Με θυμάμαι μικρό πλασματάκι με κούρεμα πλεϊμομπίλ και κοκκαλάκια πασχαλίτσες να χοροπηδάω τσαντισμένο στο προαύλιο, στεναχωρημένο που ένα ζηλιάρικο ψαλίδι πέταξε μια μέρα στο πάτωμα τέσσερα εκατοστά μπουκλωτής τρυφερότητας από τα μαλλιά μου, να, εδώ μπροστά, λίγο πάνω από τα μάτια μου, χωρίς να με ρωτήσει κανείς.
Το ψαλίδι γεννήθηκε σιδερένιο, ενήλικο και κοφτερό από τη μάνα του, έτοιμο να ψαλιδίζει και να φορμάρει την αφέλεια στα παιδικά μουτράκια χωρίς πολύ σκέψη, με μόνη απαίτηση το συνεναιτικό διαζύγιο γούστου/αισθητικής -της εκάστοτε σέβεντις δικής μας πια μάνας (που μαζί με τα μαλλιά "μας" αποφάσιζε για λογαριασμό μας να κουρεύει πάνω μας κάτι πολύ παραπάνω από "τρίχες": την συνολική μας εικόνα, την άποψή μας για το τι θα θέλαμε να κοιτάμε στον καθρέφτη, παίζοντας μαζί μας το γνωστό "ντύστε την κούκλα", λες και είμασταν από χαρτί, ασκώντας την ισχυρότερη των επιρροών).
Είναι η εποχή που οι άλλοι αποφασίζουν για σένα, από το πώς σε λένε, μέχρι το αν σου πάνε οι αφέλειες, μέχρι το τι σου αρέσει να τρως το μεσημέρι ή που προτιμάς να πηγαίνεις διακοπές -η εποχή που η "εικόνα σου" με το "μέσα σου" μοιάζουν να μην έχουν ακόμη συστηθεί (άλλοι τα διαχειρίζονται αυτά, "ζωγράφισε εσύ"): η εποχή τέλος πάντων που νιώθεις μεν ότι κάτι άλλο "παίζεται", κι ας μην έχεις καλά καλά αντιληφθεί ότι η ψυχή σου εκτός από μπλακόνι διαθέτει και υπόγειο (πράγμα καλό προς το -παρελθόν πια- παρόν).
Δεν θυμάμαι την κραυγούλα που έβγαλε η φράντζα μου όταν της κόψαν τα στριφογυριστά πατουσάκια και την κοντύνανε -για πρώτη ή για πολλοστή φορά. Και μεταξύ μας μου πήγαινε η φορετή "αφέλεια"... Θυμάμαι όμως ολοζώντανη την κασέτα να παίζει λούπα το "έτσι τα κόβουν στα κοριτσάκια τα μαλλιά, έτσι σου πάνε". Όπως θυμάμαι και τη σκέψη ότι τα αφελή μου μαλλιά μάλλον δεν ήταν δικά μου, ανήκαν στον εαυτό τους ή στη μαμά μου, οπότε και ήταν δικαίωμά τους να αποφασίζουν μεταξύ τους τι μου αρέσει.
Πισω από κάθε καστανόξανθη φιλοσοφία, το γεγονός παραμένει. Οι αφέλειες είναι κατά παράδοση ένα κούρεμα παιδικό, φτιαγμένο να περάσει ένα μήνυμα προκάτ αθωότητας και παιδικής ανεμελιάς, μέχρι που έρχεται η στιγμή που μια μέρα πας μόνος σου στον κουρέα και σε ρωτάει "πώς τα θέλεις" και δεν έχεις ιδέα, γιατί ξαφνικά θα πάρεις μόνος σου την ευθύνη την εικόνας σου και θα βρεθείς για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τη σκέψη ότι δεν υπάρχει μόνο "έξω" αλλά και "μέσα", ότι έχεις τη ζοφερή ελευθερία είτε να ζυγοσταθμίσεις αυτές τις δύο διαστάσεις σου, είτε να κατασκευάσεις ένα καινούργιο έξω που μέχρι σήμερα άλλοι αποφάσιζαν -κι αυτό μόνο "τρίχες" δεν είναι. (Άσε που ό,τι κάνεις θα το λουστείς.)
Σβύνοντας τόσα κεριά που χρειάζονται πια τρεις τούρτες (έτσι που τις μίκρυνε η αλέα) έχω να δηλώσω το ΜΟΝΟ πράγμα που θέλω να δημοσιοποιήσω σήμερα, ότι μόλις έκλεισα ραντεβού για κούρεμα. Είναι που εδώ και κανένα εξάμηνο και βάλε πια, έχει έρθει με βεβαιότητα η στιγμή που το έξωμου με το μέσαμου τα φτιάξανε (τους εύχομαι με ανακούφιση βίον ανθόσπαρτο) -και δεν σταματάω να πηγαίνω για κούρεμα.
Κουρεύω τις αφέλειες, τις ανασφάλειες, τις φοβίες, την αναβλητικότητα, τις μεγάλες κουβέντες, τα πισωγυρίσματα, την ευθυνοφοβία, τη ψευτοσεμνότητα, τα χαζοβλέμματα, τις αμφιταλαντεύσεις, τα "κι αύριο μέρα είναι", τα "βλέπουμε", κουρεύω τις γραβάτες στα λόγια μου, την ψευτοκουλτούρα στο περπάτημά μου, τα πρέπει, τα δεν πρέπει, κουρεύω ό,τι κρίνω πως χρειάζεται, προκειμένου να πηδηχτεί το μεσαέξω μου με την ησυχία του -να διαιωνιστώ.
ΥΓ1
Έχοντας αποφασίσει ότι η ευτυχία σου χτυπάει την πόρτα τη μέρα που γίνεται μικρούλα η απόσταση του "φαίνεσθαι" από το "είναι", είμαι σίγουρη ότι την πέμπτη που έκλεισα κυριολεκτικό κούρεμα, θα τα πάρω λίγο παραπάνω από "δυο πόντους παρακαλώ" -μια και δεν είμαι τόσο "μακριά" μου τελευταία.
ΥΓ2
Εννοώ, κυριολεκτώντας, τα έχω χρόνια "μακριά", μάλιστα η αλήθεια έιναι κάποιες εποχές ευχόμουν να είχαν μήκος χιλιομέτρων, σαν καταφύγιο, να μπορώ να τυλίξω μέσα τους από κάτι μικρό, πιχί τον εαυτό μου, μέχρι κάτι μεγάλο, πιχί τη θάλασσα, και παφ να εξαφανιστούμε και ΠΟΣΟ ΤΡΙΧΕΣ!
ΥΓ3
Xar. Kont., σε ευχαριστώ για το κόμεντ που λέει ότι η μόνη ντίσεντ φωτό μου στο φέησμπουκ είναι μία που είμαι κάπως ασχημούλα και φαίνομαι η μισή, υποννοώντας να βάζω τέτοιες στο προφίλ μου, αλλά είναι σαν να μου ζητάς να κουρέψω το ναρκισσισμό μου (ή τον αυτοσαρκαρμό του) . Θα έχεις σίγουρα τρελαθεί.
ΥΓ4
Το μόνο που εύχομαι ποτέ να μη μου ζητήσει κανείς να κουρέψω είναι το χέρι μου το δεξί. Αν σταματήσω να κάνω μπούκλες στις λέξεις θα νιώσω σαν κοριτσάκι με κοκκαλάκια πασχαλίτσες και δεν θα το αντέξω.
Κλείσιμο ματιού, άνοιγμα μυαλού -και ίσως και ξάνοιγμα μαλλιού (σκέφτομαι κάτι σε αντάυγεια τύπου με φίλησε ο ήλιος, θα δούμε).
ΣΣ.
30 Σεπ 2008
29 Σεπ 2008
Γκουγκλάρω.
Έρχεται μια στιγμή που σπάνε τα νερά μιας νέας λέξης, (κακόηχης ξεκακόηχης δεν το εξετάζουμε), και που βρισκόμαστε στην θέση να αποφασίσουμε αν θέλουμε -σε απλά ελληνικά- να μας ζήσει.
Η λέξη γκουγκλάρω, για παράδειγμα, έχει αρχίσει να αναπνέει ξαφνικά (προσωπικά την έχω δει αρκετές φορές σε υπότιτλους ταινιών -και μια φορά στον ύπνο μου).
Προσωπικά μού κλωτσάει σαν λέξη (ποδοσφαιριστής θα γίνει μάλλον) -αλλά αφού όλοι γκουγκλάρουν, πώς να γίνει τώρα; (Κάποιοι μάλιστα τους εαυτούς τους, ή κάτι γκόμενες από αυτές που στο φέησμπουκ βάζουν φωτό που φαίνεται λιγάκι και το βρακί τους -αυτοπερνιούνται για γκουγκλάρες- πράγμα υπερβολικά τοις εκατό άσχετο με αυτό που θέλω να πω.)
Βαριέμαι να ξαναμιλήσω για την αγάπη μου για τα ελληνικά (δεν με συμφέρει γιατί στο κάτω κάτω ίσα που τα μιλάω), αλλά δεν είναι έγκλημα να μπαίνουν ανά καιρούς κάποια γράμματα σε άλλη από τη συνηθισμένη σειρά και να αποκαλύπτεται κάτι νέο, και, εν πάσει περιπτώσει, η λέξη γκουγκλάρω μπορεί να είναι απαίσια αλλά κυριολεκτεί όσο λίγες. Είναι μια λέξη κάπως ασχημούλα, από αυτές που ξυπνάνε χωρίς μακιγιάζ το πρωί και λες ωχ τι θέλει αυτή εδώ, μια λέξη με αρκετά πλην -πλην όμως μια λέξη τίμια.
Σε μια εποχή που οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους, και που μπορείς να πεις "αγάπη" και να εννοείς "ε ψιτ εσύ", η λέξη γκουγκλάρω παίζει ροκ.
Ο "Σωτήρης" (έτσι λεγότανε;), ωραίο αγόρι αλλά μετά την πρώτη συζήτηση αόρατο, με αποκάλεσε (σε μια παλιά ζωή προ επταετίας), "αγάπη" του, στο τρίτο ραντεβού μας.
Δεν εννούσε "αγάπη", αγαπένια φυσικά -οπότε και μου ακούστηκε σαν να με ειρωνευόταν, και του το έκοψα με το που το άκουσα, λέγοντάς του τη φράση "σε παρακαλώ μη με λες αγάπη σου ("ακόμη δεν έχεις μάθει να λες σωστά έσσλιν αντί για έλζιν"), γιατί ΑΝ τυχόν έρθει η στιγμή και ΓΙΝΩ η αγάπη σου, δεν θα έχεις ΠΩΣ να με πεις".
"Εντάξει αγάπ... συγγνώμη, έζλιν μου ήθελα να πω".
(Δεν έχει πολύ σημασία η ιστορία αυτή, την επόμενη πήγα κάπου από όπου ακόμη να γυρίσω -ας πούμε για εφημερίδα).
Σημασία έχει ότι κάποιες λέξεις από μαγικές έγιναν με τα χρόνια μαζικές -πουλιούνται στις εκπτώσεις σε εξευετελιστικές τιμές πια, οπότε κάποιοι στοκάρουν (λεξεις) και τις φτύνουν δεξιά κι αριστερά αδιακρίτως. Ή (κάποιες άλλες λέξεις) άρχισαν να έχουν τρομερές ελλείψεις, δεν τις βρίσκεις πουθενά.
Οπότε δεν ξέρω.
Ίσως αντί να φωνάζουμε να ξεκουμπιστούν από τα αυτιά μας λέξεις τίμιες σαν το γκουγκλάρισμα, μήπως να καταργήσουμε κάποιες που έχουν με βεβαιότητα χάσει το νόημα τους από καιρό ή έχουν σταματήσει να χρησιμοποιούνται, όχι μόνο για χάρη τής κυριολεξίας αλλά για να μειώσουμε τη λεκτική ευτοκία;
Συγκεκριμμένα προτείνω να μπαίνει πρόστιμο σε όποιον χρησιμοποιεί λέξεις και εκφράσεις που ακούγονται με φωνή κάπως ξένη, λες κι όλοι έχουν αγοράσει φωνή από το ίδιο μολ, λέξεις δανεισμένες από ξένες συζητήσεις, από εκπομπές με μπαγιάτικα γκομενάκια, από περιοδικά, ή λέξεις που κάποιος απλά ξεσήκωσε από κάπου ή βρήκε πεσμένες στον δρόμο -όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά ό,τι καταργείται αρχίζει και μυθοποιείται ξαφνικά και ίσως ξαναβρεί το νόημά της μια λέξη που καιρό έχω να ακούσω να σημαίνει αυτό που γράφει το λεξικό.
ΥΓ
Τρέχα γύρευε.
ΥΓ2
Σιγά μην έλεγα ποιες λέξεις εννοώ.
ΕΣΣ ΕΣΣ.
Η λέξη γκουγκλάρω, για παράδειγμα, έχει αρχίσει να αναπνέει ξαφνικά (προσωπικά την έχω δει αρκετές φορές σε υπότιτλους ταινιών -και μια φορά στον ύπνο μου).
Προσωπικά μού κλωτσάει σαν λέξη (ποδοσφαιριστής θα γίνει μάλλον) -αλλά αφού όλοι γκουγκλάρουν, πώς να γίνει τώρα; (Κάποιοι μάλιστα τους εαυτούς τους, ή κάτι γκόμενες από αυτές που στο φέησμπουκ βάζουν φωτό που φαίνεται λιγάκι και το βρακί τους -αυτοπερνιούνται για γκουγκλάρες- πράγμα υπερβολικά τοις εκατό άσχετο με αυτό που θέλω να πω.)
Βαριέμαι να ξαναμιλήσω για την αγάπη μου για τα ελληνικά (δεν με συμφέρει γιατί στο κάτω κάτω ίσα που τα μιλάω), αλλά δεν είναι έγκλημα να μπαίνουν ανά καιρούς κάποια γράμματα σε άλλη από τη συνηθισμένη σειρά και να αποκαλύπτεται κάτι νέο, και, εν πάσει περιπτώσει, η λέξη γκουγκλάρω μπορεί να είναι απαίσια αλλά κυριολεκτεί όσο λίγες. Είναι μια λέξη κάπως ασχημούλα, από αυτές που ξυπνάνε χωρίς μακιγιάζ το πρωί και λες ωχ τι θέλει αυτή εδώ, μια λέξη με αρκετά πλην -πλην όμως μια λέξη τίμια.
Σε μια εποχή που οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους, και που μπορείς να πεις "αγάπη" και να εννοείς "ε ψιτ εσύ", η λέξη γκουγκλάρω παίζει ροκ.
Ο "Σωτήρης" (έτσι λεγότανε;), ωραίο αγόρι αλλά μετά την πρώτη συζήτηση αόρατο, με αποκάλεσε (σε μια παλιά ζωή προ επταετίας), "αγάπη" του, στο τρίτο ραντεβού μας.
Δεν εννούσε "αγάπη", αγαπένια φυσικά -οπότε και μου ακούστηκε σαν να με ειρωνευόταν, και του το έκοψα με το που το άκουσα, λέγοντάς του τη φράση "σε παρακαλώ μη με λες αγάπη σου ("ακόμη δεν έχεις μάθει να λες σωστά έσσλιν αντί για έλζιν"), γιατί ΑΝ τυχόν έρθει η στιγμή και ΓΙΝΩ η αγάπη σου, δεν θα έχεις ΠΩΣ να με πεις".
"Εντάξει αγάπ... συγγνώμη, έζλιν μου ήθελα να πω".
(Δεν έχει πολύ σημασία η ιστορία αυτή, την επόμενη πήγα κάπου από όπου ακόμη να γυρίσω -ας πούμε για εφημερίδα).
Σημασία έχει ότι κάποιες λέξεις από μαγικές έγιναν με τα χρόνια μαζικές -πουλιούνται στις εκπτώσεις σε εξευετελιστικές τιμές πια, οπότε κάποιοι στοκάρουν (λεξεις) και τις φτύνουν δεξιά κι αριστερά αδιακρίτως. Ή (κάποιες άλλες λέξεις) άρχισαν να έχουν τρομερές ελλείψεις, δεν τις βρίσκεις πουθενά.
Οπότε δεν ξέρω.
Ίσως αντί να φωνάζουμε να ξεκουμπιστούν από τα αυτιά μας λέξεις τίμιες σαν το γκουγκλάρισμα, μήπως να καταργήσουμε κάποιες που έχουν με βεβαιότητα χάσει το νόημα τους από καιρό ή έχουν σταματήσει να χρησιμοποιούνται, όχι μόνο για χάρη τής κυριολεξίας αλλά για να μειώσουμε τη λεκτική ευτοκία;
Συγκεκριμμένα προτείνω να μπαίνει πρόστιμο σε όποιον χρησιμοποιεί λέξεις και εκφράσεις που ακούγονται με φωνή κάπως ξένη, λες κι όλοι έχουν αγοράσει φωνή από το ίδιο μολ, λέξεις δανεισμένες από ξένες συζητήσεις, από εκπομπές με μπαγιάτικα γκομενάκια, από περιοδικά, ή λέξεις που κάποιος απλά ξεσήκωσε από κάπου ή βρήκε πεσμένες στον δρόμο -όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά ό,τι καταργείται αρχίζει και μυθοποιείται ξαφνικά και ίσως ξαναβρεί το νόημά της μια λέξη που καιρό έχω να ακούσω να σημαίνει αυτό που γράφει το λεξικό.
ΥΓ
Τρέχα γύρευε.
ΥΓ2
Σιγά μην έλεγα ποιες λέξεις εννοώ.
ΕΣΣ ΕΣΣ.
26 Σεπ 2008
Κατά φαντασίαν υγιής.
ΚΑΤΕΡΙΝΟΥΛΑ!
Μην κάνεις κούνια. (Μπορεί να πέσεις.)
Μην πέσεις. (Μπορεί να χτυπήσεις.)
Μην χτυπήσεις. (Μπορεί να γρατζουνιστείς.)
Μην γρατζουνιστείς. (Μπορεί να πάθεις μόλυνση.)
Μην παίζεις με τα χώματα. (Μπορεί να σου μπουν στα μάτια.)
Μην κάνεις βουτιές. (Μπορεί να πνιγείς.)
Μην πας στα βαθιά. (Μπορεί να σε πάρει το ρεύμα.)
Μην τρως άλλο παγωτό. (Μπορεί να κλείσει ο λαιμός σου.)
Μην τρέχεις. (Μπορεί να ιδρώσεις.)
Μην ιδρώσεις. (Μπορεί να κρυώσεις.)
Μην κρυώσεις. (Μπορεί να βήξεις.)
Μην κάνεις κάτι.
Μπορεί κάτι να συμβεί. (Αν κάνεις κάτι.)
Κινδυνεύεις μέχρι και να περάσεις καλά. (Αν κάνεις κάτι καλό.)
(Αν είναι να κάνεις μια αταξία, κατάπιε χλωρίνη. Θα σε κρατήσει αποστειρωμένη τουλάχιστον.)
Υπερπροστασία. (Όταν είσαι μικράκι και "ασθενής", δεν επιτρέπεται να δείχνεις πολύ υγιής, μπορεί η ασθένεια να είναι κομπλεξική, και να σε εκδικηθεί.)
Φυσικά και επιτρέπεται να αρρωστήσεις, να χτυπήσεις, να πονέσεις, γιατί εντάξει, παιδάκι είσαι, απλά, επειδή θα συμβεί έτσι κι αλλιώς, μην το προκαλείς από μόνη σου (ζώντας). Και αν δεν σου κάνει κόπο πάρε κι αυτή τη σφουγγαρίστρα κι αυτό το βετέξ, κι όπου σταθείς κι όπου βρεθείς να σφουγγαρίζεις καλά την περιέργειά σου, τις μυρωδιές, τα τοπία, τις χειραψίες, τα αγάλματα, τα χώματα, τα παιδάκια, τις κούνιες, τα τραγουδάκια, τα κοχύλια, τα παγωτά, τα μπαλόνια, τα μυρμήγκια -μην τυχόν σε κολλήσουν κάτι κακό, ή κάτι καλό που κρύβει κάτι κακό, και πάθεις, ξέρεις, ξέρεις τι: αυτό.
("Αυτό που παθαίνεις." -ψιθυριστά).
Όταν είσαι μικρούλα, δεν είναι ωραίο να λασπώσεις τη γυάλα σου. Δεν είναι ωραίο να πέσεις, να χτυπήσεις, να γρατζουνιστείς, να πάθεις μόλυνση, να σε πάρει το ρεύμα, να κλείσει ο λαιμός σου, να ιδρώσεις, να κρυώσεις, και να βήξεις. Ειδικά όταν αυτά μπορεί να επιφέρουν, ξέρεις, ξέρεις τι, είσαι έξυπνο κορίτσι -κλείσιμο ματιού (όχι το δικό σου, το σίγκνατσουρ "κλείσιμο ματιού", το πτυχιούχο, το ιατρικό -που δεν σημαίνει τίποτα.)
Το παραδέχομαι, δεν είναι ωραία να συμβούν όλα αυτά τα παραπάνω -κρίμα είναι.
Αλλά είναι τόσο ωραίο να κάνεις κούνια, να τρως παγωτά και να κάνεις μακροβούτια, που αξίζει να ρισκάρεις -κι ας σκοτώνει η δολοφόνος-κούνια (όταν πας ψηλά και γελάς πολύ, δεν πρέπει να γελάς πολύ, μπορεί να αναστατωθείς και να σου ανέβει η πίεση -και να πιεστούν όλοι.)
"Ούτε να ακούω μόνο ό,τι θέλω εγώ, επιτρέπεται;"
(Επινοώ ότι το ρωτάω, σιγανά, γιατί αν ακουστεί, η απάντηση θα είναι όχι: δεν γράφει να επιτρέπεται κάτι -μόνο παρενέργειες.)
Το δοκιμάζω. (Παίρνοντας την ευθύνη.)
Κι έκτοτε συνεχίζω το ίδιο βιολί.
Και επινοώ ήχους. (Από το βιολί ορμώμενη.)
Επινοώ το τρίξιμο της αλυσίδας που κάνει η κούνια, και το σφύριγμα ενός παιδικού γέλιου.
Επινοώ τον απόηχο μιας βουτιάς, και το γκλουπ του παγωτού.
Επινοώ το "αααχ" μιας γεροδεμένης γρατζουνιάς.
Επινοώ να επινοώ.
Για κάποια χρόνια η φαντασία μου ήταν συναχωμένη -επινοούσε πράγματα της ηλικίας μου (μικράκια). Μπορούσα να επινοήσω ακόμα και γεύσεις, πάντα πολύ απλές, ακόμη και του νερού, τις μέρες που δεν έπρεπε να πιω νερό (για μια εβδομάδα) -που να σας εξηγώ. Το νερό είχε αυτήν την γεύση την αόρατη, τη νερουλή, που επειδή τη σνομπάρεις, όταν σου λείπει σε εκδικείται, γίνεται καλύτερη κι από καραμέλα βουτύρου (μην φας πολλές τέτοιες, μπορεί να σου αρέσουν).
Αν βάλεις όμως πολύ δύναμη (αφού καταλάβεις ότι την έχεις) το νερό αποκτά ό,τι γεύση του δώσεις εσύ. Πως βάζεις το πινέλο με τη νερομπογιά, κι αυτό κάνει το νερό χρωματιστό, ε, κάπως έτσι γίνεται και με τη γεύση, βάζεις τη "γλώσσα" σου και το χρωματίζεις ροδακινί (σε γεύση).
(Εύχεσαι να μην του αρέσει του νερού ο χυμός ροδάκινο -να μάθει αυτό!)
Μετά γιορτάζεις καμμιά δεκαπενταριά γενέθλια ακόμη (θαύμα, θαύμα) και η ανάγκη να επινοείς κοντεύει να τα εκατοστήσει (δεν εννοώ λαχανιάζει στις σκάλες, εννοώ σου ανήκει εκατό τοις εκατό).
ΥΓ1
Ακόμη και σήμερα επινοώ ήχους (όπως είναι φυσικό) αλλά τώρα μεγάλωσα, πωπώ, φτου μου, ολόκληρη γυναίκα έγινα, δεν έχω πια φαίνεται φαντασία (κάποιοι πρέπει να το πιστέυουν έντονα και επιμένουν να μου δανείζουν τη δική τους, αλλά έχουμε, έχουμε βρε, δεν θα πάρουμε), κάντε στην (ροκ) μπάντα, τώρα οι ήχοι μού ανήκουν όλοι, και τώρα είναι ευκολότερο να τους επινοώ, (δυνατό γέλιο κονσέρβα).
ΥΓ2
Μερικές φορές, ομολογώ, "ξοδεύω", "χαζά", ό,τι επινοώ με τη φαντασία μου, την καλοντυμένη, τη μεγαλίστικη πες την, ή την γκομενίστική αν θες, (επινοώντας για παράδειγμα ένα μπιπ κινητού -όταν δεν στέλνεις μήνυμα, ή ένα ψιθυριστό "έσσλιν" -σαν να μου μίλησες μόλις κοντά στο αυτί.)
ΥΓ3
Άραγε επινοεί κανείς τον ήχο της φωνής μου όταν λείπω; Πόσα να συμβαίνουν που ποτέ δεν μαθαίνουμε (ειδικά όταν έχουμε πια επινοήσει νέους εαυτούς, έχοντας πιάσει το κόλπο: πως μια ζωή χωράει και οφείλει να χωράει περισσότερες από μία ζωές);
ΥΓ4
Αν τύχει και αρρωστήσετε με φαντασία, το βρίσκω φανταστικό.
ΥΓ5
Αν πεθάνατε ποτέ κάνοντας κούνια να με ενημερώσετε - ν' αλλάξω βιολί (μη σπρώχνω τον κόσμο στην καταστροφή).
ΥΓ6
Το (επινοημένο μου) μότο, που με κάνει να ακούγομαι υγιής και φιλοσοφημένη στις παρέες παραμένει το παλιογνωστό μου: "το πιο αξιόπιστο φαρμακείο βρίσκεται στο κεφάλι μας -και διανυκτερεύει πάντα :-)
ΥΓ7
Μην με κεράσετε ποτέ χυμό ροδάκινο επειδή τον αναφέρω πονηρά παραπάνω, (χάριν παραδείγματος και λόγω χρώματος), εμένα ο αχλαδιού μου αρέσει, απλά δεν επινόησε κανείς για μένα, μέχρι σήμερα, χρώμα αχλαδί.
ΥΓ8
Για φαντάσου.
Μην κάνεις κούνια. (Μπορεί να πέσεις.)
Μην πέσεις. (Μπορεί να χτυπήσεις.)
Μην χτυπήσεις. (Μπορεί να γρατζουνιστείς.)
Μην γρατζουνιστείς. (Μπορεί να πάθεις μόλυνση.)
Μην παίζεις με τα χώματα. (Μπορεί να σου μπουν στα μάτια.)
Μην κάνεις βουτιές. (Μπορεί να πνιγείς.)
Μην πας στα βαθιά. (Μπορεί να σε πάρει το ρεύμα.)
Μην τρως άλλο παγωτό. (Μπορεί να κλείσει ο λαιμός σου.)
Μην τρέχεις. (Μπορεί να ιδρώσεις.)
Μην ιδρώσεις. (Μπορεί να κρυώσεις.)
Μην κρυώσεις. (Μπορεί να βήξεις.)
Μην κάνεις κάτι.
Μπορεί κάτι να συμβεί. (Αν κάνεις κάτι.)
Κινδυνεύεις μέχρι και να περάσεις καλά. (Αν κάνεις κάτι καλό.)
(Αν είναι να κάνεις μια αταξία, κατάπιε χλωρίνη. Θα σε κρατήσει αποστειρωμένη τουλάχιστον.)
Υπερπροστασία. (Όταν είσαι μικράκι και "ασθενής", δεν επιτρέπεται να δείχνεις πολύ υγιής, μπορεί η ασθένεια να είναι κομπλεξική, και να σε εκδικηθεί.)
Φυσικά και επιτρέπεται να αρρωστήσεις, να χτυπήσεις, να πονέσεις, γιατί εντάξει, παιδάκι είσαι, απλά, επειδή θα συμβεί έτσι κι αλλιώς, μην το προκαλείς από μόνη σου (ζώντας). Και αν δεν σου κάνει κόπο πάρε κι αυτή τη σφουγγαρίστρα κι αυτό το βετέξ, κι όπου σταθείς κι όπου βρεθείς να σφουγγαρίζεις καλά την περιέργειά σου, τις μυρωδιές, τα τοπία, τις χειραψίες, τα αγάλματα, τα χώματα, τα παιδάκια, τις κούνιες, τα τραγουδάκια, τα κοχύλια, τα παγωτά, τα μπαλόνια, τα μυρμήγκια -μην τυχόν σε κολλήσουν κάτι κακό, ή κάτι καλό που κρύβει κάτι κακό, και πάθεις, ξέρεις, ξέρεις τι: αυτό.
("Αυτό που παθαίνεις." -ψιθυριστά).
Όταν είσαι μικρούλα, δεν είναι ωραίο να λασπώσεις τη γυάλα σου. Δεν είναι ωραίο να πέσεις, να χτυπήσεις, να γρατζουνιστείς, να πάθεις μόλυνση, να σε πάρει το ρεύμα, να κλείσει ο λαιμός σου, να ιδρώσεις, να κρυώσεις, και να βήξεις. Ειδικά όταν αυτά μπορεί να επιφέρουν, ξέρεις, ξέρεις τι, είσαι έξυπνο κορίτσι -κλείσιμο ματιού (όχι το δικό σου, το σίγκνατσουρ "κλείσιμο ματιού", το πτυχιούχο, το ιατρικό -που δεν σημαίνει τίποτα.)
Το παραδέχομαι, δεν είναι ωραία να συμβούν όλα αυτά τα παραπάνω -κρίμα είναι.
Αλλά είναι τόσο ωραίο να κάνεις κούνια, να τρως παγωτά και να κάνεις μακροβούτια, που αξίζει να ρισκάρεις -κι ας σκοτώνει η δολοφόνος-κούνια (όταν πας ψηλά και γελάς πολύ, δεν πρέπει να γελάς πολύ, μπορεί να αναστατωθείς και να σου ανέβει η πίεση -και να πιεστούν όλοι.)
"Ούτε να ακούω μόνο ό,τι θέλω εγώ, επιτρέπεται;"
(Επινοώ ότι το ρωτάω, σιγανά, γιατί αν ακουστεί, η απάντηση θα είναι όχι: δεν γράφει να επιτρέπεται κάτι -μόνο παρενέργειες.)
Το δοκιμάζω. (Παίρνοντας την ευθύνη.)
Κι έκτοτε συνεχίζω το ίδιο βιολί.
Και επινοώ ήχους. (Από το βιολί ορμώμενη.)
Επινοώ το τρίξιμο της αλυσίδας που κάνει η κούνια, και το σφύριγμα ενός παιδικού γέλιου.
Επινοώ τον απόηχο μιας βουτιάς, και το γκλουπ του παγωτού.
Επινοώ το "αααχ" μιας γεροδεμένης γρατζουνιάς.
Επινοώ να επινοώ.
Για κάποια χρόνια η φαντασία μου ήταν συναχωμένη -επινοούσε πράγματα της ηλικίας μου (μικράκια). Μπορούσα να επινοήσω ακόμα και γεύσεις, πάντα πολύ απλές, ακόμη και του νερού, τις μέρες που δεν έπρεπε να πιω νερό (για μια εβδομάδα) -που να σας εξηγώ. Το νερό είχε αυτήν την γεύση την αόρατη, τη νερουλή, που επειδή τη σνομπάρεις, όταν σου λείπει σε εκδικείται, γίνεται καλύτερη κι από καραμέλα βουτύρου (μην φας πολλές τέτοιες, μπορεί να σου αρέσουν).
Αν βάλεις όμως πολύ δύναμη (αφού καταλάβεις ότι την έχεις) το νερό αποκτά ό,τι γεύση του δώσεις εσύ. Πως βάζεις το πινέλο με τη νερομπογιά, κι αυτό κάνει το νερό χρωματιστό, ε, κάπως έτσι γίνεται και με τη γεύση, βάζεις τη "γλώσσα" σου και το χρωματίζεις ροδακινί (σε γεύση).
(Εύχεσαι να μην του αρέσει του νερού ο χυμός ροδάκινο -να μάθει αυτό!)
Μετά γιορτάζεις καμμιά δεκαπενταριά γενέθλια ακόμη (θαύμα, θαύμα) και η ανάγκη να επινοείς κοντεύει να τα εκατοστήσει (δεν εννοώ λαχανιάζει στις σκάλες, εννοώ σου ανήκει εκατό τοις εκατό).
ΥΓ1
Ακόμη και σήμερα επινοώ ήχους (όπως είναι φυσικό) αλλά τώρα μεγάλωσα, πωπώ, φτου μου, ολόκληρη γυναίκα έγινα, δεν έχω πια φαίνεται φαντασία (κάποιοι πρέπει να το πιστέυουν έντονα και επιμένουν να μου δανείζουν τη δική τους, αλλά έχουμε, έχουμε βρε, δεν θα πάρουμε), κάντε στην (ροκ) μπάντα, τώρα οι ήχοι μού ανήκουν όλοι, και τώρα είναι ευκολότερο να τους επινοώ, (δυνατό γέλιο κονσέρβα).
ΥΓ2
Μερικές φορές, ομολογώ, "ξοδεύω", "χαζά", ό,τι επινοώ με τη φαντασία μου, την καλοντυμένη, τη μεγαλίστικη πες την, ή την γκομενίστική αν θες, (επινοώντας για παράδειγμα ένα μπιπ κινητού -όταν δεν στέλνεις μήνυμα, ή ένα ψιθυριστό "έσσλιν" -σαν να μου μίλησες μόλις κοντά στο αυτί.)
ΥΓ3
Άραγε επινοεί κανείς τον ήχο της φωνής μου όταν λείπω; Πόσα να συμβαίνουν που ποτέ δεν μαθαίνουμε (ειδικά όταν έχουμε πια επινοήσει νέους εαυτούς, έχοντας πιάσει το κόλπο: πως μια ζωή χωράει και οφείλει να χωράει περισσότερες από μία ζωές);
ΥΓ4
Αν τύχει και αρρωστήσετε με φαντασία, το βρίσκω φανταστικό.
