από εδώ εκεί και από εκεί εδώ) είναι το σώμα μου (ταξιδεύοντας), και οι λέξεις μου.
Πιθανόν να μου είναι πιο ενδιαφέρον να βάζω τη ζωή μου σε βαλίτσες, αντί σε κούτες -ή κουτάκια. (Και τα μεταφορικά δικά μου -μεταφορικά μιλώντας.)
Πιθανόν, ταυτόχρονα, η ανάγκη μου για οικειότητα, δηλαδή η ανάγκη μου να επιστρέφω γρήγορα στην μητρίδα -ναι, στην μητρίδα, δεν έχω πατρίδα αποφασίζω- είναι μεγαλύτερη από την επιθυμία μου για μόνιμη φυγή.
Πιθανόν.
Και θα ακουστεί σαν δήλωση ανθρώπου παραιτημένου, φοβιτσιάρη και άτολμου, (όποια αναμάρτητη πέτρα σας βολεύει σηκώστε), αλλά χαίρομαι που συμβαίνει αυτό: αέρινη ξεαέρινη (υδροχόος), από μια άποψη νιώθω και πολύ χωμάτινη -μου αρέσει να ανήκω στο έδαφος που πατάω, να γραπώνονται οι φλέβες μου σαν ρίζες στη γη και στα πατώματά μου, σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη που αγαπώ -στους ανθρώπους μου, στο σπίτι μου, παλιότερα στη δουλειά μου.
Έχουν υπάρξει στιγμές που αυτό δεν ήταν ούτε δημιουργικό, ούτε υγιές, το να κοροϊδεύω τον εαυτό μου, επιτρέποντας σε άλλα “κτίρια” (πέραν του σπιτιού μου) να με πείθουν πως με φιλοξενούν και με αγκαλιάζουν με σπιτίσια αγκαλιά –αλλά πάλι, αν θέλεις να ανήκεις, να ανήκεις αλλού, παράδειγμα στη δουλειά σου, σόρυ, δερ ιζ ε πράις: βαφτίζεις τη δουλειά σου σπίτι σου, και γλυτώνεις το λαϊφστάιλ “δουλειά-σπίτι/σπίτι-δουλεια” μετατρέποντάς το σε “σπίτι-σπίτι/σπίτι-σπίτι”. (Φαινόμενο της οικειοθελούς ιδρυματοποίησης, γελοίε, μαλάκα, θύμα, ηλίθιε.)
Όμως το παράξενο δεν το είπα ακόμη.
(Το βλέπετε και μόνοι σας.)
Αντιφάσκω -σχεδόν ενοχλητικά.
Γιατί:
Ενώ μου αρέσει να ανήκω για τα καλά, μου αρέσει και να το βάζω στα πόδια στα ξαφνικά. Ενώ θέλω να μη χρωστάω και να μη νοικιάζω τίποτα (αλλά όλα να τα κατέχω) είμαι κατά της ιδιοκτησίας -εν γένει.
Ενώ θέλω να έχω Το Σπίτι Μου, θέλω και να μπορώ να εγκαταλείψω τη χώρα (χωρίς να αφήσω πίσω μου τίποτα που να του ανήκω -χωρίς παράδειγμα να επιτρέπω στην κουζίνα ή στη ντουλάπα μου να με κρατάνε πίσω με τη γκρίνια τους), μέσα στο επόμενο μισάωρο.
(Ο χρόνος αρχίζει από τώρα.)
Ενώ θέλω να έχω πατρίδα εφευρίσκω τη λιγότερο αυστηρή εκδοχή της -τη μητρίδα-, και καθαρίζω.
(Δοκιμάστε το. Όταν αντιφάσκεις είσαι απέραντος, δεν ανήκεις σε καμμία, αλλά και ταυτόχρονα ανήκεις σε όλες σου τις θεωρίες: οποία πρόστυχη πονηριά.)