ΥΓ5
Αν πεθάνατε ποτέ κάνοντας κούνια να με ενημερώσετε - ν' αλλάξω βιολί (μη σπρώχνω τον κόσμο στην καταστροφή).
ΥΓ6
Το (επινοημένο μου) μότο, που με κάνει να ακούγομαι υγιής και φιλοσοφημένη στις παρέες παραμένει το παλιογνωστό μου: "το πιο αξιόπιστο φαρμακείο βρίσκεται στο κεφάλι μας -και διανυκτερεύει πάντα :-)
ΥΓ7
Μην με κεράσετε ποτέ χυμό ροδάκινο επειδή τον αναφέρω πονηρά παραπάνω, (χάριν παραδείγματος και λόγω χρώματος), εμένα ο αχλαδιού μου αρέσει, απλά δεν επινόησε κανείς για μένα, μέχρι σήμερα, χρώμα αχλαδί.
ΥΓ8
Για φαντάσου.
25 Σεπ 2008
Μυστικός κήπος.
Υπάρχει ένας κήπος που εσύ πάντα ξέρεις που είναι (ε, στο βάθος φυσικά), αλλά όλοι οι άλλοι ευτυχώς δεν ξέρουν (χρειάζονται ταμπέλα), για τον απλούστατο λόγο ότι ο κήπος αυτός είναι αυτό που που ήδη είπα (αν δεν έχεις μυωπία και διάβασες τον τίτλο).
Σπουδαία τα λάχανα.
(Θα πουν κάποιοι.)
Φυσικα και είναι σπουδαία τα λάχανα. (Σε αυτόν τον κήπο.)
Γιατί αυτός ο (μέσα) κήπος (σου) είναι πιο σπουδαίος από κάθε φανερό σου κήπο, τόσο σπουδαίος μάλιστα που αν ήταν πάρκο θα κέρδιζε (στο μπρα ντε φερ) το σέντραλ πάρκ -λόγω "κεντρικότητας" κυρίως (αν και εκκεντρικός).
Στο κέντρο τής ύπαρξής σου, ο μυστικός σου κήπος σου δίνει το δικαίωμα (και, φίου, σε υποχρεώνει) να καλλιεργείς ό,τι θες.
Να καλλιεργείς όνειρα και φαντασιώσεις, να καλλιεργείς προσδοκίες και φιλοδοξίες, να καλλιεργείς ελπίδες και οράματα.
Πάντα, κρατώντας όλα τα "ζαρζαβατικά" ή τα "λουλούδια" σου, όσο μυστικά ή όχι θες ΕΣΥ, γλυτώνοντάς σε απ' ό,τι φοβάσαι στα πρόσωπα των άλλων (από το κακό τους μάτι, μέχρι τις κακές τους γλώσσες, μέχρι τον κακό τους τον καιρό).
Για τον μυστικό σου κήπο κάνεις υποσυνείδητα ό,τι ακριβώς έλεγε μια διαφήμιση του 95.
Ούτε παίρνεις ούτε δίνεις λογαριασμό. (Εκτός αν είσαι μαμόθρεφτος, ενοχικός ή ανώριμος.)
Έχεις το δικαίωμα και την ευθύνη να αποκαλύψεις ΕΣΥ στα "καφάσια σου", μετά, ό,τι εσύ θες να εμπορευτείς (ευτυχώς πάντα ξέρεις τι θα φυτρώσει, με την έννοια ότι αν φυτέψεις καυτή πιπερίτσα θα βγει καυτή πιπερίτσα, δεν θα βγει γαζία).
Όμως το καλύτερο σχετικά με αυτό το εύφορο κρυφό σου χωραφάκι, δεν είναι ότι μπορεί να προστατέψει όλα τα καλά σου -σπουδαία τα λάχανα (εδώ κολλάει).
Είναι ότι σου δίνει συνεχώς το δικαίωμα εκτός από ρόδα, σκόρδα ή καρπούζια (ανάλογα δηλαδή με το τι θέλεις να έλξεις, να απωθήσεις ή να πουλήσεις για σένα) να καλλιεργείς τις δικές σου προσωπικές ΠΑΤΑΤΕΣ.
Οι πατάτες αυτές είναι πάντα καυτές (μην γελιέσαι). Ακόμη κι αν παραμείνουν καιρό φυτεμένες στη σκόνη κάτω από τα χαλιά σου (ή τα χάλια σου) εκεί δηλαδή που ευδοκιμεί το βαθύ κόνσεπτ της μυστικότητας.
Μάλιστα ο ώριμος άνθρωπος έχει δικαίωμα να καλλιεργεί συχνά πατάτες (μαθαίνει από αυτές). Και πιο πολύ έχει υποχρέωση να τις πιάνει στα χέρια του για ώρα (και να κατακαίγεται), αφού κάνει το καθήκον του και τις ξεριζώσει και τις ξεθάψει (για να μάθει από αυτές).
Το άκομψο (που γίνεται συχνά) είναι να πετάς τις καυτές σου πατάτες στους άλλους. Ααααα, εδώ είσαι φάουλ. (Υποθέτω και στο χάντμπολ φάουλ να λέγεται το φάουλ).
Το ότι έχεις δικαίωμα ΚΑΙ να καλλιεργείς πατάτες, ΚΑΙ να τις κρατάς μυστικές, δεν σημαίνει ότι έχεις και το δικαίωμα ο τελικός σου στόχος να είναι να τις χρεώσεις αλλού (συνήθως το κιλό πάει και πολύ).
Αλλά χάνουμε το φόκους νιώθω.
Και το φόκους (ας το πω φορ ουάνς σαν να το λέει κάποιος που μιλάει απλά): "το νόημα βρίσκεται στην ευτυχία του να μπορείς να κρατάς πράγματα μυστικά από τους άλλους, πράγματα για τον εαυτό σου..." (πριν επιστρέψω στον δικό μου εαυτό προσθέτωντας: "...-όσα πατατίζουν τελοςπάντων).
Κάποιοι θα βιαστούν, (και με τη βιασύνη χάνεις πάντα τους υπότιτλους και τα μπιτούιν δε λάινς), να αναρωτηθούν αν εννοώ ότι η ευτυχία βρίσκεται στο να κρύβεις τα λάθη σου και να παρουσιάζεις μόνο τα καλά σου στους άλλους, σε μια καλοξεσκονισμένη από χώματα βιτρινούλα.
Εννοώ ακριβώς το αντίθετο πάντως.
Ο μυστικός κήπος δεν είναι φτηνό χαζοκαταφύγιο. Είναι υγεία. Είναι το δικαίωμά σου να είσαι αληθινός απέναντι στον εαυτό σου, και να παίρνεις πάντα εσύ την ευθύνη, για ότι φυτεύεις, για ό,τι καλλιεργείς, για ό,τι λιπαίνεις, για ό,τι ποτίζεις, για ό,τι διασταυρώνεις, για ό,τι ξεριζώνεις.
ΥΓ1
Η κηπουρική είναι δύσκολη υπόθεση -ειδικά όταν περνιέσαι κι ο ίδιος για πολύ καλλιεργημένος, και δεν καταδέχεσαι να κάνεις τη βρώμικη δουλειά, μη συνειδητοοιώντας πόσο χρήσιμα εργαλεία είναι οι ταπεινοί κασμάδες και οι τσουγκράνες.
ΥΓ2
Το σίγουρο είναι ότι οι πατάτες σου δεν οφείλουν να τηγανίζουν κανέναν έξω από σένα.
ΥΓ3
Καλύτερα φάτες μόνος σου, τηγανιτές ή βραστές αδιάφορο (οι τηγανιτές μάλλον κρύβουν πιο μεγάλη λαδιά, οπότε λούσου τες ανάλογα).
ΥΓ4
Όσο κι αν αποφεύγω τα αγενή άμυλα, κάνω αμέτρητες (καυτές) πατάτες.
ΥΓ5
Όσες φορές έκανα το λάθος να μην τις διαχειριστώ στον σωστό κήπο, γύρισαν και με έφαγαν αυτές (κι ας αποφεύγουν τις πρωτεϊνες).
ΥΓ6
Νιώθω ότι δεν πολυλόγησα αρκετά και ανησυχώ αν έκανα πατάτα. Ας το διορθώσω. (Ανακεφαλαιώνοντας.) Το θέμα δεν είναι να αποκαλύψεις τις πατάτες σου στον άλλον, από ψωροτιμιότητα ή κεκτημένη βλακεία, το θέμα είναι να μοιραστείς στο σωστό τάιμινγκ τη μόνη εκδοχή του πέρσοναλ κηπουρού σου που θα ευδοκιμήσει στη συναναστροφή σου με διπλανούς μυστικούς κήπους (δηλαδή τον αληθινό σου κηπουρό). Και το μυστικό του μυστικού κήπου είναι ότι όσο δεν περιμένεις έγκριση από κανέναν για τις επιλογές σου, κάνεις το πιο βασικό βήμα μακριά από την χειρότερη εκδοχή του πέρσοναλ κηπουρού σου (την άγουρη). Η έγκριση είναι το χειρότερο ζιζάνιο, το πιο ένοχο (πες το και τυψόχορτο αν θες).
ΥΓ7
Σιχαίνομαι τις συμβουλές. Να μία από αυτές: συμβουλεύω (τον εαυτό μου) να σέβομαι πάντα τη μυστικότητα των διπλανών κήπων, και να μην νομίζω ότι το νόημα έγκειται στο πότε θα κάνω σνηκ πηκ ή θα νιώσω την άνεση να καλλιεργήσω αλλού τα όνειρα, τις φιλοδοξίες μου, τα οράματα, τις επιθυμίες μου, και κυρίως τις πατάτες μου. Ο καθένας και το χώμα του. Η ευτυχία είναι όταν βρεις αυτόν που τα χώματά σας είναι κομπάτιμπλ. Αδεργουάιζ (με έμφαση στο γουάιζ) στο μάνιουαλ του σίκρετ γκάρντεν, η έμφαση είναι στα ψιλά γράμματα: ντοντ μιξ εντ ματς δε φάκιν ντερτ.
ΥΓ8
Μέχρι τα 35 δεν οφείλεις να ξέρεις τίποτα από όλα αυτά. (Μέχρι τα 25 λέει στις οδηγίες χρήσης, αλλά εγώ φέτος τις διάβασα). Γιατί, όποιος δεν χόρτασε από πατάτες άλλων και δεν τάισε σε άλλους τις δικές του, δεν μπορεί να καταλάβει τη διαδικασία. Υπάρχουν πίστες. Γκόου πλέυ.
ΥΓ9
(Αν όμως και ΜΕΤΑ δεν το πιάσεις, είσαι απλά βλήτο.) (Ή βούρλο).
Κλέισιμο ματιού (μπήκε λίγο χωματάκι),
φρομ δε γκάρντενεσσ.
Σπουδαία τα λάχανα.
(Θα πουν κάποιοι.)
Φυσικα και είναι σπουδαία τα λάχανα. (Σε αυτόν τον κήπο.)
Γιατί αυτός ο (μέσα) κήπος (σου) είναι πιο σπουδαίος από κάθε φανερό σου κήπο, τόσο σπουδαίος μάλιστα που αν ήταν πάρκο θα κέρδιζε (στο μπρα ντε φερ) το σέντραλ πάρκ -λόγω "κεντρικότητας" κυρίως (αν και εκκεντρικός).
Στο κέντρο τής ύπαρξής σου, ο μυστικός σου κήπος σου δίνει το δικαίωμα (και, φίου, σε υποχρεώνει) να καλλιεργείς ό,τι θες.
Να καλλιεργείς όνειρα και φαντασιώσεις, να καλλιεργείς προσδοκίες και φιλοδοξίες, να καλλιεργείς ελπίδες και οράματα.
Πάντα, κρατώντας όλα τα "ζαρζαβατικά" ή τα "λουλούδια" σου, όσο μυστικά ή όχι θες ΕΣΥ, γλυτώνοντάς σε απ' ό,τι φοβάσαι στα πρόσωπα των άλλων (από το κακό τους μάτι, μέχρι τις κακές τους γλώσσες, μέχρι τον κακό τους τον καιρό).
Για τον μυστικό σου κήπο κάνεις υποσυνείδητα ό,τι ακριβώς έλεγε μια διαφήμιση του 95.
Ούτε παίρνεις ούτε δίνεις λογαριασμό. (Εκτός αν είσαι μαμόθρεφτος, ενοχικός ή ανώριμος.)
Έχεις το δικαίωμα και την ευθύνη να αποκαλύψεις ΕΣΥ στα "καφάσια σου", μετά, ό,τι εσύ θες να εμπορευτείς (ευτυχώς πάντα ξέρεις τι θα φυτρώσει, με την έννοια ότι αν φυτέψεις καυτή πιπερίτσα θα βγει καυτή πιπερίτσα, δεν θα βγει γαζία).
Όμως το καλύτερο σχετικά με αυτό το εύφορο κρυφό σου χωραφάκι, δεν είναι ότι μπορεί να προστατέψει όλα τα καλά σου -σπουδαία τα λάχανα (εδώ κολλάει).
Είναι ότι σου δίνει συνεχώς το δικαίωμα εκτός από ρόδα, σκόρδα ή καρπούζια (ανάλογα δηλαδή με το τι θέλεις να έλξεις, να απωθήσεις ή να πουλήσεις για σένα) να καλλιεργείς τις δικές σου προσωπικές ΠΑΤΑΤΕΣ.
Οι πατάτες αυτές είναι πάντα καυτές (μην γελιέσαι). Ακόμη κι αν παραμείνουν καιρό φυτεμένες στη σκόνη κάτω από τα χαλιά σου (ή τα χάλια σου) εκεί δηλαδή που ευδοκιμεί το βαθύ κόνσεπτ της μυστικότητας.
Μάλιστα ο ώριμος άνθρωπος έχει δικαίωμα να καλλιεργεί συχνά πατάτες (μαθαίνει από αυτές). Και πιο πολύ έχει υποχρέωση να τις πιάνει στα χέρια του για ώρα (και να κατακαίγεται), αφού κάνει το καθήκον του και τις ξεριζώσει και τις ξεθάψει (για να μάθει από αυτές).
Το άκομψο (που γίνεται συχνά) είναι να πετάς τις καυτές σου πατάτες στους άλλους. Ααααα, εδώ είσαι φάουλ. (Υποθέτω και στο χάντμπολ φάουλ να λέγεται το φάουλ).
Το ότι έχεις δικαίωμα ΚΑΙ να καλλιεργείς πατάτες, ΚΑΙ να τις κρατάς μυστικές, δεν σημαίνει ότι έχεις και το δικαίωμα ο τελικός σου στόχος να είναι να τις χρεώσεις αλλού (συνήθως το κιλό πάει και πολύ).
Αλλά χάνουμε το φόκους νιώθω.
Και το φόκους (ας το πω φορ ουάνς σαν να το λέει κάποιος που μιλάει απλά): "το νόημα βρίσκεται στην ευτυχία του να μπορείς να κρατάς πράγματα μυστικά από τους άλλους, πράγματα για τον εαυτό σου..." (πριν επιστρέψω στον δικό μου εαυτό προσθέτωντας: "...-όσα πατατίζουν τελοςπάντων).
Κάποιοι θα βιαστούν, (και με τη βιασύνη χάνεις πάντα τους υπότιτλους και τα μπιτούιν δε λάινς), να αναρωτηθούν αν εννοώ ότι η ευτυχία βρίσκεται στο να κρύβεις τα λάθη σου και να παρουσιάζεις μόνο τα καλά σου στους άλλους, σε μια καλοξεσκονισμένη από χώματα βιτρινούλα.
Εννοώ ακριβώς το αντίθετο πάντως.
Ο μυστικός κήπος δεν είναι φτηνό χαζοκαταφύγιο. Είναι υγεία. Είναι το δικαίωμά σου να είσαι αληθινός απέναντι στον εαυτό σου, και να παίρνεις πάντα εσύ την ευθύνη, για ότι φυτεύεις, για ό,τι καλλιεργείς, για ό,τι λιπαίνεις, για ό,τι ποτίζεις, για ό,τι διασταυρώνεις, για ό,τι ξεριζώνεις.
ΥΓ1
Η κηπουρική είναι δύσκολη υπόθεση -ειδικά όταν περνιέσαι κι ο ίδιος για πολύ καλλιεργημένος, και δεν καταδέχεσαι να κάνεις τη βρώμικη δουλειά, μη συνειδητοοιώντας πόσο χρήσιμα εργαλεία είναι οι ταπεινοί κασμάδες και οι τσουγκράνες.
ΥΓ2
Το σίγουρο είναι ότι οι πατάτες σου δεν οφείλουν να τηγανίζουν κανέναν έξω από σένα.
ΥΓ3
Καλύτερα φάτες μόνος σου, τηγανιτές ή βραστές αδιάφορο (οι τηγανιτές μάλλον κρύβουν πιο μεγάλη λαδιά, οπότε λούσου τες ανάλογα).
ΥΓ4
Όσο κι αν αποφεύγω τα αγενή άμυλα, κάνω αμέτρητες (καυτές) πατάτες.
ΥΓ5
Όσες φορές έκανα το λάθος να μην τις διαχειριστώ στον σωστό κήπο, γύρισαν και με έφαγαν αυτές (κι ας αποφεύγουν τις πρωτεϊνες).
ΥΓ6
Νιώθω ότι δεν πολυλόγησα αρκετά και ανησυχώ αν έκανα πατάτα. Ας το διορθώσω. (Ανακεφαλαιώνοντας.) Το θέμα δεν είναι να αποκαλύψεις τις πατάτες σου στον άλλον, από ψωροτιμιότητα ή κεκτημένη βλακεία, το θέμα είναι να μοιραστείς στο σωστό τάιμινγκ τη μόνη εκδοχή του πέρσοναλ κηπουρού σου που θα ευδοκιμήσει στη συναναστροφή σου με διπλανούς μυστικούς κήπους (δηλαδή τον αληθινό σου κηπουρό). Και το μυστικό του μυστικού κήπου είναι ότι όσο δεν περιμένεις έγκριση από κανέναν για τις επιλογές σου, κάνεις το πιο βασικό βήμα μακριά από την χειρότερη εκδοχή του πέρσοναλ κηπουρού σου (την άγουρη). Η έγκριση είναι το χειρότερο ζιζάνιο, το πιο ένοχο (πες το και τυψόχορτο αν θες).
ΥΓ7
Σιχαίνομαι τις συμβουλές. Να μία από αυτές: συμβουλεύω (τον εαυτό μου) να σέβομαι πάντα τη μυστικότητα των διπλανών κήπων, και να μην νομίζω ότι το νόημα έγκειται στο πότε θα κάνω σνηκ πηκ ή θα νιώσω την άνεση να καλλιεργήσω αλλού τα όνειρα, τις φιλοδοξίες μου, τα οράματα, τις επιθυμίες μου, και κυρίως τις πατάτες μου. Ο καθένας και το χώμα του. Η ευτυχία είναι όταν βρεις αυτόν που τα χώματά σας είναι κομπάτιμπλ. Αδεργουάιζ (με έμφαση στο γουάιζ) στο μάνιουαλ του σίκρετ γκάρντεν, η έμφαση είναι στα ψιλά γράμματα: ντοντ μιξ εντ ματς δε φάκιν ντερτ.
ΥΓ8
Μέχρι τα 35 δεν οφείλεις να ξέρεις τίποτα από όλα αυτά. (Μέχρι τα 25 λέει στις οδηγίες χρήσης, αλλά εγώ φέτος τις διάβασα). Γιατί, όποιος δεν χόρτασε από πατάτες άλλων και δεν τάισε σε άλλους τις δικές του, δεν μπορεί να καταλάβει τη διαδικασία. Υπάρχουν πίστες. Γκόου πλέυ.
ΥΓ9
(Αν όμως και ΜΕΤΑ δεν το πιάσεις, είσαι απλά βλήτο.) (Ή βούρλο).
Κλέισιμο ματιού (μπήκε λίγο χωματάκι),
φρομ δε γκάρντενεσσ.
24 Σεπ 2008
"Της μάνας σου ρε".
Η κατάσταση είναι χάρντκορ εξαρχής, πολύ πριν κλείσεις τα δεκαοχτώ.
Εκεί που κολυμπάς αμέριμνο στη ζεστή λιμνούλα σου, κάποιος ανάβει ξαφνικά το φως και σου επιβάλει η πρώτη σου εικόνα να είναι ένα αιδοίο: ένα αιδοίο που όχι απλά έρχεται μπαφ καταπάνω σου, όχι μόνο ακουμπάει κάθε εκατοστό σου χωρίς καμμία προειδοποίηση, αλλά το βλέπεις και σε βλέπει από την ανάποδη, και, το χειρότερο, είναι και της μάνας σου από πάνω (ανωμαλία πρώτου βαθμού)! Ενώ μετά, απαιτείται να καταδεχτείς (μέσα στο πρώτο σου 24ωρο) να πιπιλάς στήθη (που ειδικά αν είσαι αγόρι σε στιγματίζει φοβερά -και οπωσδήποτε φορέβα.)
Η πιθανότητα να μην έχεις αποκτήσει ήδη το πρώτο σου τραύμα είναι μηδαμινή -και δεν χρειάζεται παρά μόνο παρατηρητιτκότητα για να συνειδητοποιήσεις ότι για το υπόλοιπο της ζωής σου ο μοναδικός σου στόχος είναι να ξαναχωθείς στην πρώτη πρώτη σου ανάμνηση (πριν το"ποπ"), δηλαδή, να βρεις ένα υποκατάστατο αιδοίου, να το παραμερήσεις, να ξαναστριμωχτείς μέσα, με στόχο να μην μάθεις ποτέ τη θα πει ντροπή, να μην νιώσεις τίποτα άλλο παρά μόνο ζεστασιά, ασφάλεια και ηρεμία.
Τα αιδοία που η κοινωνία (ομιγκόντ, ευτυχώς, φίου) έχει ήδη εφεύρει για σένα (γιατί στο χρωστάει) είναι πολλά. Όλες οι κοινωνικές ομάδες, παρέες, συμβάσεις (συχνά τάχα μου αντισυμβατικές) που θα βρεις στη συνέχεια μπροστά σου αποτελούν υποκατάστατα αιδοίου (γι' αυτό και η κατάσταση είναι συνήθως εντελώς κάτι που αρχίζει από "μ" και τελειώνει σε κρεββάτι -αν ξέρεις τι κάνεις).
Όλες οι παρέες και οι ομάδες που πρόκειται να χωθείς εξυπηρετούν αυτό το σκοπό, κι όσο πιο ανασφαλής είσαι τόσο πιο έντονα θα νιώθεις την ανάγκη να περιτυλίγεσαι από κάτι "σάρκινο" και "οργανικό", δηλαδή να ανήκεις. Στο νηπιαγωγείο, στο δημοτικό, στο γυμνάσιο, στο λύκειο, στο πρώτο σεξ, στο φροντιστήριο, στο γυμναστήριο, στο πανεπιστήμιο, στην πρώτη σου εταιρία, στην πρώτη ΣΟΥ εταιρία, στο γάμο σου, στο κέρατό σου, στο φέησμπούκ σου, και στα λοιπά σου τέλος πάντων, απαιτείς γύρω σου ένα αιδοίο.
Κι αυτό, περνώντας σε από πίστα σε πίστα κάνει τη δουλειά του μια χαρά. Σε κυοφορεί για λίγο, σε μεγαλώνει για λίγο, μέχρι να νιώσεις άνετα και ασφαλής, και μετά σε ξεπετάει (στην επόμενη πίστα) και σε βάζει (βγάζει) και πάλι, γυμνό, αποπροσανατολισμένο και σαλιωμένο στην ενδιάμεση κατάσταση αναμονής, μέχρι να πιαστείς σαν πιθηκάκι από τον επόμενο λώρο που θα βρεις μπροστά σου.
Κι αρχίζουν τα πάρτυ, τα φλερτ, τα σεξ, οι προαγωγές, όλα ανγχωμένα, αφου άλλα αιδοία σε χαιδεύουν ανάλογα με το πόσο φλώρος είσαι, άλλα σε ξερνάνε, άλλα σε μαστιγώνουν, μεταξύ μας όλα στο τέλος αυτό σε κάνουν, γυμνό και σαλιωμένο κορόιδο, κι εσύ εκεί, συνεχίζεις, τα μπρεινστόρμινγκ, τα σόπινγκ και τα σούσι, ανυποψιάστος και ξυπόλυτος (λαϊκά στα αγγούρια).
Ευτυχώς που υπάρχει πάντα η αγκαλιά της μαμάς σου να γυρίσεις.
ΑΥΤΟ ΛΕΩ ΚΙ ΕΓΩ.
Γιατί μάνα είναι μόνο μία.
ΕΥΤΥΧΩΣ. (ΑΥΤΟ ΛΕΩ ΚΙ ΕΓΩ.)
(Φαντάζεσαι πόσο πιο κοπιαστικό θα ήταν να είχες έρθει στον κόσμο σε κομμάτια από πολλά διαφορετικά αιδοία, πόσο πιο ανώμαλο και πληγωμένο ανθρωπάκι-παζλ θα ήσουν, και πόσο κλαψ ανικανοποήτο μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι μετά το πρώτο σου αιδοίο το χάος; (Για τις γυναίκες, πιστέψτε με είναι πιο δύσκολο, έχουν πάνω τους κάτι, σαν πόστιτ, που τους τα θυμίζει όλη μέρα όλα αυτά. Γκρόους! Άσε που μετά από λίγο το βαριέσαι, πάντα αυτό που δεν έχεις θες...)
Κι αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί προσβαλλόμαστε όλοι και παίρνουμε τόσο προσωπικά τη φράση "της μάνας σου ρε" -αντί να καταλάβουμε τη λύτρωση που θα νιώθαμε αν απομυθοποιούσαμε τη στιγμή της γέννησης μας, σταματούσαμε να νιώθουμε θυμωμένοι για αυτή τη δραματική εμπειρία, και θυμωμένοι -ακόμη περισσότερο- που αυτή η κόλαση κρατάει για πάνω κάτω 80 χρόνια.
Εξίσου χρήσιμο φαντάζομαι (και το να φαντάζεσαι σε γλυτώνει πάντα από το να παίρνεις την κυριολεκτική ευθύνη όσων γράφεις), είναι να συχωρέσεις και τη μαμά σου. Δεν φταίει αυτή που πρώτον γεννήθηκε και που δεύτερον γέννησε (δηλαδή πόνεσε για να σε φέρει στο φως). Ο θυμός είναι ένας κύκλος πραγματικά φαύλος, είναι σαφές. Όπως και οι τύψεις (μία της κότας και μία του αυγού).
Για να μην πω το ότι όλες οι μαμάδες έχουν βγει από το ίδιο εργοστάσιο (εξαιρούνται οι ελληνίδες και οι εβραίες που είναι ειδική κατηγορία από μόνες τους), και όλες οι μαμάδες καταλήγουν μετά από τα κουπεπέ και τις φρουτόκρεμες των πρώτων (μόλις) 30-40 πάνω κάτω χρόνων να μετατρέπονται σε εργοστάσια και οι ίδιες, ναι, εκείνα, τα εργοστάσια που παράγουν τις τύψεις ΣΟΥ (για να την λυτρώσουν από τις δικές της).
ΑΥΤΟ ΛΕΩ ΚΙ ΕΓΩ.
ΥΓ1
Είχα κι άλλα να πω αλλά γράφω σε ξένο "κομπίουτερ" στη μπολντ. ΜΑΜΑ! Πώς βρέθηκε ΠΑΛΙ αυτό το αιδοίο γύρω μου; (ΧΜ!)
ΥΓ2
Ένας από τους μεγαλύτερους θυμούς των αντρών, φαντάζομαι, πρέπει να ξεκινάει από το γεγονός ότι ενώ το πρώτο αιδοίο που βλέπουν στη ζωή τους θεωρείται σωστό και πρέπον να το δουν πριν κάνουν πάρουν την πρώτη τους ανάσα, μετά θεωρείται σωστό και πρέπον να είναι και το μοναδικό τους ώς τα 14-18 (μια και τα ιλουστρασιόν ή τα ον κάμερα δεν πιάνονται -κι όταν λέω δεν πιάνονται κυριολεκτώ.)
ΥΓ3
Τελικά ίσως ΑΥΤΟ να εξηγεί κάπως την προσβολή που προκαλεί η φράση της "μάνας σου ρε".
ΥΓ4
Από όλα τα παραπάνω ψηφίζω για πιο τραυματικό το συνέχές ερήμην σου "ποπ" σου από πίστα σε πίστα, τη συνεχή κατάσταση αναμονής, που αντί να την παλεύεις, δεν την παλεύεις.
ΥΓ5
Όσο και να μου αρέσει να κάνω την έξυπνη δεν έχω εναλλακτικές. Για παράδειγμα ένα ανάποδο αιδοίο που σου έρχεται ανάποδα μπαφ μέσα στη μούρη είναι σίγουρα καλύτερο από το να σου ερχόταν κάτι άλλο -που θα κάνανε και κλαπ κλαπ στα μούτρα σου.
ΥΓ2
Άε που η φράση "πατέρας είναι μόνο ένας" είναι λιγότερο αξιόπιστη (με τη σημερινή πρακτική και γνώση βεβαίως).
ΥΓ6
Τέλος, δυσκολεύομαι να προτείνω να βγαίναμε από άλλες διόδους, παράδειγμα από τη μύτη, ή από οπουδήποτε φορ δατ μάτερ, κι αυτό γιατί, η μύτη, για παράδειγμα, θα πονούσε πολύ παραπάνω. (Άσε που μετά θα ψάχναμε μια ζωή να κρυφτούμε σε μύτες, κι αυτό δεν θα είχε κάποι ενδιαφέρον, γιατί το νοημα (αν δεν το πιάσατε) είναι να βγεις από κάτι που προκαλεί ντροπή και είναι απόκρυφο.
ΥΓ7
Φαντάζεσαι να έπρεπε να κρύβεις τη μύτη σου ως κάτι το απόκρυφο; Στυλιστικά παράξενο και πολύ "άουτ δερ".
ΥΓ8
Μόλις κατάλαβε τον πραγματικό λόγο που την κρύβει ο Μάκιλ Τζάκσον (έχει τις ίδιες απόψεις μαζί μου).
ΥΓ9
Κι επειδή πείνασα καταλήγω:
Ρε αιδοίο, ειλικρινά, δεν μας γεννάς να τελειώνουμε;
Αλλά κι εμείς. Δεν πα να γεννηθούμε στην τελική;
Εντ οφφ σι γκόουζ.
Έσσ.-
Εκεί που κολυμπάς αμέριμνο στη ζεστή λιμνούλα σου, κάποιος ανάβει ξαφνικά το φως και σου επιβάλει η πρώτη σου εικόνα να είναι ένα αιδοίο: ένα αιδοίο που όχι απλά έρχεται μπαφ καταπάνω σου, όχι μόνο ακουμπάει κάθε εκατοστό σου χωρίς καμμία προειδοποίηση, αλλά το βλέπεις και σε βλέπει από την ανάποδη, και, το χειρότερο, είναι και της μάνας σου από πάνω (ανωμαλία πρώτου βαθμού)! Ενώ μετά, απαιτείται να καταδεχτείς (μέσα στο πρώτο σου 24ωρο) να πιπιλάς στήθη (που ειδικά αν είσαι αγόρι σε στιγματίζει φοβερά -και οπωσδήποτε φορέβα.)
Η πιθανότητα να μην έχεις αποκτήσει ήδη το πρώτο σου τραύμα είναι μηδαμινή -και δεν χρειάζεται παρά μόνο παρατηρητιτκότητα για να συνειδητοποιήσεις ότι για το υπόλοιπο της ζωής σου ο μοναδικός σου στόχος είναι να ξαναχωθείς στην πρώτη πρώτη σου ανάμνηση (πριν το"ποπ"), δηλαδή, να βρεις ένα υποκατάστατο αιδοίου, να το παραμερήσεις, να ξαναστριμωχτείς μέσα, με στόχο να μην μάθεις ποτέ τη θα πει ντροπή, να μην νιώσεις τίποτα άλλο παρά μόνο ζεστασιά, ασφάλεια και ηρεμία.
Τα αιδοία που η κοινωνία (ομιγκόντ, ευτυχώς, φίου) έχει ήδη εφεύρει για σένα (γιατί στο χρωστάει) είναι πολλά. Όλες οι κοινωνικές ομάδες, παρέες, συμβάσεις (συχνά τάχα μου αντισυμβατικές) που θα βρεις στη συνέχεια μπροστά σου αποτελούν υποκατάστατα αιδοίου (γι' αυτό και η κατάσταση είναι συνήθως εντελώς κάτι που αρχίζει από "μ" και τελειώνει σε κρεββάτι -αν ξέρεις τι κάνεις).
Όλες οι παρέες και οι ομάδες που πρόκειται να χωθείς εξυπηρετούν αυτό το σκοπό, κι όσο πιο ανασφαλής είσαι τόσο πιο έντονα θα νιώθεις την ανάγκη να περιτυλίγεσαι από κάτι "σάρκινο" και "οργανικό", δηλαδή να ανήκεις. Στο νηπιαγωγείο, στο δημοτικό, στο γυμνάσιο, στο λύκειο, στο πρώτο σεξ, στο φροντιστήριο, στο γυμναστήριο, στο πανεπιστήμιο, στην πρώτη σου εταιρία, στην πρώτη ΣΟΥ εταιρία, στο γάμο σου, στο κέρατό σου, στο φέησμπούκ σου, και στα λοιπά σου τέλος πάντων, απαιτείς γύρω σου ένα αιδοίο.
Κι αυτό, περνώντας σε από πίστα σε πίστα κάνει τη δουλειά του μια χαρά. Σε κυοφορεί για λίγο, σε μεγαλώνει για λίγο, μέχρι να νιώσεις άνετα και ασφαλής, και μετά σε ξεπετάει (στην επόμενη πίστα) και σε βάζει (βγάζει) και πάλι, γυμνό, αποπροσανατολισμένο και σαλιωμένο στην ενδιάμεση κατάσταση αναμονής, μέχρι να πιαστείς σαν πιθηκάκι από τον επόμενο λώρο που θα βρεις μπροστά σου.
Κι αρχίζουν τα πάρτυ, τα φλερτ, τα σεξ, οι προαγωγές, όλα ανγχωμένα, αφου άλλα αιδοία σε χαιδεύουν ανάλογα με το πόσο φλώρος είσαι, άλλα σε ξερνάνε, άλλα σε μαστιγώνουν, μεταξύ μας όλα στο τέλος αυτό σε κάνουν, γυμνό και σαλιωμένο κορόιδο, κι εσύ εκεί, συνεχίζεις, τα μπρεινστόρμινγκ, τα σόπινγκ και τα σούσι, ανυποψιάστος και ξυπόλυτος (λαϊκά στα αγγούρια).
Ευτυχώς που υπάρχει πάντα η αγκαλιά της μαμάς σου να γυρίσεις.
ΑΥΤΟ ΛΕΩ ΚΙ ΕΓΩ.
Γιατί μάνα είναι μόνο μία.
ΕΥΤΥΧΩΣ. (ΑΥΤΟ ΛΕΩ ΚΙ ΕΓΩ.)
(Φαντάζεσαι πόσο πιο κοπιαστικό θα ήταν να είχες έρθει στον κόσμο σε κομμάτια από πολλά διαφορετικά αιδοία, πόσο πιο ανώμαλο και πληγωμένο ανθρωπάκι-παζλ θα ήσουν, και πόσο κλαψ ανικανοποήτο μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι μετά το πρώτο σου αιδοίο το χάος; (Για τις γυναίκες, πιστέψτε με είναι πιο δύσκολο, έχουν πάνω τους κάτι, σαν πόστιτ, που τους τα θυμίζει όλη μέρα όλα αυτά. Γκρόους! Άσε που μετά από λίγο το βαριέσαι, πάντα αυτό που δεν έχεις θες...)
Κι αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί προσβαλλόμαστε όλοι και παίρνουμε τόσο προσωπικά τη φράση "της μάνας σου ρε" -αντί να καταλάβουμε τη λύτρωση που θα νιώθαμε αν απομυθοποιούσαμε τη στιγμή της γέννησης μας, σταματούσαμε να νιώθουμε θυμωμένοι για αυτή τη δραματική εμπειρία, και θυμωμένοι -ακόμη περισσότερο- που αυτή η κόλαση κρατάει για πάνω κάτω 80 χρόνια.
Εξίσου χρήσιμο φαντάζομαι (και το να φαντάζεσαι σε γλυτώνει πάντα από το να παίρνεις την κυριολεκτική ευθύνη όσων γράφεις), είναι να συχωρέσεις και τη μαμά σου. Δεν φταίει αυτή που πρώτον γεννήθηκε και που δεύτερον γέννησε (δηλαδή πόνεσε για να σε φέρει στο φως). Ο θυμός είναι ένας κύκλος πραγματικά φαύλος, είναι σαφές. Όπως και οι τύψεις (μία της κότας και μία του αυγού).
Για να μην πω το ότι όλες οι μαμάδες έχουν βγει από το ίδιο εργοστάσιο (εξαιρούνται οι ελληνίδες και οι εβραίες που είναι ειδική κατηγορία από μόνες τους), και όλες οι μαμάδες καταλήγουν μετά από τα κουπεπέ και τις φρουτόκρεμες των πρώτων (μόλις) 30-40 πάνω κάτω χρόνων να μετατρέπονται σε εργοστάσια και οι ίδιες, ναι, εκείνα, τα εργοστάσια που παράγουν τις τύψεις ΣΟΥ (για να την λυτρώσουν από τις δικές της).
ΑΥΤΟ ΛΕΩ ΚΙ ΕΓΩ.
ΥΓ1
Είχα κι άλλα να πω αλλά γράφω σε ξένο "κομπίουτερ" στη μπολντ. ΜΑΜΑ! Πώς βρέθηκε ΠΑΛΙ αυτό το αιδοίο γύρω μου; (ΧΜ!)
ΥΓ2
Ένας από τους μεγαλύτερους θυμούς των αντρών, φαντάζομαι, πρέπει να ξεκινάει από το γεγονός ότι ενώ το πρώτο αιδοίο που βλέπουν στη ζωή τους θεωρείται σωστό και πρέπον να το δουν πριν κάνουν πάρουν την πρώτη τους ανάσα, μετά θεωρείται σωστό και πρέπον να είναι και το μοναδικό τους ώς τα 14-18 (μια και τα ιλουστρασιόν ή τα ον κάμερα δεν πιάνονται -κι όταν λέω δεν πιάνονται κυριολεκτώ.)
ΥΓ3
Τελικά ίσως ΑΥΤΟ να εξηγεί κάπως την προσβολή που προκαλεί η φράση της "μάνας σου ρε".
ΥΓ4
Από όλα τα παραπάνω ψηφίζω για πιο τραυματικό το συνέχές ερήμην σου "ποπ" σου από πίστα σε πίστα, τη συνεχή κατάσταση αναμονής, που αντί να την παλεύεις, δεν την παλεύεις.
ΥΓ5
Όσο και να μου αρέσει να κάνω την έξυπνη δεν έχω εναλλακτικές. Για παράδειγμα ένα ανάποδο αιδοίο που σου έρχεται ανάποδα μπαφ μέσα στη μούρη είναι σίγουρα καλύτερο από το να σου ερχόταν κάτι άλλο -που θα κάνανε και κλαπ κλαπ στα μούτρα σου.
ΥΓ2
Άε που η φράση "πατέρας είναι μόνο ένας" είναι λιγότερο αξιόπιστη (με τη σημερινή πρακτική και γνώση βεβαίως).
ΥΓ6
Τέλος, δυσκολεύομαι να προτείνω να βγαίναμε από άλλες διόδους, παράδειγμα από τη μύτη, ή από οπουδήποτε φορ δατ μάτερ, κι αυτό γιατί, η μύτη, για παράδειγμα, θα πονούσε πολύ παραπάνω. (Άσε που μετά θα ψάχναμε μια ζωή να κρυφτούμε σε μύτες, κι αυτό δεν θα είχε κάποι ενδιαφέρον, γιατί το νοημα (αν δεν το πιάσατε) είναι να βγεις από κάτι που προκαλεί ντροπή και είναι απόκρυφο.
ΥΓ7
Φαντάζεσαι να έπρεπε να κρύβεις τη μύτη σου ως κάτι το απόκρυφο; Στυλιστικά παράξενο και πολύ "άουτ δερ".
ΥΓ8
Μόλις κατάλαβε τον πραγματικό λόγο που την κρύβει ο Μάκιλ Τζάκσον (έχει τις ίδιες απόψεις μαζί μου).
ΥΓ9
Κι επειδή πείνασα καταλήγω:
Ρε αιδοίο, ειλικρινά, δεν μας γεννάς να τελειώνουμε;
Αλλά κι εμείς. Δεν πα να γεννηθούμε στην τελική;
Εντ οφφ σι γκόουζ.
Έσσ.-
22 Σεπ 2008
Κωλόγεροι.
Δεν είναι πολύ χαριτωμένα τα παιδάκια και τα μωράκια;
Αλλά αρκετά με τα μωράκια και τα παιδάκια.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, με γοητεύουν (και κάνουν τα γόνατά μου να λυγίζουν) οι μεγάλοι -και συγκεκριμμένα οι τεράστιοι (οι άνω των 80).
Το θεωρώ πραγματικά ανεξήγητο, μια και θεωρώ ότι η αρχή της ζωής είναι σαφώς πιο βάρβαρη (αξίζοντας περισσότερο τη συμπόνοια μας), αλλά τι να κάνω, είναι έτσι, δεν μπορώ να προσποιηθώ -κι αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι δεν μπορώ παρά να γοητεύομαι από κάτι που δεν γνωρίζω ακόμη, και που θα βρω μπροστά μου, παρά από κάτι που ήδη το έχω κι εγώ υπάρξει (αν υποθέσουμε ότι ήμουν κάποτε μικρή, που προσωπικά αμφιβάλλω).
Το γεγονός παραμένει.
Οι άνθρωποι που δεν θα ξεχάσει ποτέ η καρδιά μου ήταν όλοι γέροι (και κατά κανόνα άγνωστοι).
Πρόκειται για βίαιες ιστορίες (με την έννοια υπερβολικά γλυκερές). Και σίγουρα δεν είναι του στυλ μου ή του γούστου μου να γράφω τέτοιες, αλλά τελευταία με σπονσονάρουν τα χαρτομάντηλα κλίνεξ. (Τους έχω γράψει και σλόγκαν. "Κλίνεξ. Για ό,τι είναι για κλάμματα".)
Αστειεύομαι. (Αλλά με περιστατικά σαν κι αυτά, που τσίζι ξετσίζι με κάνουν να λιώνω, ποτέ.)
Για παράδειγμα.
Δεν θα ξεκολλήσει ποτέ από το μυαλό μου η εικόνα ενός άστεγου παππού στο Λονδίνο, πριν δέκα χρόνια, ένα απόγευμα που έβρεχε καρέκλες και καναπέδες και σκύλους και γάτες και βατράχους, ο οποίος ενώ έκανε τρία μολις πράγματα, (κρύωνε, πεινούσε και ανέπνεε), αντί να βρει υπόστεγο να κρυφτεί στεκόταν στη βροχή, τραγουδώντας με λυγμούς το Ι am singing in the rain. (Γέα, άι νόου. Σαααάντ.)
Δεν θα ξεχάσω επίσης ποτέ ένα περιστατικό, πριν αρκετά χρόνια στην Αθήνα, πρωτοχρονιά, που ήμουν με τον αδερφό μου στο αυτοκίνητο για κάπου (γκλάμορους και τρέντυ), και ήρθε ένας ταλαίπωρος γέρος στο τζάμι μας λέγοντας "παιδιά κρυώνω". Λόγω ημέρας, ο Άρης του έδωσε ένα ολόκληρο πεντοχίλιαρο (έμπνευση της στιγμής, ποτέ δεν το εξέτασα, και ναι, είχε αξία τότε), κι ο γέρος ψέλισε ένα "να είσαι καλά αγόρι μου" με τέτοια χροιά φωνής που ήταν σαφές ότι δεν του είχε δωθεί ποτέ η ευκαιρία να ξαναβάλει αυτές τις λέξεις σε αυτή τη σειρά στη ζωή του.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ, πριν ένα μήνα περίπου, που ήθελα με όλη μου τη δύναμη να βγω από το αυτοκίνητό μου, να πλησιάσω έναν γλυκύτατο παππού (που είδα να διασχίζει τον δρόμο μπροστά μου με μια σακουλίτσα σουπερμάρκετ) και να τον πάρω μια σφιχτή αγκαλιά, έτσι όπως τον είδα να περνάει από μπροστά μου καθώς η όλη του κινησιολογία, το όλο του το φέρεσθαι γενικά μαρτυρούσε ότι ήταν ένας πραγματικά καλός άνθρωπος (το βλέμμα του φώναζε καλοσύνη) που όμως δεν είχε κανέναν στον κόσμο να τον πάρει αγκαλιά για τα τελευταία πέντε χρόνια (ε, ναι, τόσο το υπολόγισα, και ο άνθρωπος μύριζε έλλειψη αγκαλιάς σας λέω -με μένα την παλιοκολώστρα να μην έχω το ντίσενσι να βγω να τον αγκαλιάσω. Πόσο κοστίζει μια αγκαλιά; Ποιος παίρνει αγκαλιά έναν γέρο στον δρόμο τέλοςπάντων; Το έχω μετανιώσει.
(Και η αγκαλιά είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη της χιλιετίας νομίζω -μεγαλύτερη κι από το βίντεο).
Επίσης. Δεν θα ξεχάσω και δικούς μου μεγάλους σε στιγμές γκραν σουξέ. Όπως τη μέρα που με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου να μου πει ότι η γιαγιά μου επιβαλόταν να κάνει αξονική, και πως όταν "συρταρώθηκε" έξω από τον τομογράφο (είναι μια θορυβώδης, χρονοβόρα κι ενοχλητική για τους μεγάλους ανθρώπους διαδικασία), την βρήκαν να έχει κλείσει με τα χεράκια της τη μυτούλα της και να τρέμει, κι όταν την ρώτησαν γιατί το έκανε αυτό τους είπε κλαμμένη ότι ένιωσε σαν να την έσπρωξαν να κάνει με το ζόρι βουτιά (σιχαινόταν τις βουτιές -και πάντα έκλεινε τη μυτούλα με το χέρι). Είχα στεναχωρεθεί με αυτήν την εικόνα, με αυτό το γέρικο ανθρωπάκι το φοβισμένο. Α στο καλό.
Όπως εξίσου σπαρακτικό μου ήταν κι όταν πρόσφατα ονειρεύτηκα έναν φίλο μου όπως ΘΑ ήταν όταν γέρναγε (που πλέον είνα βέβαιο ότι δεν θα γεράσει ποτέ). Πάντα ονειρευόμασταν ότι θα γεράσουμε μαζί, ακόμη φίλοι, και θα μυρίζουμε παππουδίλα και θα είμαστε κομπλέξικοι γέροι, σαν τους γέρους του μάπετ σόου, κι όλα θα μας ενοχλούν, πάντα μαζί. Δεν ανυπομονούσαμε να γεράσουμε φυσικά. Αλλά όταν συνέβαινε θα ήταν μες στη ζωή κι αυτό κι ευτυχώς, και απολύτως κυριολεκτικά, θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα μας συνέβαινε... (Μου την έφερε).
Ξέρετε...
Στην Αμερική τα γερατιά αποτελούν απαράδεκτη αρρώστια πλέον. Τόσο, που ξαφνικά από εκεί που οι γέροι αποτελούσαν πεθαμένο τάργκετ γκρουπ, ξαφνικά κερδίζουν έδαφος. Για δυο λόγους. Καταρχήν ο πλανήτης γερνάει, άρα οι περισσότεροι "πελάτες", αντικειμενικά, δεν είναι τα παιδάκια και τα μωράκια, αρκετά με τα μωράκια και τα παιδάκια: ο μέσος όρος ηλικίας έχει ανέβει θεαματικά, και αντιστρόφως ανάλογα με τη γεννητικότητα (αν υπάρχει τέτοιος όρος). Δεύτερον, η βιομηχανία αντιέιτζινκ έκανε τα πάντα να γίνει της μοδας και πλέον έπεσε στην παγίδα της (έπιασε) και χρειάζεται μπόλικο κεφάλαιο από γέρικα πορτοφόλια για να ζήσει και να συνεχίσει τις έρευνες και τις επενδύσεις της (μέχρι να βρει το ελιξίριο της νεότητας -για όσα κορόιδα το αναμένουν.)
Κάποια άλλη φορά ίσως μιλήσω και για παιδάκια. Αλλά με τα παιδάκια μέχρι και τα προϊόντα (εν εξαιρέσεις τα παιχνίδια) φαίνεται να έχουν τελειώσει (αλήθεια: είναι ξεπερασμένο τρεντ).
Κουρασμένη και ζαλισμένη, ίσως από το τζελάγκ, και στο ύψος του τυχαίου, όπως πάντα (έρμαιο των συνειρμών μου), πάλι άλλο σκόπευα να γράψω, πάλι αλλού το πήγαινα (κι ας ξεκίνησα με φτηνή συγκίνηση: θα το έσωζα στο τέλος).
Αλλά μια και πήγε 03:30, θα πάω να κοιμηθώ, απλώς για να μην αφήσω άγρυπνη την αιωρούμενη σκέψη μου, θα κλείσω με την εξής παρατήρηση:
Κάποιοι άνθρωποι θα κάνουν υπέροχους γέρους κάποτε. Αυτοί είναι άνθρωποι που δεν είναι ούτε βαρετοί, ούτε κακοί. Δεν είναι ούτε άδειοι, όυτε κουραστικοί. Δεν είναι ούτε επιφανειακοί, ούτε ξιπασμένοι. Δεν είναι ούτε φοβισμένοι, ούτε κολλημένοι. Δεν είναι ούτε άτολμοι, ούτε αναβλητικοί. Δεν είναι ούτε απαισιόδοξοι, ούτε δειλοί. Είναι πολλά που δεν είναι.
Ας κλείσω με μια ευχή. (Όταν αρχίζεις τσίζι οφείλεις να ολοκληρώνεις τσίζι -άσε που ίσως το σώσω).
ΕΥΧΗ.
Σε όλους μας, να γνωρίζουμε συχνά ανθρώπους που είναι πολλά που δεν είναι και που θα κάνουν ωραίους γέρους, (δεν θα πω πολλούς, γιατί ας είμαστε ρεαλιστές), κι όταν η ζωή μας τους σερβίρει αυτούς, τους λίγους, τόσο γενναιόδωρα, παρακαλώ να τους καταβροχθίζουμε. Νιώθω πολύ όμορφα που γνωρίζω κάποιους τέτοιους μέλλοντες κωλόγερους, (σήμερα μάλιστα πέρασα το βράδυ μου με δύο από αυτούς), και ξέρω με βεβαιότητα ότι τέτοιοι άνθρωποι, όταν γίνω η γραφική μαριονέτα του μάπετ σόου που ονειρεύομαι, θα είναι εκεί να μου χαμογελάνε, με τις λειψές μασελίτσες τους -άνθρωποι που πρώτη εγώ θα εγκαταλείψω το σώμα μου και μετά θα βγουν από μέσα μου αυτοί (αν βγουν).
Α σαντέ,
έσσλιν.-
ΥΓ
(Δεν έχει σήμερα.)
ΥΓ2
(Γιατί νυστάζω.)
ΥΓ3
(Πολύ.)
Αλλά αρκετά με τα μωράκια και τα παιδάκια.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, με γοητεύουν (και κάνουν τα γόνατά μου να λυγίζουν) οι μεγάλοι -και συγκεκριμμένα οι τεράστιοι (οι άνω των 80).
Το θεωρώ πραγματικά ανεξήγητο, μια και θεωρώ ότι η αρχή της ζωής είναι σαφώς πιο βάρβαρη (αξίζοντας περισσότερο τη συμπόνοια μας), αλλά τι να κάνω, είναι έτσι, δεν μπορώ να προσποιηθώ -κι αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι δεν μπορώ παρά να γοητεύομαι από κάτι που δεν γνωρίζω ακόμη, και που θα βρω μπροστά μου, παρά από κάτι που ήδη το έχω κι εγώ υπάρξει (αν υποθέσουμε ότι ήμουν κάποτε μικρή, που προσωπικά αμφιβάλλω).
Το γεγονός παραμένει.
Οι άνθρωποι που δεν θα ξεχάσει ποτέ η καρδιά μου ήταν όλοι γέροι (και κατά κανόνα άγνωστοι).
Πρόκειται για βίαιες ιστορίες (με την έννοια υπερβολικά γλυκερές). Και σίγουρα δεν είναι του στυλ μου ή του γούστου μου να γράφω τέτοιες, αλλά τελευταία με σπονσονάρουν τα χαρτομάντηλα κλίνεξ. (Τους έχω γράψει και σλόγκαν. "Κλίνεξ. Για ό,τι είναι για κλάμματα".)
Αστειεύομαι. (Αλλά με περιστατικά σαν κι αυτά, που τσίζι ξετσίζι με κάνουν να λιώνω, ποτέ.)
Για παράδειγμα.
Δεν θα ξεκολλήσει ποτέ από το μυαλό μου η εικόνα ενός άστεγου παππού στο Λονδίνο, πριν δέκα χρόνια, ένα απόγευμα που έβρεχε καρέκλες και καναπέδες και σκύλους και γάτες και βατράχους, ο οποίος ενώ έκανε τρία μολις πράγματα, (κρύωνε, πεινούσε και ανέπνεε), αντί να βρει υπόστεγο να κρυφτεί στεκόταν στη βροχή, τραγουδώντας με λυγμούς το Ι am singing in the rain. (Γέα, άι νόου. Σαααάντ.)
Δεν θα ξεχάσω επίσης ποτέ ένα περιστατικό, πριν αρκετά χρόνια στην Αθήνα, πρωτοχρονιά, που ήμουν με τον αδερφό μου στο αυτοκίνητο για κάπου (γκλάμορους και τρέντυ), και ήρθε ένας ταλαίπωρος γέρος στο τζάμι μας λέγοντας "παιδιά κρυώνω". Λόγω ημέρας, ο Άρης του έδωσε ένα ολόκληρο πεντοχίλιαρο (έμπνευση της στιγμής, ποτέ δεν το εξέτασα, και ναι, είχε αξία τότε), κι ο γέρος ψέλισε ένα "να είσαι καλά αγόρι μου" με τέτοια χροιά φωνής που ήταν σαφές ότι δεν του είχε δωθεί ποτέ η ευκαιρία να ξαναβάλει αυτές τις λέξεις σε αυτή τη σειρά στη ζωή του.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ, πριν ένα μήνα περίπου, που ήθελα με όλη μου τη δύναμη να βγω από το αυτοκίνητό μου, να πλησιάσω έναν γλυκύτατο παππού (που είδα να διασχίζει τον δρόμο μπροστά μου με μια σακουλίτσα σουπερμάρκετ) και να τον πάρω μια σφιχτή αγκαλιά, έτσι όπως τον είδα να περνάει από μπροστά μου καθώς η όλη του κινησιολογία, το όλο του το φέρεσθαι γενικά μαρτυρούσε ότι ήταν ένας πραγματικά καλός άνθρωπος (το βλέμμα του φώναζε καλοσύνη) που όμως δεν είχε κανέναν στον κόσμο να τον πάρει αγκαλιά για τα τελευταία πέντε χρόνια (ε, ναι, τόσο το υπολόγισα, και ο άνθρωπος μύριζε έλλειψη αγκαλιάς σας λέω -με μένα την παλιοκολώστρα να μην έχω το ντίσενσι να βγω να τον αγκαλιάσω. Πόσο κοστίζει μια αγκαλιά; Ποιος παίρνει αγκαλιά έναν γέρο στον δρόμο τέλοςπάντων; Το έχω μετανιώσει.
(Και η αγκαλιά είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη της χιλιετίας νομίζω -μεγαλύτερη κι από το βίντεο).
Επίσης. Δεν θα ξεχάσω και δικούς μου μεγάλους σε στιγμές γκραν σουξέ. Όπως τη μέρα που με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου να μου πει ότι η γιαγιά μου επιβαλόταν να κάνει αξονική, και πως όταν "συρταρώθηκε" έξω από τον τομογράφο (είναι μια θορυβώδης, χρονοβόρα κι ενοχλητική για τους μεγάλους ανθρώπους διαδικασία), την βρήκαν να έχει κλείσει με τα χεράκια της τη μυτούλα της και να τρέμει, κι όταν την ρώτησαν γιατί το έκανε αυτό τους είπε κλαμμένη ότι ένιωσε σαν να την έσπρωξαν να κάνει με το ζόρι βουτιά (σιχαινόταν τις βουτιές -και πάντα έκλεινε τη μυτούλα με το χέρι). Είχα στεναχωρεθεί με αυτήν την εικόνα, με αυτό το γέρικο ανθρωπάκι το φοβισμένο. Α στο καλό.
Όπως εξίσου σπαρακτικό μου ήταν κι όταν πρόσφατα ονειρεύτηκα έναν φίλο μου όπως ΘΑ ήταν όταν γέρναγε (που πλέον είνα βέβαιο ότι δεν θα γεράσει ποτέ). Πάντα ονειρευόμασταν ότι θα γεράσουμε μαζί, ακόμη φίλοι, και θα μυρίζουμε παππουδίλα και θα είμαστε κομπλέξικοι γέροι, σαν τους γέρους του μάπετ σόου, κι όλα θα μας ενοχλούν, πάντα μαζί. Δεν ανυπομονούσαμε να γεράσουμε φυσικά. Αλλά όταν συνέβαινε θα ήταν μες στη ζωή κι αυτό κι ευτυχώς, και απολύτως κυριολεκτικά, θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα μας συνέβαινε... (Μου την έφερε).
Ξέρετε...
Στην Αμερική τα γερατιά αποτελούν απαράδεκτη αρρώστια πλέον. Τόσο, που ξαφνικά από εκεί που οι γέροι αποτελούσαν πεθαμένο τάργκετ γκρουπ, ξαφνικά κερδίζουν έδαφος. Για δυο λόγους. Καταρχήν ο πλανήτης γερνάει, άρα οι περισσότεροι "πελάτες", αντικειμενικά, δεν είναι τα παιδάκια και τα μωράκια, αρκετά με τα μωράκια και τα παιδάκια: ο μέσος όρος ηλικίας έχει ανέβει θεαματικά, και αντιστρόφως ανάλογα με τη γεννητικότητα (αν υπάρχει τέτοιος όρος). Δεύτερον, η βιομηχανία αντιέιτζινκ έκανε τα πάντα να γίνει της μοδας και πλέον έπεσε στην παγίδα της (έπιασε) και χρειάζεται μπόλικο κεφάλαιο από γέρικα πορτοφόλια για να ζήσει και να συνεχίσει τις έρευνες και τις επενδύσεις της (μέχρι να βρει το ελιξίριο της νεότητας -για όσα κορόιδα το αναμένουν.)
Κάποια άλλη φορά ίσως μιλήσω και για παιδάκια. Αλλά με τα παιδάκια μέχρι και τα προϊόντα (εν εξαιρέσεις τα παιχνίδια) φαίνεται να έχουν τελειώσει (αλήθεια: είναι ξεπερασμένο τρεντ).
Κουρασμένη και ζαλισμένη, ίσως από το τζελάγκ, και στο ύψος του τυχαίου, όπως πάντα (έρμαιο των συνειρμών μου), πάλι άλλο σκόπευα να γράψω, πάλι αλλού το πήγαινα (κι ας ξεκίνησα με φτηνή συγκίνηση: θα το έσωζα στο τέλος).
Αλλά μια και πήγε 03:30, θα πάω να κοιμηθώ, απλώς για να μην αφήσω άγρυπνη την αιωρούμενη σκέψη μου, θα κλείσω με την εξής παρατήρηση:
Κάποιοι άνθρωποι θα κάνουν υπέροχους γέρους κάποτε. Αυτοί είναι άνθρωποι που δεν είναι ούτε βαρετοί, ούτε κακοί. Δεν είναι ούτε άδειοι, όυτε κουραστικοί. Δεν είναι ούτε επιφανειακοί, ούτε ξιπασμένοι. Δεν είναι ούτε φοβισμένοι, ούτε κολλημένοι. Δεν είναι ούτε άτολμοι, ούτε αναβλητικοί. Δεν είναι ούτε απαισιόδοξοι, ούτε δειλοί. Είναι πολλά που δεν είναι.
Ας κλείσω με μια ευχή. (Όταν αρχίζεις τσίζι οφείλεις να ολοκληρώνεις τσίζι -άσε που ίσως το σώσω).
ΕΥΧΗ.
Σε όλους μας, να γνωρίζουμε συχνά ανθρώπους που είναι πολλά που δεν είναι και που θα κάνουν ωραίους γέρους, (δεν θα πω πολλούς, γιατί ας είμαστε ρεαλιστές), κι όταν η ζωή μας τους σερβίρει αυτούς, τους λίγους, τόσο γενναιόδωρα, παρακαλώ να τους καταβροχθίζουμε. Νιώθω πολύ όμορφα που γνωρίζω κάποιους τέτοιους μέλλοντες κωλόγερους, (σήμερα μάλιστα πέρασα το βράδυ μου με δύο από αυτούς), και ξέρω με βεβαιότητα ότι τέτοιοι άνθρωποι, όταν γίνω η γραφική μαριονέτα του μάπετ σόου που ονειρεύομαι, θα είναι εκεί να μου χαμογελάνε, με τις λειψές μασελίτσες τους -άνθρωποι που πρώτη εγώ θα εγκαταλείψω το σώμα μου και μετά θα βγουν από μέσα μου αυτοί (αν βγουν).
Α σαντέ,
έσσλιν.-
ΥΓ
(Δεν έχει σήμερα.)
ΥΓ2
(Γιατί νυστάζω.)
ΥΓ3
(Πολύ.)
19 Σεπ 2008
Ντούσμπαγκ.
Αφού παραγνωριστήκαμε, υποθέτω δεν έχει νόημα να φερόμαστε πλέον σαν "γουάσπς" ("με το σεις και με το σας") - και άρα μπορώ με ευκολία (για να μην πω οφείλω) να σας διηγηθώ "τι κάνω στο ντους μου".
("Μια χαρά, ευχαριστώ". Ό,τι και στα υπόλοιπα δωμάτια εν τέλει).
Το σημερινό (όμως) ήταν το τελευταίο νεοϋρκέζικο ντουσάκι (και είχε πολύ ενδιαφέρον).
Καθώς λουζόμουν, με το νερό να πέφτει με δύναμη από ψηλά στο πρόσωπο και στο σώμα μου, ένιωσα το νερό να παρασύρει και να απομακρύνει με ορμή απ' τα μαλλιά μου το κράισλερ μπίλντινγκ, το στάτεν άιλαντ, κι ένα βαγόνι του μετρό. Πριν προλάβω να καταλάβω τι συνέβη (από τον θόρυβο), τα είδα (σαν προέκταση των μαλλιών μου) να στάζουν μέσα στο ντρέην -το οποίο σε λίγο θα ρουφήξει κι εμένα προσγειώνοντάς με λίγο πιο πάνω από το χίλτον και δεξιά (σπίτι μου).
Η μυρωδιά μου θα είναι μάλλον αεροπλανίλας (κι όχι Κορρές "σύκο", όπως τώρα), τίποτα ακριβώς πάνω μου δεν θα θυμίζει Νέα Υόρκη, και θα πρέπει να ξεβιδώσει κανείς το κεφάλι μου (αν θέλει να χαζέψει τη θέα από τη μπρούκλυν μπριτζ).
Μερικές φορές εκνευρίζομαι που η γη είναι στρογγυλή, με όση δύναμη κι αν τρέξεις αριστερά ή δεξιά, όσο κι αν πληγώσεις τα πόδια σου, κι όσες εικόνες κι αν καταπιούν τα μάτια σου, είναι μοιραίο: θα κάνεις έναν κύκλο και θα βρεθείς εκεί που ξεκίνησες.
Από τις πλαστικές στρογγυλές υδρογείους που πουλιούνται στο εμπόριο, προτιμώ τους επίπεδους χάρτες -με τη διαφορά όμως ότι θα ήθελα να μην έχουν "περιθώρια" γύρω γύρω, (γιατί αλλιώς δεν θα γυρίζεις μεν γύρω γύρω αλλά θα κινδυνεύεις να πέσεις στο κενό), οι άκρες τους να προεκτείνονται δεξιά, πάνω, κάτω και αριστερά -προς το άπειρο.
ΥΓ1
Τα περιτυλίγματα στα δώρα μου είναι πάντα χειροποίητα και αυτοσχέδια (σελίδες εφημερίδων και περιοδικών, ή Α4 με δικά μου μηνύματα, μπλα, μπλα, μπλα, κλπ). Τριβιάλιτις -άι νόου. Συχνά όμως (κι αυτό ίσως δεν σας φανεί τόσο βαρετό), αγοράζω χάρτες, σκίζω κομμάτια και τυλίγω με αυτό το "χαρτί" (τα βιβλία παράδειγμα), αντί με περιτυλίγματα εμπορίου -γκες γουάη εντ τράι δις ατ χομ.
ΥΓ2
Χτες βράδυ (αφού γυρίσαμε από μια υπέροχη βόλτα-φινάλε στον χάτσον με το φέρυ), είχαμε με τον δημήτρη "μου" μια προεφηβική συζήτηση (μόνο σπυράκια που δεν βγάλαμε) γύρω από τη λέξη "ντούςμπαγκ". Πολύ γελάσαμε.
ΥΓ3
Κι όταν γελάς με τις πιο μεγάλες χαζομάρες του κόσμου, η επιστροφή σπίτι δεν είναι και τόσο χάλια. (Με τον δημήτρη ξεγυμνώνουμε και ξεβιδώνουμε συχνά τα κεφάλια μας, ο ένας μπροστά στον άλλο, χωρίς ντροπή, και ό,τι ξεπηδάει από μέσα δεν το παρασύρει κανένα νερό στο ντρέην.) Τον ευχαριστώ για άλλη μια φορά για την φιλοξενία του στο σπίτι "μου", για το "δώρο" του και για το "περιτύλιγμά" του, και τον αγαπώ που μου θυμίζει να αγοράζω βαλίτσες και που κάνει υποφερτό το ότι η γη είναι στρογγυλή.
Όλο το παραπάνω, και το παρακάτω, αφιερωμένο σ΄έναν κοινό μας φίλο με τον οποίο (μαζί με τον δημήτρη) είμασταν πάντα τρίο (ένα θλιβερό τρίο πια -με δύο άτομα). Στον Bastiaan Rijkers που όσο έζησε έβαζε όσο πιο συχνά μπορούσε την υδρόγειο στην μηχανή του κιμά και δεν σταμάταγε να την καταπίνει -και να φεύγει.
:-)
Έσσλιν.-
THIS IS THE LIFE (Amy MacDonald)
http://www.youtube.com/watch?v=c6MRYLWJb1o
Oh the wind whistles down
The cold dark street tonight
And the people they were dancing to the music vibe
And the boys chase the girls with the curls in their hair
While the shy tormented youth sit way over there
And the songs they get louder
Each one better than before
And you're singing the songs
Thinking this is the life
And you wake up in the morning and your head feels twice the size
Where you gonna go? Where you gonna go?
Where you gonna sleep tonight?
And you're singing the songs
Thinking this is the life
And you wake up in the morning and your head feels twice the size
Where you gonna go? Where you gonna go?
Where you gonna sleep tonight?
Where you gonna sleep tonight?
So your heading down the road in your taxi for four
And you're waiting outside Jimmy's front door
But nobody's in and nobody's home 'til four
So you're sitting there with nothing to do
Talking about Robert Riger and his motley crew
And where you're gonna go and where you're gonna sleep tonight
And you're singing the songs
Thinking this is the life
And you wake up in the morning and your head feels twice the size
Where you gonna go? Where you gonna go?
Where you gonna sleep tonight?
("Μια χαρά, ευχαριστώ". Ό,τι και στα υπόλοιπα δωμάτια εν τέλει).
Το σημερινό (όμως) ήταν το τελευταίο νεοϋρκέζικο ντουσάκι (και είχε πολύ ενδιαφέρον).