Αλλά για μετακομίσεις λέγαμε -καταστάσεις που ενώ σηματοδοτούν συνήθως μια καινούργια αρχή, και κανονικά θα έπρεπε να σκάνε χαμόγελο (και όχι να σκάνε), συχνά κρατάνε χαρτομάντηλο.
(Σνιφ.)
Δεν έχω κάνει.
Εκτός από αυτήν προ διετίας, που ξεκίνησε το αέναο σαμπάτικαλ, και μια μέρα μάζεψα τα πράγματά μου κι απομακρύνθηκα από το βελούδινο ποδόγυρο της δουλειάς μου, μηχανικά, θέλοντας και μη-θέλοντας, με ένα συναίσθημα τύπου “φευγομένω”, συγκεντρώνοντας όλα τα μικροκόρπορετ κριέτιβ “επιπλάκια” μου σε ένα άχρωμο χαρτόκουτο (που ποτέ δεν σκάλισα κι απλά τοποθέτησα ανέγγιχτο στο πατάρι). Προφανώς πόνεσε στην αρχή. (Πονάει η καισαρική.)
Και αυτές τις μέρες το νιώθουν κι όλοι όσοι άφησα πίσω, αφού στην παλιά μου εταιριά, την παλιοεταιρία μου, η παλιά μου οικογένεια -δεν θα πω η παλιοπαρέα μου γιατί αυτή κατά 95% χαζ ολρέντι λεφτ δε μπίλντινγκ (σε ανύποπτο χρόνο), μετακομίζει, ξεκοιλιάζοντας εντελώς το κτίριο της μπολντ στη Γραβιάς και Γρανικού γωνία, (αλλάζοντας περιοχή).
Τι νιώθουν τα παλιά κτίρια όταν τα αδειάζουμε; Το συγκεκριμμένο παλιό κτίριο ούτε θέλω να ξέρω τι νιώθει, καθώς το εγκαταλείπουν τα σωθικά του, και πάνω από όλα η ψυχή του. Δεν το φαντάζομαι τόσο σαν λείψανο -όμως, μόνο κάπως ξεμωραμένο -να αντιστέκεται, (εκνευρισμένο για τα βιαστικά γηρατειά του), να επιλέγει να μη θυμάται τίποτα, να έχει μετατραπεί σε μικρό νεογέννητο ανήμπορο κτιριάκι, μη μπορώντας να ξεγαντζωθεί από τις υπέροχες αναμνήσεις της κόκκινης μοκέτας του (μιας μοκέτας που έχει διασκεδάσει όσο καμμιά μοκέτα έβερ -έχοντας ακούσει έξυπνα, όμορφα πράγματα, έχοντας ποδοπατηθεί από έξυπνους, όμορφους ανθρώπους).
Στον καινούργιο χώρο, καμμιά έξυπνη λέξη δεν έχει ακόμη αντηχηθεί, φαντάζομαι μπετόν, κρύσταλλα, υλικά προς το παρόν κοιμισμένα, γεμάτα άνγχος και "ζήλια" για τα παλιά μπετά που κάπως είχαν καταφέρει να ζήσουν τόσο έντονα –πριν βασιλέψουν…
Δεν ξέρω βρε γιατί είναι δύσκολες οι μετακομίσεις. (Αν διαβάζεις για να βγάλεις συμπέρασμα.)
Αλλά όντας πάνω πάνω στην τσουλήθρα, γιατί να μην τσουλήσω στην μεταφορά μου, τολμώντας μια μαύρη σκέψη και μιλώντας για μια πιθανή εκδοχή εξήγησης (μιλώντας δηλαδή για τα “προσεχώς” ξαφνικά, άουτ οφ δε μπλου εντ δε μωβ); Όποιος δεν θέλει να ξέρει τι πιστεύω ότι γίνεται παρακάτω στο σενάριο ας πεταχτεί για εφημερίδα κι ας γυρίσει σε κανένα τριήμερο (που θα έχω αναστηθεί και θα μιλάω για γκόμενους, κραγιόν και μανόλο μπλάνικ).
Φυσικά και είναι δύσκολο να κουνάς μαντήλια.