Καθώς λουζόμουν, με το νερό να πέφτει με δύναμη από ψηλά στο πρόσωπο και στο σώμα μου, ένιωσα το νερό να παρασύρει και να απομακρύνει με ορμή απ' τα μαλλιά μου το κράισλερ μπίλντινγκ, το στάτεν άιλαντ, κι ένα βαγόνι του μετρό. Πριν προλάβω να καταλάβω τι συνέβη (από τον θόρυβο), τα είδα (σαν προέκταση των μαλλιών μου) να στάζουν μέσα στο ντρέην -το οποίο σε λίγο θα ρουφήξει κι εμένα προσγειώνοντάς με λίγο πιο πάνω από το χίλτον και δεξιά (σπίτι μου).
Η μυρωδιά μου θα είναι μάλλον αεροπλανίλας (κι όχι Κορρές "σύκο", όπως τώρα), τίποτα ακριβώς πάνω μου δεν θα θυμίζει Νέα Υόρκη, και θα πρέπει να ξεβιδώσει κανείς το κεφάλι μου (αν θέλει να χαζέψει τη θέα από τη μπρούκλυν μπριτζ).
Μερικές φορές εκνευρίζομαι που η γη είναι στρογγυλή, με όση δύναμη κι αν τρέξεις αριστερά ή δεξιά, όσο κι αν πληγώσεις τα πόδια σου, κι όσες εικόνες κι αν καταπιούν τα μάτια σου, είναι μοιραίο: θα κάνεις έναν κύκλο και θα βρεθείς εκεί που ξεκίνησες.
Από τις πλαστικές στρογγυλές υδρογείους που πουλιούνται στο εμπόριο, προτιμώ τους επίπεδους χάρτες -με τη διαφορά όμως ότι θα ήθελα να μην έχουν "περιθώρια" γύρω γύρω, (γιατί αλλιώς δεν θα γυρίζεις μεν γύρω γύρω αλλά θα κινδυνεύεις να πέσεις στο κενό), οι άκρες τους να προεκτείνονται δεξιά, πάνω, κάτω και αριστερά -προς το άπειρο.
ΥΓ1
Τα περιτυλίγματα στα δώρα μου είναι πάντα χειροποίητα και αυτοσχέδια (σελίδες εφημερίδων και περιοδικών, ή Α4 με δικά μου μηνύματα, μπλα, μπλα, μπλα, κλπ). Τριβιάλιτις -άι νόου. Συχνά όμως (κι αυτό ίσως δεν σας φανεί τόσο βαρετό), αγοράζω χάρτες, σκίζω κομμάτια και τυλίγω με αυτό το "χαρτί" (τα βιβλία παράδειγμα), αντί με περιτυλίγματα εμπορίου -γκες γουάη εντ τράι δις ατ χομ.
ΥΓ2
Χτες βράδυ (αφού γυρίσαμε από μια υπέροχη βόλτα-φινάλε στον χάτσον με το φέρυ), είχαμε με τον δημήτρη "μου" μια προεφηβική συζήτηση (μόνο σπυράκια που δεν βγάλαμε) γύρω από τη λέξη "ντούςμπαγκ". Πολύ γελάσαμε.
ΥΓ3
Κι όταν γελάς με τις πιο μεγάλες χαζομάρες του κόσμου, η επιστροφή σπίτι δεν είναι και τόσο χάλια. (Με τον δημήτρη ξεγυμνώνουμε και ξεβιδώνουμε συχνά τα κεφάλια μας, ο ένας μπροστά στον άλλο, χωρίς ντροπή, και ό,τι ξεπηδάει από μέσα δεν το παρασύρει κανένα νερό στο ντρέην.) Τον ευχαριστώ για άλλη μια φορά για την φιλοξενία του στο σπίτι "μου", για το "δώρο" του και για το "περιτύλιγμά" του, και τον αγαπώ που μου θυμίζει να αγοράζω βαλίτσες και που κάνει υποφερτό το ότι η γη είναι στρογγυλή.
Όλο το παραπάνω, και το παρακάτω, αφιερωμένο σ΄έναν κοινό μας φίλο με τον οποίο (μαζί με τον δημήτρη) είμασταν πάντα τρίο (ένα θλιβερό τρίο πια -με δύο άτομα). Στον Bastiaan Rijkers που όσο έζησε έβαζε όσο πιο συχνά μπορούσε την υδρόγειο στην μηχανή του κιμά και δεν σταμάταγε να την καταπίνει -και να φεύγει.
:-)
Έσσλιν.-
THIS IS THE LIFE (Amy MacDonald)
http://www.youtube.com/watch?v=c6MRYLWJb1o
Oh the wind whistles down
The cold dark street tonight
And the people they were dancing to the music vibe
And the boys chase the girls with the curls in their hair
While the shy tormented youth sit way over there
And the songs they get louder
Each one better than before
And you're singing the songs
Thinking this is the life
And you wake up in the morning and your head feels twice the size
Where you gonna go? Where you gonna go?
Where you gonna sleep tonight?
And you're singing the songs
Thinking this is the life
And you wake up in the morning and your head feels twice the size
Where you gonna go? Where you gonna go?
Where you gonna sleep tonight?
Where you gonna sleep tonight?
So your heading down the road in your taxi for four
And you're waiting outside Jimmy's front door
But nobody's in and nobody's home 'til four
So you're sitting there with nothing to do
Talking about Robert Riger and his motley crew
And where you're gonna go and where you're gonna sleep tonight
And you're singing the songs
Thinking this is the life
And you wake up in the morning and your head feels twice the size
Where you gonna go? Where you gonna go?
Where you gonna sleep tonight?
18 Σεπ 2008
Διαφημιστικό διάλυμα.
Τα περί ορθογραφίας αργότερα.
Προέχει μια επιτυχημένη εισαγωγή.
Κι αυτό που σήμερα εισήχθη με επιτυχία πρώτα στο κεφάλι μου και μετά στο στόμα μου και σε δυο δευτερόλεπτα από τώρα στα αυτιά σας είναι μια πικρή σοκολάτα "cherries and almonds in dark chocolate" της γνωστής ΝΥ μπράντας "CHOCOLOVE XOXO" -5840 θερμίδες η ματιά (που να τη φας κιόλας).
Δεν ήθελα σοκολάτα. Αλήθεια. Tι να τα κάνεις τα υποκατάστατα;
Ο μόνος λόγος που άπλωσα το χέρι μου και την πήρα ήταν για να τη διαβάσω (και, ναι, ίσως την έτρωγα κιόλας -αν και αμφιβάλλω αν ενδιέφερε αυτό τον κατασκευαστή της.)
(Να τη διαβάσω. Δεν μπερδέυτηκα.)
Κι αυτό, λόγω της φράσης που είδα να γράφεται στο πακέτο της: "LOVE POEM INSIDE"!
(Μόνο και μόνο για να βρεθώ λίγο αργότερα να διαβάζω το ποίημα "Take, Oh, Take Those Lips Away", του John Fletcher -τυπωμένο μέσα στο χαρτί περιτυλίγματος -0 θερμίδες η ματιά, δεν τρωγότανε με τίποτα.)
Δεν ξέρω ποιος σκέφτηκε να βγάλει στην αγορά ποιήματα με δώρο σοκολάτα ή το ανάποδο, και τέλος πάντων δημοκρατία έχουνε, όμως θυμήθηκα με φρίκη να έχω κάνει κι εγώ κάτι "παρόμοιο" στην ελλάδα, με τα μπισκότα digestive της αλλατίνη, έχοντας χώσει "ύπουλα" στη συσκευασία, ανάμεσα στα συστατικά, να γράφεται ότι εκτός από "αλεύρι", "ζάχαρη", κλπ, περιέχει "λιακάδα", "όρεξη για βόλτα στην εξοχή", κι άλλα παρόμοια. Διαφημιστές.
Εντωμεταξύ ναι. Το ξέρω. Φαγωθήκατε τόση ώρα.
Το διάλειμμα γράφεται διάλειμμα και το διάλυμα διάλυμα. Ορθογραφια δέκα. Χαλόου.
Αν όμως το διάλειμμα μεταφράζεται brake και το διάλυμα solution, θα συνενοηθούμε either way -μια και το μόνο που έχετε να κάνετε (αν παράγετε, αν αγοράζετε, ή αν πιστευέτε διαφημίσεις), είναι να σταματήσετε.
(Κι αν τα ελληνικά σας δεν είναι και τόσο καλά -και φερ'ειπείν πουντιάσανε και βήχουν- εννοώ, εν τέλει, πως the SOLUTION (to basically all your problems) is to give yourself a BREAK from advertising. Και ναι. Κι αυτό το ξέρω. Και το παραπάνω επειδή το έκανα (δυο χρόνια τώρα), αλλά και το παρακάτω επειδή το έκανα (για δέκα χρόνια):
Όποιος μιλάει με φτηνά λογοπαίγνια καταντάει γραφικός -και προτείνω να έρθει με τον κηδεμόνα του. (Ο κηδεμόνας άλλωστε κάνει και καλό λογοπαίγνιο.)
Αλλά ειλικρινά. Μεταξύ μας. Σοβαρά. (Κι αυτό με τα λογοπαίγνια μη το δέσετε: όποιος μπορεί να τα κάνει, όποιος δεν μπορεί ας το παίζει ότι τα σνομπάρει.)
Αλλά σοβαρά. Σοκολάτα με ποίηματα!; Sounds cheesy, no? (Ηmmm! Cheesy chocolate -now here' s an idea -not.)
Αν όμως τώρα θέλετε όντως να μιλήσουμε για διάλειμμα, τότε τα πράγματα είναι απλά: απλά σταματήστε να δουλεύετε στη διάφημιση. (Εντάξει, η σοκολάτα με ποιήματα είναι κακό επιχείρημα, γιατί είναι κιούτ.)
Σας ικετεύω. Σταπ δε κιούτ.
(Κι αν δεν μπορείτε για πάντα, έστω για λίγο -για ένα διάλειμμα-, αλλά σταματήστε. Φτάνει. Επιμένω.)
Τα σκουπίδια μας έχουν απ'όλα. Ευχαριστούν. (Δεν θα πάρουν κάτι άλλο. Το παλτό τους να φεύγουν.)
Έχουμε βαρεθεί να πετάμε πράγματα (κι εσείς, αντί να σταματήσετε, τυπώνετε λιακάδες, ποιήματα, και βόλτες στις εξοχές πάνω σε σοκολάτες και μπισκότα, λες και ξαφνικά πρέπει να πετάμε ποιήματα και λιακάδες).
Έχουμε βαρεθεί να δημιουργούμε συνεχώς σκουπίδια, πετώντας τα πάντα, λες και κάνουμε διαγωνισμό με τον γείτονα ποιος την έχει πιο μεγάλη τη σακούλα. (Και τελευταία και τη ληγμένη λιακάδα ή εκείνο το πολυκαιρινό στιχάκι.)
Κατά καιρούς βλέπω κάτι αφιερώματα σε αμερικανικά περιοδκά (έχω ένα μπροστά μου ράιτ νάου), στα "μπακγιάρντ τρας των σταρ". Κάποιοι ψάχνουν τα σκουπίδια των γκλιτεράτι (λέμε τώρα, τα εικάζουν απλώς υποθέτω) και μας μεταφέρουν τα πεταμένα τους (προφανώς πρέπει να συγχωρεθούν τα πεταμένα τους).
Η Μπρίτνεϋ τρώει πολλές σοκολάτες (και την είχατε ότι δεν διαβάζει ποτέ το κορίτσι), η Posh πλακώνεται στην τάδε σόγια και στο τάδε ντελίσιους τόφου (έχει πάρει 10 γραμμάρια τελευταία και ανησυχεί μην φανεί ον κάμερα). Το μόνο παρήγορο σε όλο αυτό είναι ότι πρόκειται για περιοδικά-σκουπίδια. (Και το πραγματικά αψυχολόγητο, που χαλάει το παρήγορο, είναι ότι αγόρασα αυτό το περιοδικό, προφανώς θέλοντας να μάθω ποιος πετάει περισσότερα από ό,τι κρατάει, ποιανού τα απορρίματα έχουν κοστίσει τον προϋπολογισμό μικρού κράτους, κλπ, για να νιώσω χειρότερα που η δική μου χωματερή είναι πιο χωματερή.)
Ιδέα.
Πότε επιτέλους θα βγει χωματερή σπόνσορντ μπάι πράντα ορ γκούτσι ορ σάμθινκ, να πετάμε τα σκουπίδια μας με στυλ; Ειδικά αν πρόκειται για ποιήματα, είναι κρίμα να τα πετάμε μαζί με τις ντομάτες (ο παλιός τρόπος, πρώτα το ποίημα, μετά η ντομάτα ήταν καλύτερος.)
Ινάφ ιζ ινάφ ολρέντυ. (Στου ρέντη δεν παρκάρουν πλάκα πλάκα τα απορριματοφόρα;)
Ένιχου.
Ας "κλείσω" εδώ, ασυνήθιστα απότομα, το θέμα (παρότι δεν έχω φτάσει καν εκεί που το πήγαινα), γιατί έχει όντως μια λιακάδα μεγάλη σήμερα (σαν αφίσα της βόνταφον) -και προτιμώ να πετάξω έξω τον εαυτό μου. (Άλλωστε σκουπίδι νιώθω από χτες, με πόναγε η κοιλιά μου ολ ντεή λόνγκ).
Βέβαια....πρώτα, θα δημιουργήσω κάποια γκλάμορους σκουπίδια (δεν έχω φάει πρωϊνό και το πρωϊνό μου είναι από το dean & deluca, oπότε γκόου φίγκιουρ, η κάθε σακούλα μπρέκφαστ σκουπιδιών έχει αρχική τιμή 60$). Γιαμ!
ΥΓ1
Λέγοντας νωρίτερα give yourself a BREAK, εννοούσα την ομώνυμη σοκολάτα. Νταμπλ γιαμ. Και πολύ γιαμάτη!
ΥΓ2
Στέι τιούντ γιατί αργότερα σήμερα θα επανέλθω (σιγά μην μείνω στο σκουπίδι που έγραψα). Κι αυτό γιατί το "ράιτερς μπλοκ" δεν χρειάζεται να κάνει σκουπίδι τον ράιτερ, ξορκίζεται μόνο με "ράιτερς μπλοΓκ". (Λογοπαίγνια ρουλ, ρε).
ΥΓ3
Ρουλ ξερούλ, σταματήστε να κάνετε ή να καταναλώνετα διαφήμιση. Παλήζ! Αν δεν κάνετε διάλειμμα, θα... διαλυθείτε;;;
ΥΓ4
Ακόμη σκουπίδι νιώθω.
ΥΓ5
Λογικό.
ΥΓ6
Με τα σκουπίδια που φάγαμε χτες.
ΥΓ7
Αυτά θα μας φάνε στο τέλος.
Έσσλιν.-
Προέχει μια επιτυχημένη εισαγωγή.
Κι αυτό που σήμερα εισήχθη με επιτυχία πρώτα στο κεφάλι μου και μετά στο στόμα μου και σε δυο δευτερόλεπτα από τώρα στα αυτιά σας είναι μια πικρή σοκολάτα "cherries and almonds in dark chocolate" της γνωστής ΝΥ μπράντας "CHOCOLOVE XOXO" -5840 θερμίδες η ματιά (που να τη φας κιόλας).
Δεν ήθελα σοκολάτα. Αλήθεια. Tι να τα κάνεις τα υποκατάστατα;
Ο μόνος λόγος που άπλωσα το χέρι μου και την πήρα ήταν για να τη διαβάσω (και, ναι, ίσως την έτρωγα κιόλας -αν και αμφιβάλλω αν ενδιέφερε αυτό τον κατασκευαστή της.)
(Να τη διαβάσω. Δεν μπερδέυτηκα.)
Κι αυτό, λόγω της φράσης που είδα να γράφεται στο πακέτο της: "LOVE POEM INSIDE"!
(Μόνο και μόνο για να βρεθώ λίγο αργότερα να διαβάζω το ποίημα "Take, Oh, Take Those Lips Away", του John Fletcher -τυπωμένο μέσα στο χαρτί περιτυλίγματος -0 θερμίδες η ματιά, δεν τρωγότανε με τίποτα.)
Δεν ξέρω ποιος σκέφτηκε να βγάλει στην αγορά ποιήματα με δώρο σοκολάτα ή το ανάποδο, και τέλος πάντων δημοκρατία έχουνε, όμως θυμήθηκα με φρίκη να έχω κάνει κι εγώ κάτι "παρόμοιο" στην ελλάδα, με τα μπισκότα digestive της αλλατίνη, έχοντας χώσει "ύπουλα" στη συσκευασία, ανάμεσα στα συστατικά, να γράφεται ότι εκτός από "αλεύρι", "ζάχαρη", κλπ, περιέχει "λιακάδα", "όρεξη για βόλτα στην εξοχή", κι άλλα παρόμοια. Διαφημιστές.
Εντωμεταξύ ναι. Το ξέρω. Φαγωθήκατε τόση ώρα.
Το διάλειμμα γράφεται διάλειμμα και το διάλυμα διάλυμα. Ορθογραφια δέκα. Χαλόου.
Αν όμως το διάλειμμα μεταφράζεται brake και το διάλυμα solution, θα συνενοηθούμε either way -μια και το μόνο που έχετε να κάνετε (αν παράγετε, αν αγοράζετε, ή αν πιστευέτε διαφημίσεις), είναι να σταματήσετε.
(Κι αν τα ελληνικά σας δεν είναι και τόσο καλά -και φερ'ειπείν πουντιάσανε και βήχουν- εννοώ, εν τέλει, πως the SOLUTION (to basically all your problems) is to give yourself a BREAK from advertising. Και ναι. Κι αυτό το ξέρω. Και το παραπάνω επειδή το έκανα (δυο χρόνια τώρα), αλλά και το παρακάτω επειδή το έκανα (για δέκα χρόνια):
Όποιος μιλάει με φτηνά λογοπαίγνια καταντάει γραφικός -και προτείνω να έρθει με τον κηδεμόνα του. (Ο κηδεμόνας άλλωστε κάνει και καλό λογοπαίγνιο.)
Αλλά ειλικρινά. Μεταξύ μας. Σοβαρά. (Κι αυτό με τα λογοπαίγνια μη το δέσετε: όποιος μπορεί να τα κάνει, όποιος δεν μπορεί ας το παίζει ότι τα σνομπάρει.)
Αλλά σοβαρά. Σοκολάτα με ποίηματα!; Sounds cheesy, no? (Ηmmm! Cheesy chocolate -now here' s an idea -not.)
Αν όμως τώρα θέλετε όντως να μιλήσουμε για διάλειμμα, τότε τα πράγματα είναι απλά: απλά σταματήστε να δουλεύετε στη διάφημιση. (Εντάξει, η σοκολάτα με ποιήματα είναι κακό επιχείρημα, γιατί είναι κιούτ.)
Σας ικετεύω. Σταπ δε κιούτ.
(Κι αν δεν μπορείτε για πάντα, έστω για λίγο -για ένα διάλειμμα-, αλλά σταματήστε. Φτάνει. Επιμένω.)
Τα σκουπίδια μας έχουν απ'όλα. Ευχαριστούν. (Δεν θα πάρουν κάτι άλλο. Το παλτό τους να φεύγουν.)
Έχουμε βαρεθεί να πετάμε πράγματα (κι εσείς, αντί να σταματήσετε, τυπώνετε λιακάδες, ποιήματα, και βόλτες στις εξοχές πάνω σε σοκολάτες και μπισκότα, λες και ξαφνικά πρέπει να πετάμε ποιήματα και λιακάδες).
Έχουμε βαρεθεί να δημιουργούμε συνεχώς σκουπίδια, πετώντας τα πάντα, λες και κάνουμε διαγωνισμό με τον γείτονα ποιος την έχει πιο μεγάλη τη σακούλα. (Και τελευταία και τη ληγμένη λιακάδα ή εκείνο το πολυκαιρινό στιχάκι.)
Κατά καιρούς βλέπω κάτι αφιερώματα σε αμερικανικά περιοδκά (έχω ένα μπροστά μου ράιτ νάου), στα "μπακγιάρντ τρας των σταρ". Κάποιοι ψάχνουν τα σκουπίδια των γκλιτεράτι (λέμε τώρα, τα εικάζουν απλώς υποθέτω) και μας μεταφέρουν τα πεταμένα τους (προφανώς πρέπει να συγχωρεθούν τα πεταμένα τους).
Η Μπρίτνεϋ τρώει πολλές σοκολάτες (και την είχατε ότι δεν διαβάζει ποτέ το κορίτσι), η Posh πλακώνεται στην τάδε σόγια και στο τάδε ντελίσιους τόφου (έχει πάρει 10 γραμμάρια τελευταία και ανησυχεί μην φανεί ον κάμερα). Το μόνο παρήγορο σε όλο αυτό είναι ότι πρόκειται για περιοδικά-σκουπίδια. (Και το πραγματικά αψυχολόγητο, που χαλάει το παρήγορο, είναι ότι αγόρασα αυτό το περιοδικό, προφανώς θέλοντας να μάθω ποιος πετάει περισσότερα από ό,τι κρατάει, ποιανού τα απορρίματα έχουν κοστίσει τον προϋπολογισμό μικρού κράτους, κλπ, για να νιώσω χειρότερα που η δική μου χωματερή είναι πιο χωματερή.)
Ιδέα.
Πότε επιτέλους θα βγει χωματερή σπόνσορντ μπάι πράντα ορ γκούτσι ορ σάμθινκ, να πετάμε τα σκουπίδια μας με στυλ; Ειδικά αν πρόκειται για ποιήματα, είναι κρίμα να τα πετάμε μαζί με τις ντομάτες (ο παλιός τρόπος, πρώτα το ποίημα, μετά η ντομάτα ήταν καλύτερος.)
Ινάφ ιζ ινάφ ολρέντυ. (Στου ρέντη δεν παρκάρουν πλάκα πλάκα τα απορριματοφόρα;)
Ένιχου.
Ας "κλείσω" εδώ, ασυνήθιστα απότομα, το θέμα (παρότι δεν έχω φτάσει καν εκεί που το πήγαινα), γιατί έχει όντως μια λιακάδα μεγάλη σήμερα (σαν αφίσα της βόνταφον) -και προτιμώ να πετάξω έξω τον εαυτό μου. (Άλλωστε σκουπίδι νιώθω από χτες, με πόναγε η κοιλιά μου ολ ντεή λόνγκ).
Βέβαια....πρώτα, θα δημιουργήσω κάποια γκλάμορους σκουπίδια (δεν έχω φάει πρωϊνό και το πρωϊνό μου είναι από το dean & deluca, oπότε γκόου φίγκιουρ, η κάθε σακούλα μπρέκφαστ σκουπιδιών έχει αρχική τιμή 60$). Γιαμ!
ΥΓ1
Λέγοντας νωρίτερα give yourself a BREAK, εννοούσα την ομώνυμη σοκολάτα. Νταμπλ γιαμ. Και πολύ γιαμάτη!
ΥΓ2
Στέι τιούντ γιατί αργότερα σήμερα θα επανέλθω (σιγά μην μείνω στο σκουπίδι που έγραψα). Κι αυτό γιατί το "ράιτερς μπλοκ" δεν χρειάζεται να κάνει σκουπίδι τον ράιτερ, ξορκίζεται μόνο με "ράιτερς μπλοΓκ". (Λογοπαίγνια ρουλ, ρε).
ΥΓ3
Ρουλ ξερούλ, σταματήστε να κάνετε ή να καταναλώνετα διαφήμιση. Παλήζ! Αν δεν κάνετε διάλειμμα, θα... διαλυθείτε;;;
ΥΓ4
Ακόμη σκουπίδι νιώθω.
ΥΓ5
Λογικό.
ΥΓ6
Με τα σκουπίδια που φάγαμε χτες.
ΥΓ7
Αυτά θα μας φάνε στο τέλος.
Έσσλιν.-
15 Σεπ 2008
Άμωμος σύλληψη ντοτκόμ.
Ας πούμε προχτές.
Περπατάμε στην Αστόρια, πρώτη μου φορά εγώ -τύπου “γιατί όχι; να δούμε πώς είναι βρε παιδί μου”.
(Αυτό το “βρε παιδί μου” κολλάει στη βαλίτσα σου σαν στρείδι και σε ακολουθεί σε κάθε χώρα –μην τυχόν και ξεχάσεις τη χωμάτινη ελλαδοσύνη σου).
Και βλέπουμε.
Πολύ γκρικ μουζάκα (βρε παιδί μου).
Και πιο κάτω βλέπουμε μια εκκλησία ελληνική: της “Αμώμου Συλλήψεως” λέει (η πινακίς).
“Κοίτα, κοίτα πώς λέγεται η εκκλησία…”, δείχνω εγώ, με σαφώς αιρετική φωνή, στον Δημήτρη, “…της αμώμου συλλήψεως”.
“FUCK!” (Σχολιάζει αυτός τόσο δυνατά που τον ακούνε μέχρι το Άμστερνταμ.)
Και δεν προλαβαίνω να νιώσω να ξεπερνάει το ημιπρόστυχο χαμόγελό μου τα όριά του, και ανοίγουν οι ουρανοί, πρώτα βρέχει μπαλίτσες φωτιάς (να καυτηριαστούν τα πάντα, κατά το όχι και τόσο πασέ οφθαλμός αντί οφθαλμού), κι έπειτα βρέχει αγιασμένο νέρο (να κάνει το ντουζάκι του το άπλυτο χιούμορ μας), και μετά ναι, πλάκα κάνω (μόνο το fuck αληθεύει).
Αλλά πλακαπλάκα, ωραία τα περνάμε στη Νέα Υόρκη.
(Βρε παιδί μου.)
Ασέξουαλ, όπως άθενς.
Και σκέφτομαι.
Τι θράσσος. Τι βλασφήμια (η παρερμηνεία της αμώμου συλλήψεως που κάνουμε καθημερινά έτσι κι αλλιώς): να περιμένουμε όλοι, παγκοσμίως διαπιστώνω, να “γεννήσουμε” τόσο τεμπέλικα, λες και θαύματα γίνονται κάθε μέρα, κάνοντας ντελίβερι έναν γουατέβερ “κρίνο” -χωρίς να γαμηθούμε στην προσπαθεία.
Γιατί, εντάξει, να το δεχτώ. Μια φορά έγινε, έτυχε και πέτυχε (μάλλον). Αλλά το αποκλείω να έγινε για να μας κακομάθει, να μας κάνει να τεμπελιάσουμε. Αν θέλουμε να γεννήσουμε το οτιδήποτε (ανθρώπους, ιδέες, κείμενα, μέλλον, μεσίες, κλπ) πρέπει να βγάλουμε –μεταφορικά και κυριολεκτικά¬ τα ρούχα μας.
Κοινώς, θα συμφωνήσω.
“Fuck!”
Η πιο τίμια προτροπή.
(Or else we are screwed.)
Ώρες ώρες (εντάξει, συνέχεια), σκέφτομαι, για να καταλάβετε που το πάω, πόσο παγιδευμένη νιώθω στην πιο ασέξουαλ κοινωνία που (εγώ τουλάχιστον) θυμάμαι: που όλοι οι άνθρωποι ξαφνικά περπατάνε πάνω σε ευθείες παράλληλες, φορώντας μάλιστα ποδαράκια γάτας (κάπως πατάω δεν πατάω), αντί να τέμνονται, αντί συγγνώμη κιόλας, να γίνεται όλη μέρα της Αγίας Μπιπ (aka Πουτάνας), οι ευθείες να στροβιλίζονται, να ενώνουν τελείες, να παθαίνουν γλυκιά υπερκόπωση (από έρωτα παράδειγμα, αλλά βασικά από πόθο -να τμηθούν).
Τμήσου μαζί μου, διπλανή ευθεία (μη βαριέσαι).
Γιατί, ξέρεις, κάπου διάβασα ότι μια ευθεία είναι μια τελεία που βγήκε βόλτα. Κι εμάς οι τελείες μας τεμπελιάζουν –γιατί; Εκνευρίζομαι. (Βρε παιδί μου.)
Ένας φίλος (πολύ σέξυ) μου είπε (στην Αθήνα, πριν κάτι μέρες σε μια πλατεία γουατέβερ), να μην είμαι τόσο απόλυτη, κι ότι το ασεξουάλιτυ είναι μάλλον στον μυαλό μου και τι φταίει η μπιμ η κοινωνία που αναγκάστηκε με τα έιτζ και τα λοιπά να βγάλει τα αέρινα καυτά μίνι της και να φορέσει λάτεξ και να ζει ονλάιν. (Κι αυτό σωστό, ευχαριστούμε σέξυ φίλε για το κοντριμπιούσιον, το επιούσιον, απλώς εγώ δεν είμαι κοινωνιολόγος –να πάω να τμηθώ θέλω.)
Οπότε ξαναρχίζω τη γκρίνια.
Χωρίς λαβμέικιν (μεταφορικό ή κυριολεκτικό), νάθινκ.
Νο μαρτίνι, νο πάρτυ.
Κι εμένα ίσως οι γκόμενοι να με απατούν (ας τους ρωτήσουμε, σιγά μην πουν), αλλά η μνήμη μου ποτέ:
Το κάποτέ μας ήταν πιο σέξυ.
Κάποτε(ς) έβλεπες μάτια να σε βλέπουν (όχι απλώς να σε κοιτούν), ένιωθες παλάμες να ιδρώνουν λίτρα, έβλεπες καρδιές να την κάνουν έξω από τα σώματα και να χοροπηδάνε (χαμογελαστές ή έστω χώμα) στα πατώματα, ο κόσμος φλέρταρε τουέντυ φορ σέβεν, μίλαγες με τις φίλες σου πολύ λιγότερο για μανικιούρ και παπούτσια, μύριζε όμορφα, κάπως σέξυ, τα παγκάκια είχαν κάψες, κι όλη η πόλη είχε λουστεί με λορεάλ τεστοστερόνη.
Κάποτες. (Φιλ φρι να βάλετε τον τόνο στο “ο”.)
Θα μου πεις, το λέει και ένα χαριτωμένο τραγούδι που ακούω συχνά: “κάποτε υπήρχε και το δάσος τής πεντέλης κι εσύ κάποτε μου έλεγες πόσο πολύ με θέλεις” –πάμε για άλλα (έστω ασέξουαλ, σαν τοπίο χωρίς δέντρα).
Εν τέλει.
Κάποτε θελόμασταν. Θέλαμε την “άμωμό” μας, μίντιουμ ρέαρ, μη σου πω εντελώς ωμή.
Τώρα απλά το συζητάμε, λες και η Nike δεν είναι σοφή.
Epiphany.
H Nike δεν είχε ποτέ σλόγκαν το “πρώτα φιλοσοφήστε το, μετά τσεκάρετε τους κινδύνους, μετά φτιάξτε μια λίστα με συν και πλην και μετά μάλλον Απλά Κάντε Το ίσως, και πιθανόν, αν προλάβετε, μετά τη δουλειά”.
Αν το κουτάκι που κάνεις τικ είναι το 18-35 πλας, και δείχνεις ασέβεια στις συμβουλές τής Nike, and you don’t just fucking do it, ο Θεός (και η Άμωμος) μαζί σου.
Μιλώντας για Προϊόντα. Αλλά και υπονοώντας και το ίντερνετ (ναι, ΟΚ, άσχετο, αλλά σόρυ, τι κάνεις όλη μέρα μπροστά στην οθόνη;), αλλά και, τέλος πάντων για όλα όσα μας κάνουν αδρανείς, δεν μπορώ παρά να κάνω μια παρενθεση και να πω ότι, πάντως, εντυπωσιάζομαι που δεν έχουν εκμεταλλευτεί ακόμη περισσότερο κάποιοι το μάρκετινγκ για να μας ευνουχίσουν εντελώς (ώστε να μη γυμνάζουμε τις τελείες μας όσο πιο ποτέ πια γίνεται). Το χάμπουργκερ ΜcFuck φερ’ειπείν, σαν πολύ δεν έχει αργήσει; Γιατί δεν λένε αυτό που θέλουν να πουν; Ποιος θέλει σεξ όταν μπορεί να το κάνει μια μπουκιά έτοιμο; Να ένα τίμιο σλόγκαν. (Φάτην Nike.) “Κάντε κοιλιά, όχι έρωτα.”
Εύχομαι κάποιος να έχει βγάλει άκρη για τι μιλάω σήμερα (που αμφιβάλλω) -οι υπόλοιποι να πάτε να.
(Αν κάνετε αυτό θα είναι σαν να με έχετε πιάσει. Που σιγά μην με πιάσετε. Σιγά μην απλώσετε το χέρι σας να μου βάλετε χέρι. Τι σκατά φοβάστε;)
Χτες μπήκαμε στο μετρό, στο ρας άουρ, το βαγόνι χώραγε ογδόντα άτομα, αλλά είχε εκατό. Δεν μπορούσα να αναπνέυσω. Και όλοι ντυμένοι. Τι ατολμία. Αν είναι να στριμωχτούμε, ας το κάνουμε. Εγώ πάντως δεν είχα από τι να κρατηθώ και κρατήθηκα απ' ό,τι βρήκα, που ήταν σαφώς κάτι δερμάτινο, αλλά όχι λουρί τσαντας, αλλά μην φανταστείτε τίποτα κίνκυ, του δημήτρη κάτι ήταν, (εντάξει χέρι ήταν), κι απλά για άλλη μια φορά γελάσαμε σαν τριανταπεντάχρονα κι αρχίσαμε να φανταζόμαστε (κοινότοπο αλλά φαν) τους πάντες γυμνούς -ακόμη κι εκείνη την κυρία την πολύ επιτουσίκ, που είχε να το κάνει χρόνια (γιατί δεν φαινόταν να ήταν της τάξης της -κάτι το τόσο πρωτόγονο, κι ας μπαίνει σε μετρό: είναι τρέντυ το νιουγιόρκις μετρό).
Σπίκινκ οφ τρένο, έστω εντός παρενθέσεως. Αρκετά με τη γκρίνια.
Μια ωραία σκέψη -που αφού την περιμένετε, σας την οφείλω, που, όσο άσχετη κι αν ακουστεί, κάντε την εσείς σχετική.
Τι ωραία να είσαι στο τρένο -κάπου στην εξοχή- μαζί με τον κάποιον σου, και να μην εστιάζει ο ένας στη λίμνη κι ο άλλος στο βουνό στο βάθος, ή ο ένας στο γρασίδι, κι ο άλλος στον ουρανό. Τι ωραία, όχι απλώς να επιβιβάζεσαι στην ίδια κατεύθυνση, αλλά να πηγαίνεις στην ίδια κατεύθυνση κοιτώντας το ίδιο τοπίο.
Τι ωραία να τέμνεσαι.
ΥΓ1
Αν σας ενόχλησε στο στομάχι η ελαφρώς αιρετική αρχή, προτείνω εσείς, για να ξορκίσετε το σημερινό ανάγνωσμα, να περιοριστείτε στο Ιεραποστολικό. Του μπι όνεστ, άι πέρσοναλι λάβ ιτ. Άσε που έχει και το πιο κίνκυ όνομα.
ΥΓ2
Τον φίλο μου τον Δημήτρη τον κόλλησα. (Ευτυχώς ποτέ δεν φοράει λάτεξ στα αυτιά του). Τον “ντοτκομισμό” μου, εννοώ: τη συνήθεια να δίνω έμφαση σε κάτι προσθέτωντας τη φράση “ντοτ κομ” στο τέλος, παράδειγμα “γκόμενος ντοτ κομ”, (ένας που πέρασε κάποια στιγμή από μπροστά μας), “ασεξουάλιτυ ντοτ κομ” (ανάλαφρο κοινωνιολογικό σχόλιο) -και λοιπά. Τον κόλλησα και με ξεπέρασε (“εξέλιξη αστείου ντοτ κομ”). Τώρα, ό,τι είναι εξωφρενικό, εξευτελίστικα προφανές, ή έντονο, αναβαθμίστηκε: σε “ντοτ οργκ” ή “ντοτ νετ”. (Παράδειγμα, “πεινάω ντοτ νετ”, και τυχαίνει –πραγματικό περιστατικό- να λατρεύω τις φακές; Δεν έχω παρά να πάω να μαγειρέψω –γιατί αν είναι να γεννήσεις ανθρώπους, ιδέες, κείμενα, μέλλον, μεσίες, κλπ, άσε τον κρίνο ντοτ κομ σλας μπούλσιτ κάτω, πάρε τα πόδια σου, βγάλε τα πατουσάκια γάτας και άρχισε να (τα) μαγειρεύεις (όλα).
ΥΓ3
Όποιος πεινάει και θέλει “φακές ντοτ οργκ” (aka fuck ess dot org), τις πετυχαίνω πάντα.
(Κάνω καλό τραπέζι ίσως -όποιος το ξερει ας το μαρτυρήσει, όποιος δεν το ξέρει έχει αργήσει.)
ΥΓ4
Χαμόγελο καλλιστείων.
Εσσ.-
Περπατάμε στην Αστόρια, πρώτη μου φορά εγώ -τύπου “γιατί όχι; να δούμε πώς είναι βρε παιδί μου”.
(Αυτό το “βρε παιδί μου” κολλάει στη βαλίτσα σου σαν στρείδι και σε ακολουθεί σε κάθε χώρα –μην τυχόν και ξεχάσεις τη χωμάτινη ελλαδοσύνη σου).
Και βλέπουμε.
Πολύ γκρικ μουζάκα (βρε παιδί μου).
Και πιο κάτω βλέπουμε μια εκκλησία ελληνική: της “Αμώμου Συλλήψεως” λέει (η πινακίς).
“Κοίτα, κοίτα πώς λέγεται η εκκλησία…”, δείχνω εγώ, με σαφώς αιρετική φωνή, στον Δημήτρη, “…της αμώμου συλλήψεως”.
“FUCK!” (Σχολιάζει αυτός τόσο δυνατά που τον ακούνε μέχρι το Άμστερνταμ.)
Και δεν προλαβαίνω να νιώσω να ξεπερνάει το ημιπρόστυχο χαμόγελό μου τα όριά του, και ανοίγουν οι ουρανοί, πρώτα βρέχει μπαλίτσες φωτιάς (να καυτηριαστούν τα πάντα, κατά το όχι και τόσο πασέ οφθαλμός αντί οφθαλμού), κι έπειτα βρέχει αγιασμένο νέρο (να κάνει το ντουζάκι του το άπλυτο χιούμορ μας), και μετά ναι, πλάκα κάνω (μόνο το fuck αληθεύει).
Αλλά πλακαπλάκα, ωραία τα περνάμε στη Νέα Υόρκη.
(Βρε παιδί μου.)
Ασέξουαλ, όπως άθενς.
Και σκέφτομαι.
Τι θράσσος. Τι βλασφήμια (η παρερμηνεία της αμώμου συλλήψεως που κάνουμε καθημερινά έτσι κι αλλιώς): να περιμένουμε όλοι, παγκοσμίως διαπιστώνω, να “γεννήσουμε” τόσο τεμπέλικα, λες και θαύματα γίνονται κάθε μέρα, κάνοντας ντελίβερι έναν γουατέβερ “κρίνο” -χωρίς να γαμηθούμε στην προσπαθεία.
Γιατί, εντάξει, να το δεχτώ. Μια φορά έγινε, έτυχε και πέτυχε (μάλλον). Αλλά το αποκλείω να έγινε για να μας κακομάθει, να μας κάνει να τεμπελιάσουμε. Αν θέλουμε να γεννήσουμε το οτιδήποτε (ανθρώπους, ιδέες, κείμενα, μέλλον, μεσίες, κλπ) πρέπει να βγάλουμε –μεταφορικά και κυριολεκτικά¬ τα ρούχα μας.
Κοινώς, θα συμφωνήσω.
“Fuck!”
Η πιο τίμια προτροπή.
(Or else we are screwed.)
Ώρες ώρες (εντάξει, συνέχεια), σκέφτομαι, για να καταλάβετε που το πάω, πόσο παγιδευμένη νιώθω στην πιο ασέξουαλ κοινωνία που (εγώ τουλάχιστον) θυμάμαι: που όλοι οι άνθρωποι ξαφνικά περπατάνε πάνω σε ευθείες παράλληλες, φορώντας μάλιστα ποδαράκια γάτας (κάπως πατάω δεν πατάω), αντί να τέμνονται, αντί συγγνώμη κιόλας, να γίνεται όλη μέρα της Αγίας Μπιπ (aka Πουτάνας), οι ευθείες να στροβιλίζονται, να ενώνουν τελείες, να παθαίνουν γλυκιά υπερκόπωση (από έρωτα παράδειγμα, αλλά βασικά από πόθο -να τμηθούν).
Τμήσου μαζί μου, διπλανή ευθεία (μη βαριέσαι).
Γιατί, ξέρεις, κάπου διάβασα ότι μια ευθεία είναι μια τελεία που βγήκε βόλτα. Κι εμάς οι τελείες μας τεμπελιάζουν –γιατί; Εκνευρίζομαι. (Βρε παιδί μου.)
Ένας φίλος (πολύ σέξυ) μου είπε (στην Αθήνα, πριν κάτι μέρες σε μια πλατεία γουατέβερ), να μην είμαι τόσο απόλυτη, κι ότι το ασεξουάλιτυ είναι μάλλον στον μυαλό μου και τι φταίει η μπιμ η κοινωνία που αναγκάστηκε με τα έιτζ και τα λοιπά να βγάλει τα αέρινα καυτά μίνι της και να φορέσει λάτεξ και να ζει ονλάιν. (Κι αυτό σωστό, ευχαριστούμε σέξυ φίλε για το κοντριμπιούσιον, το επιούσιον, απλώς εγώ δεν είμαι κοινωνιολόγος –να πάω να τμηθώ θέλω.)
Οπότε ξαναρχίζω τη γκρίνια.
Χωρίς λαβμέικιν (μεταφορικό ή κυριολεκτικό), νάθινκ.
Νο μαρτίνι, νο πάρτυ.
Κι εμένα ίσως οι γκόμενοι να με απατούν (ας τους ρωτήσουμε, σιγά μην πουν), αλλά η μνήμη μου ποτέ:
Το κάποτέ μας ήταν πιο σέξυ.
Κάποτε(ς) έβλεπες μάτια να σε βλέπουν (όχι απλώς να σε κοιτούν), ένιωθες παλάμες να ιδρώνουν λίτρα, έβλεπες καρδιές να την κάνουν έξω από τα σώματα και να χοροπηδάνε (χαμογελαστές ή έστω χώμα) στα πατώματα, ο κόσμος φλέρταρε τουέντυ φορ σέβεν, μίλαγες με τις φίλες σου πολύ λιγότερο για μανικιούρ και παπούτσια, μύριζε όμορφα, κάπως σέξυ, τα παγκάκια είχαν κάψες, κι όλη η πόλη είχε λουστεί με λορεάλ τεστοστερόνη.
Κάποτες. (Φιλ φρι να βάλετε τον τόνο στο “ο”.)
Θα μου πεις, το λέει και ένα χαριτωμένο τραγούδι που ακούω συχνά: “κάποτε υπήρχε και το δάσος τής πεντέλης κι εσύ κάποτε μου έλεγες πόσο πολύ με θέλεις” –πάμε για άλλα (έστω ασέξουαλ, σαν τοπίο χωρίς δέντρα).
Εν τέλει.
Κάποτε θελόμασταν. Θέλαμε την “άμωμό” μας, μίντιουμ ρέαρ, μη σου πω εντελώς ωμή.
Τώρα απλά το συζητάμε, λες και η Nike δεν είναι σοφή.
Epiphany.
H Nike δεν είχε ποτέ σλόγκαν το “πρώτα φιλοσοφήστε το, μετά τσεκάρετε τους κινδύνους, μετά φτιάξτε μια λίστα με συν και πλην και μετά μάλλον Απλά Κάντε Το ίσως, και πιθανόν, αν προλάβετε, μετά τη δουλειά”.
Αν το κουτάκι που κάνεις τικ είναι το 18-35 πλας, και δείχνεις ασέβεια στις συμβουλές τής Nike, and you don’t just fucking do it, ο Θεός (και η Άμωμος) μαζί σου.
Μιλώντας για Προϊόντα. Αλλά και υπονοώντας και το ίντερνετ (ναι, ΟΚ, άσχετο, αλλά σόρυ, τι κάνεις όλη μέρα μπροστά στην οθόνη;), αλλά και, τέλος πάντων για όλα όσα μας κάνουν αδρανείς, δεν μπορώ παρά να κάνω μια παρενθεση και να πω ότι, πάντως, εντυπωσιάζομαι που δεν έχουν εκμεταλλευτεί ακόμη περισσότερο κάποιοι το μάρκετινγκ για να μας ευνουχίσουν εντελώς (ώστε να μη γυμνάζουμε τις τελείες μας όσο πιο ποτέ πια γίνεται). Το χάμπουργκερ ΜcFuck φερ’ειπείν, σαν πολύ δεν έχει αργήσει; Γιατί δεν λένε αυτό που θέλουν να πουν; Ποιος θέλει σεξ όταν μπορεί να το κάνει μια μπουκιά έτοιμο; Να ένα τίμιο σλόγκαν. (Φάτην Nike.) “Κάντε κοιλιά, όχι έρωτα.”
Εύχομαι κάποιος να έχει βγάλει άκρη για τι μιλάω σήμερα (που αμφιβάλλω) -οι υπόλοιποι να πάτε να.
(Αν κάνετε αυτό θα είναι σαν να με έχετε πιάσει. Που σιγά μην με πιάσετε. Σιγά μην απλώσετε το χέρι σας να μου βάλετε χέρι. Τι σκατά φοβάστε;)
Χτες μπήκαμε στο μετρό, στο ρας άουρ, το βαγόνι χώραγε ογδόντα άτομα, αλλά είχε εκατό. Δεν μπορούσα να αναπνέυσω. Και όλοι ντυμένοι. Τι ατολμία. Αν είναι να στριμωχτούμε, ας το κάνουμε. Εγώ πάντως δεν είχα από τι να κρατηθώ και κρατήθηκα απ' ό,τι βρήκα, που ήταν σαφώς κάτι δερμάτινο, αλλά όχι λουρί τσαντας, αλλά μην φανταστείτε τίποτα κίνκυ, του δημήτρη κάτι ήταν, (εντάξει χέρι ήταν), κι απλά για άλλη μια φορά γελάσαμε σαν τριανταπεντάχρονα κι αρχίσαμε να φανταζόμαστε (κοινότοπο αλλά φαν) τους πάντες γυμνούς -ακόμη κι εκείνη την κυρία την πολύ επιτουσίκ, που είχε να το κάνει χρόνια (γιατί δεν φαινόταν να ήταν της τάξης της -κάτι το τόσο πρωτόγονο, κι ας μπαίνει σε μετρό: είναι τρέντυ το νιουγιόρκις μετρό).
Σπίκινκ οφ τρένο, έστω εντός παρενθέσεως. Αρκετά με τη γκρίνια.
Μια ωραία σκέψη -που αφού την περιμένετε, σας την οφείλω, που, όσο άσχετη κι αν ακουστεί, κάντε την εσείς σχετική.
Τι ωραία να είσαι στο τρένο -κάπου στην εξοχή- μαζί με τον κάποιον σου, και να μην εστιάζει ο ένας στη λίμνη κι ο άλλος στο βουνό στο βάθος, ή ο ένας στο γρασίδι, κι ο άλλος στον ουρανό. Τι ωραία, όχι απλώς να επιβιβάζεσαι στην ίδια κατεύθυνση, αλλά να πηγαίνεις στην ίδια κατεύθυνση κοιτώντας το ίδιο τοπίο.
Τι ωραία να τέμνεσαι.
ΥΓ1
Αν σας ενόχλησε στο στομάχι η ελαφρώς αιρετική αρχή, προτείνω εσείς, για να ξορκίσετε το σημερινό ανάγνωσμα, να περιοριστείτε στο Ιεραποστολικό. Του μπι όνεστ, άι πέρσοναλι λάβ ιτ. Άσε που έχει και το πιο κίνκυ όνομα.
ΥΓ2
Τον φίλο μου τον Δημήτρη τον κόλλησα. (Ευτυχώς ποτέ δεν φοράει λάτεξ στα αυτιά του). Τον “ντοτκομισμό” μου, εννοώ: τη συνήθεια να δίνω έμφαση σε κάτι προσθέτωντας τη φράση “ντοτ κομ” στο τέλος, παράδειγμα “γκόμενος ντοτ κομ”, (ένας που πέρασε κάποια στιγμή από μπροστά μας), “ασεξουάλιτυ ντοτ κομ” (ανάλαφρο κοινωνιολογικό σχόλιο) -και λοιπά. Τον κόλλησα και με ξεπέρασε (“εξέλιξη αστείου ντοτ κομ”). Τώρα, ό,τι είναι εξωφρενικό, εξευτελίστικα προφανές, ή έντονο, αναβαθμίστηκε: σε “ντοτ οργκ” ή “ντοτ νετ”. (Παράδειγμα, “πεινάω ντοτ νετ”, και τυχαίνει –πραγματικό περιστατικό- να λατρεύω τις φακές; Δεν έχω παρά να πάω να μαγειρέψω –γιατί αν είναι να γεννήσεις ανθρώπους, ιδέες, κείμενα, μέλλον, μεσίες, κλπ, άσε τον κρίνο ντοτ κομ σλας μπούλσιτ κάτω, πάρε τα πόδια σου, βγάλε τα πατουσάκια γάτας και άρχισε να (τα) μαγειρεύεις (όλα).
ΥΓ3
Όποιος πεινάει και θέλει “φακές ντοτ οργκ” (aka fuck ess dot org), τις πετυχαίνω πάντα.
(Κάνω καλό τραπέζι ίσως -όποιος το ξερει ας το μαρτυρήσει, όποιος δεν το ξέρει έχει αργήσει.)
ΥΓ4
Χαμόγελο καλλιστείων.
Εσσ.-
12 Σεπ 2008
Κάποιοι άνθρωποι.
Κάποιοι άνθρωποι είναι διαφορετικοί από κάποιους άλλους.
Όχι διαφορετικοί επειδή για παράδειγμα έχουν δυο κεφάλια -όχι κάτι τέτοιο, διαφορετικοί για σένα.
Και διαφορετικότεροι από όλους αυτούς είναι αυτοί που δίνουν νόημα στην απόσταση.
Αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί, η απόσταση θα έπαιρνε αντικαταθλιπτικά, θα είχε μετά βεβαιότητας βαρεθεί -κι αν βαρίόταν, ακόμη χειρότερα αν αποσυρόταν, η απόσταση, ούτε μπορώ να το φανταστώ. Θα ήταν σκέτη καταστροφή.
Θα μαραζώνανε τα μακρυνά ταξίδια.
Θα ξεχυλώνανε τόσο πολύ τα παράθυρα, μην έχοντας τι να κοιτάξουν μακρυά, έξω από σένα.
Αν δεν υπήρχε η απόσταση η μύτη σου θα έκανε μούτρα -δεν θα είχε τίποτα να θυμηθεί, ποτέ να βάλει τα δυνατά της να ρουφήξει παλιές εικόνες -να θυμηθεί, καλά το είπα.
Αν δεν υπήρχε η απόσταση δεν θα υπήρχαν αστέρια, το βράδυ σου θα ήταν ψεύτικα φωτεινό, με τα αστέρια χαμηλά, χαζά, σαν λαμπατέρ, κοντά σου, πολύ κοντά σου -λες και τα λαμπατέρ θέλεις κοντά σου, ή το τηλέφωνο. (Αν δεν υπήρχε απόσταση τι να το κάνεις το τουτ τουτ, τι να ποθήσεις που ήδη έχεις, τι να θελήσεις να καλέσεις στα αυτιά σου να παίξετε ήχους.)
Αν δεν υπήρχε η απόσταση, θα υπήρχε κάτι, σίγουρα. Το κοντά -μόνο το κοντά, και το κοντά είναι ωραίο, καλύτερο είναι το κοντά, αλλα ποιο κοντά από όλα όμως;, όχι το εύκολο -το μακρινό, το απστασιοποιημένο.
Αν δεν υπήρχε απόσταση πώς θα γυμνάζονταν τα αεροπλάνα, πώς θα τσακωνόσουν με φωτογραφίες; Δεν ξέρω -ας μου πείτε εσείς, μπορεί να ξέρετε, κάποιος σας. (Σιγά μην ξέρετε.)
Κάποιοι άνθρωποι ειναι διαφορετικοί από κάποιους άλλους γιατί έρχονται, περνάνε, φεύγουν, μένουν -και σε πειράζει.
Είναι διαφορετικοί ακριβώς γι'αυτό -αν θέλετε παραπάνω εξηγήσεις.
Γιατί διαφέρουν.
Για κάποιους ανθρώπους θες να γελάσεις τόσο δυνατά. Να έτσι -αν μπορείτε να ακούσετε, μισό πλανήτη μακριά.
Για κάποιους ανθρώπους θέλεις να κλάψεις τόσο σιγά, να κλάψεις πολύ -πόσο υγρά που θα γίνουν όλα, το πάτωμα, όλα, μέχρι και να ποτίσεις λουλούδια θα μπορείς (ή να φυτέψεις μαργαρίτες), μπορεί να σηκωθούν κύματα, να κάνεις σερφ -αν ξέρεις. (Συνήθως δεν ξέρεις, κι αν ξέρεις ξεχνάς τις δύσκολες ώρες, τα πάντα, όσα πάντα ξέρεις, παφ.)
Κάποιοι δεν θα σου φέρουν ποτέ τουλίπες που λατρεύεις, μόνο αποκεφαλισμένα κοτσάνια με αγκάθια, κάποιοι σου φέρνουν τριαντάφυλλα με πεντακόσια φύλλα -τι όμορφα που είναι , δεν τα περίμενες, αυτά για σας λέει το κούριερ. (Θες να κοιμηθείς αγκαλιά τους, με τα λουλούδια τους, αλλά όχι σφιχτά, προσεχτικά, μην τραυματίσεις τα αγκάθιά τους κι αρχίζουν και στάζουν το σώμα τους, και τους το χάσεις, σταγόνα-σταγόνα, να στάζει σώμα, (λίγος ιδρώτας, λίγο αίμα, ένα δάκρυ ίσως).
Για κάποιους θες να μην έχεις χώρο. Μην ανέβεις. Έχω μονόκλινο.
Για κάποιους θες να κοιμηθείς σε μονόκλινο πάνω τους, ή σε παιδικό κρεββατάκι, να το γεμίσετε μαζί, σε λίγους μήνες, (με κραυγούλες, δικές σας, κράμα της φωνής σας το πρώτο βράδυ), δεν χωράτε καλά, τα πόδια περισσεύουν -δεν πειράζει (δεν θέλει αυτά τα πόδια το μυαλό -έχει δικά του).
Κάποιοι, θες να κάνεις πως κοιμάσαι.
Κάποιοι θες να κάνεις πως κοιμάσαι (απλά για να μην χάσεις την κουβέντα που ανοίγουν με το μαξιλάρι σου, όσο εσύ είναι σαν να λείπεις, τους λείπεις και δίπλα τους).
Για κάπουους θες να βάψεις τα μάτια σου στο χρώμα της κουρτίνας του δωματίου τους, να σου χτυπήσουν με τατουάζ τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα πάνω στα μάγουλά σου, στο στήθος σου, στα χέρια σου, όπου τα μάτια τους σε ακουμπήσουν -ή σε περιφρονήσουν (εκεί πιο πολύ).
Για κάποιους ξαναγυρνάς στο σχολείο αν θέλουν. Πας να πεις προσευχή γυμνό παιδάκι, αν στο ζητήσουν, ρεζίλι, στα μάτια δημοτικού (τα σκληρά) -ας μην κάνεις ποτέ φίλους (άν στο ζητήσουν).
Κάποιους δεν θες να τους δεις ξανά, μην τυχόν η ανάμνηση γρατζουνίσει τα γόνατά της -σου τέλειωσε το ιώδιο, τα φαρμακεία κλειστά.
Κάποιους θες να τους ξαναδεις, δεν θέλουν, έχουν δουλειές, γυναίκα, πονοκέφαλο.
Κάποιους θες να τους δεις, έτσι, απλά, για πρωτοτυπία. (Δεν συνηθίζεται.)
Δεν είναι πρωτότυπο κάτι να μην διαρκεί, αλήθεια (ούτε αυτό συνηθίζεται).
Για κάποιους θες να φωνάξεις ένα ταξί στο φεγγάρι να πεταχτεί, την ώρα που φιλιέστε για βόλτα, και σου τελείωσαν τα ψιλά, φιλιέστε, στο σκοτάδι, πήγαινε τώρα λέτε μεταξύ σας, εκεί που ανήκεις.
Από κάποιους θες να κλέψεις το κεφάλι τους. Ίσως όχι εντελώς, δανεικό πιο πολύ. Να δεις με τα δικά τους μάτια, να σκεφτείς, να δεις δυο όνειρα -ή πέντε (πριν τους το επιστρέψεις, πριν καταλάβεις ότι κι αυτοί αυτό ήθελαν: το δικό σου).
Για κάποιους γράφεις, ή ξεχνάς τα λόγ...........................,..................-....................................................
..................................................!................................................,........................!..................,.......,...............-...............(...........
...............................).
Για κάποιοιυς μπορείς να γράψεις πολύ όμορφα, αν ήξερες να γράφεις -μα δεν έχεις ιδέα -τίποτα δεν έχει γραφτεί ή δεν μπορεί να γραφτεί για αυτούς, δεν ανήκουν στις λέξεις (έστω να κλέψεις κάτι τους -μια τελέια τους έστω).
Δεν στέκεσαι. Προχωράς. Διασταυρώνεσαι. Αλέθεσαι. Μόνο παρατηρείς. Συμμετέχεις -όχι πως δεν. Αν δεν, πώς αλλιώς; Αλλά γλυστράς -έχεις τρόπους, ίσως φοβάσαι να σου ανήκουν πολύ (μην ακουστεί κρακ).
Και μια μέρα μεγάλωσες λίγο, μεγάλωσες ωραία, θες να ξυπνήσεις δίπλα σε κάποιον που σε αγαπάει, το παραδέχεσαι, έτσι απλά, ας σε πουν ίδια με όλες τις άλλες -που είσαι δεν είσαι ποιος ξέρει, να ακούσεις μια καλημέρα θες, με γεύση πορτοκαλάδας ή γέυση άσπρη, όμορφη -να ακούσεις τον εαυτό σου με αντρική φωνή.
Μια συνομωσία, αν πουλιέται κάπου, πόσο κάνει; Κάποιον -να βγείτε μαζί στο δρόμο, να κλέψετε ένα βόλβο (σε ποιον θα λείψει ένα βόλβο;)
Είμαι πεπεισμένη πώς καμμιά απόσταση δεν σε φέρνει κοντά στους διαφορετικούς ανθρώπους, στους δικούς σου διαφορετικούς σου, τους κάποιους σου, που κάνουν την απόσταση ελλαδαμερική να είναι τόσο μεγάλη -για πρωτη φορά το βλέπεις, τώρα που τη βλέπεις ανάποδα, πώς όλα μα όλα είναι στο μυαλό σου -ανάποδα.
Έξω από το παράθυρό μου κάνει ό,τι και μέσα στο κεφάλι μου -βρέχει λέξεις, σήμερα, και είπα να δανειστώ λίγες, λέξεις εισαγωγής, όχι αθήνας, μήπως και καταλάβω, λέξεις που σίγουρα θα βάλω στη σαμσονάιτ (εύχομαι να έχουν βίζα για πίσω, θέλει βίζα το νέο πάντα, ίσως είναι εχθρικό, εύχομαι να μη χαθεί (η βαλίτσα) στο αεροδρόμιο -να γυρίσω πίσω ολόκληρη, αν περιμένει κάποιος, που δεν θα περιμένει, τίποτα δεν περιμένει -άντε να πεις στα ρολόγια να σιγανέψουν το βήμα: θα γελάσουν στα μούτρα σου).
Πόσο κοριτσάκι νιώθει σήμερα ο εαυτός μου, έτσι που τον κοιτάζω. Σαν να έχει υπόλοιπα -αλλά και όχι, σαν να είναι καινούργιο σου περιτύλιγμα το παιδί αυτό που βλέπεις γύρω σου -νομίζω το έχω. Το πρώτο πράγμα που θα κάνω γυρνώντας είναι να πάρω κάποιες καρτέλες με κάτι φάρμακα που έχω (στο στοκ), να τις γεμίσω με εμενέμς, γεύση ροζ, ή καφέ, σοκολατένια πάντα -όχι τα μπλε, τα μπλε έχουν γεύση λυπημένη. Και σ΄ένα φυαλίδιο γυάλινο, με θέα, πλατύ, με κάτι χάπια που πονάνε για ώρα το στομάχι, θα βάλω λίγο υγρό βαμβάκι, όπως κάναμε στην ελλάδα μικροί, με λίγες φακές -που λίγο να τις ποτίσεις (ειδικά με το βλέμμα σου το ζεστα ξεχυλωμένο), βγάζουν πράσινα βλασταράκια -σχεδόν εν μία νυκτί, αν θυμάμαι καλά τι συμβαίνει στην ελλάδα. (Εδώ δεν το δοκιμάζω καν -οι φακές είναι σαν να μην θυμούνται τι θα πει χώμα, λες και τις λούζουν με χλωρίνη).
Όλα στο μυαλό μας είναι.
Σήμερα το άφησα να βγει βόλτα χωρίς λουρί -δεν το ήθελα, μου το ζήτησε, είπα όχι, αλλά απλά δεν με άκουσε.
Εσσ.
ΥΓ1
Έφερα κάτι κόκκινα παπουτσάκια μαζί μου (με κόκκινη και τη σόλα), να δείχνω εκκεντρική, νεοϋρκέζα. Αυτά θα βάλω σήμερα στη βόλτα, όπου πατάω θα αφήνω κόκκινο, πλάκα θα έχει, σαν να βάφω τα χείλια στα πεζοδρόμια, πόσο εγώ θα έιναι -και πόσο θέλω το εγώ μου να έχει λιγότερη σημασία από το εσύ μου.
ΥΓ2
Μόλις μίλησα με τον Γιώργο στο τηλέφωνο, θα πάει και η Αλεξάνδρα, θα κάνουν παρέα, θα μιλάνε, τι ωραία, απόσταση, απόσταση αναπνοής, τι ωραία που θα είμαι κι εγώ μακριά τους,...
:-)
Όχι διαφορετικοί επειδή για παράδειγμα έχουν δυο κεφάλια -όχι κάτι τέτοιο, διαφορετικοί για σένα.
Και διαφορετικότεροι από όλους αυτούς είναι αυτοί που δίνουν νόημα στην απόσταση.
Αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί, η απόσταση θα έπαιρνε αντικαταθλιπτικά, θα είχε μετά βεβαιότητας βαρεθεί -κι αν βαρίόταν, ακόμη χειρότερα αν αποσυρόταν, η απόσταση, ούτε μπορώ να το φανταστώ. Θα ήταν σκέτη καταστροφή.
Θα μαραζώνανε τα μακρυνά ταξίδια.
Θα ξεχυλώνανε τόσο πολύ τα παράθυρα, μην έχοντας τι να κοιτάξουν μακρυά, έξω από σένα.
Αν δεν υπήρχε η απόσταση η μύτη σου θα έκανε μούτρα -δεν θα είχε τίποτα να θυμηθεί, ποτέ να βάλει τα δυνατά της να ρουφήξει παλιές εικόνες -να θυμηθεί, καλά το είπα.
Αν δεν υπήρχε η απόσταση δεν θα υπήρχαν αστέρια, το βράδυ σου θα ήταν ψεύτικα φωτεινό, με τα αστέρια χαμηλά, χαζά, σαν λαμπατέρ, κοντά σου, πολύ κοντά σου -λες και τα λαμπατέρ θέλεις κοντά σου, ή το τηλέφωνο. (Αν δεν υπήρχε απόσταση τι να το κάνεις το τουτ τουτ, τι να ποθήσεις που ήδη έχεις, τι να θελήσεις να καλέσεις στα αυτιά σου να παίξετε ήχους.)
Αν δεν υπήρχε η απόσταση, θα υπήρχε κάτι, σίγουρα. Το κοντά -μόνο το κοντά, και το κοντά είναι ωραίο, καλύτερο είναι το κοντά, αλλα ποιο κοντά από όλα όμως;, όχι το εύκολο -το μακρινό, το απστασιοποιημένο.
Αν δεν υπήρχε απόσταση πώς θα γυμνάζονταν τα αεροπλάνα, πώς θα τσακωνόσουν με φωτογραφίες; Δεν ξέρω -ας μου πείτε εσείς, μπορεί να ξέρετε, κάποιος σας. (Σιγά μην ξέρετε.)
Κάποιοι άνθρωποι ειναι διαφορετικοί από κάποιους άλλους γιατί έρχονται, περνάνε, φεύγουν, μένουν -και σε πειράζει.
Είναι διαφορετικοί ακριβώς γι'αυτό -αν θέλετε παραπάνω εξηγήσεις.
Γιατί διαφέρουν.
Για κάποιους ανθρώπους θες να γελάσεις τόσο δυνατά. Να έτσι -αν μπορείτε να ακούσετε, μισό πλανήτη μακριά.
Για κάποιους ανθρώπους θέλεις να κλάψεις τόσο σιγά, να κλάψεις πολύ -πόσο υγρά που θα γίνουν όλα, το πάτωμα, όλα, μέχρι και να ποτίσεις λουλούδια θα μπορείς (ή να φυτέψεις μαργαρίτες), μπορεί να σηκωθούν κύματα, να κάνεις σερφ -αν ξέρεις. (Συνήθως δεν ξέρεις, κι αν ξέρεις ξεχνάς τις δύσκολες ώρες, τα πάντα, όσα πάντα ξέρεις, παφ.)
Κάποιοι δεν θα σου φέρουν ποτέ τουλίπες που λατρεύεις, μόνο αποκεφαλισμένα κοτσάνια με αγκάθια, κάποιοι σου φέρνουν τριαντάφυλλα με πεντακόσια φύλλα -τι όμορφα που είναι , δεν τα περίμενες, αυτά για σας λέει το κούριερ. (Θες να κοιμηθείς αγκαλιά τους, με τα λουλούδια τους, αλλά όχι σφιχτά, προσεχτικά, μην τραυματίσεις τα αγκάθιά τους κι αρχίζουν και στάζουν το σώμα τους, και τους το χάσεις, σταγόνα-σταγόνα, να στάζει σώμα, (λίγος ιδρώτας, λίγο αίμα, ένα δάκρυ ίσως).
Για κάποιους θες να μην έχεις χώρο. Μην ανέβεις. Έχω μονόκλινο.
Για κάποιους θες να κοιμηθείς σε μονόκλινο πάνω τους, ή σε παιδικό κρεββατάκι, να το γεμίσετε μαζί, σε λίγους μήνες, (με κραυγούλες, δικές σας, κράμα της φωνής σας το πρώτο βράδυ), δεν χωράτε καλά, τα πόδια περισσεύουν -δεν πειράζει (δεν θέλει αυτά τα πόδια το μυαλό -έχει δικά του).
Κάποιοι, θες να κάνεις πως κοιμάσαι.
Κάποιοι θες να κάνεις πως κοιμάσαι (απλά για να μην χάσεις την κουβέντα που ανοίγουν με το μαξιλάρι σου, όσο εσύ είναι σαν να λείπεις, τους λείπεις και δίπλα τους).
Για κάπουους θες να βάψεις τα μάτια σου στο χρώμα της κουρτίνας του δωματίου τους, να σου χτυπήσουν με τατουάζ τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα πάνω στα μάγουλά σου, στο στήθος σου, στα χέρια σου, όπου τα μάτια τους σε ακουμπήσουν -ή σε περιφρονήσουν (εκεί πιο πολύ).
Για κάποιους ξαναγυρνάς στο σχολείο αν θέλουν. Πας να πεις προσευχή γυμνό παιδάκι, αν στο ζητήσουν, ρεζίλι, στα μάτια δημοτικού (τα σκληρά) -ας μην κάνεις ποτέ φίλους (άν στο ζητήσουν).
Κάποιους δεν θες να τους δεις ξανά, μην τυχόν η ανάμνηση γρατζουνίσει τα γόνατά της -σου τέλειωσε το ιώδιο, τα φαρμακεία κλειστά.