Είσαι το μόνο έμβιο με συνείδηση (και θυμό, και άρνηση) που κάποια στιγμή θα τα πακετάρεις όλα για τα καλά -και πόσο ομιγκόντ εκνευριστική είναι η μηγνώση του τόπου μετακόμισης (το κόνσεπτ μετακόμιση σε άγνωστο προορισμό).
Ώπα. Μισό λεπτό. Προειδοποίησα ότι θα κάνω την τσουλήθρα, αλλά μου ήρθε κι εμένα βαρύ (από εκεί που μιλούσαμε για μια απλή μετακόμιση να φτάνουμε να μιλάμε για θάνατο –και μάλιστα με ύφος “ξέρω εγώ, καλέ εγώ θα σας πω”).
Μα…… δεν είναι άγνωστος -θα ισχυριστώ- ο θάνατος: το να μην υπάρχεις, δηλαδή.
Πριν γεννηθούμε δεν υπήρχαμε. Αρά έχουμε ήδη υπάρξει σε κατάσταση που δεν υπήρχαμε (αφού πριν γεννηθούμε μας συνέβαινε ακριβώς αυτό που θα πάθουμε και αφού πάψουμε να υπάρχουμε).
(Το ξαναλέω, για εμπέδωση -κι εσείς κάντε “ααα!”, σαν να το ακούτε για πρώτη φορά παρακαλώ).
Η ζωή είναι η γέμιση στο σάντουιτς. Δεν υπήρχαμε πριν υπάρξουμε.
(Μόνο το σαλάμι υπάρχει.)
(Άρα γουή χαβ μπιν “δερ” μπιφόρ, και "ξερόυμε" τι θα πει “δεν υπάρχω”, και -οπότε- κατάλαβες. Δεν φοβόμαστε το θάνατο βασικά: αυτό που μας την σπάει είναι που απλά δεν θυμόμαστε τι ακριβώς νοσταλγούμε.)
Στην τελική τι ανησυχούμε;
(Είναι το τελευταίο που θα μας συμβεί...)
Αλλά πωπώ, πτώμα νιώθω ξαφνικά. (Πολύ βαριές οι κούτες.)
Ο λόγος που είμαι κατά της ιδιοκτησίας (χα χα χα, γυροσκοπικός συνειρμός) είναι ότι ξέρω ότι όταν εγώ μετακομίσω το σπίτι μου κι ό,τι μου ανήκει δεν θα μετακομίσει, αλλά θα ζήσει να μη με θυμάται (κάποιος άλλος μέσα του).
Απαράδεκτο. Δηλαδή, κάποιος άλλος θα δει εκείνα τα βρακιά τα ροζ που πουλάει σε πεντάδα το μάρκς εντ σπένσερ και που δεν βλέπονται με τίποτα, αλλά είναι βολικά, όταν είναι βολικά –κι εγώ αυτό θα πρέπει να το διαχειριστώ κουλ!;
(Εκδικείται το λάθος βρακί. Έπρεπε να το ξέρω.)
Όσα λιγότερα σου ανήκουν, τόσο λιγότερα θα συνεχίσουν να υπάρχουν ερήμην σου, εκθέτοντάς σε στην κοινωνία.
Για αυτό μην νιώθετε ότι αφήνετε πίσω κάτι που υπήρχε. Νέα αρχή ροκς εντ ρολς.
Και ο λόγος (για να ολοκληρωθεί και η αντίφαση όμως, που, αν και κατά της ιδιοκτησίας, θέλω να ανήκω) είναι όχι επειδή είμαι ένα μικρό γλυκούλι ανθρωπάκι που θέλει να του χαϊδεύει τα μαλλάκια η κοινωνική συνθήκη, η ασφάλεια και το σέιφτι νετ: αλλά ένα ανθρωπάκι που θέλει να του καλλιεργείται συνεχώς η ιν ντιναϊαλ ψευδαίσθηση της αιώνιας ύπαρξης.