Κάποιους θες να τους ξαναδεις, δεν θέλουν, έχουν δουλειές, γυναίκα, πονοκέφαλο.
Κάποιους θες να τους δεις, έτσι, απλά, για πρωτοτυπία. (Δεν συνηθίζεται.)
Δεν είναι πρωτότυπο κάτι να μην διαρκεί, αλήθεια (ούτε αυτό συνηθίζεται).
Για κάποιους θες να φωνάξεις ένα ταξί στο φεγγάρι να πεταχτεί, την ώρα που φιλιέστε για βόλτα, και σου τελείωσαν τα ψιλά, φιλιέστε, στο σκοτάδι, πήγαινε τώρα λέτε μεταξύ σας, εκεί που ανήκεις.
Από κάποιους θες να κλέψεις το κεφάλι τους. Ίσως όχι εντελώς, δανεικό πιο πολύ. Να δεις με τα δικά τους μάτια, να σκεφτείς, να δεις δυο όνειρα -ή πέντε (πριν τους το επιστρέψεις, πριν καταλάβεις ότι κι αυτοί αυτό ήθελαν: το δικό σου).
Για κάποιους γράφεις, ή ξεχνάς τα λόγ...........................,..................-....................................................
..................................................!................................................,........................!..................,.......,...............-...............(...........
...............................).
Για κάποιοιυς μπορείς να γράψεις πολύ όμορφα, αν ήξερες να γράφεις -μα δεν έχεις ιδέα -τίποτα δεν έχει γραφτεί ή δεν μπορεί να γραφτεί για αυτούς, δεν ανήκουν στις λέξεις (έστω να κλέψεις κάτι τους -μια τελέια τους έστω).
Δεν στέκεσαι. Προχωράς. Διασταυρώνεσαι. Αλέθεσαι. Μόνο παρατηρείς. Συμμετέχεις -όχι πως δεν. Αν δεν, πώς αλλιώς; Αλλά γλυστράς -έχεις τρόπους, ίσως φοβάσαι να σου ανήκουν πολύ (μην ακουστεί κρακ).
Και μια μέρα μεγάλωσες λίγο, μεγάλωσες ωραία, θες να ξυπνήσεις δίπλα σε κάποιον που σε αγαπάει, το παραδέχεσαι, έτσι απλά, ας σε πουν ίδια με όλες τις άλλες -που είσαι δεν είσαι ποιος ξέρει, να ακούσεις μια καλημέρα θες, με γεύση πορτοκαλάδας ή γέυση άσπρη, όμορφη -να ακούσεις τον εαυτό σου με αντρική φωνή.
Μια συνομωσία, αν πουλιέται κάπου, πόσο κάνει; Κάποιον -να βγείτε μαζί στο δρόμο, να κλέψετε ένα βόλβο (σε ποιον θα λείψει ένα βόλβο;)
Είμαι πεπεισμένη πώς καμμιά απόσταση δεν σε φέρνει κοντά στους διαφορετικούς ανθρώπους, στους δικούς σου διαφορετικούς σου, τους κάποιους σου, που κάνουν την απόσταση ελλαδαμερική να είναι τόσο μεγάλη -για πρωτη φορά το βλέπεις, τώρα που τη βλέπεις ανάποδα, πώς όλα μα όλα είναι στο μυαλό σου -ανάποδα.
Έξω από το παράθυρό μου κάνει ό,τι και μέσα στο κεφάλι μου -βρέχει λέξεις, σήμερα, και είπα να δανειστώ λίγες, λέξεις εισαγωγής, όχι αθήνας, μήπως και καταλάβω, λέξεις που σίγουρα θα βάλω στη σαμσονάιτ (εύχομαι να έχουν βίζα για πίσω, θέλει βίζα το νέο πάντα, ίσως είναι εχθρικό, εύχομαι να μη χαθεί (η βαλίτσα) στο αεροδρόμιο -να γυρίσω πίσω ολόκληρη, αν περιμένει κάποιος, που δεν θα περιμένει, τίποτα δεν περιμένει -άντε να πεις στα ρολόγια να σιγανέψουν το βήμα: θα γελάσουν στα μούτρα σου).
Πόσο κοριτσάκι νιώθει σήμερα ο εαυτός μου, έτσι που τον κοιτάζω. Σαν να έχει υπόλοιπα -αλλά και όχι, σαν να είναι καινούργιο σου περιτύλιγμα το παιδί αυτό που βλέπεις γύρω σου -νομίζω το έχω. Το πρώτο πράγμα που θα κάνω γυρνώντας είναι να πάρω κάποιες καρτέλες με κάτι φάρμακα που έχω (στο στοκ), να τις γεμίσω με εμενέμς, γεύση ροζ, ή καφέ, σοκολατένια πάντα -όχι τα μπλε, τα μπλε έχουν γεύση λυπημένη. Και σ΄ένα φυαλίδιο γυάλινο, με θέα, πλατύ, με κάτι χάπια που πονάνε για ώρα το στομάχι, θα βάλω λίγο υγρό βαμβάκι, όπως κάναμε στην ελλάδα μικροί, με λίγες φακές -που λίγο να τις ποτίσεις (ειδικά με το βλέμμα σου το ζεστα ξεχυλωμένο), βγάζουν πράσινα βλασταράκια -σχεδόν εν μία νυκτί, αν θυμάμαι καλά τι συμβαίνει στην ελλάδα. (Εδώ δεν το δοκιμάζω καν -οι φακές είναι σαν να μην θυμούνται τι θα πει χώμα, λες και τις λούζουν με χλωρίνη).
Όλα στο μυαλό μας είναι.
Σήμερα το άφησα να βγει βόλτα χωρίς λουρί -δεν το ήθελα, μου το ζήτησε, είπα όχι, αλλά απλά δεν με άκουσε.
Εσσ.
ΥΓ1
Έφερα κάτι κόκκινα παπουτσάκια μαζί μου (με κόκκινη και τη σόλα), να δείχνω εκκεντρική, νεοϋρκέζα. Αυτά θα βάλω σήμερα στη βόλτα, όπου πατάω θα αφήνω κόκκινο, πλάκα θα έχει, σαν να βάφω τα χείλια στα πεζοδρόμια, πόσο εγώ θα έιναι -και πόσο θέλω το εγώ μου να έχει λιγότερη σημασία από το εσύ μου.
ΥΓ2
Μόλις μίλησα με τον Γιώργο στο τηλέφωνο, θα πάει και η Αλεξάνδρα, θα κάνουν παρέα, θα μιλάνε, τι ωραία, απόσταση, απόσταση αναπνοής, τι ωραία που θα είμαι κι εγώ μακριά τους,...
:-)
11 Σεπ 2008
Σεπτέμπερ ιλέβεν.
Ένεκα η μέρα, περνάω κατευθείαν στην επίθεση -και ρωτάω: τον όρο "δανάλευση" τον έχετε ακουστά;
Γιατί αν όχι, κακώς (πώς θα κάνουμε κουβέντα έτσι;) -αλλά οπωσδήποτε δικαίως...
(Ευτυχώς υπάρχει πάντα το ποτάμι να σας ξελασπώσει -να την πάρει, να την πλύνει και να την τοποθετήσει στο κεφάλι σας, στη γλώσσα σας, στ' αυτιά των ακροατών σας. Μάλιστα αυτό ακριβώς ΕΙΝΑΙ τελικά η δανάλευση -μόλις αποφάσισα: η μόλις προαναφερθείσα διαδικασία, πάρσιμο λέξης, πλύση, τοποθέτηση, κλπ.)
"Ωραία". (Θα πει κάποιος που δεν έχει ξυπνήσει στραβά το πρωί). "Αλλά όλο αυτό, εκτός από απότομο πρωινιάτικα, μοιάζει να θέλει να κατακτήσει λίγα μέτρα απ' το οικοπεδάκι της γλωσσοπλασίας" (Θα πεταχτεί κάποιος που έχει ξυπνήσει κακεντρεχής το πρωί). "Οπότε η λέξη γλωσσοπλασία" τι κάνει;" (Θα ξαναπεταχτεί ο πρώτος;)
Η λέξη γλωσσοπλασία (την τελευταία φορά που την είδα) ήταν μια χαρά, είχε μάλιστα γλυκάνει και ομορφύνει (οπότε μάλλον θα γέννησε τελευταία).
(Γίνεται όμως να μην είναι τόσο εγωίστρια παρακαλώ;)
Η δημιουργία καινούργιων λέξεων, ακόμη και εις βάρος υπαρχουσών, έτσι απλά για οθάλυση (ποικιλία) και ενετροπία (δημιουργικότητα) είναι τόσο ενετροπιακή που θα έπρεπε αφενός να είναι ελεύθερη (στα όρια της αυθαιρεσίας), αφετέρου να επιβάλεται. Η δανάλευση (άλλωστε) είναι κατά πολύ διαφορετική. Δεν κάνει ευκολάκια. Δεν παίρνει λέξεις ήδη υπάρχουσες για να τις συνθέσει -όπως πολύ πονηρά έκανε η αντίζηλός της, (ενώνοντας τη "γλώσσα" με το "πλάθω", σε μια κρίσιμη στιγμή τής ζωής της -γνωστή και ως γέννηση-, εκτός αν υπάρχει "δανά" και "άλευση" -και τόση ώρα ρεζιλεύομαι.)
Η δανάλευση είναι μια διαδικασία εντελώς νιουεντρική.
Στην ίδια κατηγορία ανήκουν (ενδεικτικά) και λέξεις όπως:
Ανισωδή.
Ήσωδως.
Απινόη.
Ολομάρια.
Παραδωμή.
Περφάλια.
(Από αυτές, η τελευταία, η περφάλια, έιναι η απόλυτη αγαπημένη μου. Ενώ, η λέξη "ήσωδως", βασικά είναι απλά η είσοδος, απλώς την έγραψα έτσι για να εξυπηρετήσει γλυκά το πέρασμα στο ζήτημα "ορθογραφία στα δαναλευτικά πλαίσια").
Κοιτάξτε.
Να εξηγούμαστε. (Πριν να είναι αργά.)
Σχεδόν αστειέυομαι (όσο μπορώ, γιατί όχι;).
Όλα τα παραπάνω προέρχονται από κάποιον που απλά ξύπνησε, σήμερα, σεπτέμπερ ιλέβεν, σε ένα δωμάτιο με έναν τεράστιο τοίχο-παράθυρο που κοιτάζει τον αφαλό του, δηλαδή βρίσκεται εκεί που κοιτάζει, στο λόουερ μανχάταν, (ναι, ωραία είναι), κι έχει πρώτο-ουρανοξύστη-πίστα το φάντασμα των διδύμων. Δηλαδή, κάποιον που βρήκε πολύ επίκαιρο πρωινιάτικα το ότι δεν βρίσκει πάντα τις λέξεις να εκφραστεί, κι απλά χρειάζεται νέες -για να έχει να βγάζει γλώσσα και με εναλλακτικούς τρόπους. (Οπότε γενικά, άλλο η γραμματική -κάτω τα χέρια από τη γραμματική, γιατί το ποτάμι θα τα πάρει και θα τα κάνει όλα λίμπα-, άλλο η ορθογραφία, και γενικά παίρνω πίσω ό,τι θέλετε, χου εμ άι του τοκ αμπάουτ ολ διζ, αρκεί να μου απαντήσει κάποιος την ερώτηση από την οποία προκύπτει το σημερινό παραλύρημα:
ΓΙΑΤΙ ΣΗΚΩΘΗΚΑ ΠΡΩΙ ΠΡΩΙ ΓΑΜΩΤΟΚΕΡΑΤΟΜΟΥ (ΟΜΙΓΚΟΝΤ) ΜΕ ΘΕΑ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΩΝ ΔΙΔΥΜΩΝ ΚΑΙ Η ΛΕΞΗ "ΤΡΑΓΩΔΙΑ", ΕΝΩ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΠΑΝΩ ΠΑΝΩ ΡΑΦΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ, ΛΕΣ ΚΑΙ ΜΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΛΙΓΗ, ΛΕΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΔΕΘΕΙ;
Είναι όντως λίγη η λέξη τραγωδία και χρειάζομαι κάποια καινούργια; Είναι μήπως επειδή είμαι "θύμα" (λάτρις) των διάφορων συνομωσιολογιών περί τραγωδίας σικέ;
Ας εξετάσουμε τις περιπτώσεις, γιατί αν δεν βρω ΤΗΝ λέξη θα σκάσω.
Καταρχήν νούμερο ένα.
Ξύπνησα πρωί πρωί γιατί απλώς δεν γινόταν αλλιώς: μια συγκεκριμμένη ακτίνα ήλιου που μπήκε μετακίνησε το σεντόνι που κάλυπτε το πρόσωπό μου -μια και το απαρτμάν είναι σχεδόν γυάλινο, απροστάτευτο- έχοντας μάλιστα πρώτα φροντίσει να συννεοηθεί με μια σειρήνα που μάλλον θα βαράει όλη μέρα, ένα ελικόπτερο που μάλλον θα πετάει όλη μέρα, και μια λαοθάλασσα που μάλλον θα προσεύχεται όλη μέρα (εκκωφαντικά χαμηλόφωνα).
Καταρχήν νούμερο δύο.
Η λέξη τραγωδία (μιλάω για μη τριτοδεσμίτες ή για όσους θεώρησαν ότι τέλειωσαν στο δημοτικό) είναι σύνθετη από το "τράγος" και το ωδή", πράγμα αρκετά ταιριαστό για να μην μου κάνει, μια και, αν υπάρχει ο μπιν λάντεν -και δεν είναι ό,τι κι ο μπους, δηλαδή νοικιασμένος κομπάρσος των μήντια, κατά... τραγική σύμπτωση, μοιάζει πράγματι αρκετά με τράγο. Αν μάλιστα ωδούσε κιόλας, θα μιλούσαμε, όντως, για μια -χμ- πραγματική τραγωδία). Μήπως τελικά η λέξη τραγωδία μου κάνει -κι απλά αρνούμαι να το δω;
Κατασυνέχεια.
Η τρομολαγνία της κόκας κόλας ή όποιου προϊόντος έριξε τελοσπάντων τους πύργους για να πουλήσει, τονώνοντας το εθνικό φρόνημα, (ίσως ήταν ο πρόσφατα απατημένος από τη λόλα καρνέισον -ή ο ζυμαρούλης της πίλσμπουρι), δεν θα έπρεπε κανονικά να με κάνει τόσο κυνική απέναντι στα άκτσουαλ γεγονότα, όποια κι αν ήταν η πηγή του κακού.
Άρα η λέξη τραγωδία μήπως περάσει τελικά.
(Απλά παρακαλώ ας φέρει κανένα κουτί γλυκά, παράδειγμα νεοϋρκέζικο τσιζκέηκ, καθώς και να σκουπίσει καλά τα πόδια της πριν μπει, γιατί το μυαλό μου έχει να πάει στην παρέλαση και βαριέται να καθαρίζει -νομίζω άκουσα θα είναι και οι ομπαμακέην, μην αργήσω -πράγμα βέβαια που το είχα ακούσει στην ελλάδα, οπότε ίσως ήταν φέηκ νιού).
Αλλά, για να επανέλθω λίγο (πριν επανέλθω στο κρεββάτι μου για καμμιά ώρα, ακούγοντας στο ριπίτ το "Αυτή", δηλαδή το πιο όμορφο τραγούδι όλων των εποχών), το φακτ παραμένει και θέλω να το πω αυτό:
Ξύπνησα κάπου που αν είχα ξυπνήσει ακριβώς πριν 7 χρόνια θα έβλεπα αυτό που είδε ο Δημήτρης και μου περιγράφει καμμιά φορά, δείχνοντάς μου μάλιστα φωτογραφίες, φριχτές φωτογραφίες, (που δεν ξέρω που βρήκε το κουράγιο να τραβήξει εκείνη τη μέρα) με αμέτρητα ανθρώπινα σώματα, ήδη σκέτα πέτσινα σακιά στην ουσία, να αποφασίζουν να πηδήξουν από τα παράθυρα, ποιος ξέρει γιατί, ίσως φορούσαν μάλλινα σεπτεμβριάτικα, και δεν άντεχαν τη ζέστη, ίσως προτίμησαν να πάρουν τον αέρα τους από το να καούν -όπως το έιχαν δει να συμβαίνει μια φορά στο σινεμά, και είχαν πει "αυτά δεν γίνονται".
Φυσικά και αυτά δεν γίνονται.
(Αλλά όταν γίνονται εκτός Χόλυγουντ, καταλήγω, θα το δεχτώ. Είναι σίγουρα ωδή -ή ακόμη καλύτερα παρωδία- πολύ ανώμαλου τράγου, η ψυχή σου να τρομάζει τόσο πολύ που να αδειάζει το σώμα σου πολύ πριν σταματήσει η αναπνοή σου, πολύ πριν καν σκεφτείς εκείνο το "πηδάω ή καίγομαι", και γίνεις κόκκινο χαλί στο πάτωμα της πόλης σου, διαφορετικό, τόσο διαφορετικό από τα κόκκινα χαλιά που ο λάος σου έχει συνηθίσει.)
Εσσ, ριπόρτιννγκ λάιβ (θενκ γκάντ) φρομ νιουγιόρκ.
ΥΓ1
Μεταξύ μας, μια στροφή παραπάνω πάντα ομορφαίνει τη σπείρα, οπότε για να κλείσω οριστικά, επιστρέφω στο θέμα της γλωσσοπλασίας και πάω να ενώσω κι εγώ τη γλώσσα μου με το πλάθω, δηλαδή, για να είμαι πιο ακριβής με κάτι απίστευτα χειροποίητα μπράουνις (πλασμένα στο χέρι γαρ) που αγοράζεις στο τσέλσι μάρκετ στο "φατ γουίτς" (να πάτε την άλλη σας φορά εδώ) -κοζ γιουσί, για να καταπιεί κανείς την τραγωδία, πρέπει να έχει γεύση βουτύρου -να γλυστρήσει εύκολα.
ΥΓ2
Αν έχει την καλοσύνη ας ξημερώσει σύντομα σεπτέμπερ τουέλβ γιατί θέλω να πάω βόλτα στην μπρούκλυν μπριτζ -κι ο δημήτρης με μάλωσε με κάτι αηδίες του τύπου: "όχι σήμερα ρε έσσλιν, δεν θες να είσαι πάνω αν κάποιος αποφασίσει να τη ρίξει, σήμερα οφ ολ ντέηζ".
ΥΓ3
Ευτυχώς το διόρθωσε προσθέτωντας: "Δεν πάμε καλύτερα για φαλάφελ σήμερα;" Τελικά τα βρήκαμε στη μέση, θα μαγειρέψω το αγαπημένο μας φαγητό -λέντιλ σουπ (φακές). Γιαμ. Απόλυτη περφάλια (δες παραπάνω).
ΥΓ4
Δεν φαντάζομαι να περιμένατε κάτι περισσότερο βαθυστόχαστο λόγω ημέρας. Δεν είμαι "πολεμικός" ανταποκριτής, είμαι μέηκ λαβ νοτ γουόρ, ιτ σούγκαρ νοτ μπούλσιτ. Αν θέλετε ενδιαφέροντα λινκς που αποδεικνύουν όσα θέλετε να αποδειχτούν για τη μέρα, δηλαδή λινκς για να θυμηθείτε ή να ξεχάσετε τα 102 λεπτά που άλλαξαν την αμερική, τέτοια θα βρείτε παντού. Για μένα ένα είναι το άμπζολουτ λινκ τής ημέρας, φορ γιορ άμπσολουτ μόμεντ οφ ζεν (και μιλάμε για πολύ περφάλια): http://www.fatwitch.com/index.html
ΥΓ5
Καλές οι φακές (θα γίνουν), αλλά το σούσι στο νομπού χτες ήταν απλά θεϊκό. ΤΡΑΓΙΚΑ θεϊκό.
ΥΓ6
Ο δημήτρης έχει μανία με τα αεροπλάνα. Στο διαμέρισμα έχει 5 μεγάλα ράφια -πιάνουν έναν τοίχο- πήχτρα στα πολύχρωμα αεροπλάνα και αεροπλανάκια (μοντελισμού). Είναι τόσο χαριτωμένο διακοσμητικό στοιχείο. Εύχομαι να μην συμπληρώσουμε τη συλλογή με κανένα μεγαλύτερο σήμερα.
ΥΓ7
Ούτε θέλω να ξέρω τι να έλεγε άραγε το ζώδιο των διδύμων την συγκεκριμμένη "ενδεκάτη σεπτεμβρίου" (2001). Αν έλεγε "σήμερα μη βγείτε από το σπίτι και μην να πάτε στη δουλειά", μακάρι να το είχαν διαβάσει οι πύργοι και να είχαν πεταχτεί για σπα -ή τελοσπάντων μακάρι να το είχε ακούσει έστω ένας παραπάνω.
ΥΓ8
Όβερ εντ άουτ (τελικά ιν δε σαν -δεν γυρίζω κρεββάτι. Βάζω το εθιστικό μαγικό "Αυτή" μια τελευταία στο μπανγκόλουφσεν, ανοίγω το παράθυρο, σκριμάρω ένα ψιθυριστό "άι χαρτ νιουγιόρκ" (κι ένα "φτου") -και βγαίνω.
εσσ.-
Γιατί αν όχι, κακώς (πώς θα κάνουμε κουβέντα έτσι;) -αλλά οπωσδήποτε δικαίως...
(Ευτυχώς υπάρχει πάντα το ποτάμι να σας ξελασπώσει -να την πάρει, να την πλύνει και να την τοποθετήσει στο κεφάλι σας, στη γλώσσα σας, στ' αυτιά των ακροατών σας. Μάλιστα αυτό ακριβώς ΕΙΝΑΙ τελικά η δανάλευση -μόλις αποφάσισα: η μόλις προαναφερθείσα διαδικασία, πάρσιμο λέξης, πλύση, τοποθέτηση, κλπ.)
"Ωραία". (Θα πει κάποιος που δεν έχει ξυπνήσει στραβά το πρωί). "Αλλά όλο αυτό, εκτός από απότομο πρωινιάτικα, μοιάζει να θέλει να κατακτήσει λίγα μέτρα απ' το οικοπεδάκι της γλωσσοπλασίας" (Θα πεταχτεί κάποιος που έχει ξυπνήσει κακεντρεχής το πρωί). "Οπότε η λέξη γλωσσοπλασία" τι κάνει;" (Θα ξαναπεταχτεί ο πρώτος;)
Η λέξη γλωσσοπλασία (την τελευταία φορά που την είδα) ήταν μια χαρά, είχε μάλιστα γλυκάνει και ομορφύνει (οπότε μάλλον θα γέννησε τελευταία).
(Γίνεται όμως να μην είναι τόσο εγωίστρια παρακαλώ;)
Η δημιουργία καινούργιων λέξεων, ακόμη και εις βάρος υπαρχουσών, έτσι απλά για οθάλυση (ποικιλία) και ενετροπία (δημιουργικότητα) είναι τόσο ενετροπιακή που θα έπρεπε αφενός να είναι ελεύθερη (στα όρια της αυθαιρεσίας), αφετέρου να επιβάλεται. Η δανάλευση (άλλωστε) είναι κατά πολύ διαφορετική. Δεν κάνει ευκολάκια. Δεν παίρνει λέξεις ήδη υπάρχουσες για να τις συνθέσει -όπως πολύ πονηρά έκανε η αντίζηλός της, (ενώνοντας τη "γλώσσα" με το "πλάθω", σε μια κρίσιμη στιγμή τής ζωής της -γνωστή και ως γέννηση-, εκτός αν υπάρχει "δανά" και "άλευση" -και τόση ώρα ρεζιλεύομαι.)
Η δανάλευση είναι μια διαδικασία εντελώς νιουεντρική.
Στην ίδια κατηγορία ανήκουν (ενδεικτικά) και λέξεις όπως:
Ανισωδή.
Ήσωδως.
Απινόη.
Ολομάρια.
Παραδωμή.
Περφάλια.
(Από αυτές, η τελευταία, η περφάλια, έιναι η απόλυτη αγαπημένη μου. Ενώ, η λέξη "ήσωδως", βασικά είναι απλά η είσοδος, απλώς την έγραψα έτσι για να εξυπηρετήσει γλυκά το πέρασμα στο ζήτημα "ορθογραφία στα δαναλευτικά πλαίσια").
Κοιτάξτε.
Να εξηγούμαστε. (Πριν να είναι αργά.)
Σχεδόν αστειέυομαι (όσο μπορώ, γιατί όχι;).
Όλα τα παραπάνω προέρχονται από κάποιον που απλά ξύπνησε, σήμερα, σεπτέμπερ ιλέβεν, σε ένα δωμάτιο με έναν τεράστιο τοίχο-παράθυρο που κοιτάζει τον αφαλό του, δηλαδή βρίσκεται εκεί που κοιτάζει, στο λόουερ μανχάταν, (ναι, ωραία είναι), κι έχει πρώτο-ουρανοξύστη-πίστα το φάντασμα των διδύμων. Δηλαδή, κάποιον που βρήκε πολύ επίκαιρο πρωινιάτικα το ότι δεν βρίσκει πάντα τις λέξεις να εκφραστεί, κι απλά χρειάζεται νέες -για να έχει να βγάζει γλώσσα και με εναλλακτικούς τρόπους. (Οπότε γενικά, άλλο η γραμματική -κάτω τα χέρια από τη γραμματική, γιατί το ποτάμι θα τα πάρει και θα τα κάνει όλα λίμπα-, άλλο η ορθογραφία, και γενικά παίρνω πίσω ό,τι θέλετε, χου εμ άι του τοκ αμπάουτ ολ διζ, αρκεί να μου απαντήσει κάποιος την ερώτηση από την οποία προκύπτει το σημερινό παραλύρημα:
ΓΙΑΤΙ ΣΗΚΩΘΗΚΑ ΠΡΩΙ ΠΡΩΙ ΓΑΜΩΤΟΚΕΡΑΤΟΜΟΥ (ΟΜΙΓΚΟΝΤ) ΜΕ ΘΕΑ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΩΝ ΔΙΔΥΜΩΝ ΚΑΙ Η ΛΕΞΗ "ΤΡΑΓΩΔΙΑ", ΕΝΩ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΠΑΝΩ ΠΑΝΩ ΡΑΦΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ, ΛΕΣ ΚΑΙ ΜΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΛΙΓΗ, ΛΕΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΔΕΘΕΙ;
Είναι όντως λίγη η λέξη τραγωδία και χρειάζομαι κάποια καινούργια; Είναι μήπως επειδή είμαι "θύμα" (λάτρις) των διάφορων συνομωσιολογιών περί τραγωδίας σικέ;
Ας εξετάσουμε τις περιπτώσεις, γιατί αν δεν βρω ΤΗΝ λέξη θα σκάσω.
Καταρχήν νούμερο ένα.
Ξύπνησα πρωί πρωί γιατί απλώς δεν γινόταν αλλιώς: μια συγκεκριμμένη ακτίνα ήλιου που μπήκε μετακίνησε το σεντόνι που κάλυπτε το πρόσωπό μου -μια και το απαρτμάν είναι σχεδόν γυάλινο, απροστάτευτο- έχοντας μάλιστα πρώτα φροντίσει να συννεοηθεί με μια σειρήνα που μάλλον θα βαράει όλη μέρα, ένα ελικόπτερο που μάλλον θα πετάει όλη μέρα, και μια λαοθάλασσα που μάλλον θα προσεύχεται όλη μέρα (εκκωφαντικά χαμηλόφωνα).
Καταρχήν νούμερο δύο.
Η λέξη τραγωδία (μιλάω για μη τριτοδεσμίτες ή για όσους θεώρησαν ότι τέλειωσαν στο δημοτικό) είναι σύνθετη από το "τράγος" και το ωδή", πράγμα αρκετά ταιριαστό για να μην μου κάνει, μια και, αν υπάρχει ο μπιν λάντεν -και δεν είναι ό,τι κι ο μπους, δηλαδή νοικιασμένος κομπάρσος των μήντια, κατά... τραγική σύμπτωση, μοιάζει πράγματι αρκετά με τράγο. Αν μάλιστα ωδούσε κιόλας, θα μιλούσαμε, όντως, για μια -χμ- πραγματική τραγωδία). Μήπως τελικά η λέξη τραγωδία μου κάνει -κι απλά αρνούμαι να το δω;
Κατασυνέχεια.
Η τρομολαγνία της κόκας κόλας ή όποιου προϊόντος έριξε τελοσπάντων τους πύργους για να πουλήσει, τονώνοντας το εθνικό φρόνημα, (ίσως ήταν ο πρόσφατα απατημένος από τη λόλα καρνέισον -ή ο ζυμαρούλης της πίλσμπουρι), δεν θα έπρεπε κανονικά να με κάνει τόσο κυνική απέναντι στα άκτσουαλ γεγονότα, όποια κι αν ήταν η πηγή του κακού.
Άρα η λέξη τραγωδία μήπως περάσει τελικά.
(Απλά παρακαλώ ας φέρει κανένα κουτί γλυκά, παράδειγμα νεοϋρκέζικο τσιζκέηκ, καθώς και να σκουπίσει καλά τα πόδια της πριν μπει, γιατί το μυαλό μου έχει να πάει στην παρέλαση και βαριέται να καθαρίζει -νομίζω άκουσα θα είναι και οι ομπαμακέην, μην αργήσω -πράγμα βέβαια που το είχα ακούσει στην ελλάδα, οπότε ίσως ήταν φέηκ νιού).
Αλλά, για να επανέλθω λίγο (πριν επανέλθω στο κρεββάτι μου για καμμιά ώρα, ακούγοντας στο ριπίτ το "Αυτή", δηλαδή το πιο όμορφο τραγούδι όλων των εποχών), το φακτ παραμένει και θέλω να το πω αυτό:
Ξύπνησα κάπου που αν είχα ξυπνήσει ακριβώς πριν 7 χρόνια θα έβλεπα αυτό που είδε ο Δημήτρης και μου περιγράφει καμμιά φορά, δείχνοντάς μου μάλιστα φωτογραφίες, φριχτές φωτογραφίες, (που δεν ξέρω που βρήκε το κουράγιο να τραβήξει εκείνη τη μέρα) με αμέτρητα ανθρώπινα σώματα, ήδη σκέτα πέτσινα σακιά στην ουσία, να αποφασίζουν να πηδήξουν από τα παράθυρα, ποιος ξέρει γιατί, ίσως φορούσαν μάλλινα σεπτεμβριάτικα, και δεν άντεχαν τη ζέστη, ίσως προτίμησαν να πάρουν τον αέρα τους από το να καούν -όπως το έιχαν δει να συμβαίνει μια φορά στο σινεμά, και είχαν πει "αυτά δεν γίνονται".
Φυσικά και αυτά δεν γίνονται.
(Αλλά όταν γίνονται εκτός Χόλυγουντ, καταλήγω, θα το δεχτώ. Είναι σίγουρα ωδή -ή ακόμη καλύτερα παρωδία- πολύ ανώμαλου τράγου, η ψυχή σου να τρομάζει τόσο πολύ που να αδειάζει το σώμα σου πολύ πριν σταματήσει η αναπνοή σου, πολύ πριν καν σκεφτείς εκείνο το "πηδάω ή καίγομαι", και γίνεις κόκκινο χαλί στο πάτωμα της πόλης σου, διαφορετικό, τόσο διαφορετικό από τα κόκκινα χαλιά που ο λάος σου έχει συνηθίσει.)
Εσσ, ριπόρτιννγκ λάιβ (θενκ γκάντ) φρομ νιουγιόρκ.
ΥΓ1
Μεταξύ μας, μια στροφή παραπάνω πάντα ομορφαίνει τη σπείρα, οπότε για να κλείσω οριστικά, επιστρέφω στο θέμα της γλωσσοπλασίας και πάω να ενώσω κι εγώ τη γλώσσα μου με το πλάθω, δηλαδή, για να είμαι πιο ακριβής με κάτι απίστευτα χειροποίητα μπράουνις (πλασμένα στο χέρι γαρ) που αγοράζεις στο τσέλσι μάρκετ στο "φατ γουίτς" (να πάτε την άλλη σας φορά εδώ) -κοζ γιουσί, για να καταπιεί κανείς την τραγωδία, πρέπει να έχει γεύση βουτύρου -να γλυστρήσει εύκολα.
ΥΓ2
Αν έχει την καλοσύνη ας ξημερώσει σύντομα σεπτέμπερ τουέλβ γιατί θέλω να πάω βόλτα στην μπρούκλυν μπριτζ -κι ο δημήτρης με μάλωσε με κάτι αηδίες του τύπου: "όχι σήμερα ρε έσσλιν, δεν θες να είσαι πάνω αν κάποιος αποφασίσει να τη ρίξει, σήμερα οφ ολ ντέηζ".
ΥΓ3
Ευτυχώς το διόρθωσε προσθέτωντας: "Δεν πάμε καλύτερα για φαλάφελ σήμερα;" Τελικά τα βρήκαμε στη μέση, θα μαγειρέψω το αγαπημένο μας φαγητό -λέντιλ σουπ (φακές). Γιαμ. Απόλυτη περφάλια (δες παραπάνω).
ΥΓ4
Δεν φαντάζομαι να περιμένατε κάτι περισσότερο βαθυστόχαστο λόγω ημέρας. Δεν είμαι "πολεμικός" ανταποκριτής, είμαι μέηκ λαβ νοτ γουόρ, ιτ σούγκαρ νοτ μπούλσιτ. Αν θέλετε ενδιαφέροντα λινκς που αποδεικνύουν όσα θέλετε να αποδειχτούν για τη μέρα, δηλαδή λινκς για να θυμηθείτε ή να ξεχάσετε τα 102 λεπτά που άλλαξαν την αμερική, τέτοια θα βρείτε παντού. Για μένα ένα είναι το άμπζολουτ λινκ τής ημέρας, φορ γιορ άμπσολουτ μόμεντ οφ ζεν (και μιλάμε για πολύ περφάλια): http://www.fatwitch.com/index.html
ΥΓ5
Καλές οι φακές (θα γίνουν), αλλά το σούσι στο νομπού χτες ήταν απλά θεϊκό. ΤΡΑΓΙΚΑ θεϊκό.
ΥΓ6
Ο δημήτρης έχει μανία με τα αεροπλάνα. Στο διαμέρισμα έχει 5 μεγάλα ράφια -πιάνουν έναν τοίχο- πήχτρα στα πολύχρωμα αεροπλάνα και αεροπλανάκια (μοντελισμού). Είναι τόσο χαριτωμένο διακοσμητικό στοιχείο. Εύχομαι να μην συμπληρώσουμε τη συλλογή με κανένα μεγαλύτερο σήμερα.
ΥΓ7
Ούτε θέλω να ξέρω τι να έλεγε άραγε το ζώδιο των διδύμων την συγκεκριμμένη "ενδεκάτη σεπτεμβρίου" (2001). Αν έλεγε "σήμερα μη βγείτε από το σπίτι και μην να πάτε στη δουλειά", μακάρι να το είχαν διαβάσει οι πύργοι και να είχαν πεταχτεί για σπα -ή τελοσπάντων μακάρι να το είχε ακούσει έστω ένας παραπάνω.
ΥΓ8
Όβερ εντ άουτ (τελικά ιν δε σαν -δεν γυρίζω κρεββάτι. Βάζω το εθιστικό μαγικό "Αυτή" μια τελευταία στο μπανγκόλουφσεν, ανοίγω το παράθυρο, σκριμάρω ένα ψιθυριστό "άι χαρτ νιουγιόρκ" (κι ένα "φτου") -και βγαίνω.
εσσ.-
10 Σεπ 2008
Τζέτλαγκ.
Τζέτλαγκ είναι όταν είσαι κάπου πάνω στη γη και το σώμα σου έχει ξεχάσει να αλλάξει το ξυπνητήρι του και ξυπνάει την ώρα που νομίζει ότι πρέπει: την ώρα που -κατά την εσφαλμένη του γνώμη- κανονικά θα έπρεπε ήδη να έχει φάει το πρωινό του σεξ, να έχει φορέσει τα τακούνια του, και να έχει αρχίσει την (όποια) δουλειά του -αντί να τεμπελιάζει χαζεύοντας μη ερμηνεύσιμα όνειρα -όπως τον Οσάμα ντυμένο μπαλαρίνα (να μεταμορφώνεται σε πιγκουίνο ).
Κάτι σαν να ανοίγει πάνω από το κρεβάτι σου ένα ωρολογιακό ποπάπ γουίντοου και το σώμα σου να πηδάει μέσα του, και, για μισή ώρα (μέχρι να ξανανυστάξεις τελοσπάντων), να βρίσκεσαι πάλι βίαια μίσο πλανήτη πίσω εκεί που ήσουν μολίς πριν 24 ώρες.
Μισό πλανήτη πίσω.
Ό,τι πιο κοντινό στο να είσαι σε δυο μέρη ταυτόχρονα.
Σαν να έχεις δύο διαφάνειες, μια της Αθήνας και μια της Νέας Υόρκης, να της κάνεις παστίτσιο (paste τη μία πάνω στην άλλη), και ξαφνικά η μις λίμπερτυ να βρίσκεται να πίνει το καφέ της στον Διόνυσο, με θέα την Ακρόπολη και το Κολωνάκι να μην πέφτει κοντά στο Σύνταγμα -αλλά πάνω στην Tribeca (τη νέα γειτονιά σου).
(Πλάκα πλάκα τελευταία φορά στο Κολωνάκι στο τραϊμπέκα ήπια καφέ. Προφητικό.)
Αλλά τι ακούω; Η μις λίμπερτυ και η ακρόπολη (στην ίδια φράση).
Μάλιστα.
(Έχει χιούμορ το τζέτλαγκ.)
Η μις λίμπερτυ λοιπόν.
Το πρώτο αμερικάνικο σύμβολο που βλέπω πάντα στα δεξιά μου, ερχόμενη in the land of plenty -όταν προσγειώνομαι, κάτω από τη φούστα τής αφθονίας, στο λίμπερτυ έρπορτ (στο νίουαρκ). Επίσης, είναι το πρώτο πράγμα που βλέπω όταν μπαίνω σπίτι μου, μια και στην είσοδο με περιμένει κάθε φορά το τηλεσκόπιο -τοποθετημένο πάντα έτσι στο παράθυρο ώστε να φέρνει κοντύτερα τη θέα της. (Όσο ωραίο ακούγεται.)
Η μις λίμπερτυ, (και να ευχαριστήσω τη γουϊκιπεδία και τους γάλλους γι'αυτό), έκλεισε φέτος τα 122 της, γεννηθείσα το 1886.
Χούφταλο.
(Μην της πείτε ποτέ να τα εκατοστήσεις, δε φημίζεται για το χιούμορ της -απόδειξη ότι θα το πάρει για ειρωνία και θα παρεξηγηθεί, και τίποτα δεν θα την παρηγορεί -ούτε καν η φράση "εντάξει πώς κάνεις έτσι, δεν είσαι δα και σαν την ακρόπολη").
Η ακρόπολη.
Ουδέν σχόλιο.
Ή μάλλον ένα: κατά διαβολική σύμπτωση, που αξίζει να σχολιαστεί, δίπλα στο κίμπορντ του μακ που γράφω αυτή τη στιγμή, ο Δημήτρης έχει ένα βιβλίο που τιτλοφορείται American History and Poilitics. Πείτε του ελεύθερα να τα εκατοστήσει. 77 σελίδες.
(Σόρρυ φούστα της αφθονίας.)
(Σπίκινγκ οφ γουίτς, το δεύτερο πράγμα που κάνω όταν έρχομαι ΝΥ είναι να πηγαίνω ώς τη γωνία, στο whole foods market, να πάρω γάλα σόγιας με τόφου και δημητριακά πρωτεϊνών, μην μπορώντας να απαντήσω αν μόλις έχω πατήσει στον παράδεισο ή στην κόλαση -μια κι ο χυδαίος υπερκαταναλώτισμος που μας κάνει ξαφνικά παρέα γαργαλάει ύπουλα και έντονα τη λογική μου, και η λογική μου γαργαλιέται έυκολα, χωρίς όμως -στην προκειμένη περίπτωση- να γελάει).
Πάντα το παθαίνω αυτό στην Αμερική:
"Γιατί γαμωμοτοκερατό μου χρειάζεστε τόσα διαφορετικά είδη ντομάτας (μέτρησα 7), και τόσα διαφορετικά είδη κρεμμυδιού (μέτρησα 6), και τόσες διαφορετικές γεύσεις τυρί φιλαδέλφεια (μέτρησα 15!); Τόσο ψιλομύτικα είναι τα έντερά σας; Τόσο καλομαθημένα;" Το αποχετευτικό σας σύστημα πρέπει να είναι το πιο σοφιστικέ (σε γεύση) σε όλο τον κόσμο. Γιαμ! Σήψη γκουρμέ. (Μέχρι και οι αλιγάτορες στους υπονόμους, την ώρα του ντίνερ, θα φοράνε -μετά βεβαιότητας- φράκο.)
Και τελοσπάντων αν το γεμάτο στομάχι είναι σύμβολο τόσης ευημερίας, γιατί μέσα στο αερπολάνο με ταϊσατε κάτι που κέρδιζε άνετα τον τίτλο "χειρότερο γεύμα 1974-2008" -κάτι σαν κομπακταρισμένο αφρό από πούδρα κοτόπουλο παναρισμένο με μύξες και σκουλήκια σωτέ; (Δεν είμαι αλιγάτορας στην αλβανία ξέρετε.)
Ενιγουέη.
Με αυτά και με αυτά μεσημέριασε (στην Ελλάδα), πήγε πεντέμιση (στην Τραϊμπέκα), και μια σιέστα φοριέται. Ας την φορέσω. Άσε που εδώ και πέντε λεπτά που γράφω δεν γράφω ολόκληρη, γράφει το χέρι μου μόνο του, ξεκολλημένο από το υπόλοιπο σώμα μου, που έχει ήδη πηδήξει έξω από το ωρολογιακό πόπαπ γουίντοου και έχει ήδη ξαπλώσει.
Μερικές αποχαιρετηστήριες παρατηρήσεις:
1. Γενικά γαμώ το τηλεσκόπιο, το βράδυ εκτός από τη (φωτισμένη πια) μις λίμπερτυ όλο και κάποιο αστέρι φέρνουμε κοντύτερά μας. Τι ωραία. (Και κυρίως τι ωραία που το φέρνουμε αυτό κοντά μας αντί εμάς κοντά σε αυτό γιατί το τζέτλαγκ εκεί πάνω ούτε που θέλω να το σκέφτομαι.)
2. Το "όταν μπαίνεις στο σπίτι σου" απαιτούσε εισαγωγικά (τα λεγόμενα "παρανοημένης ξιπασιάς"), μια και το σπίτι "σου" ανήκει στον αδερφό σου -ο οποίος όμως (κάθε φορά που έρχεσαι), σου λέει πάντα καλωσήρθες σπίτι σου (χωρίς ειαγωγικά).
3. Το "στον αδερφό σου", επίσης σε εισαγωγικά -γιατί βασικά ανήκει στο φίλο σου Δημήτρη Πέτσα, όπου (πάλι για λόγους ξιπασιάς), δεν είναι αδερφός σου, αλλά φίλος σου (αδελφικός).
4. Πριν το σεπτέμπερ ιλέβεν (που ξημερώνει αύριο), η συγκεκριμμένη θέα προς τη μις λίμπερτυ δεν υπήρχε -την έκοβαν οι δίδυμοι.
5. Πάλι καλά που δεν την έκοβε η ακρόπολη.
6. Όσο για τα όνειρα, όχι, δεν βλέπω τόσο παρανοϊκά, όπως τον Οσάμα ντυμένο μπαλαρίνα (να γίνεται πιγκουίνος) -πλάκα έκανα.
7. Ο Ομπάμα ήταν.
8. Το σοφιστικασιόν του αποχετευτικού συστήματος της Νέας Υόρκης το έχει πιάσει προφανέστατα και ο Πέτσας: στο γκεστ μπάνιο, το μπάνιο "μου", ακριβώς πάνω από την τουαλέτα, έχει κορνιζάρει το γράμμα που του έστειλε η ουάσινγκτον, όταν έγινε επίσημα αμερικανός πολίτης. Μαντέψτε ποιος το υπογράφει ιδιοχείρως, ναι, ακριβώς, ο τζόρτζ ντάμπλιγου μπους, στα καλύτερά του -the best toilet read ever.
Καληνύρα Ελλυόρκη.-
Εσσ.-
ΥΓ
Οπτικό λαστ μόμεντ φλας:
Αν βρεθείτε (πεζοί ή με αυτοκίνητο) στην περιοχή Μακρυγιάννη, σε ένα συγκεκριμμένο ύψος στην Καλλιροής, εκεί από όπου φαίνεται η ακρόπολη ανάμεσα από τις πολυκατοικίες, θα δείτε την εξής διασκεδαστική οφθαλμαπάτη: μια τεράστια επιγραφή τής ηλεκτρικής σκούπας HOOVER, τοποθετημένη σε κάποια ταράτσα κτιρίου εδώ και 15 χρόνια, βρίσκεται σε τέτοιο σημείο που μοiάζει σαν να είναι ακριβώς κάτω από τον Παρθενώνα -σαν υπότιτλός του. Well, my dearest americans, trying to hoover other people's history is not going to work you know.
ΥΓ2
Μια ηλεκτρική σκούπα θα είχε πραγματική πλάκα (και νόημα) κάτω από τη φούστα της μις Λίμπερτυ (που όμως θα την έβαζες στο ριβέρς μόουντ -αντί να ρουφάει να φυσάει- να βλέπαμε αν κάνει μπραζίλιαν).-
:-)
Κάτι σαν να ανοίγει πάνω από το κρεβάτι σου ένα ωρολογιακό ποπάπ γουίντοου και το σώμα σου να πηδάει μέσα του, και, για μισή ώρα (μέχρι να ξανανυστάξεις τελοσπάντων), να βρίσκεσαι πάλι βίαια μίσο πλανήτη πίσω εκεί που ήσουν μολίς πριν 24 ώρες.
Μισό πλανήτη πίσω.
Ό,τι πιο κοντινό στο να είσαι σε δυο μέρη ταυτόχρονα.
Σαν να έχεις δύο διαφάνειες, μια της Αθήνας και μια της Νέας Υόρκης, να της κάνεις παστίτσιο (paste τη μία πάνω στην άλλη), και ξαφνικά η μις λίμπερτυ να βρίσκεται να πίνει το καφέ της στον Διόνυσο, με θέα την Ακρόπολη και το Κολωνάκι να μην πέφτει κοντά στο Σύνταγμα -αλλά πάνω στην Tribeca (τη νέα γειτονιά σου).
(Πλάκα πλάκα τελευταία φορά στο Κολωνάκι στο τραϊμπέκα ήπια καφέ. Προφητικό.)
Αλλά τι ακούω; Η μις λίμπερτυ και η ακρόπολη (στην ίδια φράση).
Μάλιστα.
(Έχει χιούμορ το τζέτλαγκ.)
Η μις λίμπερτυ λοιπόν.
Το πρώτο αμερικάνικο σύμβολο που βλέπω πάντα στα δεξιά μου, ερχόμενη in the land of plenty -όταν προσγειώνομαι, κάτω από τη φούστα τής αφθονίας, στο λίμπερτυ έρπορτ (στο νίουαρκ). Επίσης, είναι το πρώτο πράγμα που βλέπω όταν μπαίνω σπίτι μου, μια και στην είσοδο με περιμένει κάθε φορά το τηλεσκόπιο -τοποθετημένο πάντα έτσι στο παράθυρο ώστε να φέρνει κοντύτερα τη θέα της. (Όσο ωραίο ακούγεται.)
Η μις λίμπερτυ, (και να ευχαριστήσω τη γουϊκιπεδία και τους γάλλους γι'αυτό), έκλεισε φέτος τα 122 της, γεννηθείσα το 1886.
Χούφταλο.
(Μην της πείτε ποτέ να τα εκατοστήσεις, δε φημίζεται για το χιούμορ της -απόδειξη ότι θα το πάρει για ειρωνία και θα παρεξηγηθεί, και τίποτα δεν θα την παρηγορεί -ούτε καν η φράση "εντάξει πώς κάνεις έτσι, δεν είσαι δα και σαν την ακρόπολη").
Η ακρόπολη.
Ουδέν σχόλιο.
Ή μάλλον ένα: κατά διαβολική σύμπτωση, που αξίζει να σχολιαστεί, δίπλα στο κίμπορντ του μακ που γράφω αυτή τη στιγμή, ο Δημήτρης έχει ένα βιβλίο που τιτλοφορείται American History and Poilitics. Πείτε του ελεύθερα να τα εκατοστήσει. 77 σελίδες.
(Σόρρυ φούστα της αφθονίας.)
(Σπίκινγκ οφ γουίτς, το δεύτερο πράγμα που κάνω όταν έρχομαι ΝΥ είναι να πηγαίνω ώς τη γωνία, στο whole foods market, να πάρω γάλα σόγιας με τόφου και δημητριακά πρωτεϊνών, μην μπορώντας να απαντήσω αν μόλις έχω πατήσει στον παράδεισο ή στην κόλαση -μια κι ο χυδαίος υπερκαταναλώτισμος που μας κάνει ξαφνικά παρέα γαργαλάει ύπουλα και έντονα τη λογική μου, και η λογική μου γαργαλιέται έυκολα, χωρίς όμως -στην προκειμένη περίπτωση- να γελάει).
Πάντα το παθαίνω αυτό στην Αμερική:
"Γιατί γαμωμοτοκερατό μου χρειάζεστε τόσα διαφορετικά είδη ντομάτας (μέτρησα 7), και τόσα διαφορετικά είδη κρεμμυδιού (μέτρησα 6), και τόσες διαφορετικές γεύσεις τυρί φιλαδέλφεια (μέτρησα 15!); Τόσο ψιλομύτικα είναι τα έντερά σας; Τόσο καλομαθημένα;" Το αποχετευτικό σας σύστημα πρέπει να είναι το πιο σοφιστικέ (σε γεύση) σε όλο τον κόσμο. Γιαμ! Σήψη γκουρμέ. (Μέχρι και οι αλιγάτορες στους υπονόμους, την ώρα του ντίνερ, θα φοράνε -μετά βεβαιότητας- φράκο.)
Και τελοσπάντων αν το γεμάτο στομάχι είναι σύμβολο τόσης ευημερίας, γιατί μέσα στο αερπολάνο με ταϊσατε κάτι που κέρδιζε άνετα τον τίτλο "χειρότερο γεύμα 1974-2008" -κάτι σαν κομπακταρισμένο αφρό από πούδρα κοτόπουλο παναρισμένο με μύξες και σκουλήκια σωτέ; (Δεν είμαι αλιγάτορας στην αλβανία ξέρετε.)
Ενιγουέη.
Με αυτά και με αυτά μεσημέριασε (στην Ελλάδα), πήγε πεντέμιση (στην Τραϊμπέκα), και μια σιέστα φοριέται. Ας την φορέσω. Άσε που εδώ και πέντε λεπτά που γράφω δεν γράφω ολόκληρη, γράφει το χέρι μου μόνο του, ξεκολλημένο από το υπόλοιπο σώμα μου, που έχει ήδη πηδήξει έξω από το ωρολογιακό πόπαπ γουίντοου και έχει ήδη ξαπλώσει.
Μερικές αποχαιρετηστήριες παρατηρήσεις:
1. Γενικά γαμώ το τηλεσκόπιο, το βράδυ εκτός από τη (φωτισμένη πια) μις λίμπερτυ όλο και κάποιο αστέρι φέρνουμε κοντύτερά μας. Τι ωραία. (Και κυρίως τι ωραία που το φέρνουμε αυτό κοντά μας αντί εμάς κοντά σε αυτό γιατί το τζέτλαγκ εκεί πάνω ούτε που θέλω να το σκέφτομαι.)
2. Το "όταν μπαίνεις στο σπίτι σου" απαιτούσε εισαγωγικά (τα λεγόμενα "παρανοημένης ξιπασιάς"), μια και το σπίτι "σου" ανήκει στον αδερφό σου -ο οποίος όμως (κάθε φορά που έρχεσαι), σου λέει πάντα καλωσήρθες σπίτι σου (χωρίς ειαγωγικά).
3. Το "στον αδερφό σου", επίσης σε εισαγωγικά -γιατί βασικά ανήκει στο φίλο σου Δημήτρη Πέτσα, όπου (πάλι για λόγους ξιπασιάς), δεν είναι αδερφός σου, αλλά φίλος σου (αδελφικός).
4. Πριν το σεπτέμπερ ιλέβεν (που ξημερώνει αύριο), η συγκεκριμμένη θέα προς τη μις λίμπερτυ δεν υπήρχε -την έκοβαν οι δίδυμοι.
5. Πάλι καλά που δεν την έκοβε η ακρόπολη.
6. Όσο για τα όνειρα, όχι, δεν βλέπω τόσο παρανοϊκά, όπως τον Οσάμα ντυμένο μπαλαρίνα (να γίνεται πιγκουίνος) -πλάκα έκανα.
7. Ο Ομπάμα ήταν.
8. Το σοφιστικασιόν του αποχετευτικού συστήματος της Νέας Υόρκης το έχει πιάσει προφανέστατα και ο Πέτσας: στο γκεστ μπάνιο, το μπάνιο "μου", ακριβώς πάνω από την τουαλέτα, έχει κορνιζάρει το γράμμα που του έστειλε η ουάσινγκτον, όταν έγινε επίσημα αμερικανός πολίτης. Μαντέψτε ποιος το υπογράφει ιδιοχείρως, ναι, ακριβώς, ο τζόρτζ ντάμπλιγου μπους, στα καλύτερά του -the best toilet read ever.
Καληνύρα Ελλυόρκη.-
Εσσ.-
ΥΓ
Οπτικό λαστ μόμεντ φλας:
Αν βρεθείτε (πεζοί ή με αυτοκίνητο) στην περιοχή Μακρυγιάννη, σε ένα συγκεκριμμένο ύψος στην Καλλιροής, εκεί από όπου φαίνεται η ακρόπολη ανάμεσα από τις πολυκατοικίες, θα δείτε την εξής διασκεδαστική οφθαλμαπάτη: μια τεράστια επιγραφή τής ηλεκτρικής σκούπας HOOVER, τοποθετημένη σε κάποια ταράτσα κτιρίου εδώ και 15 χρόνια, βρίσκεται σε τέτοιο σημείο που μοiάζει σαν να είναι ακριβώς κάτω από τον Παρθενώνα -σαν υπότιτλός του. Well, my dearest americans, trying to hoover other people's history is not going to work you know.
ΥΓ2
Μια ηλεκτρική σκούπα θα είχε πραγματική πλάκα (και νόημα) κάτω από τη φούστα της μις Λίμπερτυ (που όμως θα την έβαζες στο ριβέρς μόουντ -αντί να ρουφάει να φυσάει- να βλέπαμε αν κάνει μπραζίλιαν).-
:-)
7 Σεπ 2008
Στο ράφι.
Πριν κάποια χρόνια ήμουν ψηλή και γαλανομάτα. (Βασικά δεν ήμουν ψηλή και γαλανομάτα, απλά εννοώ ότι ήμουν μια εντελώς Άλλη).
Ούσα μια εντελώς Άλλη, όταν έτρωγα χυλόπιτες, μου κάθονταν στο στομάχι, μια και για ένα μεγάλο διάστημα πίστευα ότι ο έρωτας ήταν ακριβώς αυτό: να χτυπιέσαι στα μωσαϊκά, να ποθείς αυτό που δεν μπορείς να έχεις, και να γίνεται το στομάχι σου νεκροταφείο πεταλούδων. (Και μιλάμε δεν ήταν αυτό. Πόσο ωραία!/Πόσο γιούπι!)
Αλλά μια παρένεθεση φοριέται εδώ, οπότε τη φοράμε –κι ευχαριστούμε τη μαμαμουλάκη που μας θύμισε το κορυφαίο: “έρωτας είναι να συνεχίσεις να επιθυμείς αυτό που ήδη έχεις”. (Δυστυχώς το είπε τώρα, πριν κανά μήνα δηλαδή -που ήδη το ξέραμε πια. Που παραθέριζε πέντε χρόνια πριν αυτή η γαμωατάκα της;)
Ούσα μια εντελώς Άλλη, για να επανέλθω σε μένα, πέρασα μια περίοδο όπου αντί να μπορώ να επανέρχομαι (σε μένα), αντί να είμαι κανονική, όπως με ξέρετε (δηλαδή κοκκάλινη, δερμάτινη και μάλλινη), γινόμουν όλο και πιο γυάλινη, εύθραυστη, (ηλίθια) –και μου μπαίναν ιδέες.
Μια από αυτές ήταν πως αν με ρώταγες, αντί για κανονική ‘Εσσλιν, ήθελα να είμαι κάτι που αν το πω θα γελάσετε, κι επειδή μου αρέσει να γελάτε το λέω.
Ποτήρι.
Αυτό ήθελα να είμαι.
Ούσα ποτήρι, θα είχα πολύ περισσότερες πιθανότητες να βρεθώ μαζί Του, εκεί που ήθελα να είμαι αλλά δεν ήμουν, στο ράφι του, στην κουζίνα του, στη ζωή του.
“Φαντάζεσαι να ήσουν ποτήρι;” Όλο αυτό με ρώταγα.
“Θα σε έπιανε στα χέρια του, θα σε γέμιζε υγρά, θα σε έβαζε στο στόμα του, θα κατάπινε το μέσα σου”. Τι ωραία που θά’ταν.
Δεν έγινα ποτέ ποτήρι.
(Ούτε αστροφυσικός, ούτε αφροντούς.)
Όσο κι αν προσευχόμουν στο θεό της δίψας, να γίνει κάτι, δεν γινόταν τίποτα (ο θεός της δίψας είναι ακόρεστος -και χέστηκε.)
Δεν έγινα ποτέ ποτήρι.
Thank god.
(Που χεστήκες όταν έπρεπε.)
Το μόνο που μου έμεινε από την περίοδο αυτή είναι ότι εξακολουθεί και μου αρέσει το ράφι.
Ειδικά όταν το σκέφτομαι να γεμίζει με βιβλία μου.
Αν γράψω ποτέ.
(Κλείσιμο ματιού.)
Εσσ.-
ΥΓ1
Αν ήμουν ψηλή θα έφτανα καλύτερα και τα πάνω ράφια (αν είναι να γεμίσω και τα πάνω ας τα φτάνω κιόλας).
ΥΓ2
Αν ήμουν ψηλή και γαλανομάτα γίνεται πληζ να μην ήμουν η Κάμερον Ντίαζ (που μέχρι κι ο Ντι Κάπριο την έφτυσε και προβλέπεται να μείνει στο ράφι), αλλά η Ούμα Θέρμαν (που ήδη παντρεύτηκε ακούω);
ΥΓ3
Έφαγα και πρόσφατα (τρόπον τινά) μια χυλόπιτα, αλλά ήταν ανάλατη, άρα όχι ακριβώς ακριβώς χυλόπιτα -μια και η ακριβώς ακριβώς χυλόπιτα κομμάτι τσούζει στις πληγές (έχει αλάτι η άτιμη).
ΥΓ4
Το αστροφυσικός για πλάκα το είπα. Το αφροντούς όχι.
(“Φαντάζεσαι να ήσουν αφροντούς, πάνω σε τι θα γλύστραγες”;)
ΥΓ5
Ράφι αργείς. Μην αργείς.
Ούσα μια εντελώς Άλλη, όταν έτρωγα χυλόπιτες, μου κάθονταν στο στομάχι, μια και για ένα μεγάλο διάστημα πίστευα ότι ο έρωτας ήταν ακριβώς αυτό: να χτυπιέσαι στα μωσαϊκά, να ποθείς αυτό που δεν μπορείς να έχεις, και να γίνεται το στομάχι σου νεκροταφείο πεταλούδων. (Και μιλάμε δεν ήταν αυτό. Πόσο ωραία!/Πόσο γιούπι!)
Αλλά μια παρένεθεση φοριέται εδώ, οπότε τη φοράμε –κι ευχαριστούμε τη μαμαμουλάκη που μας θύμισε το κορυφαίο: “έρωτας είναι να συνεχίσεις να επιθυμείς αυτό που ήδη έχεις”. (Δυστυχώς το είπε τώρα, πριν κανά μήνα δηλαδή -που ήδη το ξέραμε πια. Που παραθέριζε πέντε χρόνια πριν αυτή η γαμωατάκα της;)
Ούσα μια εντελώς Άλλη, για να επανέλθω σε μένα, πέρασα μια περίοδο όπου αντί να μπορώ να επανέρχομαι (σε μένα), αντί να είμαι κανονική, όπως με ξέρετε (δηλαδή κοκκάλινη, δερμάτινη και μάλλινη), γινόμουν όλο και πιο γυάλινη, εύθραυστη, (ηλίθια) –και μου μπαίναν ιδέες.
Μια από αυτές ήταν πως αν με ρώταγες, αντί για κανονική ‘Εσσλιν, ήθελα να είμαι κάτι που αν το πω θα γελάσετε, κι επειδή μου αρέσει να γελάτε το λέω.
Ποτήρι.
Αυτό ήθελα να είμαι.
Ούσα ποτήρι, θα είχα πολύ περισσότερες πιθανότητες να βρεθώ μαζί Του, εκεί που ήθελα να είμαι αλλά δεν ήμουν, στο ράφι του, στην κουζίνα του, στη ζωή του.
“Φαντάζεσαι να ήσουν ποτήρι;” Όλο αυτό με ρώταγα.
“Θα σε έπιανε στα χέρια του, θα σε γέμιζε υγρά, θα σε έβαζε στο στόμα του, θα κατάπινε το μέσα σου”. Τι ωραία που θά’ταν.
Δεν έγινα ποτέ ποτήρι.
(Ούτε αστροφυσικός, ούτε αφροντούς.)
Όσο κι αν προσευχόμουν στο θεό της δίψας, να γίνει κάτι, δεν γινόταν τίποτα (ο θεός της δίψας είναι ακόρεστος -και χέστηκε.)
Δεν έγινα ποτέ ποτήρι.
Thank god.
(Που χεστήκες όταν έπρεπε.)
Το μόνο που μου έμεινε από την περίοδο αυτή είναι ότι εξακολουθεί και μου αρέσει το ράφι.
Ειδικά όταν το σκέφτομαι να γεμίζει με βιβλία μου.
Αν γράψω ποτέ.
(Κλείσιμο ματιού.)
Εσσ.-
ΥΓ1
Αν ήμουν ψηλή θα έφτανα καλύτερα και τα πάνω ράφια (αν είναι να γεμίσω και τα πάνω ας τα φτάνω κιόλας).
ΥΓ2
Αν ήμουν ψηλή και γαλανομάτα γίνεται πληζ να μην ήμουν η Κάμερον Ντίαζ (που μέχρι κι ο Ντι Κάπριο την έφτυσε και προβλέπεται να μείνει στο ράφι), αλλά η Ούμα Θέρμαν (που ήδη παντρεύτηκε ακούω);
ΥΓ3
Έφαγα και πρόσφατα (τρόπον τινά) μια χυλόπιτα, αλλά ήταν ανάλατη, άρα όχι ακριβώς ακριβώς χυλόπιτα -μια και η ακριβώς ακριβώς χυλόπιτα κομμάτι τσούζει στις πληγές (έχει αλάτι η άτιμη).
ΥΓ4
Το αστροφυσικός για πλάκα το είπα. Το αφροντούς όχι.
(“Φαντάζεσαι να ήσουν αφροντούς, πάνω σε τι θα γλύστραγες”;)
ΥΓ5
Ράφι αργείς. Μην αργείς.
6 Σεπ 2008
Αιώνια Κοιμωμένη.
Από τις δύο γιαγιάδες μου, τη Μαρία Νόρδα και την Κατερίνα Έσσλιν, (αμφότερες αναπαυθείσες εν ειρήνη), συμπαθούσα αρκετά πιο πολύ τη μία -αλλά θεωρώ κακόγουστο να αποκαλύψω το ποια (δεν θα δώσω μάλιστα κανένα hint, αρκεί που το ξέρουν οι ίδιες -γιατί ξέρουν αυτές).
Για το κουτσομπολιό του πράγματος, την Κατερίνα Έσσλιν (αν και κανείς δεν την φώναζε Κατερίνα, αλλά Κατίν (εσσλινικές εκκεντρικότητες), τη θάψαμε πέρισυ. Είχε πλάκα (με την όχι και τόσο πλακατζίδικη έννοια), το όνομά της (δηλαδή το όνομά μου) -να το βλέπω χαραγμένο, αντί γραμμένο... (Αλλά στην άλλη, ομολογώ έκλαψα περισσότερο, πλάνταξα τόσο πολύ που στο τέλος τα μάτια μου -από την πολύ μπουγάδα- από μαύρα είχαν γίνει γκρι. (Ουπς, I sense the presence of a hint.)
Τίποτα δεν έχει σημασία απ' όλα αυτά: τώρα κοιτάμε μπροστά -άσε που στις γιαγιάδες μου κρατάω και λίγο μούτρα, ειδικά στη μία (αυτήν που τις άρεσαν οι λάκτα), που ούτε μπήκε στον κόπο να πάρει την άδεια μου (πριν μας την κάνει).
Αλλά αρκετά. Βασικά δεν ήθελα τις γιαγιάδες να θυμηθώ σήμερα (απλά μου ήρθε ο συνειρμός τους, λόγω αυτού που ηθελα να πω, εξαιτίας ενός άλλου συνειρμού -και μια μέρα (αρκεί να μου έρθει συνειρμικά), θα το αναλύσω αυτό.
Αυτό που ήθελα να θυμηθώ (και είπα να το μοιραστώ) είναι ότι μου λέγαν συχνά παραμύθια.
Περνούσα πολύ συμπαθητικά.
Φόνοι, σεξ, ίντριγκες, (κακοσλύκος, σταχτοπούτα, χιονάτη) -λες και στους παραμυθάδες, (κυρίως τύπου Γκριμ, που είναι μικροί θεοί), τα υπαγόρευε ο Φώσκολος.
Όμως βαριόμουν καμμιά φορά -και ρώταγα:
"Πάλι έτσι τελειώνει;" (Τι σπάσιμο.)
Ήθελα "άλλο τέλος, γιαγιά".
"Τι άλλο βρε Κατερινούλα;"
"Άλλο. Άλλο. Δεν ξέρω. Να σκεφτείς."
'Όπως;"
"Όπως.... δεν ξέρω.... (πάντως σίγουρα όχι όπως-όπως)....Όπως θες... Όπως, για παράδειγμα, να βάλεις την Ωραία Κοιμωμένη και τον Βάτραχο στο ίδιο παραμύθι".
Το πρόβλημα, που αναδυόταν απ' αυτή την ιδέα, ήταν από μόνο του πιο ερεθιστικό για το μυαλό, (οριακά πιο ερεθιστικό κι από το σπιτάκι του Χανς και της Γκρέτελ ακόμη):
Πώς θα τη φιλούσε ο πρίγκηπας να ξυπνήσει, αφού θα ήταν βάτραχος και ποια πριγκίπισσα (ξύπνια) θα φιλούσε τον βάτραχο, να γίνει πρίγκηπας, να φιλήσει την κοιμισμένη, για να ξυπνήσει να τον φιλήσει, για να γίνει πρίγκηπας;
Άμα είναι να τα λένε παραμύθια, να φροντίσουν να είναι κιόλας.
(Τα παραμύθια γι' αυτό είναι παραμύθια. Γιατί δεν γίνονται.)
Τα παραμύθια που γίνονται είναι μαϊμού.
(Πρίγκηπας φίλησε πριγκίπισσα και ξύπνησε, πριγκίπισσα φίλησε βάτραχο και έγινε πρίγκηπας. Μάλιστα, μάλιστα: ο έρωτας, η αγάπη, τα φιλιά -τι εύκολα όλα.)
Μέχρι σήμερα μόνο τέτοια μου λένε (όσοι μου λένε).
Παραμύθια που γίνονται.
Τι ξενέρωμα.
Εσσ.-
ΥΓ 1
Αν θέλετε να λέτε παραμύθια μαϊμού, θα βοηθούσε να βάζετε και μια μαϊμού μέσα, γιατί ο βάτραχος αποπροσανατολίζει.