Για αυτό, ξαναλέω, νιώστε ότι δεν αφήνετε πίσω τίποτα. Νέα αρχή ροκς εντ ρολς.
Καμμία αντίφαση. Απλά το ίδιο με άλλα λόγια είναι.
(Ευτυχώς που υπάρχουν και τα φέησμπουκ στάτους των άλλων, γιατί αποτελούν το καλύτερο επίχειρημά μου, σχετικά με το ότι θέλουν να νιώθουν φευγάτοι αλλά βασικά να ανήκουν ΟΛΟΙ, δεν πα να το παίζουν βαγκαμπόν και ζαμανφού. “Είμαι στο Λονδίνο”, “έχω πονοκέφαλο”, “είμαι στο ροκενρόλ”, “σιγά μην πάω στα ερμής αγουόρντς”, “δεν πάω πουθενά, εδώ θα μείνω”, κλπ.)
ΥΓ1
Φτιάχτηκα τώρα, θα ξαναγυρίσω στην ιδιοκτησία και στη μετακόμιση πάλι, με ένα προσωπικό δεδομένο (άσχετα με το ό,τι το έχεις δεδομένο σε διαψεύδει.) Πληροφορία σημαντική είναι ότι πέρσυ αφέθηκα χωρίς φόβο στο να νιώσω σπίτι μου (πες το μίνι μετακόμιση), για κάποιους σεβαστούς μήνες, το σπίτι μου μισό πλανήτη μακριά (15 ώρες με το αεροπλάνο, 8 ώρες με το τηλέφωνο).
Κι αφότου γύρισα συμβαίνει το εξής.
Το παλτό μου κοιμάται ακόμη (μοναχικό) στην κρεμαστρούλα του, στη ντουλάπα “μου” στη Μιννεάπολη.
Το λυπάμαι το μαύρο (με τα χρυσά φερμουαράκια του που κανέις δεν του ανοιγοκλείνει με στοργή).
Έφυγε να κάνει τη ζωή του στα εξωτερικά με τις καλύτερες των προοπτικών, μαύρο μεν σε χρώμα, αλλά σε διάθεση κόκκινο, νομίζοντας ότι του ανήκω κι ότι θα το υπηρετώ νυχθημερόν (κουβαλώντας το στους ώμους μου και πηγαίνοντάς το σε χίλια μέρη), νομίζοντας ότι θα το κάνω να νιώθει σημαντικό -με το να με ζεσταίνει και να με προστατεύει.
Κι εγώ η άκαρδη: το πήγα από εδώ, το έφερα απο εκεί, (που δεν το έφερα δηλαδή, αυτό λέμε), και στο τέλος-τέλος το άφησα ξεκρέμαστο στη ντουλάπα του το μαύρο.
(Εύχομαι ο Ιωάννης να έχει κρεμάσει δίπλα του κανένα ωραίο μπουφάν, να τα έχουν φτιάξει και να έχουν κάνει και όμορφα ζακετάκια.)
Πώς να μυρίζει αυτή τη στιγμή το παλτό μου -που πήγα και του μετακόμισα χωρίς να το ρωτήσω; Πώς μυρίζει ένα θυμωμένο παλτό; Μυρίζει ακόμα σανέλ ο γιακάς του, μετά τη μετακόμιση; Έχει ακόμη στην τσέπη του το εισητήριο από εκείνο το σούπερ έργο με τη Τζούντι Ντέντς που είδα –πριν τη επαναμετακόμιση;
Πολύ μούβινγκ, έτσι;
Δεν είναι τυχαίο που η λέξη “μούβινγκ”, (ιν ίνγκλις, οφκόρς, και ως απαρέμφατο ή ως επίθετο εναλλάξ), εκτελεί ΚΑΙ μεταφορές (σημαίνοντας “μετακομίζειν”) ΚΑΙ παρομοιώσεις (σημαίνοντας “συγκινητικό”).
Μα τι λέμε τόση ώρα; Το αυτό.
Μετακόμιση και συγκίνηση πάνε πακέτο.