ΥΓ 2
Θέλω τόσο έντονα να φάω εδώ και τώρα 650 περιττές θερμίδες (μια λάκτα ας πούμε), που έτσι μου έρχεται να δικαιολογήσω όσους την κάνουν χωρίς να ζητάνε την άδεια κανενός (όπως η γιαγιά μου η Μαρία -που αγαπούσε τις λάκτα). Deadly σκοτούρα οι 650 θερμίδες. Θα ξαλάφρωσε.
ΥΓ 3
Ρε συ....... αυτό είναι: "σοκολάτα χωρίς θερμίδες". (Τέτοια παραμύθια θέλω γαμώτη.)
Για το κουτσομπολιό του πράγματος, την Κατερίνα Έσσλιν (αν και κανείς δεν την φώναζε Κατερίνα, αλλά Κατίν (εσσλινικές εκκεντρικότητες), τη θάψαμε πέρισυ. Είχε πλάκα (με την όχι και τόσο πλακατζίδικη έννοια), το όνομά της (δηλαδή το όνομά μου) -να το βλέπω χαραγμένο, αντί γραμμένο... (Αλλά στην άλλη, ομολογώ έκλαψα περισσότερο, πλάνταξα τόσο πολύ που στο τέλος τα μάτια μου -από την πολύ μπουγάδα- από μαύρα είχαν γίνει γκρι. (Ουπς, I sense the presence of a hint.)
Τίποτα δεν έχει σημασία απ' όλα αυτά: τώρα κοιτάμε μπροστά -άσε που στις γιαγιάδες μου κρατάω και λίγο μούτρα, ειδικά στη μία (αυτήν που τις άρεσαν οι λάκτα), που ούτε μπήκε στον κόπο να πάρει την άδεια μου (πριν μας την κάνει).
Αλλά αρκετά. Βασικά δεν ήθελα τις γιαγιάδες να θυμηθώ σήμερα (απλά μου ήρθε ο συνειρμός τους, λόγω αυτού που ηθελα να πω, εξαιτίας ενός άλλου συνειρμού -και μια μέρα (αρκεί να μου έρθει συνειρμικά), θα το αναλύσω αυτό.
Αυτό που ήθελα να θυμηθώ (και είπα να το μοιραστώ) είναι ότι μου λέγαν συχνά παραμύθια.
Περνούσα πολύ συμπαθητικά.
Φόνοι, σεξ, ίντριγκες, (κακοσλύκος, σταχτοπούτα, χιονάτη) -λες και στους παραμυθάδες, (κυρίως τύπου Γκριμ, που είναι μικροί θεοί), τα υπαγόρευε ο Φώσκολος.
Όμως βαριόμουν καμμιά φορά -και ρώταγα:
"Πάλι έτσι τελειώνει;" (Τι σπάσιμο.)
Ήθελα "άλλο τέλος, γιαγιά".
"Τι άλλο βρε Κατερινούλα;"
"Άλλο. Άλλο. Δεν ξέρω. Να σκεφτείς."
'Όπως;"
"Όπως.... δεν ξέρω.... (πάντως σίγουρα όχι όπως-όπως)....Όπως θες... Όπως, για παράδειγμα, να βάλεις την Ωραία Κοιμωμένη και τον Βάτραχο στο ίδιο παραμύθι".
Το πρόβλημα, που αναδυόταν απ' αυτή την ιδέα, ήταν από μόνο του πιο ερεθιστικό για το μυαλό, (οριακά πιο ερεθιστικό κι από το σπιτάκι του Χανς και της Γκρέτελ ακόμη):
Πώς θα τη φιλούσε ο πρίγκηπας να ξυπνήσει, αφού θα ήταν βάτραχος και ποια πριγκίπισσα (ξύπνια) θα φιλούσε τον βάτραχο, να γίνει πρίγκηπας, να φιλήσει την κοιμισμένη, για να ξυπνήσει να τον φιλήσει, για να γίνει πρίγκηπας;
Άμα είναι να τα λένε παραμύθια, να φροντίσουν να είναι κιόλας.
(Τα παραμύθια γι' αυτό είναι παραμύθια. Γιατί δεν γίνονται.)
Τα παραμύθια που γίνονται είναι μαϊμού.
(Πρίγκηπας φίλησε πριγκίπισσα και ξύπνησε, πριγκίπισσα φίλησε βάτραχο και έγινε πρίγκηπας. Μάλιστα, μάλιστα: ο έρωτας, η αγάπη, τα φιλιά -τι εύκολα όλα.)
Μέχρι σήμερα μόνο τέτοια μου λένε (όσοι μου λένε).
Παραμύθια που γίνονται.
Τι ξενέρωμα.
Εσσ.-
ΥΓ 1
Αν θέλετε να λέτε παραμύθια μαϊμού, θα βοηθούσε να βάζετε και μια μαϊμού μέσα, γιατί ο βάτραχος αποπροσανατολίζει.
ΥΓ 2
Θέλω τόσο έντονα να φάω εδώ και τώρα 650 περιττές θερμίδες (μια λάκτα ας πούμε), που έτσι μου έρχεται να δικαιολογήσω όσους την κάνουν χωρίς να ζητάνε την άδεια κανενός (όπως η γιαγιά μου η Μαρία -που αγαπούσε τις λάκτα). Deadly σκοτούρα οι 650 θερμίδες. Θα ξαλάφρωσε.
ΥΓ 3
Ρε συ....... αυτό είναι: "σοκολάτα χωρίς θερμίδες". (Τέτοια παραμύθια θέλω γαμώτη.)
3 Σεπ 2008
Παλιά Υόρκη.
Τη πονηρή που είναι τελοσπάντων η αγαπημένη μου πόλη.
Δεν προλαβαίνω να φύγω από κοντά της κι αυτή όλο πάει και μου παλιώνει.
Και πάμε πάλι -ξανά από την αρχή. (Να ξανανιώσουμε την αγάπη μας.)
Η βαλίτσα, το διαβατήριο, το αεροδρόμιο, η μις λίμπερτυ.
Όταν ήμουν μικρή η μόνη πόλη που υπήρχε ήταν η Αθήνα.
Άκουγα για κάποιο Λονδίνο, κάποιο Παρίσι, μια Μαδρίτη, ένα Άμστερνταμ, μια Στοκχόλμη και νόμιζα πως δεν υπάρχουν κανονικά, πως είναι φανταστικοί (της φαντασίας) μου προορισμοί -προσωρινά σκηνικά ή μόνο προσόψεις, που θα τα στήσουν αποκλειστικά για όταν πάμε εμείς να τα δούμε και μετά θα τα ξεστήσουν. (Ο πύργος του Άιφελ ήταν από χαρτόνι που δίπλωνε στα τέσσερα, το Μπιγκ Μπεν από λέγκο. Στο μυαλό μου οι πολείς ήταν απλώς αυτό: θεματικά αμιούζμεντ παρκς -επινόηση των αεροπορικών εταιριών για να βγάζουν το ψωμί τους.)
Χαίρομαι.
Που άρχισα να γυρίζω τον κόσμο από μικρή (συχνά ανάποδα).
Χαίρομαι που υπάρχουν κανονικά οι πόλεις, η Μιννεάπολη για παράδειγμα, ακόμη κι όταν λείπω εγώ από εκεί (κι ας μου παλιώνει η μυρωδιά τους). Τελικά είναι όντως φανταστικοί προορισμοί.
Και τέλος.
Χαίρομαι που η Νέα Υόρκη είναι εφτά ολοστρόγγυλες ώρες πίσω -και κάθε φορά προσγειώνομαι στο παρελθόν (και ξαφνικά η Αθήνα, είναι η μόνη χάρτινη πόλη, μακρυνή, αβέβαιη -ένα απλό σκηνικό).
ΥΓ
Μην πέσεις για ύπνο νωρίς μις λίμπερτυ την Τρίτη (και μη φορέσεις τακούνια): θα σε βολτάρω στην μπρούκλυν μπριτζ.
Δεν προλαβαίνω να φύγω από κοντά της κι αυτή όλο πάει και μου παλιώνει.
Και πάμε πάλι -ξανά από την αρχή. (Να ξανανιώσουμε την αγάπη μας.)
Η βαλίτσα, το διαβατήριο, το αεροδρόμιο, η μις λίμπερτυ.
Όταν ήμουν μικρή η μόνη πόλη που υπήρχε ήταν η Αθήνα.
Άκουγα για κάποιο Λονδίνο, κάποιο Παρίσι, μια Μαδρίτη, ένα Άμστερνταμ, μια Στοκχόλμη και νόμιζα πως δεν υπάρχουν κανονικά, πως είναι φανταστικοί (της φαντασίας) μου προορισμοί -προσωρινά σκηνικά ή μόνο προσόψεις, που θα τα στήσουν αποκλειστικά για όταν πάμε εμείς να τα δούμε και μετά θα τα ξεστήσουν. (Ο πύργος του Άιφελ ήταν από χαρτόνι που δίπλωνε στα τέσσερα, το Μπιγκ Μπεν από λέγκο. Στο μυαλό μου οι πολείς ήταν απλώς αυτό: θεματικά αμιούζμεντ παρκς -επινόηση των αεροπορικών εταιριών για να βγάζουν το ψωμί τους.)
Χαίρομαι.
Που άρχισα να γυρίζω τον κόσμο από μικρή (συχνά ανάποδα).
Χαίρομαι που υπάρχουν κανονικά οι πόλεις, η Μιννεάπολη για παράδειγμα, ακόμη κι όταν λείπω εγώ από εκεί (κι ας μου παλιώνει η μυρωδιά τους). Τελικά είναι όντως φανταστικοί προορισμοί.
Και τέλος.
Χαίρομαι που η Νέα Υόρκη είναι εφτά ολοστρόγγυλες ώρες πίσω -και κάθε φορά προσγειώνομαι στο παρελθόν (και ξαφνικά η Αθήνα, είναι η μόνη χάρτινη πόλη, μακρυνή, αβέβαιη -ένα απλό σκηνικό).
ΥΓ
Μην πέσεις για ύπνο νωρίς μις λίμπερτυ την Τρίτη (και μη φορέσεις τακούνια): θα σε βολτάρω στην μπρούκλυν μπριτζ.
Μπιούτισοπ.
Θέλω να βρίσω το σαμπουάν μου. (Μόλις έλουσα τα σχετικώς συμπαθητικά μαλλιά μου, και ψάχνω να βρω το νόημα.)
Ή μάλλον το γενικεύω.
Θέλω να πάνε να απαυτωθούν κανονικά, τα εξής προϊόντα: κρέμα ημέρας λανκόμ, χαλάουα από τις φτηνές, τσιμπιδάκι φρυδιών, ρουζ ντιόρ, μάσκαρα κλινίκ, λιπγκλός κεράσι, βερνίκι νυχιών σανέλ κόκκινο (χρώμα πουτανί), σταγόνες ντιτόξ εστέ λόντερ, αφρόλουτρο κορρές -άρωμα σύκο.
Θέλω να οργανώσουν μια τεράστια παρτούζα και να πάνε να κάνουν γλυκό, αργό, αλλά ταυτόχρονα ρηχό, ανεκπλήρωτο βασανιστικό έρωτα που δεν κατάφεραν ποτέ μέχρι σήμερα να με μεταμορφώσουν από Κολοκύθα σε Μις Πέφτεις-Κάτω-Όταν-Την-Βλέπεις 2008.
Τσακώνομαι συχνά με το Χοντοσέντερ. Αλλά όσο κι αν τα μαλώνω, όσο κι αν διαπληκτίζομαι μαζί τους, τα καλλυντικά μου δεν καταφέρνουν παρά να με ομορφύνουν με περιορισμό -μόνο τόσο όσο τα μάτια των απέναντί μου μπορούν να δουν. Κι αν τα μάτια των παρατηρητών μου έχουν καιρό να κλάψουν και βλέπουν θολά; Πόσο άσχημη θα δείχνω τότε, ακόμη και στο "μέσα μου".
Έλεγα πριν λίγο στο τηλέφωνο για ένα όνειρο που είδα -σχετικό ίσως.
Ήμουν σε μια άγνωστη πόλη, μακριά, κοντά, δεν έχει σημασία -κάπου.
Εκεί, το φυσιολογικό ήταν όλοι οι άνθρωποι να είναι τυφλοί.
Που και που, κάποιος δύστυχος, θύμα κάποιας φρικτής γεννετικής ανωμαλίας, γεννιόταν ανάπηρος -και είχε όραση.
Θεωρούνταν τόσο μεγάλη ατυχία να βλέπεις, που οι τυφλοί, οι το δίχως αμφιβολία προνομιούχοι, για να μην σε προσβάλλουν, έκαναν συνέχεια τα στραβά μάτια.
Δεν θυμάμαι παρακάτω, χτύπησε το ξυπνητήρι -άνοιξα τα μάτια μου.
Θυμάμαι μόνο να λέω, τι "ωραία" που θα ήταν ίσως να βλέπαμε με τα αφτιά. Ή με τα ακροδάχτυλα.
Καμμία μα καμμία εικόνα δεν θα ήταν λιγότερο όμορφη από αυτό που θα ήταν αφτιασίδωτη.
Κανείς δεν θα έβλεπε τις γωνίες μου, το κόμπλεξ μου να αγγίζω συνέχεια τα μαλλιά μου, να φοράω κραγιόν, ρούχα, ρούχα, κραγιόν -σαμποτάροντας (και η ίδια άθελά μου) τη θέα στο "μέσα μου".
Επιπλέον.
Χωρίς τα συμβατικά μάτια θα γλυτώναμε κι από τη διαδικασία του διαβάσματος. Όταν αγαπάς να γράφεις η επακόλουθη διαδικασία (το διάβασμα) δεν είναι το ζητούμενο ακριβώς. Το διάβασμα είναι η τυρρανική στιγμή που παύει να σου ανήκει το γραπτό σου -και η σκέψη ότι αυτό που έγραψες θα διαβαστεί είναι χειρότερη κι από το να βγεις γυμνή στην Πανεπιστημίου -χωρίς κραγιόν.
Μου επιτρέπεται να πω κάτι τελευταίο;
Αν το διάβασμα ήταν κραγιόν, θα του έλεγα να τρέξει να προλάβει την παρτούζα της έλενας ρούμπινσταϊν.
ΥΓ
Αυτό που πραγματικά ήθελα να γράψω και που θα έγραφα αν δεν έγραφα αυτό που τελικά έγραψα, είναι μια κοινότοπη σκέψη πάνω στο πόσο η εξωτερική ομορφιά (ή η έλλειψή της) αλλάζει την αίσθηση του αντικειμενικού, τον τρόπο που οι παρατηρητές μας (ή οι αναγνώστες μας) αντιλαμβάνονται το μέσα μας. Το ξέρω, δεν βγήκε. Δεν βαριέσαι; (Ας το αφήσουμε μετέωρο).
(Ίσως κάποιος να με μάτιασε. Θα επανέλθω.)
ΥΓ2
Από την άλλη, ο Όσκαρ Γουάιλντ δεν ήταν που είχε πει ότι η ομορφιά "νικάει" την ευφυία γιατί η ομορφιά δεν χρειάζεται αποδείξεις; (Τελικά, όλοι οι ωραίοι αφορισμοί βγήκαν προ photoshop.)
Εσσ.
Ή μάλλον το γενικεύω.
Θέλω να πάνε να απαυτωθούν κανονικά, τα εξής προϊόντα: κρέμα ημέρας λανκόμ, χαλάουα από τις φτηνές, τσιμπιδάκι φρυδιών, ρουζ ντιόρ, μάσκαρα κλινίκ, λιπγκλός κεράσι, βερνίκι νυχιών σανέλ κόκκινο (χρώμα πουτανί), σταγόνες ντιτόξ εστέ λόντερ, αφρόλουτρο κορρές -άρωμα σύκο.
Θέλω να οργανώσουν μια τεράστια παρτούζα και να πάνε να κάνουν γλυκό, αργό, αλλά ταυτόχρονα ρηχό, ανεκπλήρωτο βασανιστικό έρωτα που δεν κατάφεραν ποτέ μέχρι σήμερα να με μεταμορφώσουν από Κολοκύθα σε Μις Πέφτεις-Κάτω-Όταν-Την-Βλέπεις 2008.
Τσακώνομαι συχνά με το Χοντοσέντερ. Αλλά όσο κι αν τα μαλώνω, όσο κι αν διαπληκτίζομαι μαζί τους, τα καλλυντικά μου δεν καταφέρνουν παρά να με ομορφύνουν με περιορισμό -μόνο τόσο όσο τα μάτια των απέναντί μου μπορούν να δουν. Κι αν τα μάτια των παρατηρητών μου έχουν καιρό να κλάψουν και βλέπουν θολά; Πόσο άσχημη θα δείχνω τότε, ακόμη και στο "μέσα μου".
Έλεγα πριν λίγο στο τηλέφωνο για ένα όνειρο που είδα -σχετικό ίσως.
Ήμουν σε μια άγνωστη πόλη, μακριά, κοντά, δεν έχει σημασία -κάπου.
Εκεί, το φυσιολογικό ήταν όλοι οι άνθρωποι να είναι τυφλοί.
Που και που, κάποιος δύστυχος, θύμα κάποιας φρικτής γεννετικής ανωμαλίας, γεννιόταν ανάπηρος -και είχε όραση.
Θεωρούνταν τόσο μεγάλη ατυχία να βλέπεις, που οι τυφλοί, οι το δίχως αμφιβολία προνομιούχοι, για να μην σε προσβάλλουν, έκαναν συνέχεια τα στραβά μάτια.
Δεν θυμάμαι παρακάτω, χτύπησε το ξυπνητήρι -άνοιξα τα μάτια μου.
Θυμάμαι μόνο να λέω, τι "ωραία" που θα ήταν ίσως να βλέπαμε με τα αφτιά. Ή με τα ακροδάχτυλα.
Καμμία μα καμμία εικόνα δεν θα ήταν λιγότερο όμορφη από αυτό που θα ήταν αφτιασίδωτη.
Κανείς δεν θα έβλεπε τις γωνίες μου, το κόμπλεξ μου να αγγίζω συνέχεια τα μαλλιά μου, να φοράω κραγιόν, ρούχα, ρούχα, κραγιόν -σαμποτάροντας (και η ίδια άθελά μου) τη θέα στο "μέσα μου".
Επιπλέον.
Χωρίς τα συμβατικά μάτια θα γλυτώναμε κι από τη διαδικασία του διαβάσματος. Όταν αγαπάς να γράφεις η επακόλουθη διαδικασία (το διάβασμα) δεν είναι το ζητούμενο ακριβώς. Το διάβασμα είναι η τυρρανική στιγμή που παύει να σου ανήκει το γραπτό σου -και η σκέψη ότι αυτό που έγραψες θα διαβαστεί είναι χειρότερη κι από το να βγεις γυμνή στην Πανεπιστημίου -χωρίς κραγιόν.
Μου επιτρέπεται να πω κάτι τελευταίο;
Αν το διάβασμα ήταν κραγιόν, θα του έλεγα να τρέξει να προλάβει την παρτούζα της έλενας ρούμπινσταϊν.
ΥΓ
Αυτό που πραγματικά ήθελα να γράψω και που θα έγραφα αν δεν έγραφα αυτό που τελικά έγραψα, είναι μια κοινότοπη σκέψη πάνω στο πόσο η εξωτερική ομορφιά (ή η έλλειψή της) αλλάζει την αίσθηση του αντικειμενικού, τον τρόπο που οι παρατηρητές μας (ή οι αναγνώστες μας) αντιλαμβάνονται το μέσα μας. Το ξέρω, δεν βγήκε. Δεν βαριέσαι; (Ας το αφήσουμε μετέωρο).
(Ίσως κάποιος να με μάτιασε. Θα επανέλθω.)
ΥΓ2
Από την άλλη, ο Όσκαρ Γουάιλντ δεν ήταν που είχε πει ότι η ομορφιά "νικάει" την ευφυία γιατί η ομορφιά δεν χρειάζεται αποδείξεις; (Τελικά, όλοι οι ωραίοι αφορισμοί βγήκαν προ photoshop.)
Εσσ.
2 Σεπ 2008
Play the discard card.
Κατά καιρούς, κάποιοι ιχσχυρίζονται ότι αν καταγράφεις λίστες (με τα όνειρα, τις προτεραιότητες, και τα λοιπά σημαντικά σου), "πιάνει": δεσμεύεσαι (με όσα καταγράφεις) και πραγματοποιείς.
(Κάνει και καλό status στο facebook: "Ο τάδε αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να σας μιλήσει -δεσμεύεται και πραγματοποιεί".)
A, πολύ ωραία. Απλό ακούγεται. Άρα, κάνω μια λίστα με "όσα ενώ θέλω δεν έχω" και μια λίστα με "όσα ενώ δεν θέλω έχω" -και τελειώνω.
Αν όντως πιάνει, καθίσταται επιτέλους σαφές το πιο απλούστατο πράγμα στον κόσμο, πως ευτυχισμένος είναι μόνο ένας τύπος ανθρώπου: ο μη έχων ό,τι δεν θέλει και ο έχων ό,τι θέλει.
Ξέρω ελάχιστους ανθρώπους που δεν έχουν ό,τι δεν θέλουν -και σκοπεύω τόσο να τους μοιάσω που θα το γράψω και σε λίστα.
(Το μόνο που λίγο με ενοχλεί είναι το "δεσμεύεται". Ι am an air sign.)
(Κάνει και καλό status στο facebook: "Ο τάδε αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να σας μιλήσει -δεσμεύεται και πραγματοποιεί".)
A, πολύ ωραία. Απλό ακούγεται. Άρα, κάνω μια λίστα με "όσα ενώ θέλω δεν έχω" και μια λίστα με "όσα ενώ δεν θέλω έχω" -και τελειώνω.
Αν όντως πιάνει, καθίσταται επιτέλους σαφές το πιο απλούστατο πράγμα στον κόσμο, πως ευτυχισμένος είναι μόνο ένας τύπος ανθρώπου: ο μη έχων ό,τι δεν θέλει και ο έχων ό,τι θέλει.
Ξέρω ελάχιστους ανθρώπους που δεν έχουν ό,τι δεν θέλουν -και σκοπεύω τόσο να τους μοιάσω που θα το γράψω και σε λίστα.
(Το μόνο που λίγο με ενοχλεί είναι το "δεσμεύεται". Ι am an air sign.)
Ντιξάν.
Έβαλα να δω καμμιά πρωινή είδηση και δεν πρόλαβα -έπεσα σε μια διαφήμιση του σκιπ, με νέο άρωμα (λέει): “ελληνικά νησιά”.
(Άρα υποθέτω ότι θα μυρίζει μπλε.)
Κι άρχισα να σκέφτομαι...
Με τι πλένεις (για παράδειγμα) ένα λευκό μπλουζάκι με έναν κόκκινο λεκέ;
Αν ο λεκές γίνει από κόκκινο κρασί, υποθέτω το τρίβεις με αριέλ (με άρωμα "εξαφάνιση").
Το δύσκολο είναι μετά βεβαιότητας άλλο:
να φοράς ένα λευκό μπλουζάκι και (χωρίς καν να καταλάβεις το πώς και το γιατί) αυτό να γίνει όλο κατακόκκινο από μόνο του (κόκκινο από δήθεν ντροπή –ή ακόμη χειρότερα– από ανεξιχνίαστο έρωτα). Σιγά μην ξαναγίνει λευκό, δεν πάει να το τρίβεις για χρόνια -κόκκινο θα μένει.
Από την άλλη, το σκιπ με άρωμα “ελληνικά νησιά” ίσως βγήκε για τέτοιες περιπτώσεις, όταν οι λεκέδες θέλουν απλώς ένα ταξιδάκι: όταν η ντροπή ή ο έρωτας πρέπει να μαζέψουν τις βαλίτσες τους άμεσα -και να πάρουν το πρώτο πλοίο, όποιο βρουν (χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να λείψουν για τα καλά.)
Η επόμενη διαφήμιση θα ταίριαζε να ήταν της Aegean (κάποιοι λεκέδες βιαστικότεροι χρειάζονται αεροπλάνο).
Αλλά ευτυχώς δεν ήταν.
(Άρα υποθέτω ότι θα μυρίζει μπλε.)
Κι άρχισα να σκέφτομαι...
Με τι πλένεις (για παράδειγμα) ένα λευκό μπλουζάκι με έναν κόκκινο λεκέ;
Αν ο λεκές γίνει από κόκκινο κρασί, υποθέτω το τρίβεις με αριέλ (με άρωμα "εξαφάνιση").
Το δύσκολο είναι μετά βεβαιότητας άλλο:
να φοράς ένα λευκό μπλουζάκι και (χωρίς καν να καταλάβεις το πώς και το γιατί) αυτό να γίνει όλο κατακόκκινο από μόνο του (κόκκινο από δήθεν ντροπή –ή ακόμη χειρότερα– από ανεξιχνίαστο έρωτα). Σιγά μην ξαναγίνει λευκό, δεν πάει να το τρίβεις για χρόνια -κόκκινο θα μένει.
Από την άλλη, το σκιπ με άρωμα “ελληνικά νησιά” ίσως βγήκε για τέτοιες περιπτώσεις, όταν οι λεκέδες θέλουν απλώς ένα ταξιδάκι: όταν η ντροπή ή ο έρωτας πρέπει να μαζέψουν τις βαλίτσες τους άμεσα -και να πάρουν το πρώτο πλοίο, όποιο βρουν (χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να λείψουν για τα καλά.)
Η επόμενη διαφήμιση θα ταίριαζε να ήταν της Aegean (κάποιοι λεκέδες βιαστικότεροι χρειάζονται αεροπλάνο).
Αλλά ευτυχώς δεν ήταν.
1 Σεπ 2008
Μάρκετινγκ.
Αγάπη, αγάπη, αγάπη,
αγάπη, αγάπη, αγάπη,
αγάπη, αγάπη.
Τη βρίσκεις παντού πια (αν δεν βρεις εποχής ή εγχώρια, πάρε εισαγωγής).
Αγάπης και Αγάπης γωνίας.
Χεστήκαμε! Μπουχτίσαμε!
Δυο ρήματα που δεν θα συντροφεύουν ποτέ την αγάπη.
(Νόμιζες μικρή.)
Ώσπου τσέκαρες να δεις: είναι τόσο παντού όσο υπόσχεται η (κάθε) διαφήμιση;
Ή παραμύθια;
Τις προάλλες, πήγα σε ένα εστιατόριο-καινούργιο, τρέντυ, βρίσκεις γκόμενο λέει. Όταν ήρθε η ώρα -προς το τέλος, παρήγγειλα ένα μήλο (σαν της χιονάτης).
Δεν είχαν.
Αύριο, θα πάω να αγοράσω παπούτσια.
"Γυάλινο γοβάκι έχετε;", θα πω.
Δεν θα έχουν.
Μην πιστεύετε τους διαφημιστές. Η μόνη φορά που ίσως με ξαναπείσει το μάρκετινγκ στο μέλλον, θα είναι όταν προμοτάρει μια "μηχανή του χρόνου" -να γυρίσω πίσω, τότε, που λέγαμε Ι love you -και δεν εννοούσαμε I sex you.
Καρδούλες αναβοσβύνουν.
:-P
αγάπη, αγάπη, αγάπη,
αγάπη, αγάπη.
Τη βρίσκεις παντού πια (αν δεν βρεις εποχής ή εγχώρια, πάρε εισαγωγής).
Αγάπης και Αγάπης γωνίας.
Χεστήκαμε! Μπουχτίσαμε!
Δυο ρήματα που δεν θα συντροφεύουν ποτέ την αγάπη.
(Νόμιζες μικρή.)
Ώσπου τσέκαρες να δεις: είναι τόσο παντού όσο υπόσχεται η (κάθε) διαφήμιση;
Ή παραμύθια;
Τις προάλλες, πήγα σε ένα εστιατόριο-καινούργιο, τρέντυ, βρίσκεις γκόμενο λέει. Όταν ήρθε η ώρα -προς το τέλος, παρήγγειλα ένα μήλο (σαν της χιονάτης).
Δεν είχαν.
Αύριο, θα πάω να αγοράσω παπούτσια.
"Γυάλινο γοβάκι έχετε;", θα πω.
Δεν θα έχουν.
Μην πιστεύετε τους διαφημιστές. Η μόνη φορά που ίσως με ξαναπείσει το μάρκετινγκ στο μέλλον, θα είναι όταν προμοτάρει μια "μηχανή του χρόνου" -να γυρίσω πίσω, τότε, που λέγαμε Ι love you -και δεν εννοούσαμε I sex you.
Καρδούλες αναβοσβύνουν.
:-P
Το τηλέφωνο του θεού.
-Εμπρός; Εμπρός;
-Λέγετε παρακαλώ.
Τι να πούμε δηλαδή ακριβώς;
Καλά. Αν είναι να πούμε οπωσδήποτε κάτι, ας πούμε κάτι σχετικά
με το γιατί απαντάς το τηλέφωνο με "εμπρός;" -ειδικά όταν μιλάς με τον θεό.
(Όχι τον κανονικένιο ρε: τον θεό που γνώρισες κάποτε -παράδειγμα στο mommy's ας πούμε, ή στο soul- και που στο τέλος της βραδιάς σού ζητάει το τηλέφωνό σου και στο τέλος μιας άλλης βραδιάς να τα μαζέψεις και να γυρίσεις σπίτι).
Ίσως έχει να κάνει με την προσδοκία όλα να πάνε εμπρός. Και πράγματι -θεωρητικά ισχύει: μέρα τη μέρα μια σχέση πάει εμπρός. Τι δεν κατάλαβες; Το θέμα είναι ότι ενίοτε ενώ κάποιες σχέσεις προχωράνε όντως εμπρός (μέρα τη μέρα), το κάνουν με γυρισμένη την πλάτη στο κανονικό εμπρός, πηγαίνοντας μπρος ανάποδα (δηλαδή πισωμπρός).
(Γιατί να μην απαντάμε από την αρχή "Πίσω; Πίσω;" να τελειώνουμε από την αρχή, αντί να αρχίζουμε από το τέλος -το τάχα μου ευτυχισμένο;)
Είναι πολύ απλό.
Κοίτα πόσο.
Για να πας εμπρός πρέπει να θέλει και ο άλλος.
Αν ο άλλος δεν θέλει, θα κλείσει το ακουστικό.
Αν κλείσει το ακουστικό θα μιλάς μόνος σου.
Αν μιλάς μόνος σου, θα πας εμπρός μόνος σου.
Αν πας εμπρός μόνος σου, δεν θα πας εμπρός με τον άλλον.
Αν δεν πας εμπρός με τον άλλο κι ο άλλος καταλάβει ότι εσύ πας εμπρός μόνος σου, ενώ αυτός δεν πάει, γιατί δεν θέλει, θα έρθει μια στιγμή που θα κάθεσαι και θα γράφεις μόνος σου στο μπλογκ σου -και θα αναρωτιέσαι: γιατί απαντάμε "εμπρός; εμπρός", αντί για "πίσω; πίσω;" (που στην τελική ανάλυση κρατάει και μια πισινή);
Αυτή βέβαια μου φαίνεται μια απίθανη περίπτωση, γιατί ποιος ηλίθιος γράφει τη σήμερον μπλογκ.
Πιθανόν κάποιος που θεωρεί ότι ο θεός -ο κανονικός αυτή τη φορά- είναι ο Bill Murray (γεγονός που είμαι σίγουρη καθιστά το τηλέφωνό του δυσεύρετο.)
Κλείσιμο ματιου,
Έσσ.-
-Λέγετε παρακαλώ.
Τι να πούμε δηλαδή ακριβώς;
Καλά. Αν είναι να πούμε οπωσδήποτε κάτι, ας πούμε κάτι σχετικά
με το γιατί απαντάς το τηλέφωνο με "εμπρός;" -ειδικά όταν μιλάς με τον θεό.
(Όχι τον κανονικένιο ρε: τον θεό που γνώρισες κάποτε -παράδειγμα στο mommy's ας πούμε, ή στο soul- και που στο τέλος της βραδιάς σού ζητάει το τηλέφωνό σου και στο τέλος μιας άλλης βραδιάς να τα μαζέψεις και να γυρίσεις σπίτι).
Ίσως έχει να κάνει με την προσδοκία όλα να πάνε εμπρός. Και πράγματι -θεωρητικά ισχύει: μέρα τη μέρα μια σχέση πάει εμπρός. Τι δεν κατάλαβες; Το θέμα είναι ότι ενίοτε ενώ κάποιες σχέσεις προχωράνε όντως εμπρός (μέρα τη μέρα), το κάνουν με γυρισμένη την πλάτη στο κανονικό εμπρός, πηγαίνοντας μπρος ανάποδα (δηλαδή πισωμπρός).
(Γιατί να μην απαντάμε από την αρχή "Πίσω; Πίσω;" να τελειώνουμε από την αρχή, αντί να αρχίζουμε από το τέλος -το τάχα μου ευτυχισμένο;)
Είναι πολύ απλό.
Κοίτα πόσο.
Για να πας εμπρός πρέπει να θέλει και ο άλλος.
Αν ο άλλος δεν θέλει, θα κλείσει το ακουστικό.
Αν κλείσει το ακουστικό θα μιλάς μόνος σου.
Αν μιλάς μόνος σου, θα πας εμπρός μόνος σου.
Αν πας εμπρός μόνος σου, δεν θα πας εμπρός με τον άλλον.
Αν δεν πας εμπρός με τον άλλο κι ο άλλος καταλάβει ότι εσύ πας εμπρός μόνος σου, ενώ αυτός δεν πάει, γιατί δεν θέλει, θα έρθει μια στιγμή που θα κάθεσαι και θα γράφεις μόνος σου στο μπλογκ σου -και θα αναρωτιέσαι: γιατί απαντάμε "εμπρός; εμπρός", αντί για "πίσω; πίσω;" (που στην τελική ανάλυση κρατάει και μια πισινή);
Αυτή βέβαια μου φαίνεται μια απίθανη περίπτωση, γιατί ποιος ηλίθιος γράφει τη σήμερον μπλογκ.
Πιθανόν κάποιος που θεωρεί ότι ο θεός -ο κανονικός αυτή τη φορά- είναι ο Bill Murray (γεγονός που είμαι σίγουρη καθιστά το τηλέφωνό του δυσεύρετο.)
Κλείσιμο ματιου,
Έσσ.-
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)