Και, για παρηγοριά, και αντιπερισπασμό, το πακέτο περιέχει πάντα αυτό το διαφανές πλαστικό υλικό περιτύλιξης ασφαλείας, το “μπάμπλ ραπ” -με τα μπλίστερς που τα σπας και κάνουν παφ παφ: για να περνάει χαρούμενα η ώρα, ασφαλώς, (και να μη θυμηθείς να στεναχωρεθείς.)
ΥΓ2
Πάντα φαίνονται άσχετα κάποια υστερόγραφά μου (είναι κόλπο για να κάνουν ανσάμπλ με το ό,τι άσχετο έχει προηγηθεί), σο χίαρ καμς ενάδερουαν στην εν λόγω συλλογή των ασχετοσχετικών: συζητούσα λοιπόν με τον γιατρό νούμερο εικοσιπέντε (τον μαρκήσιο) περί ανεξήγητων ιατρικών φαινομένων (όπως είναι η ζωή).
Του είπα ότι νιώθω ιδιαίτερα θνητή -και για αυτό ευγνώμων που ξυπνάω το πρωί, και ανοίγω ματάκια, και κουνάω χέρια πόδια, συνειδητοποιώντας όλο αυτό το δώρο, όλο αυτό το δύσκολο έργο, όλη αυτή την αλυσιδωτή ροή ενέργειας που απαιτείται για να λειτουργεί το εργοστασιάκι μου (πες το σώμα).
Καρδιά, υγρά, μύες, αναπνοές, μηχανισμοί, ορμόνες, μπήξε, δείξε, όλα ρολόι -κι όλο αυτό 24 ώρες τικτάκ κάθε μέρα.
Είναι τρομαχτικό (καταλήξαμε). Σχεδόν να είναι πιο “λογικό” να μην υπάρχει κάποιος, να είναι πιο "φυσική" κατάσταση το να πατηθεί το off από το να γίνονται με βεβαιότητα όλες αυτές οι αδιάκοπες και απίστευτης σύλληψης λειτουργίες.
Αλλά γίνονται γαμώτο.
(Γιούπι.)
Κάνοντας τη μη-ζωή μια κατάσταση που η "νεαρή" μας αλλαζονεία δεν μπορεί να χωνέψει με τίποτα ακόμη. (Φίου!)
Για αυτό (ώρα για μελί μελό) να χαίρεστε που ξυπνάτε το πρωί και που έχετε να πάτε στην όποια μετακόμιση, και μην πάτε με μισή καρδιά, γιατί με μισή καρδιά ούτε λειτουργεί το εργοστασιάκι όυτε γίνεται δουλειά.
ΥΓ3
“Γιατρε; Ξύπνησα με κεφάλι σε μετακόμιση. Είναι σοβαρο;”
ΥΓ4
“Μέχρι νέο τέρας (να σε στοιχειώσει), όχι -μην ανησυχείς.“
ΥΓ5
Κατάλαβα. (Δεν υπάρχει όριο στις κατά κεφαλήν μετακομίσεις.)
ΥΓ6
Αλλά πάλι, χάθηκε να μετακομίσει κάτι άλλο μου, πουχού το σώμα μου αντί το κεφάλι μου;
(Αν και... προφανώς μόνο έτσι εκτελούνται, στο κάθε μου απόσπασμα, ωραίες μεταφορές -και παρωμοιώσεις, και λοιπά.)
Καλό δρόμο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Το παλιό κτίριο είναι ΟΛΗ μου η ζωή (ή σχεδόν όλη). Παρ' όλο που δεν μετακομίζω, νοιώθω ένα "σφίξιμο" που πλέον το Γραβιάς&Γρανικού θα είναι άδειο...
εγώ που έχω φύγει δυο χρόνια κι ένιωσα σφίξιμο...;; κάτι σημαίνει αυτό...
Υπερβολές αγαπητή μου! Υπερβολές. Οι άνθρωποι φεύγουν όχι τα ακίνητα...
Δημοσίευση σχολίου